Για το μυθιστόρημα «Λογοτεχνία εξπρές» (μτφρ. Βέρικο Μγκελάτζετου), Λάσα Μπουγάτζε που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Μερικές φορές αναρωτιέμαι για ποιον γράφω, εκστομίζει ο αφηγητής ετούτου μυθιστορήματος του Λάσα Μπουγάτζε. Και συνεχίζει, «...Γιατί πρέπει να ενδιαφερθεί αυτός ο λαός για την μπούρδα μου; Ή αυτός ο Ζβιάντ για ποιον γράφει τα ποιήματά του; Που απευθύνεται; Ποιοι είναι οι αναγνώστες του; Οι δικοί του συνάδελφοι μάλλον και ένα-δύο κοριτσάκια-φιλόλογο-δημοσιογράφο-κριτικοί τέχνης, λίγο απ’ όλα δηλαδή. Και εκείνα θα του είναι πιστά μέχρι να παντρευτούν και να αποκτήσουν παιδιά…». Όλα αυτά μέχρι τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όπου διαπιστώνουμε πως οι συγγραφείς διάβαζαν στους συγγραφείς και οι ακροατές σε συγγραφείς. Κι ενώ ένα μήνα πριν τους θέριζε η μανία συγγραφής, «… αυτή τη φορά ήταν ο σταφυλόκοκκος της ανάγνωσης…»!
Παρά το γεγονός ότι ο Καύκασος έχει μακρά λογοτεχνική παράδοση, σχεδόν κανένα από τα γνωστότερα βιβλία που αναφέρονται στην περιοχή δεν φαίνεται να γράφτηκε από Καυκάσιους. Αφήνοντας στην άκρη τα μεγάλα ονόματα της ιστορίας που υπήρξαν και οι αδιαμφισβήτητες αυθεντίες της καυκάσιας λογοτεχνίας, φτάνουμε στα πολύ πρόσφατα όπως εκείνο του Άντονυ Μάρα (1984-) και μερικών άλλων. Ένα τελευταίο βιβλίο, η Λογοτεχνία Εξπρές, όμως, γράφτηκε από τον Γεωργιανό Λάσα Μπουγάτζε (Τιφλίδα, 1977- ), ένα από τα πιο δημοφιλή πρόσωπα της σύγχρονης γεωργιανής λογοτεχνίας. Το βιβλίο βασίζεται σε αληθινή ιστορία, ένα ταξίδι εκατό συγγραφέων απ’ όλη τη Ευρώπη, όπου σκιαγραφείται με ρεαλιστικό και συνάμα ειρωνικό τρόπο, η δυσκολία διείσδυσης των συγγραφέων των μικρών χωρών στη διεθνή λογοτεχνική κοινότητα και αγορά.
(...) ο Ζάζα σημειώνει συχνά πόσο μικρό είναι το γεωργιανό κοινό, αφού στην πραγματικότητα «πέντε γράφουν και δύο διαβάζουν», και αναρωτιέται πώς θα καταφέρει να διεισδύσει με το έργο του σε ένα μεγαλύτερο, πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του, αναγνωστικό κοινό.
Στην ιστορία της λογοτεχνίας του Καυκάσου έχει ειπωθεί κατ’ επανάληψη ότι οι αναγνώστες της περιοχής νοιώθουν πλήξη με εκείνα που οι ξένοι βρίσκουν ενδιαφέροντα στις ιστορίες τους και αντίστροφα. Εκείνο που ενθουσιάζει τους Καυκάσιους, σε γενικές γραμμές, παραμένει απολύτως σκοτεινό και δυσνόητο για τους ξένους αναγνώστες. Το Λογοτεχνία Εξπρές, καταφέρνει να παρασύρει τους αναγνώστες του σε μια διαδρομή πλημμυρισμένη από μαύρο χιούμορ, αποδοκιμασία, δυσφήμιση, αλλά και περισσή ευφυία, ταυτόχρονα. Στο ταξίδι, ακολουθούμε τον Ζάζα, του οποίου η μεγαλύτερη και μοναδική λογοτεχνική επιτυχία ήταν ένα βιβλίο διηγημάτων, καθώς συμμετέχει κι’ αυτός σε ένα πανευρωπαϊκό ταξίδι με τραίνο παρέα με μια μεγάλη κουστωδία ποιητών και συγγραφέων από επτά χώρες και αφετηρία την Λισαβόνα. Το ενδιαφέρον του για την ελκυστική σύζυγο ενός Πολωνού μεταφραστή φαίνεται απίθανο να πετύχει τον απώτερο στόχο του, όπως η καριέρα του, και ενώ καταγγέλλει στην ουσία τον θρασύτατο οπορτουνισμό που βρίσκεται διαπλεκόμενος και αλληλεξαρτώμενος με την άσκηση της πολιτικής, αρέσκεται στη δημιουργία ανάλογων ερεθιστικών συζητήσεων γύρω απ’ αυτά τα θέματα. Όμως, το βιβλίο ετούτο δεν είναι αποκλειστικώς σάτιρα, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Συνιστά, θα προσθέταμε, μια άκρως ταπεινωτική, έξυπνη, κωμική και καταθλιπτική συνάμα κριτική για την ευρωπαϊκή βιομηχανία πολιτισμού, με κύρια έμφαση τον χώρο του βιβλίου και όλους εκείνους που εμπλέκονται σε αυτόν με οποιοδήποτε τρόπο.
Ο αφηγητής του Λογοτεχνία Εξπρές είναι ο εικοσιοκτάχρονος Γεωργιανός συγγραφέας Ζάζα. Μαζί του ο ποιητής Ζβιάντ Μεϊπαριάνι, με κάποιες ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του. Στο τραίνο συναντούν τον πατριώτη τους φοιτητή Ίλικο, ο οποίος θα ταξιδέψει μαζί με τους Ευρωπαίους συγγραφείς ανατολικά, διασχίζοντας σχεδόν σε όλη την ήπειρο, από τη Λισαβόνα έως τη Ρωσία και έχοντας ως τελικό προορισμό το Βερολίνο. Αυτό μπορεί να μην τοποθετεί τον αφηγητή στο κέντρο όλων των εξελίξεων, αλλά τουλάχιστον σε κοντινή απόσταση από κάποια συγκεκριμένα μέρη, όπως για παράδειγμα στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης και σε επαφή με έναν μάλλον άγνωστο νομπελίστα συγγραφέα. Όπως συμβαίνει και με τους συγγραφείς από μικρότερους και λιγότερο γνωστούς πολιτισμούς και άλλες ξένες γλώσσες, όπου η όποια λογοτεχνική επιτυχία στον τόπο τους είναι σχετική, έτσι και εδώ ο Ζάζα σημειώνει συχνά πόσο μικρό είναι το γεωργιανό κοινό, αφού στην πραγματικότητα «πέντε γράφουν και δύο διαβάζουν», και αναρωτιέται πώς θα καταφέρει να διεισδύσει με το έργο του σε ένα μεγαλύτερο, πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του, αναγνωστικό κοινό. Παράλληλα, όμως, παρουσιάζεται διστακτικός, ανίκανος, ίσως και απρόθυμος να γράψει για εκείνα που αφορούν αυτό το ταξίδι.
Το δίλημμα που αντιμετωπίζει ως συγγραφέας είναι, στην πραγματικότητα, σχεδόν καθολικό και αφορά όλους τους συγγραφείς του Καυκάσου. Ο Ίλικο, ο Γεωργιανός φοιτητής που διορίστηκε για να βοηθήσει τον Ζάζα και τον άλλο Γεωργιανό συγγραφέα στην περιοδεία, τον ποιητή Ζβιάντ Μεϊπαριάνι, δεν δείχνει εντυπωσιασμένος από την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή της πατρίδας τους, αφού εντελώς απροκάλυπτα ξεφουρνίζει οξύτατες αιχμές και βολές εναντίον της:
«…Όλη η γεωργιανή λογοτεχνία είναι ένα μεγάλο επαρχιακό χάλι! Πρώτα μας έπρηξαν με τις βουκολικές τους ιστορίες, έπειτα εμφανίστηκαν στα βιβλία αυτοί οι ναρκομανείς, και τα σκατά της δεκαετίας του '90! Τι σκατά κάνετε, απλώς αντιγράφετε ο ένας τον άλλον; Και επιπλέον αυτός ο αηδιαστικός εγωκεντρισμός! Ούτε ένα γεωργιανό βιβλίο δεν έχω διαβάσει που να μπορώ να ξεφύγω από τον συγγραφέα. Διαβάζω αυτά τα σκατά και είμαι στοιχειωμένος από το φάντασμα του γαμημένου συγγραφέα… με άθλιο αξύριστο μούσι, άδεια τσέπη και μπόχα από τσιγάρο».
Ο Ζάζα έχει σταματήσει το κάπνισμα, είναι λίγο μελαγχολικός και όπως εξελίσσεται το βιβλίο δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να ξεχάσει τον συγγραφέα. Φυσικά, κάπου προς το τέλος ομολογεί πως συνέλαβε μια ιστορία. Γράφει ένα μυθιστόρημα για τη Λογοτεχνία-Εξπρές! Είναι καλό θέμα, λέει. Καθόλου τοπικό και εστιασμένο. Πρόκειται για την αγάπη και τη λογοτεχνία, πιστεύοντας ότι θα είναι πρωτότυπο. Φυσικά, κάθε άλλο παρά έτσι είναι, αφού όπως μαθαίνει σύντομα οι μισοί στο τραίνο γράφουν μυθιστόρημα για το συγκεκριμένο ταξίδι. Το να κάνεις καριέρα στο εξωτερικό και να εισχωρήσεις στην ξένη αγορά και ειδικότερα σε εκείνη της αγγλικής γλώσσας, είναι το ιδανικότερο, αλλά ο διηγηματογράφος Ζάζα, στην ομιλία του φαίνεται πεπεισμένος, πως: «… το θέμα για προώθηση έπρεπε να είναι η Γεωργία, και όχι τα διηγήματά μου. Αν μιλούσα για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο η χώρα μου, θα είχα περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσω το ενδιαφέρον του ακροατηρίου με την προσωπικότητά μου. Οι ιστορίες από τη Γεωργία θα ήταν πιο πρωτότυπες και ελκυστικές από τα λογοτεχνικά μου πειράματα».
Η Γεωργία λίγο μετά τον πενθήμερο πόλεμο
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται το 2008, λίγο μετά τον πενθήμερο πόλεμο μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας. Η λιλιπούτεια Γεωργία και η αχανής Ρωσία επισκιάζουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. «Τον Αύγουστο μας βομβάρδισαν οι Ρώσοι», ξεκινάει. Και συνεχίζει: «… Τον Σεπτέμβριο με χώρισε η Ελένη. Τον Οκτώβριο έφυγα για Λισαβόνα. Το ότι θα βρισκόμουν κι εγώ στο Λογοτεχνία-Εξπρές το ήξερα ήδη από την άνοιξη, αλλά τότε δεν μου περνούσε από το μυαλό πως τον Αύγουστο θα μας βομβάρδιζαν οι Ρώσοι. Ούτε τις απειλές της Ελένης τις έπαιρνα στα σοβαρά. Δεν περίμενα να δείξει τέτοια αποφασιστικότητα. Όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα. Στην αρχή μου είπαν πως θα ταξίδευα στην Ευρώπη με άλλους εκατό συγγραφείς, ύστερα όπως εξελίχτηκαν τα γεγονότα μπορεί να με σκότωναν οι ρωσικές βόμβες…». Όπως εξελίχτηκαν τα γεγονότα, οι Γεωργιανοί συγγραφείς δεν μπορούν να προσχωρήσουν και να ενταχθούν στο υπόλοιπο στάδιο του Εξπρές της Λογοτεχνίας, όταν δηλαδή αυτό εισέλθει στη Ρωσία, καθώς τους απαγορεύεται η είσοδος στη χώρα αυτή. Ο Ζάζα πολιτικοποιεί φανερά το ταξίδι, προκαλώντας επιδεικτικά τους Ρώσους, αντί να επικεντρώνεται στο λογοτεχνικό μέρος της υπόθεσης, εν μέρει φυσικά, επειδή θεωρεί ότι η πολιτική είναι σχετικά ευκολότερο δόλωμα και καλύτερο μέσο εντυπωσιασμού του αναγνώστη από την τέχνη. Δεν είχε πάρει μαζί του το κινητό τηλέφωνο, αφού δεν το είχε ανάγκη. Και τη μια φορά που τηλεφώνησε, άλλωστε, δεν διέκρινε και καμιά συγκίνηση από τη μητέρα του. «Το μυαλό της ήταν κολλημένο στα ρωσικά τανκς και στους γεωργιανούς διαδηλωτές».
Η αντίθεση μεταξύ της Γεωργίας, όπου ακόμη και οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις φαίνονται λίγο επαρχιώτικες και της κοσμοπολίτικης γηραιάς ηπείρου σκιαγραφείται με αρκετά αποτελεσματικό τρόπο.
Η ιστορία αφορά επίσης και εκείνους τους συγγραφείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση και τον τρόπο που εμφανίζονται και συμπεριφέρονται στο εξωτερικό και τις διαφορετικές αντιδράσεις των άλλων απέναντί τους στις διαφορετικές πόλεις και χώρες που επισκέπτονται. Μόλις χώρισε με την Ελένη, ο Ζάζα έλκεται από μια συνοδοιπόρο του, την Έλενα από την Ελλάδα, μια πιθανή σχέση που περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι εκείνη βρίσκεται εκεί μαζί με τον Πολωνό σύζυγό της, ο οποίος με τη σειρά του μπορεί να διευκολύνει τον Ζάζα στην επιθυμητή σχέση του με τους δυτικούς εκδότες.
Ο Λάσα Μπουγάτζε, έχει γράψει ένα τυπικό αλλά ενδιαφέρον μυθιστόρημα που αφορά ένα μετακινούμενο πάνω σε σιδηροδρομικές ράγες λογοτεχνικό συνέδριο, στο οποίο όλοι ενθαρρύνονται να γράψουν ένα κείμενο, αφού στο τέλος το καλύτερο θα βραβευτεί. Η αντίθεση μεταξύ της Γεωργίας, όπου ακόμη και οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις φαίνονται λίγο επαρχιώτικες και της κοσμοπολίτικης γηραιάς ηπείρου σκιαγραφείται με αρκετά αποτελεσματικό τρόπο. Κάποιες παρατηρήσεις στις συμπεριφορές των κατοίκων των πόλεων που διέρχεται το λογοτεχνικό καραβάνι και διαμένουν για λίγο οι σύνεδροι, είναι πραγματικά εντυπωσιακές, πετυχημένες και ενδιαφέρουσες. Αλλά και η συνεχής αυτολύπηση είναι λίγο ειρωνική, όταν ισχυρίζεται πως είναι μεγάλη κατάρα να γεννιέσαι Γεωργιανός συγγραφέας, αφού κανένας δεν νοιάζεται για τα γραπτά σου, αλλά εσύ συνεχίζεις να γράφεις, απογοητευμένος από τη στάση των πατριωτών σου, εστιαζόμενος για ακόμα μια φορά στην έννοια του για το συγγραφικό του έργο! Χωρίς αμφιβολία, ο Μπουγάτζε, αναμιγνύει την ειρωνεία με την πραγματικότητα που επικρατεί όχι μόνο στη χώρα του αλλά και αλλού, εκφράζοντας έτσι τη θέση και πολλών άλλων ταξιδιωτών συναδέλφων του! Εκτός αυτής της παραμέτρου και της έκδηλης και συνεχούς ερωτικής λαχτάρας του Ζάζα για την Έλενα, στην όλη πλοκή και πληρέστερη διαμόρφωση του μυθιστορήματος, συνεισφέρουν τα κομμάτια γραφής των άλλων συμμετεχόντων συγγραφέων με διάφορα σχόλια, αποσπάσματα από ημερολόγια και σκόρπιες επιστολές που αφορούν συγκεκριμένα γεγονότα και καταστάσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
… Έπειτα παίχτηκε και ένα κωμικό μονόπρακτο, σε μια στιγμή όλοι μεταμορφώθηκαν σε συγγραφείς. Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ζωντάνεψαν όλα τα στερεότυπα. Εμφάνισαν όλοι τα σημειωματάριά τους, άνοιξαν τα laptop, άπλωσαν τις κόλλες στα τραπέζια, έβαλαν τα στυλό στο στόμα, και με σιωπηλό θαυμασμό κάρφωσαν το βλέμμα τους στο τοπίο. Το μικρό ανθρωπάκι με το υπογένειο που καθόταν απέναντί μου, έβγαλε ένα περιοδικό με το δικό του πρόσωπο στο εξώφυλλο, το έβαλε πάνω στα γόνατά του και άρχισε να διαβάζει…Η Γαλλίδα γιαγιά με το τζιν παντελόνι κατέγραφε τις σκέψεις της στο φθαρμένο σημειωματάριό της… ο γενειοφόρος νεαρός άντρας με τις μακριές μπούκλες πηγαινόφερνε τα δάχτυλά του πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή του… Ο ιός της γραφής είχε μολύνει όλο το τρένο της λογοτεχνίας…