Ο συγγραφέας Μάριο Ντεζιάτι, που πρόσφατα τιμήθηκε με το βραβείο Strega, το κορυφαίο λογοτεχνικό βραβείο της Ιταλίας, βρέθηκε στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου του «Ασυμβίβαστοι» που κυκλοφορεί σε μετάφραση Δήμητρας Δότση από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. Μιλά για την ανάγκη να ψάχνει κανείς τον πραγματικό εαυτό του (τον κρυμμένο ή θαμμένο) και να αναζητά εκείνα που τον κινητοποιούν και του προσδίδουν ουσία και νόημα στη ζωή.
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Πώς είναι να ανήκεις στη γενιά των Spatriati; Οι εκπατρισμένοι αυτού του κόσμου δεν είναι μόνο εκείνοι που διατρέχουν άρον άρον τα σύνορα σε αναζήτηση ενός άλλου τόπου. Πολλές φορές η ανάγκη για μετανάστευση εκκινεί από μια εσωτερική ανάγκη. Σαν μια πορεία αναζήτησης της ταυτότητας μέσα σε ένα δάσος ετεροτήτων.
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Μάριο Ντεζιάτι Ασυμβίβαστοι, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από την εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση, διερευνά την έννοια της ρευστότητας που έκαναν στάση ζωής οι millennials. Είναι η γενιά που θέλησε να σπάσει το δεσμευτικό πλαίσιο ενός τόπου, να διαρρήξει τις σχέσεις της με την οικογενειακή παράδοση και να ανοιχτεί στη μεγάλη θάλασσα της αναζήτησης μακριά από το γενέθλιο μέρος.
(...) ο Ντεζιάτι έλαβε το 2022 το κορυφαίο λογοτεχνικό βραβείο της Ιταλίας, το Premio Strega.
Οι σημερινοί σαραντάρηδες, έμπλεοι εμπειριών από διαφορετικούς τόπους και κουλτούρες, είναι περισσότερο ανοιχτοί σε εσωτερικά ταξίδια (έπονται ως αναπόδραστη συνθήκη έπειτα από μια μακρά μετακίνηση). Ακόμη και να ανακαλύψουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα.
Οι δύο κεντρικοί ήρωες του μυθιστορήματος, ο Φραντσέσκο και η Κλάουντια, καίτοι είναι διαφορετικοί χαρακτήρες και δρουν με εντελώς ξεχωριστό τρόπο, στην ουσία ανοίγονται στο μεγάλο δρόμο της αναζήτησης για να επιστρέψουν στην όποια «βάση» τους αναβαπτισμένοι.
Γι’ αυτό το μυθιστόρημα, ο Ντεζιάτι έλαβε το 2022 το κορυφαίο λογοτεχνικό βραβείο της Ιταλίας, το Premio Strega. Τις τελευταίες ημέρες βρέθηκε στην Αθήνα για να το παρουσιάσει στο αθηναϊκό κοινό και μ’ αυτή την ευκαιρία καταφέραμε να κάνουμε μια ουσιαστική συζήτηση για την ανάγκη να ψάχνει κανείς τον πραγματικό εαυτό του (τον κρυμμένο ή θαμμένο) και να αναζητά εκείνα που τον κινητοποιούν και του προσδίδουν ουσία και νόημα στη ζωή.
Ο Μάριο Ρεζάτι στην Αθήνα με τον Διονύση Μαρίνο (08/02//2023). | |
Η εποχή που ζούμε χαρακτηρίζεται από έντονη κινητικότητα. Μοιάζει με αδήριτη ανάγκη. Οι δικοί σας ήρωες κάνουν μια άλλη μορφή περιπλάνησης που περιλαμβάνει και εσωτερικά τοπία.
Μια μεταφορά που χρησιμοποιώ και στο βιβλίο είναι ότι το μέσα μας μοιάζει με πηγάδι. Όπως μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί, το πηγάδι είναι ένας μέρος τρομαχτικό. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το πηγάδι υπάρχει νερό που μας βοηθάει να δούμε τη ζωή και είναι σημαντικό γιατί μέσω του νερού και όσων γνωρίσουμε εκεί θα μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα και τα σκοτάδια μας.
Τι διαφοροποιεί τη γενιά των millennials, από τις άλλες;
Εγώ ανήκω στη μέση αυτής της γενιάς. Είμαι μεταξύ της γενιάς Χ και των millennials, καθώς έχω γεννηθεί τέλη της δεκαετίας του ’70, ενώ οι millennials ξεκινούν στις αρχές του ’80. Όπως λέει και ο κοινωνιολόγος Τομπίας Ραμ, αυτοί που ήταν 30 ετών τη δεκαετία του 2000, είχαν πιο μεγάλη ευκολία να ταξιδεύουν, να ανακαλύπτουν τον κόσμο και να μειώνουν τις αποστάσεις είτε μεταξύ χωρών και τόπων είτε σε ό,τι αφορά τη ζωή τους. Εκείνη η εποχή τούς έδινε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τα όνειρά και τις φιλοδοξίες τους. Ήταν παιδιά μιας γενιάς που είχε οικονομική ευημερία. Σήμερα είναι τελείως διαφορετικό το τοπίο, καθώς τα άτομα που ανήκουν στην επόμενη γενιά αναγκάζονται να φύγουν όχι μόνο για υπαρξιακούς λόγους, αλλά και για οικονομικούς. Η κατάσταση στον εργασιακό τομέα είναι αρκετά επισφαλής. Στην Ιταλία οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί και η όποια εργασία έχει μικρή διάρκεια.
Ο Φραντσέσκο είναι γεμάτος ρίζες που δεν μπορεί να ξηλώσει, ενώ η Κλάουντια είναι σε μόνιμη απόδραση. Τι μπορεί να τους ενώνει;
Δεν τους αρέσει να τους προσδιορίζουν. Η Κλάουντια το έχει εξαρχής, ενώ ο Φραντσέσκο το αποκτάει στη συνέχεια όπως βλέπουμε στο μυθιστόρημα. Είναι δύο άτομα που δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια να θέτουν ερωτήματα για το ποιοι είναι και πού πηγαίνουν. Δεν τους αρέσει να θέτουν όρια και προσδιορισμούς.
Έχουμε να κάνουμε με μια βαθύτατα ερωτική σχέση μεταξύ τους; Όχι τόσο σαρκική όσο πλατωνική;
Είναι κυρίως πλατωνική, καθώς σωματικά συνεβρίσκονται ελάχιστα όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο. Στη διάλεκτό μου η λέξη amore είναι συνώνυμη της λέξης γεύση. Το λέμε πολύ συχνά για ένα φρούτο όταν είναι ώριμο και έχει γεύση. Οπότε, αυτό το συναίσθημα είναι ταυτόσημο με την πληρότητα. Τόσο ο Φραντσέσκο όσο και η Κλάουντια ζουν τις ζωές τους και έχουν τα φλερτ τους ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει μεταξύ τους.
Ξηλώνονται οι ρίζες μας;
Κατά τη γνώμη μου, ναι. Αυτό αποτελεί πρόκληση για πάρα πολλά άτομα. Ειδικά για εκείνα που υπέφεραν πολύ στη ζωή τους και δεν είχαν κουράγιο να το κάνουν.
Είναι έντονο το στοιχείο της σεξουαλικής αναζήτησης στο μυθιστόρημα. Όχι με τη μορφή μιας πρόκλησης, αλλά με το αίσθημα ενός ακόμη ταξιδιού αυτογνωσίας.
Αυτό είναι ένα ζήτημα που προκάλεσε αντιδράσεις στη χώρα μου. Κάποιοι αναγνώστες που ανήκαν σε συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα σοκαρίστηκαν από τις ερωτικές σκηνές που δεν ήταν κλασικά μεταξύ άντρα και γυναίκας, αλλά μπορεί να ήταν μεταξύ δύο ανδρών. Πρέπει να δεχθούμε πως το σεξ αποτελεί μέρος της ζωής. Πιστεύω πως ως τέτοιο πρέπει να το αφηγούμαστε. Γιατί να μην μιλήσουμε γι’ αυτό; Το θέμα είναι να βρούμε το σωστό ρυθμό. Προσωπικά ενεργώ πρώτα ως αναγνώστης και μετά ως συγγραφέας. Όταν γράφω σκέφτομαι: πώς θα ήθελα να μου πουν κάτι; Είχα κάποια πρότυπα, αν και δεν είμαι στο επίπεδό τους, όπως ο Γκοφρέντο Παρίζε ή η Έλσα Μοράντε. Αυτοί οι δύο έχουν αφηγηθεί τον ερωτισμό, ακόμα και σε βίαιες μορφές. Αυτό που χρειάζεται είναι να βρούμε τον τρόπο να μιλήσουμε με ωραίο τρόπο για το σεξ.
Υπάρχει μια τάση στη σημερινή λογοτεχνία να διερευνά τις ταυτότητες των ανθρώπων πέρα από κοινωνικές συμβάσεις και στεγανά ετών. Το δικό σας βιβλίο εντάσσεται, θαρρώ, σ’ αυτή την αναζήτηση.
Το βιβλίο είναι παιδί μιας τέτοιας Ευρώπης και μιας τέτοιας εποχής. Ως συγγραφέας αφηγούμαι τον κόσμο και την εποχή μέσα στην οποία ζω. Αυτή η αναζήτηση του κόσμου, ακόμη κι αν δεν έχει συγκεκριμένη θέση, είναι ένα δείγμα ότι η λογοτεχνία δεν υπάρχει για να δίνει απαντήσεις σε κάποια ερωτήματα. Το μόνο που κάνει είναι να αυξάνει τις αμφιβολίες σ’ αυτή την αναζήτηση και, μάλιστα, να προκαλεί κι άλλες. Αυτή είναι και η θέση του βιβλίου μου απέναντι στον κόσμο.
Είναι πιο δύσκολο να φεύγεις ή να επιστρέφεις;
Εξαρτάται από την προσωπικότητα του ατόμου που επιστρέφει ή φεύγει. Το πιο σημαντικό είναι, όποιο κι από τα δύο αν κάνουμε, να μην εξαναγκαζόμαστε. Να μην το κάνουμε επειδή μας επιβλήθηκε από άλλους ή από φόβο. Πρέπει πάντα να ακούμε το σώμα και τις επιθυμίες μας. Μπορεί να ακούγεται τετριμμένο αυτό, αλλά είναι η μόνη πραγματικότητα. Αυτή είναι η ανάγκη στην οποία πρέπει να απαντήσουμε.
Ο άνθρωπος έχει γεννηθεί με δύο πόδια. Αυτό που έχει ανάγκη είναι οι δρόμοι και όχι να μένει στάσιμος κάπου.
Υπάρχει μια ωραία φράση στο βιβλίο. Λέτε: «Το να μην είμαστε μια ζωή ο εαυτός μας είναι ένας είδος πόνου». Το μέγα θέμα του σύγχρονου ανθρώπου.
Αυτός είναι ένας φόβος που πραγματικά μου δημιουργεί πολύ μεγάλο άγχος. Το να μην είμαι ο εαυτός μου. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να κόψουν τον ομφάλιο λώρο με την ιδέα της προέλευσής τους. Αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει. Κάνω ψυχοθεραπεία πολλά χρόνια κι αυτό είναι κάτι που πραγματικά με τρομοκρατεί.
Ποια είναι η έννοια των συνόρων για εσάς; Είναι άλλη για τους κατοίκους της ΕΕ κι άλλη για τους υπόλοιπους;
Κατάγομαι από την Πούλια. Είναι ο τόπος μου. Παρόλο που στο χάρτη είναι το τακούνι της Ιταλίας, εγώ την αντιλαμβάνομαι ως μια γέφυρα μεταξύ τόπων και χωρών. Είμαι το παιδί ενός συνόρου, το οποίο το έχω μέσα μου ως εξής: όσοι περνούν από εκεί αφήνουν και κάτι προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Όποιος ζει σε ένα τέτοιο σύνορο είναι τυχερός γιατί μπορεί να μαζέψει πράγματα που αφήνουν οι άλλοι. Ο άνθρωπος έχει γεννηθεί με δύο πόδια. Αυτό που έχει ανάγκη είναι οι δρόμοι και όχι να μένει στάσιμος κάπου.
Zείτε μεταξύ Ιταλίας και Βερολίνου. Πώς βιώνετε αυτή τη διαρκή μετακίνηση;
Το Βερολίνο είναι ένα από εκείνα τα μέρη που, όπως συμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων, πας για πρώτη φορά και κάτι σου κάνει. Οι πρόγονοί μας δεν είναι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα μέρη και τα κείμενα που προϋπήρχαν. Άρα, εγώ αισθάνομαι μισός Ιταλός, με καταγωγή από την Πούλια, και μισός κάτοικος Βερολίνου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).