Η συλλογή «Σε βρίσκει η ποίηση» του Τίτου Πατρίκιου είναι ένα ενιαίο ποίημα ποιητικής δομημένο σε εννέα πολύστιχες ενότητες. Στις οκτώ πρώτες ο ποιητής αναφέρεται σε δεκάδες περιπτώσεις της λογικής ζωής όπου μας «βρίσκει» η ποίηση, ασχέτως αν συνειδητοποιούμε αυτή τη συνάντηση ή όχι.
Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Στην ένατη μας δείχνει με ποιους τρόπους μας «βρίσκει» η ποίηση.
Προσεγγίζοντας επιμέρους τις ενότητες διαβάζουμε ότι η ποίηση μας βρίσκει:
I
Εκεί που αναρωτιόμαστε για τα πράγματα που συνέβησαν στη ζωή μας και έχουν να κάνουν μ’ εμάς και που κάθε τι, απ’ αυτά, με τον τρόπο του καθόρισε τη ζωή μας.
II
Εκεί που συλλογιζόμαστε ποιοι είμαστε και τι κάναμε στη ζωή. Εκεί που αναστοχαζόμαστε την ατομική ευθύνη και τη στάση μας απέναντι στο άδικο και στον αδικημένο, στο άνομο και στον κατατρεγμένο, στο απάνθρωπο, στη φτώχεια και στον εξαθλιωμένο, στην ανάγκη του συνανθρώπου, στο ψεύτικο, στο απατηλό των ιδεών και στην εξαπάτηση από τους φορείς των ιδεολογιών.
III
Εκεί που αναλογιζόμαστε αν θελήσαμε κι αν προσπαθήσαμε να είμαστε ταπεινοί κι αν λειτουργήσαμε έτσι ώστε να συναντηθούμε με τον άλλο. Γιατί και μόνο αν το θελήσουμε μπορεί ν’ ανοίξει ο δρόμος προς τον άλλο.
IV
Εκεί που μετράμε το μέγεθος της αλήθειας μας στον έρωτα και στην αγάπη κι εκεί που αναγνωρίζουμε πως δεν αγαπήσαμε όσο μας αγάπησαν.
V
Εκεί που ερχόμαστε αυτοκριτικά αντιμέτωποι με τις συμπεριφορές μας επιχειρώντας να αναγνωρίσουμε και να παραδεχτούμε τα λάθη και τις αδυναμίες μας. Εκεί στο οδυνηρά λυτρωτικό ένδον σκάπτε.
VI
Εκεί που θυμόμαστε τις φορές που αποστρέψαμε το πρόσωπό μας από τους υπερόπτες, τους υπερφίαλους και τους προπετείς, κι εκεί που αποτιμούμε τη συμμετοχή μας στις συλλογικές δράσεις, στο αντάμωμα των ανθρώπων, εκεί που αποτιμούμε τη συνεισφορά μας σ’ εκείνο το! «η ζωή μας αποκτάει νόημα απ’ τη στιγμή που μπαίνει στη ζωή των άλλων: ή καλύτερα απ’ τη στιγμή που ανοίγουμε την πόρτα να μπουν οι άλλοι στη ζωή μας.
VII
Εκεί που οδοιπορούμε στα μονοπάτια της μνήμης και βγαίνουμε σε ξέφωτα που μας έκαναν να αισθανθούμε υπέροχα και σε βαλτότοπους απογοητεύσεων και ματαιώσεων.
VIII
Εκεί που αναλωνόμαστε στην τύρβη της καθημερινότητας και στον αγώνα για επιβίωση κι εκεί που τα άγχη που δημιουργεί η ζωή μας κατατροπώνουν. Κι εκεί που παιδευόμαστε για να δημιουργήσουμε έργο καλλιτεχνικό, μικρής ή μεγαλύτερης πνοής, δεν έχει σημασία.
IX
Τέλος παρουσιάζονται οι τρόποι με τους οποίους έρχεται να μας «βρει» η ποίηση και κάποια πράγματα που αυτή μας «λέει». Κάποια πράγματα δηλαδή που μας λέει ο λόγος των ποιητών. Γιατί η ποίηση, ως λόγος, δεν βρίσκει μονάχα τους ποιητές, οι οποίοι θα εκφράσουν, μέσα από το ατομικό τους βλέμμα και βίωμα, τη συλλογική σκέψη και διάθεση και μνήμη και αγωνία και χαρά και ματαιότητα και τόσα άλλα, αλλά, δια των ποιητών, και κάθε αναγνώστη. Κι ακόμη η ποίηση, ως πράξη ζωής, βρίσκει κάθε ποιητικό άνθρωπο. Και ξέρουμε δα πως οι άνθρωποι έχουν το χάρισμα να κάνουν εμπράγματη ποίηση αν έχουν ψυχή καθαρή. Γιατί ποίηση είναι ένα δροσερό ποτήρι νερό που προσφέρουμε στον διψασμένο μας άγνωστο, ποίηση είναι η εγκάρδια καλημέρα στον άγνωστο με τον οποίο διασταυρωνόμαστε, ποίηση είναι οι ανοιχτές καρδιές όταν γλεντάμε με τους φίλους μας και λέμε «εις υγείαν», ποίηση είναι όταν χτυπάμε την καμπανίτσα σ’ ένα ερημικό εξωκκλήσι κι απαντάει ο κότσυφας κελαηδώντας μέσ’ απ’ τα βάτα της πλαγιάς, ποίηση είναι χίλιες δυο ταπεινές πράξεις της ζωής μας.
Στην τελευταία αυτή ενότητα, ο ποιητής εγκιβωτίζει την προσωπική του εμπειρία ζωής έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από την πολύχρονη «συναναστροφή» του με την τέχνη της ποιήσεως καθώς και την συμμετοχή του στους κοινωνικούς αγώνες και την κριτική στράτευσή του στο λυτρωτικό όραμα της Αριστεράς.
Ουσιαστικά σε όλο το μεγάλο αυτό ποίημα, ο Τίτος Πατρίκιος, μιλάει στον εαυτό του, παρ’ ότι η εκφορά γίνεται σε δεύτερο πρόσωπο. Που σημαίνει ότι είναι σαν να μιλά ο αναγνώστης στον εαυτό του, κάθε φορά που θα διαβάζει αυτό το ποίημα έχοντας έναν τουλάχιστον ακροατή. Και πάει λέγοντας, η δύναμη και η δυναμική του ποιητικού λόγου από στόμα σε αφτί, από άνθρωπο σε άνθρωπο…