Συζήτηση με τον ποιητή και μεταφραστή Σωκράτη Καμπουρόπουλο, πρώην ειδικό σύμβουλο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και σύμβουλο του Υπουργείου Πολιτισμού για θέματα βιβλίου, για την παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας στον εξωτερικό.
Της Μαγδαληνής Βαρούχα
Μια διαδεδομένη συζήτηση στην Ελλάδα είναι η μικρή παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Kατά τη γνώμη σας, σε ποιον βαθμό ισχύει αυτό και με βάση ποιο μέτρο σύγκρισης; Είναι όντως η παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας στη μεγαλύτερη διεθνή αγορά (αγγλική γλώσσα) μικρότερη σε σχέση με την παρουσία άλλων, περιορισμένης εμβέλειας, γλωσσών;
Στη γαλλόφωνη αγορά βρίσκονται σε κυκλοφορία περίπου 400 τίτλοι Ελλήνων συγγραφέων και επιπλέον μεταφράζονται 60-70 νέοι τίτλοι κάθε χρόνο. Σημαντικό αριθμό μεταφράσεων έχουμε επίσης προς τα ιταλικά, προς τα ισπανικά, προς τα τουρκικά, προς τα σερβικά και προς άλλες βαλκανικές γλώσσες.
Η παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας στις αγορές βιβλίου του εξωτερικού δεν είναι ούτε ενιαία ούτε ομοιόμορφη, επομένως είναι καλύτερο να βλέπουμε προσεκτικά τα δεδομένα πριν καταφύγουμε σε γενικεύσεις. Πιο φιλική γλώσσα από τις λεγόμενες «μεγάλες γλώσσες» για τη μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας είναι τα γαλλικά. Στη γαλλόφωνη αγορά βρίσκονται σε κυκλοφορία περίπου 400 τίτλοι Ελλήνων συγγραφέων και επιπλέον μεταφράζονται 60-70 νέοι τίτλοι κάθε χρόνο. Σημαντικό αριθμό μεταφράσεων έχουμε επίσης προς τα ιταλικά, προς τα ισπανικά, προς τα τουρκικά, προς τα σερβικά και προς άλλες βαλκανικές γλώσσες, όσες φορές λ.χ. ένα ελληνικό βιβλίο τιμάται με το European Union Prize for Literature – και όχι μόνο. Οι μεταφράσεις μας προς τα ρωσικά αναθερμαίνονται, μετά το 2018, και προς τα κινεζικά σιγά σιγά ξεκινούν. Προς τα γερμανικά, αν εξαιρέσουμε τα αστυνομικά βιβλία του Πέτρου Μάρκαρη, οι μεταφράσεις μας οφείλονται κυρίως σε τρεις «ελληνικής ευαισθησίας» εκδοτικούς οίκους, τους Romiosini Verlag (CeMoG του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου), Elfenbein (του Ingo Držečnik) και Größenwahn (του Σεβαστού Σαμψούνη). Οι λογοτεχνικές μεταφράσεις ελληνικών έργων προς τα αγγλικά, αντίθετα, είναι ασήμαντες – μετριούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού (ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την αξιέπαινη προσπάθεια ορισμένων βραβευμένων νεοελληνιστών-μεταφραστών). Η σύγκριση με άλλες, «περιορισμένης εμβέλειας» γλώσσες αποβαίνει δυσμενής για τη γλώσσα μας, όταν λ.χ. συγγραφείς ή έργα από τις γλώσσες αυτές ξεχωρίζουν με εμπορική απήχηση ή με βραβεία, όπως λ.χ. οι περιπτώσεις των συγγραφέων του σκανδιναβικού noir, του Haruki Murakami (ιαπωνικά), του David Grossman (εβραϊκά), του László Krasznahorkai (ουγγρικά) και της Olga Tokarczuck (πολωνικά) (οι τρεις τελευταίοι βραβεύτηκαν πρόσφατα με Man Booker International), του José Saramago (πορτογαλικά), του Orhan Pamuk (τουρκικά) ή της Svetlana Alexievich (ρωσικά), που βραβεύτηκαν με βραβείο Νόμπελ, κ.ο.κ.
Αν συγκρίνουμε τους ελληνικούς τίτλους που μεταφράζονται/διαβάζονται στο εξωτερικό, υπάρχουν αναλογίες με βιβλία που έχουν προκαλέσει αντίστοιχα το ενδιαφέρον της κριτικής ή/και του αναγνωστικού κοινού στην Ελλάδα;
Στη χώρα μας στα χρόνια της κρίσης ξεπήδησαν νέοι μεσαίοι-μικροί εκδοτικοί οίκοι, αρκετοί από τους οποίους καταφεύγουν σε επιλεγμένους τίτλους ξένης λογοτεχνίας για να επιβιώσουν (βραβευμένους, συχνά, με Man Booker, Goncourt, Renaudot, Femina, κ.λπ. – περιπτώσεις του Mathias Énard, της Lydie Salvayre, της Delphine de Vigan, του Christophe Boltanski, του Marlon James, κ.ά.). Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει λ.χ. στη Γαλλία, όπου μεσαίοι-μικροί εκδότες επιλέγουν Έλληνες συγγραφείς σε μια προσπάθεια στροφής προς μια εναλλακτική ποιοτική λογοτεχνία.
Η κυρίαρχη ταυτότητα της Ελλάδας τόσο μέσα από το αρχαιοελληνικό παρελθόν όσο και μέσα από σημερινές εκδοχές της (τουριστικός προορισμός, πρόσφατη κρίση) έχει μεγάλη διεθνή ορατότητα. Πώς η ορατότητα αυτή επηρεάζει το περιβάλλον προώθησης του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό;
Τι γίνεται όταν ένα Έλληνας συγγραφέας, αντί να κινηθεί μέσα σ’ αυτές τις θεματικές (ή στην ακόμα πιο εφήμερη θεματική της «οικονομικής και κοινωνικής κρίσης»), αποφασίζει λ.χ. να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα για την προσωπικότητα του Χίτλερ ή του Μότσαρτ;
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ταυτόχρονα σημαντική βοήθεια αλλά και εμπόδιο για τη διάδοση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, αναπαράγοντας τα «στερεότυπα πρόσληψης». Τι γίνεται όταν ένα Έλληνας συγγραφέας, αντί να κινηθεί μέσα σ’ αυτές τις θεματικές (ή στην ακόμα πιο εφήμερη θεματική της «οικονομικής και κοινωνικής κρίσης»), αποφασίζει λ.χ. να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα για την προσωπικότητα του Χίτλερ ή του Μότσαρτ;
Με βάση παλιότερα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει το ΕΚΕΒΙ, στη δεκαετία 1994-2004 μεταφράστηκαν 1.400 ελληνικοί τίτλοι σε 40 γλώσσες, με πρώτη γλώσσα μετάφρασης των ελληνικών βιβλίων τα γαλλικά (264 τίτλοι) και δεύτερη τα αγγλικά (215 τίτλοι). Μπορείτε να μας δώσετε μια εικόνα για το τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια; Ποια η θέση των γαλλικών μεταφράσεων στο σύνολο των μεταφρασμένων ελληνικών τίτλων;
Οι μεταφραστικές ροές προς αυτές τις δύο γλώσσες, τα γαλλικά και τα αγγλικά, δεν συγκρίνονται μεταξύ τους (τα παλιότερα στοιχεία του ΕΚΕΒΙ που αναφέρετε επηρεάζονται από τις εκδόσεις ενός αριθμού αγγλόφωνων τίτλων που απευθύνονται στους ξένους επισκέπτες της χώρας μας, όπως λ.χ. με τη σειρά Modern Greek Writers των εκδόσεων Κέδρος, τη δεκαετία του ’90, με τα βιβλία των εκδόσεων Εκδοτική Αθηνών, Efstathiadis, Μίλητος, Αιώρα, Adam, Mystis, Καρμάνωρ, Μέλισσα, Denise Harvey, και πολλών άλλων, τα οποία όμως με μεγάλη δυσκολία περνούν τα σύνορά μας). Οι ευάριθμες μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στη Γαλλία, αντίθετα, είναι αναμφισβήτητο γεγονός.
Πώς εξηγείται, κατά τη γνώμη σας, το αυξημένο ενδιαφέρον του γαλλόφωνου κοινού για ελληνικά βιβλία;
Κοιτάζοντας τη βιβλιογραφία των 20-25 ετών τελευταίων ετών, καταλήγουμε στη σε βάθος χρόνου εξοικείωση ενός γαλλόφωνου αναγνωστικού κοινού με την Ελλάδα, με τη λογοτεχνία της, ή και με ορισμένους από τους συγγραφείς της.
Καταρχάς διαπιστώνεται η ύπαρξη γαλλόφωνου κοινού για τα ελληνικά βιβλία. Στο συμπέρασμα αυτό φτάνει κανείς μελετώντας τα πραγματικά δεδομένα. Πρώτα πρώτα, οι μεταφράσεις μας στα γαλλικά περιλαμβάνουν, σχεδόν εξίσου, όχι μόνο δείγματα της σύγχρονης λογοτεχνικής μας παραγωγής αλλά και των κλασικών μας. Τα γαλλικά είναι η μόνη ξένη γλώσσα στην οποία κυκλοφορούν σε σύγχρονες εκδόσεις δείγματα από ολόκληρο το εύρος του «νεοελληνικού κανόνα», όπως είναι, ενδεικτικά, Η γυναίκα της Ζάκυθος (La femme de Zante) του Δ. Σολωμού, η Φόνισσα (Les petites filles et la mort) του Α. Παπαδιαμάντη, η Πάπισσα Ιωάννα (La papesse Jeanne) του Ε. Ροΐδη, o Θάνος Βλέκας (Thanos Vlékas) του Π. Καλλιγά, Η πρώτη αγάπη (Premier amour) του Ι. Κονδυλάκη, Η τιμή και το χρήμα (L’honneur et l’argent) του Κ. Θεοτόκη, το Φθινόπωρο (Automne) του Κ. Χατζόπουλου, Το βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ (Le livre de l’impératrice Elisabeth) του Κ. Χρηστομάνου, Η ιστορία ενός αιχμαλώτου (Histoire d’un prisonnier) του Στρ. Δούκα, Η ζωή εν τάφω (La vie dans la tombe) του Στρ. Μυριβήλη, η Αιολική γη (Terre éolienne) του Η. Βενέζη, τα Ποιήματα και οι Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (Six nuits sur l’ Acropole) του Γ. Σεφέρη, το Άξιον Εστί (Axion Esti) του Ο. Ελύτη, η Eroica (Eroïca) και το Στου Χατζηφράγκου (Avant que la ville brûle) του Κ. Πολίτη, οι Ασθενείς και οδοιπόροι (Malades et voyageurs) του Γ. Θεοτοκά, η Βάρδια (Le quart) του Ν. Καββαδία, το Κιβώτιο (La caisse) του Ά. Αλεξάνδρου, οι Ακυβέρνητες πολιτείες (Cités à la derive) του Στρ. Τσίρκα, ο Αρίοστος ο Προσεχτικός (Arioste l’attentif relate des instants de sa vie et de son sommeil ) και η Ρωμιοσύνη (Grecité) του Γ. Ρίτσου, η Λωξάντρα (Loxandra) της Μ. Ιορδανίδου, η Σαρκοφάγος (Le Sarcophage) του Γ. Ιωάννου, οι Δύσκολες νύχτες (Nuits difficiles) και Το σπίτι μου (Ma maison de Mykonos) της Μ. Αξιώτη, τα Ματωμένα χώματα (Terres de sang) της Δ. Σωτηρίου, τα Ψάθινα καπέλα (Trois étés) της Μ. Λυμπεράκη, το Ζ και η Τριλογία (Z, Trilogie) του Β. Βασιλικού και η Μητέρα του σκύλου (La Mère du chien) του Π. Μάτεση, μαζί με πιο «δύσκολα» έργα όπως λ.χ. ο Κήπος Χαρίτων του Καισάριου Δαπόντε (Le jardin des graces, στον συλλογικό τόμο Phénomenologie del’ amour), το Φιλί του Γιάννη Ψυχάρη (Le baiser – στον ίδιο τόμο), ο Πολυπαθής και ο Ζωγράφος (L’homme aux mille mésaventures και Le peintre) του Γρηγορίου Παλαιολόγου, ο Αυτόχειρ και ο Αθηναίος χρυσοθήρας του Μιχαήλ Μητσάκη (Le suicidé και Un chercheur d’or) – εκτός από τα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη. Ένα άλλο φαινόμενο είναι ότι οι εκδόσεις αγαπημένων από το κοινό συγγραφέων μας (όπως είναι λ.χ. ο Ρίτσος, ο Καβάφης, ο Ελύτης, ο Κουμανταρέας ή ο Μάρκαρης), διαχέονται σε διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους, με σαφή αναφορά του ενός στον άλλο του τύπου «από τον δημοφιλή συγγραφέα της Βιοτεχνίας υαλικών, του Ωραίου λοχαγού, της Φανέλας με το εννιά, του Θυμάμαι τη Μαρία, της Κυρίας Κούλας (La Femme du métro), της Γυναίκας που πετάει και της Σειρήνας της ερήμου (Play), έχουμε τη χαρά να σας προσφέρουμε τη συλλογή διηγημάτων του Σεραφείμ και Χερουβείμ (Mauvais anges)». Κοιτάζοντας τη βιβλιογραφία των 20-25 ετών τελευταίων ετών, καταλήγουμε στη σε βάθος χρόνου εξοικείωση ενός γαλλόφωνου αναγνωστικού κοινού με την Ελλάδα, με τη λογοτεχνία της, ή και με ορισμένους από τους συγγραφείς της (Ρίτσος, Καβάφης, Ελύτης, Βασίλης Αλεξάκης, Άρης Φακίνος, Κώστας Γαβράς, Κώστας Αξελός, Βασίλης Βασιλικός, Μένης Κουμανταρέας, Έρση Σωτηροπούλου, Πέτρος Μάρκαρης, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Χρήστος Χρυσόπουλος, κ.ά.).
Σε πολλές συζητήσεις (για παράδειγμα,πρόσφατη Ημερίδα του περιοδικού literature.gr) τονίζεται ο κομβικός ρόλος των μεταφραστών στη διαδρομή του ελληνικού βιβλίου προς τις διεθνείς αγορές. Ειδικότερα για την περίπτωση της Γαλλίας, ποιοι είναι, κατά τη γνώμη σας, οι «δίαυλοι» μέσα από τους οποίους περνάει η μετάφραση της ελληνικής λογοτεχνίας προς τα γαλλικά;
Έχουμε πια γενιές μεταφραστών ελληνικής λογοτεχνίας προς τα γαλλικά, καθώς οι ανεκτίμητες, ιστορικές μεταφράσεις των Jacques Lacarrière, Guy (Michel) Saunier, Jacques Bouchard, Dominique Grandmont, Henri Tonnet, René Bouchet, Michel Grodent, Marcel Durand, και Michel Volkovitch δίνουν σιγά σιγά τη σκυτάλη σε νεότερους, ταλαντούχους μεταφραστές.
Ο ρόλος των μεταφραστών είναι κομβικός και για τη διαδρομή του ελληνικού βιβλίου προς τη Γαλλία («ο μεταφραστής μου είναι ο καλύτερος αναγνώστης μου» είπε ένας από τους προσκεκλημένους Έλληνες συγγραφείς, ο Χρήστος Χρυσόπουλος, στο πρόσφατο Salon du Livre στο Παρίσι). Έχουμε πια γενιές μεταφραστών ελληνικής λογοτεχνίας προς τα γαλλικά, καθώς οι ανεκτίμητες, ιστορικές μεταφράσεις των Jacques Lacarrière (Πρεβελάκης, Πατατζής, Ταχτσής, Φραγκιάς, Ελύτης, Ρίτσος, κ.ά.), Guy (Michel) Saunier (Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Καββαδίας, Κάσδαγλης, Βαλτινός), Jacques Bouchard (Εμπειρίκος, Σαχτούρης, Καραπάνου, Μάτεσης, Ζατέλη), Dominique Grandmont (Καβάφης, Ρίτσος, Βασιλικός), Henri Tonnet (Γρ. Παλαιολόγος, Κοσμάς Πολίτης, Χρ. Μηλιώνης, Α. Πανσέληνος, Γ. Μαρής), René Bouchet (Παπαδιαμάντης, Θεοτόκης, Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βασιλικός, Κιουρτσάκης, Γαλανάκη), Michel Grodent (δημοτικά τραγούδια, Τάκης Θεοδωρόπουλος, Μισέλ Φάις, Κάλλια Παπαδάκη), Marcel Durand (Κουμανταρέας, Παπαδημητρακόπουλος, Χουλιαράς, Σουρούνης, κ.ά.) και Michel Volkovitch (μερικές δεκάδες πεζογράφοι, ποιητές και θεατρικοί συγγραφείς), δίνουν σιγά σιγά τη σκυτάλη σε νεότερους, ταλαντούχους μεταφραστές όπως οι Gilles Ortlieb, Anne-Laure Brisac, Gilles Decorvet, Myrto Gondicas, Nicole Le Bris, Loïc Marcou, Simone Taillefer, Isabelle Tloupas, Nicole Chaperon, Evanghélia Stead, Clio Mavroeidakos, και πολλοί άλλοι. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται οι απόφοιτοι του Κέντρου Εκμάθησης Ελληνικών «Φωνή-Γραφή» του Νίκου Γραικού και του μεταφραστικού ατελιέ της Isabelle Tloupas. Η ύπαρξη ενός δικτύου υποστήριξης των μεταφράσεων από το γαλλικό Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (CNL) και το Ίδρυμα Νιάρχος, μέσω του Centre Culturel Hellénique, επιτρέπει στους πιο παραγωγικούς μεταφραστές μας να ζουν επαγγελματικά απ’ αυτό, δημιουργώντας μη κερδοσκοπικές «ενώσεις προσώπων» που εκδίδουν κείμενα στη γαλλική αγορά, όπως οι εκδόσεις Le Miel Des Anges του Michel Volkovitch και Monemvassia της Simone Taillefer.
Ποιοι είναι οι εκδοτικοί οίκοι που εκδίδουν κλασική και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία στη Γαλλία και ποια η θέση τους στην αγορά; Έχει αλλάξει το τοπίο αυτό σε σύγκριση με το παρελθόν;
Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 εμφανίζονται οι πρώτες σημαντικές μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων περιβεβλημένες με το λογοτεχνικό κύρος του Gallimard.
Έχει αλλάξει σαφώς, σε συνάρτηση με την αναδιάρθρωση του εκδοτικού χώρου. Στις δεκαετίες του '60 και του '70 εμφανίζονται οι πρώτες σημαντικές μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων περιβεβλημένες με το λογοτεχνικό κύρος του Gallimard (Le Crétois, Chronique d'une cité και Le Soleil de la mort του Παντελή Πρεβελάκη, Le Troisième anneau του Κώστα Ταχτσή, Trois étés της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, Z και Trilogie του Β. Βασιλικού, L' Epidémie του Α. Φραγκιά, Le Barrage του Σπ. Πλασκοβίτη, Le Somnambule και Rien ne va plus της Μ. Καραπάνου). Η σκηνή διαμεσολαβείται από την ενεργό παρουσία στη Γαλλία συγγραφέων όπως ο Ζακ Λακαριέρ, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, ο Κλεμάν Λεπίδης, ο Κώστας Αξελός, ο Ιάνης Ξενάκης, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, η Μιμίκα Κρανάκη, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Ηλίας Πετρόπουλος, η Χρύσα Προκοπάκη, κ.ά. Μια δεύτερη «άνθηση» σημειώνεται κατά τη δεκαετία του '90, με την ενθάρρυνση και οικονομική ενίσχυση του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης (CTL) του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα. Τότε δημιουργούνται σειρές ελληνικής λογοτεχνίας στις εκδόσεις Actes Sud, σε συνεργασία με το IfA, και Hatier, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Kauffmann (με μεταφράσεις του Βαλτινού, της Γαλανάκη, του Μάτεσι, του Γ. Χειμωνά, του Μ. Χάκκα, του Κ. Μουρσελά, του Χρ. Μίσσιου, του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Ροΐδη, της Μαρίας Ιορδανίδου, κ.ά. – αλλά και του Γ. Σκαρίμπα, του Ν.Γ. Πεντζίκη, του Ε.Χ. Γονατά, του Ν. Καχτίτση, του Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου, του Π. Αμπατζόγλου, της Μ. Δούκα, του Ν. Χουλιαρά και του Δ. Κούρτοβικ). Την ίδια εποχή μεταφράζονται στα γαλλικά από άλλους εκδότες ο Απόστολος Δοξιάδης, o Χρήστος Χωμενίδης, ο Αλέξης Πανσέληνος, η Ζυράννα Ζατέλη, η Ιωάννα Καρυστιάνη και η Έρση Σωτηροπούλου.
Oι μόνοι Έλληνες συγγραφείς που εκδίδουν νέους τίτλους από «μεγάλους» εκδότες, σήμερα, είναι η Έρση Σωτηροπούλου (Stock/Hachette Livre), η Κική Δημουλά (Gallimard/folio), o Πέτρος Μάρκαρης (Seuil/La Martinière), η Στέλλα Βρετού (Les Escales/Editis) και ο Χρήστος Χρυσόπουλος (Actes Sud).
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όμως, το εκδοτικό τοπίο στη Γαλλία αλλάζει με τη γιγάντωση των εκδοτικών ομίλων (Hachette Livre, Editis, La Martinière, κ.ά. – ο Gallimard λ.χ. δημιουργεί το Groupe Madrigall, με την εξαγορά του Flammarion και του POL). Οι όμιλοι πιέζουν για υψηλότερες πωλήσεις και κερδοφορία για κάθε τίτλο. Έτσι έχουμε μια αντιστροφή της κατάστασης: οι μόνοι Έλληνες συγγραφείς που εκδίδουν νέους τίτλους από «μεγάλους» εκδότες, σήμερα, είναι η Έρση Σωτηροπούλου (Stock/Hachette Livre), η Κική Δημουλά (Gallimard/folio), o Πέτρος Μάρκαρης (Seuil/La Martinière), η Στέλλα Βρετού (Les Escales/Editis) και ο Χρήστος Χρυσόπουλος (Actes Sud). Αντίθετα, ένα κύμα δημοφιλών μεταφράσεών μας (Δ. Στεφανάκης, Γ. Κιουρτσάκης, Χ. Βλαβιανός, Ν. Παναγιωτόπουλος, Ε. Τριβιζάς, Δ. Νόλλας, Ρ. Γαλανάκη, Θ. Βαλτινός, Χρ. Οικονόμου, Σ. Δημητρίου, Γ. Σκαμπαρδώνης, Γ. Μακριδάκης, Κάλλια Παπαδάκη, Κ. Τζαμιώτης, Έ. Χουζούρη, Α. Μιχαλοπούλου, Ζ. Ζατέλη, Μ. Στεφανοπούλου, Μ. Ευσταθιάδη, Δ. Δημητριάδης, Η. Παπαμόσχος, κ.ά.), «κατεβαίνει» προς μικρούς, ανεξάρτητους εκδότες που πολλοί από αυτούς διαθέτουν επωνυμίες κύρους: Verdier, Vivian Hamy, Liana Levi, Sabine Wespieser, Ateliers Henry Dougier, José Corti, Le Bruit du temps, Le Rocher, Editions de l’Aube, l’Harmattan, Cambourakis, Quidam, Intervalles, Le Pommier, Les Belles Étrangères, Gingko, Les Éditions du Jasmin, Bruno Doucey, Signes et balises, Les Éditions du Sonneur, Anacharsis, Steinkis, Le Temps des Cerises, Cheyne, L’Échoppe, Circé, Fata Morgana, Finitude, Fario, Ypsilon, Monemvassia, Desmos, Le Miel des Anges, κ.ά.
Και μια γενικότερη ερώτηση για το τέλος: Κατά πόσο η συζήτηση στη διεθνή αγορά των βιβλίων κυριαρχείται από την προσέγγιση περί «εθνικών» λογοτεχνιών; Με άλλα λόγια, η εθνική προέλευση παραμένει η κυρίαρχη ταυτότητα ενός συγγραφέα;
Η ταυτότητα ενός συγγραφέα στο εξωτερικό δεν έχει τόσο να κάνει με την εθνική του προέλευση, όσο μ’ αυτό που περιγράφει η Pascale Casanova1 για τους πρωταγωνιστές που καταφέρνουν να διασχίζουν τα εθνικά/γλωσσικά σύνορα προς το κοσμοπολιτικό κέντρο και για τους υπόλοιπους που γίνονται, αντίθετα, «τοπικοί ήρωες» (local heroes) στο πλαίσιο κάθε εθνικής λογοτεχνίας. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι στους συγγραφείς της πρώτης κατηγορίας, τα «εθνοτικά» ή πολιτισμικά (cultural) χαρακτηριστικά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας τους, αφού η μητρική γλώσσα και η γεωγραφική προέλευση είναι το οικοσύστημα μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και γράφει κάθε συγγραφέας. Λέγοντας αυτό, δεν παραβλέπουμε καθόλου τη μακρά παράδοση φιλελληνισμού που υπάρχει ανάμεσα στη Γαλλία και την Ελλάδα, βασισμένη στην αγάπη για την αρχαιοελληνική παράδοση και την ακτινοβολία της, για τον τόπο, τον λαό και τον τρόπο με τον οποίο διαχέονται όλ’ αυτά μέσα στη σύγχρονη κουλτούρα του (τη μουσική, τον χορό, το ελεύθερο πνεύμα του, κλπ.). Ενός ενεργού φιλελληνισμού που διακρίνεται όμως σε μεγάλο βαθμό και από στοιχεία εξιδανίκευσης, και αποτελεί ασφαλώς ευκαιρία αλλά και «φίλτρο» στον τομέα της λογοτεχνικής πρόσληψης.
* Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΒΑΡΟΥΧΑ είναι ακόλουθος τύπου, υπεύθυνη της γαλλόφωνης έκδοσης του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής GreceHebdo.gr.
→ Η πρώτη δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στα γαλλικά στο Grèce Hebdo στις 10.7.2019.
1. La république mondiale des lettres, Seuil, 1999