
Η παράσταση «Goodbye, Lindita», σε σύλληψη και σκηνοθεσία του Μάριο Μπανούσι, παρουσιάζεται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Φωτογραφίες: © Θεόφιλος Τσιμάς.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Μάριο Μπανούσι, μετά από τη «Ραγάδα», επιστρατεύει τα οράματα και τις προσωπικές του καταγραφές της απώλειας στο «Goodbye, Lindita», την ευαίσθητη παράστασή του στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Στη «Ραγάδα» το θέμα ήταν η εγκυμοσύνη, η ανάμνηση της μητέρας-μαμής, το ένστικτο της μητρότητας και διάφορες εκδοχές της θηλυκότητας. Αντίστοιχα, το «Goodbye, Lindita» πραγματεύεται το πένθος για την απώλεια της αγαπημένης θετής μητέρας και το ταυτόχρονο πένθος για την απώλεια του πατέρα, που μαζί συνθέτουν μια δημιουργική εκδοχή της ορφάνιας. Το τρίτο μέρος αυτής της βωβής τριλογίας («Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia»), που θεματολογικά απαρτιώνει αυτήν την οικογενειακή κατάθεση, το αναμένουμε στο φεστιβάλ Αθηνών.
Η παράσταση που εντυπωσίασε τον «Guardian»
Η τελετουργική αναπαράσταση του υπόρρητου, βουβού πένθους ακολουθεί τυπολογία προσωπικών κωδίκων και εικόνες από επικήδειες τελετές, ενώ το σκηνικό συμβάν του επιτάφιου θρήνου προβάλλει ως πολιτιστικό γεγονός πανανθρώπινο και εκβάλλει σ’ ένα πέλαγος τελετών αποχαιρετισμού. Η παράσταση εντυπωσίασε τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου ενός κριτικού θεάτρου του «Guardian», και δικαίως. Γιατί στο «Goodbye, Lindita» ο Μάριο Μπανούσι κατάφερε, σε μιαν έκρηξη πρώιμης ωριμότητας, να παντρέψει το γνήσιο, ανεπεξέργαστο συναίσθημα με μια πρωτοφανή αντίληψη της σκηνικής πραγματικότητας που, κατά την άποψή μου, εξυμνεί με τρυφερότητα την τρωτή, ευάλωτη φύση του ανθρώπου.
Τα λουλούδια του γάμου, ταυτόσημα με τα στεφάνια λουλουδιών της κηδείας, εισβάλλουν στο πάτωμα της σκηνής και πνίγουν, κυριολεκτικά σαν Επιτάφιος, τη στολισμένη νεκρή. Η ίδια η φιγούρα της νεκρής έχει μια τοτεμική, λατρευτική διάσταση: αρχικά εμφανίζεται γυμνή και ξαπλωμένη, κατόπιν εγείρεται κι αποθαυμάζει με βλέμμα απλανές δηλώνοντας ένα στάδιο απορίας και «μετάβασης», έπειτα εξαγνίζεται και μυρώνεται σε μια κολυμβήθρα (όπου θα εμβαπτισθεί και η μητέρα της την κατάλληλη στιγμή), περιβάλλεται τα σάβανα της Νύφης του Χάρου (γιατί είναι παρθένα και ανύπαντρη) φορώντας μια περίτεχνη μάσκα και ένα παραδοσιακό νυφικό κόκκινου και χρυσού χρώματος με φλουριά και τέλος εντάσσεται, πατώντας σε ψηλά τακούνια, σ’ένα κόκκινο πλαίσιο που λειτουργεί κάθετα ως επιτύμβια στήλη και οριζόντια ως κιβωτιόσχημος τάφος.
Η βαρύτητα της σιωπής ενδυναμώνει το κενό της απώλειας.
Το χοϊκό ράντισμα του γυμνού κοριτσίστικου σώματος που συνοδεύεται από ομαδικό μοιρολόι (γκεμέ) σχεδόν βουβό, το σχολαστικό δίπλωμα των ρούχων της νεκρής, η επίμονη χρήση της όσφρησης για την ανάκληση της μνήμης, η νευρωτική, αμήχανη παρακολούθηση της τηλεόρασης, το νευρικό γέλιο που μετριάζει την οδύνη, η τελετή εξαγνισμού, η μπαλάντα της Τζέσικα Ονγιγέτσι Ανοσίκε έξω στον δρόμο, η άρνηση της πίστης και η αιρετική επιστροφή στο παγανιστικό παρελθόν (που μοναδικά αποτυπώνεται όταν ο γυμνός άντρας αποσύρει το εικόνισμα της μαύρης Παναγίας), όλα εντάσσονται στα εργαλεία του νεαρού σκηνοθέτη και παίρνουν τη σωστή θέση σε μια σιωπηρή αφήγηση που υποκαθιστά τον σπαραγμό, τον κοπετό, τη διάρρηξη των ιματίων του πενθούντος, το χώμα στα μαλλιά, εικονοποιώντας οικουμενικές επιτελέσεις γνωστές σε όλους. Η βαρύτητα της σιωπής ενδυναμώνει το κενό της απώλειας: ακόμη κι ο άντρας της παράστασης απαντά στο χτύπημα του κινητού σχεδόν βουβά, πνίγοντας το πένθος του και γελώντας για να δείχνει πιο δυνατός, ενώ μόνο στον ύπνο του συγκλονίζεται από σπασμούς βωβού κλάματος.
Τα έπιπλα απορρίπτονται, ως κατάλοιπα του παρελθόντος: παλαιότερα υπήρχε έθιμο να αφαιρούνται όλα τα αντικείμενα τα οποία θυμίζουν ζωή, όπως τα ραδιόφωνα, οι τηλεοράσεις και οι καθρέφτες: αυτό απηχεί στην υλική, απτή μνήμη του Μάριο Μπανούσι ως «απέκδυση» του σπιτιού από τα υλικά αντικείμενα που θυμίζουν τη νεκρή: έτσι, το σπίτι «θρηνεί» μαζί με τους ανθρώπους που το ενοικούν. Το ίδιο συμβαίνει και με το κάλυμμα του κρεβατιού, το ίδιο και με τα ρούχα της. Η αγωνία για τον θάνατο παρίσταται ως σεισμός και παραληρηματικό τρέμουλο των μελών του σώματος, η γυμνότητα της εκλιπούσης κοπέλας γενικεύεται ως τελετουργική απογύμνωση όλων των μελών της οικογενείας της. Οι τοίχοι του σπιτιού, τα πορτοπαράθυρα, το εικόνισμα της Παναγίας που δεν έχει πρόσωπο, όλα μετατρέπονται σε διόδους προς ένα επέκεινα, ενώ σαν μακέτα το σπίτι διαρρηγνύεται και αποκαλύπτει ένα τοπίο μεταφυσικό και παρήγορο στο πίσω μέρος της σκηνής.
Η ντοκιμαντερίστικη παράθεση μιας οικογένειας που πενθεί, τριγυρισμένη από τα ρούχα της νεκρής κόρης, στην ουσία είναι απλή αφόρμηση για να κλιμακωθεί ένα θαύμα.
Κι εφόσον ο υπότιτλος της πολύπτυχης αυτής δημιουργίας είναι «η ημέρα της γέννας», η απώλεια του παιδιού ανασύρει, με τον τρόπο του βαλκανικού δημοτικού τραγουδιού, τις μνήμες των σπαργάνων και του νυφιάτικου στολισμού, σε μιαν υπερρεαλιστική ακολουθία μετασχηματισμών και μεταμφιέσεων που δείχνουν το βέλος προς μιαν αναγέννηση με συναρπαστικό ρυθμό. Η ντοκιμαντερίστικη παράθεση μιας οικογένειας που πενθεί, τριγυρισμένη από τα ρούχα της νεκρής κόρης, στην ουσία είναι απλή αφόρμηση για να κλιμακωθεί ένα θαύμα. Περνώντας από όλα τα στάδια του θρήνου, η Χρυσή Βιδαλάκη ενσαρκώνει δεξιοτεχνικά την εικόνα μιας Mater Lagrimosa που θρηνεί βουβά στην αρχή και στη συνέχεια σπαρακτικά, μετατρεπόμενη σε διαχρονικό θηλυκρατές σύμβολο προς το οποίο απλώνονται γυναικεία χέρια από το υπερπέραν. Στο τέλος αναχωρεί ολόγυμνη, για να ξαναγίνει βρέφος στην αγκαλιά μιας αυτοσχέδιας, παγανιστικής Pietà που την περιμένει σ’ένα άχρονο τοπίο, μέσα σε μια φωλιά πουλιού. Αντιστροφή του χρόνου; Ελπίδα σε μια νέα συνάντηση, σε μιαν άλλη διάσταση; Επανένωση με την παγκόσμια Μater Dolorosa;
Σε κάθε περίπτωση, η απογύμνωση του σώματος είναι ενταγμένη οργανικά και αναπόσπαστα στην εικαστική σύλληψη του Μάριο Μπανούσι, ενώ το σκηνικό του Σωτήρη Μελανού την υπηρετεί άριστα: το κομό που εκδιπλούμενο αποκαλύπτει ένα φέρετρο, το κρεβάτι που μετατρέπεται σε βαπτιστήριο, το καδράκι που ανοίγει δίοδο σε μιαν υπερφυσική πηγή αγλαού φωτός, οι ζεστοί ηλιακοί φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα που περνούν από τις γρίλιες του παραθύρου και πίσω απ’τη λευκή κουρτίνα, η πόρτα που ανοιγοκλείνει σε ρυθμούς αρχαίας τραγωδίας εμφανίζοντας τις μορφές και τα προσωπικά αντικείμενα. Σημαντικότατο είναι και το ηχητικό τοπίο του Εμμανουήλ Ροβίθη, που περιλαμβάνει τόσο τριγμούς και σεισμικές δονήσεις, όσο και κορύφωση λυρισμού με την άρια «Erbarme dich, mein in Gott» από τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ, που λειτουργεί ως εξόδιος ακολουθία. Υπέροχη και η χορογραφική απόδοση της ομαδικής έκστασης και εξαίρετο, σπαραξικάρδιο το σόλο σύγχρονου χορού της Ευτυχίας Στεφάνου.
Οι δάφνες, πέρα από τον Μάριο Μπανούσι, ανήκουν στους άξιους ερμηνευτές, που με το άθροισμα των εκφραστικών τους μέσων υλοποίησαν το όραμά του: στη Χρυσή Βιδαλάκη, δασκάλα και παλιά συνεργάτιδα του Μάριο Μπανούσι, που επωμίζεται ένα βαρύτατο μέρος της παράστασης. Στον Μπάμπη Γαλιατσάτο, που με την έντονη σωματικότητά του αποδίδει το ανδροκρατούμενο κλίμα του σπιτιού αλλά και την κρυφή ευαισθησία του, στις νεαρές ερμηνεύτριες, τη Μανταλένα Καραβάτου, την Αφροδίτη Κατσαρού, την Ευτυχία Στεφάνου, την Άννα Συμεωνίδου και την Αλεξάνδρα Χασάνι, που απογυμνώνονται και σπαράζουν επί σκηνής. Πρέπει, εδώ, να γίνει μνεία στη δραματουργική συμβολή της Ασπασίας-Μαρίας Αλεξίου και της Σοφίας Ευτυχιάδου, καθώς και στη βοηθό σκηνοθέτη, την Θεοδώρα Πατητή.
Λίγα λόγια για τον Μάριο Μπανούσι
Ο Μάριο Μπανούσι γεννήθηκε το 1998 στην Αλβανία, έζησε εκεί έως έξι χρονών και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών το 2020 και γύρισε την ταινία μικρού μήκους «Pranvera», που προβλήθηκε στο Tirana International Film Festival (2021). Το 2017 βρέθηκε δίπλα στον Ευριπίδη Λασκαρίδη ως βοηθός του στην performance «THIRIO» που έλαβε μέρος στη Μπιενάλε της Αθήνας. Από το 2020 που αποφοίτησε είναι ενεργός στον χώρο των παραστατικών τεχνών και η τελευταία του συνεργασία ήταν με τους Nova Melancholia στο έργο «Marcel Duchamp» (2022). Το πρώτο μέρος της τριλογίας ήταν η performance RAGADA, μέρος της οποίας παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ ROOMS2022 σε διοργάνωση του Γεράσιμου Καππάτου και ύστερα εγκαταστάθηκε στο Θέατρο Στη Σάλα της Χρυσής Βιδαλάκη.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).