
Της Ελένης Φουρνάρου
Η Πελαγία απόκτησε τον ισόβιο χαρακτηρισμό “δεσποινίς” μόλις στα φοιτητικά της χρόνια, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μαθηματικό και τα όνειρά της για να συμβάλλει στην οικογενειακή οικονομία – είχε μόλις πεθάνει ο πατέρας της και κάποιος έπρεπε να φροντίσει τη μάνα και τα μικρότερα αγόρια.
Έτσι κι αλλιώς δεν είχε να περιμένει και καμιά καλύτερη τύχη: η Πελαγία γεννήθηκε με το ένα πόδι επτά εκατοστά κοντύτερο από το άλλο και η μάνα της την είχε προετοιμάσει πως θα ζούσε και θα πέθαινε κουτσή και μόνη.
Έπιασε λοιπόν δουλειά στη βιοτεχνία “Βηθλεέμ” που προμηθεύει στρατόπεδα, μοναστήρια και ξεχασμένα χωριά με χριστουγεννιάτικες φάτνες και στολίδια και εξελίχθηκε σε αναντικατάστατο “ντόπερμαν” του εργασιακού της χώρου.
Στον ενεστώτα της, πενήντα πέντε χρόνων, μονόχνωτη και αθυρόστομη, ζει ακόμα στο πατρικό σπίτι στον Κολωνό, φιλοξενεί στο καμαράκι της αυλής μια ζητιάνα και τους παπαγάλους της που μάζεψε από το δρόμο και αποκρούει σθεναρά τις προσπάθειες των αδελφών της, περήφανων κατοίκων των βορείων προαστίων, να το δώσουν επιτέλους αντιπαροχή.
Ώσπου πέφτει κυριολεκτικά στο δρόμο της η «συνομωσία της τύχης». Και η δεσποινίς Πελαγία βρίσκεται αναγκασμένη να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί τον πανικό της για το άγνωστο αλλά και τη «παλιά» Πελαγία που επιστρέφει για να διεκδικήσει την απαξιωμένη της νιότη. Και να αναμετρηθεί με παλιούς λογαριασμούς και καταχωνιασμένες επιθυμίες.
Στο μυθιστόρημα αυτό συναντάμε όλο το αγαπημένο σύμπαν του Γιάννη Ξανθούλη. Υποθέσεις απίθανες που, όμως, θα μπορούσαν και να έχουν συμβεί. Χαρακτήρες μοναδικούς που μάλλον δεν θα διαλέγαμε για φίλους, αλλά θα θέλαμε κάποτε να γνωρίσουμε. Ανθρώπους έρημους γιατί κάποια στιγμή στη ζωή τους επέλεξαν ή τους επέλεξε η μοναξιά. Μπερδεμένα, μελαγχολικά αγόρια. Κι ακόμα, τον Κολωνό, το σταθμό Λαρίσης με τα τρένα που φεύγουν κι έρχονται και, φυσικά, την Πόλη με τα μαγικά της περίχωρα.
Όλα αυτά ιδωμένα μέσα από την απολαυστικά βέβηλη ματιά του συγγραφέα, που συνηθίζει να διακωμωδεί τα ιερά και τα όσια, χρωματισμένα με το υφέρπον χιούμορ του που αποφορτίζει και τις πιο άβολες καταστάσεις.
Δεσποινίς Πελαγία
Γιάννης Ξανθούλης
Τόπος 2010
Φράσεις από το βιβλίο
“Οι λαχειοπώλες, ανεξαρτήτως ηλικίας, αδιαφορούν για το θάνατο”.
“Δεν μπορεί, θα υπάρχουν και κάποιοι άνεμοι που να σου ταιριάζουν, κορίτσι μου..., καθησύχασε τον εαυτό της”.
“Δεν χρειάζεται μεγάλη έκταση χρόνου για να γίνουν τα πρέποντα...”.
“Τεντώθηκε να ξεμουδιάσει κι ένιωσε στο δέρμα της την Κυριακή”.
“Δηλαδή πως στο δρόμο κυκλοφορούν πλέον, πέρα από τους ασύδοτους δολοφόνους και τα τοξικομανή ζόμπι, άνθρωποι που δεν μπορούν να ευτυχήσουν και το γνωρίζουν”.
“Τώρα πια, όσο κι αν ήθελε πάντοτε να ανήκει κάπου, δεν ανήκε πουθενά”.
“Κι ο άνεμος από δίπλα να αφαιρεί το περιττό από τη μνήμη και την επιθυμία”.