
Η παράσταση του Μάριο Μπανούσι «Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia» παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Φωτογραφίες: © Νάσια Στουραΐτη.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο σκηνοθέτης – έκπληξη της χρονιάς, ο Μάριο Μπανούσι, παρουσιάζει στο Φεστιβάλ Αθηνών το Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia, τρίτο μέρος μιας τριλογίας που αφορά τη γέννηση, το πένθος, την απουσία και τις καταγραφές τους στην ανθρώπινη συνείδηση: η Ragada, μια επιστροφή στη χώρα της παιδικής του ηλικίας, είχε ως αφετηρία την ιστορία της μητέρας του, το Goodbye, Lindita αφηγούταν την ιστορία της μητριάς του και το Taverna Miresia («Ταβέρνα Καλοσύνη») θίγει την απώλεια του πατέρα, την αυτόματη κατάργηση της σύνδεσης με τον νεκρό και το δυσαναπλήρωτο κενό που την ακολουθεί. Ο τίτλος Taverna Miresia εμμέσως αναφέρεται στο γεγονός ότι η ολονυχτία πριν από την κηδεία του πατέρα του έγινε μέσα στην οικογενειακή τους ταβέρνα.
Ο εξαιρετικός σκηνογράφος Σωτήρης Μελανός, σε συνεργασία με την Ελίζα Αλεξανδροπούλου στους φωτισμούς, συμβάλλουν σημαντικά στην αίσθηση «χειροποίητου» που έχει το εικαστικό μέρος της περφόρμανς. Η παράσταση επιστρατεύει πολλές πηγές φωτός: διανοίγει κόγχες στον τοίχο μετατρέποντας ένα λουτρό σε παρεκκλήσι, ανάβει την περιστρεφόμενη σόμπα φωτίζοντας εναλλασσόμενες πτυχές του δωματίου, επιτρέπει στις ακτίδες του ήλιου να διεισδύσουν από το παράθυρο της πόρτας προσδίδοντας μυστηριακή αχλή σε σκηνές εσωτερικής πάλης, σκληραίνει ή γλυκαίνει τους φωτισμούς ανάλογα με το κυρίαρχο συναίσθημα κάθε σκηνής. Τα σκηνικά αντικείμενα είναι λευκά πλακάκια μπάνιου, ένα πλυντήριο με τη σκάφη των άπλυτων ρούχων επάνω, μια απλώστρα, μια σόμπα ηλεκτρική, ένα ντους με κουρτίνα, ένας νιπτήρας με καθρέφτη, πέντε καρέκλες και μια σκοτεινή επιγραφή, σαν βωμός.
Ο Μάριο καθαρίζει με επιμέλεια την επιφάνεια της σκοτεινής επιγραφής, που γρήγορα ανάβει αναδεικνύοντας με νοσταλγία τα ονόματα του ίδιου και των αδελφών του, Μπέλα και Αναστασία: είναι η υπόμνηση μιας αληθινής επιγραφής που φάνταζε στην είσοδο της πραγματικής ταβέρνας «Miresia». Μετά, γδύνεται μπροστά στο κοινό για να κάνει αργά-αργά ντους, επιτρέποντας στον εαυτό του μια μορφή προσεκτικού και λεπτομερούς τελετουργικού καθαρμού, που όμως διατηρεί τα ρεαλιστικά γνωρίσματα της καθημερινότητας.
Ανοίγει, σαν καταπακτή, ένας πρόσφατα σκαμμένος τάφος, γύρω από τον οποίο υπάρχουν πέντε καρέκλες ταβέρνας, προορισμένες για ολονύχτιο θρήνο. Βλέπουμε τις δυο αδερφές, τη μάνα (ερμηνευμένη θαυμάσια από τη Σαββίνα Γιαννάτου) και μια συμβολική συγγενή, που την υποδύεται, πάντα σιωπηρά, η Χρυσή Βιδαλάκη: η άγνωστη αυτή συγγενής κρύβει στην τσάντα της το φαγητό της, το κρυφοτρώει για να μην εκτεθεί, κατουριέται και σηκώνει όπως-όπως τα ρούχα της, προδίδοντας μιαν ιδιότυπη σχέση προς τον μεταστάντα. Πρόκειται για μια απόλυτα ανθρώπινη, συγκινητική παρουσία, γεμάτη τρυφερό χιούμορ. Οι μοναδικοί ήχοι προέρχονται από ένα τρανζιστοράκι που μεταδίδει ακατάληπτους ήχους από εκπομπές ραδιοφώνου, στο βάθος: σαν να συνεχίζεται η καθημερινότητα, αδιαλείπτως, αγνοώντας το δράμα που τεκταίνεται επί σκηνής.
Η μια αδερφή τρώει μια μορφή χυλού σαν σούπα, η άλλη αδερφή την κοιτάζει, η πρώτη ταΐζει με φροντίδα τη δεύτερη, που μεταλαμβάνει από το κουτάλι και αμέσως μετά φτύνει πάνω στην αδερφή της τις μπουκιές: ποικίλοι τρόποι εισόδου και εξόδου της τροφής στο σώμα, διαφορετική βίωση του πένθους: η μία πληθωρική, χυμώδης και υπερβαλλόντως θηλυκή, αναδίδει οργασμικό ερωτισμό, ενώ η άλλη είναι απορριπτική προς τον πατέρα και κινείται επιθετικά, με γωνιώδεις μετατοπίσεις εντόμου στον χώρο. Έχει προηγηθεί ο θρήνος, η απόγνωση και ο θυμός της μάνας: η Σαββίνα Γιαννάτου τραγουδά τη σύνθεση του εξαίρετου μουσικού Jeph Vanger, θρηνεί με χαρακτηριστικούς λαρυγγισμούς, κινείται προς την άδεια καρέκλα και τη σηκώνει μαζί με το αναρτημένο σακάκι του νεκρού, ανοίγει την πόρτα και βγαίνει. Το mix της θαυμάσιας σύνθεσης προέρχεται από ηπειρώτικα τραγούδια, από μουσικές της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων και από παραδοσιακά αλβανικά γλέντια και νεκρώσιμα vajtim (μοιρολόγια).
Οι δύο αδερφές θρηνούν απαρηγόρητες, όμως προσπαθούν να συμβιβαστούν με την έλλειψη και να την αποδεχθούν.
Μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ιερότητας φέρνει τη φύση στο πρώτο πλάνο, καθώς στάχυα φυτρώνουν στον ανοιχτό τάφο και καθώς όλοι βρίσκουν εκεί ένα σημείο αναφοράς, ένα σημείο συνάντησης και (γιατί όχι;) την ελπίδα για κάποιαν επανεύρεση. Οι δύο αδερφές θρηνούν απαρηγόρητες, όμως προσπαθούν να συμβιβαστούν με την έλλειψη και να την αποδεχθούν. Θέλουν να πουν κάτι και δεν το λένε, απογυμνώνονται και έρπουν, ενώνονται με το χώμα και περνούν σ’ έναν έξοχο τελετουργικό χορό περιστρεφόμενου δερβίση γεμάτο δύναμη και σημειολογική ακρίβεια.
Οι βαρυπενθούσες γυναικείες μορφές δίνουν το στίγμα της ανθρώπινης παρουσίας ως κοινωνικού γεγονότος, όπως συμβαίνει στις κηδείες κάποιων περιοχών της Βαλκανικής: κάθε λίγο σηκώνονται και κάθονται, αφήνοντας πάντα μια καρέκλα άδεια, ως υπόμνηση της τελεσίδικης απουσίας και ως εκκίνηση μιας διεργασίας λατρευτικής απόδοσης τιμών στον νεκρό. Το μικροαστικό περιβάλλον μετατρέπεται, έτσι, σε τέμενος, ενώ το κενοτάφιο υποδηλώνει την απουσία στο διηνεκές. Η δραματουργός Ασπασία – Μαρία Αλεξίου μελετά την απομάκρυνση και την εγγύτητα ως δύο αντιφατικές συνθήκες κατακύρωσης του προσωπικού βιώματος και αναζήτησης των μεταφυσικών του προεκτάσεων.
Η παράσταση εισάγει νέες μορφές τελετουργίας, πρωτόγνωρες για το θέατρο και συγγενείς προς την αίσθηση ευσέβειας του κοινού (pietas στα Λατινικά σημαίνει «ευσέβεια»). Αυτή η τελεστική διάσταση φαίνεται ότι είναι το κύριο μέλημα του δημιουργού, που ολοκληρώνει πάντα τις συνθέσεις του εισάγοντας επί σκηνής τη μαγεία: μια τεράστια, αχυρένια Pietà που αναβλύζει από τον μύθο εμφανίζεται στη θέση μιας Ιεράς Πύλης που ανοίγει ως τρίπτυχο αποκαλύπτοντας αναθήματα και τάματα κρεμασμένα στον τοίχο. Η χορτάρινη αυτή, ογκώδης φιγούρα κατηφορίζει αργά στη σκηνή και κυριολεκτικά εξαφανίζει το παιδί σε μια τεράστια αγκαλιά: ο άφυλος, μεταστοιχειωμένος πατέρας επιστρέφει τρυφερά για να εγκολπωθεί τον καρπό του, θριαμβεύοντας πάνω στον θάνατο. Η επιλογή της συγκεκριμένης εικονοπλασίας αντιστοιχεί στη μεγάλη, μαύρη γυναικεία φιγούρα που, στο Goodbye Lindita, περίμενε ευσεβιστικά τους νεκρούς στο βάθος της σκηνής για να τους αγκαλιάσει στη στάση της Pietἀ.
Είναι σαφές ότι ο νεαρός σκηνοθέτης, ενώ στη δεύτερη παράστασή του ανοίχτηκε σε συμπαντικές διαστάσεις, στο τρίτο μέρος της τριλογίας αναδιπλώνεται σε μιαν εσωτερικότητα γριφώδη και ποιητική. Η απουσία του πατέρα και ο ύστατος αποχαιρετισμός παράγουν έναν αχανή ψυχικό χώρο γεμάτο σιωπή, ερμητισμό και αμηχανία, που εκδιπλώνεται ως εκμυστήρευση στα μάτια των θεατών. Το νερό του ντους, η σκληρότητα των υλικών της μπανιέρας, το χειροπιαστό χώμα του τάφου και το ξεθαμμένο σακάκι του πατέρα, η πηγαία βλάστηση από τη γη, διανοίγουν και πάλι μια μεταφυσική διάσταση απουσίας, που ίσως να υποδηλώνει και την εν ζωή απουσία του πατέρα ως φιγούρας. Κάθε ψυχαναλυτική προσέγγιση νομιμοποιείται και το σκηνικό γεγονός παραμένει αύταρκες: δεν είναι απαραίτητα η συνέχεια των προηγούμενων παραστάσεων του δημιουργού, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν και να παρασταθούν σε ενιαία τριλογία.
Δεν χρειάζονται λόγια για να νοηματοδοτηθούν οι έξοχες σκηνικές επιτελέσεις του Μάριο Μπανούσι.
Αυτό που μετράει πάνω απ’ όλα είναι η ευαισθησία, οι τεντωμένες στο ανθρώπινο πάθος κεραίες, η πρωτότυπη επεξεργασία των εικόνων, η εικαστική αρτιότητα, η μετάπλαση του βιώματος σε κραυγή για ανθρωπινότερους τρόπους προσέγγισης του πόνου, του αποχωρισμού, του θανάτου. Δεν χρειάζονται λόγια για να νοηματοδοτηθούν οι έξοχες σκηνικές επιτελέσεις του Μάριο Μπανούσι. Αρκεί να δεχτείς, ως θεατής, πως οι μνήμες του δημιουργού έχουν τον χαρακτήρα του άφατου: δηλαδή αποδίδονται αποκλειστικά με τις εκφράσεις του προσώπου, με το φως, τον ήχο και το σκηνικό. Και πως, με κάποιον μαγικό τρόπο, μπορούν να συνδεθούν με την καθημερινότητα τη δική σου.
Οι συντελεστές
Ο Μάριο Μπανούσι είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών (2020), έχει παρακολουθήσει σεμινάρια σύγχρονου χορού στο Ωδείο Αθηνών, το 2018 έλαβε μέρος στο εργαστήριο «Commedia dell’Arte» στο Θερινό Σχολείο Tenta της Φεράρα και το 2019 συμμετείχε στο Screenwriters and Directors Lab by Oxbelly στο Costa Navarino. Συνεργάστηκε με τον Ευριπίδη Λασκαρίδη στην παράσταση ΘΥΡΩ (Μπιενάλε Αθηνών, 2018) και με τους Nova Melancholia στο έργο Marcel Duchamp (2022). Έχει εργαστεί ως ηθοποιός στις εξής παραστάσεις: Μέρες Ιουνίου '19: Με τον τρόπο του Γιώργου Σεφέρη (Μέγαρο – Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2019), Claudio Monteverdi: L' Orfeo (Μέγαρο – Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2017), Θουκυδίδης Δραματικός: Το θέατρο του Πολέμου (Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης, 2017· Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν, 2016· Παλαιό Ελαιουργείο, 2016). Το 2020 σκηνοθέτησε το Pranvera, την πρώτη του μικρού μήκους ταινία που παρουσιάστηκε στο TIFF (Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τιράνων).
Η τραγουδίστρια Σαββίνα Γιαννάτου σπούδασε στο Guildhall School of Music and Drama του Λονδίνου και συμμετείχε στον δίσκο Εδώ Λιλιπούπολη. Συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, τη Λένα Πλάτωνος, τον Νίκο Κυπουργό, τον Νίκο Μαμαγκάκη, τον Δημήτρη Μαραγκόπουλο και τον Δημήτρη Λάγιο. Από το 1995 συνεργάζεται με το συγκρότημα Primavera en Salonico, ερμηνεύοντας διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών της Ελλάδας και της Μεσογείου.
Η Χρυσή Βιδαλάκη ασκήθηκε στο ομαδικό Processwork και συνεργάστηκε με το Θέατρο των Αλλαγών, το Θέατρο επί Κολωνώ και το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών. Συμμετείχε πρωταγωνιστώντας στη Ragada του Μάριο Μπανούσι, που ανέβηκε στο πατρικό της σπίτι, υπό την αιγίδα της ΑΜΚΕ που η ίδια ίδρυσε: «Θέατρο στη Σάλα».
Η Ευτυχία Στεφάνου είναι απόφοιτος του SEAD- Experimental Academy of Dance και έχει συνεργαστεί με τους: Alexandra Waierstall, Mala Kline, Barnaby Booth, Yuri Korec, Jan Lauwers, Paul Blackman, Αναστασία Βαλσαμάκη, Ελεονώρα Σιαράβα και Kat Válastur. Με τον χορευτή/χορογράφο Jakob Jautz, τον μουσικό Σωτήρη Ζηλιασκόπουλο και την εικαστικό Μαρίνα Φραγκιουδάκη εξερευνούν συλλογικές πρακτικές δημιουργίας.
Η Κατερίνα Κρίστο, μέλος της Κοιν.Σ.Επ- Ομάδα Τέχνης Φάος, φοιτά στο Εθνικό Θέατρο.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).