Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Ευάγγελου Αυδίκου
Η οικογένεια υπήρξε πάντα ένας προνομιακός χώρος για το μυθιστόρημα, να οργανώσει μια οικογενειακή σάγκα με συγκρούσεις και σκιαγράφηση χαρακτήρων, με συμπλέγματα και ανταγωνισμούς, ή με χρήση της οικογένειας ως πεδίου για την αναφορά σε ευρύτερα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Ωστόσο, η αφηγηματική εστίαση στη σχέση των αγοριών αδελφών δεν είναι σύνηθες φαινόμενο, μόλο που διασώζεται αυτό το αρχετυπικό μοτίβο τόσο στην αδελφοκτονία του Άβελ από τον Κάιν όσο και στα παραμύθια.
Αυτό τον άξονα για την αφηγηματική οργάνωση του πρώτου του μυθιστορήματος επέλεξε ο Γιώργος Περαντωνάκης. Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο πρόβαλε το εκδοθέν προ ολίγων ετών μυθιστόρημά του ο Γιώργος Συμπάρδης. Αυτό που καθιστά ιδιαίτερη την αφήγηση διαμορφώνοντας τη μυθιστορηματική ιδιοπροσωπία του Περαντωνάκη είναι ο τρόπος που δομεί την ιστορία του. Δυο αδέλφια, ο ένας γιατρός, μεγαλύτερος στην ηλικία, ο άλλος γνωστός με το ψευδώνυμο «Πυθαγόρας» λόγω της αυστηρής, ορθολογικής αλλά και μη ευέλικτης σκέψης και συμπεριφοράς του. Ο μικρός, γυμναστής και προπονητής, αθλητικός, είναι δυσκοίλιος στην επικοινωνία και στις κοινωνικές συναναστροφές, ακόμη και με τον αδελφό του, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του γιατρού να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους.
Η αφηγηματική σκηνοθεσία συνδέεται άρρηκτα με τη αφηγηματική μονοφωνία, η οποία ούτως ή άλλως υπαγορεύεται και από τον χαρακτήρα του μικρού αδελφού, ο οποίος εκφράζεται μονολεκτικά ή με τη σιωπή του.
Αξιοπρόσεκτη είναι η αφηγηματική σκηνοθεσία που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη αλλά και ο άξονας της σύγκρουσης, της δημιουργίας χάσματος στη σχέση των δύο αδελφών. Αυτό το τελευταίο διατρέχει τον μονοπρόσωπο εξομολογητικό λόγο του μεγαλύτερου αδελφού, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να έχει έστω και μία μοναδική ευκαιρία να συνομιλήσει με τον αδελφό του, να κατανοήσει τα κίνητρα αυτής της συμπεριφοράς που φτάνει στα όρια του μισανθρωπισμού, ο οποίος εκφράζεται και πολιτικά στο τέλος με τη στράτευσή του σε ναζιστικό πολιτικό σχήμα που γεννήθηκε μέσα σε αυτές τις συνθήκες.
Αντιφωνικός λόγος
Η αφηγηματική σκηνοθεσία συνδέεται άρρηκτα με τη αφηγηματική μονοφωνία, η οποία ούτως ή άλλως υπαγορεύεται και από τον χαρακτήρα του μικρού αδελφού, ο οποίος εκφράζεται μονολεκτικά ή με τη σιωπή του. Διακατέχεται από δυσανεξία στην επικοινωνία, έχει σωματική ρώμη κι αυτό καθιστά, μυθοπλαστικά, αναγκαίο τόσο τον μονόλογο του γιατρού όσο και την ακινητοποίηση του αδελφού του με δέσιμο, ώστε να διαμορφωθεί το αφηγηματικό περιβάλλον. Ο συγγραφέας γνωρίζει τα όρια του εγχειρήματος και την ολισθηρότητα του πεδίου κι αυτό εκφράζεται με την παρεμβολή, υπό την μορφή υποθετικού λόγου, ενός αντιφωνικού αφηγηματικού λόγου σε σχέση με τα αφηγηματικά κρατούντα σ’ ένα είδος πεζογραφίας. «Άλλωστε, αν ήμουν συγγραφέας, θα ’πρεπε να διανθίσω τον λόγο μου με λυρισμό, τραγικότητα, ένταση, πάθος… να πάψω να μιλώ έτσι χύμα, να κάνω πιο λογοτεχνικό το ύφος μου… πού να τα βρω αυτά;»
Αξιοποιώντας την πλούσια εμπειρία του ως κριτικού λογοτεχνίας, ο Περαντωνάκης ενσωματώνει στον μονόλογο του αδελφού έναν παράλληλο εσωτερικό διάλογο με το ύφος ενός μέρους της λογοτεχνίας που διακρίνεται για τον έντονο λυρισμό αλλά και την εντυπωσιοθηρία στην επιλογή του μύθου. Θίγει έναν υπαρκτό ζήτημα για την επιλογή της θεματογραφίας στην πεζογραφία, η οποία οφείλει να υποχωρεί στoν κανόνα που υπαγορεύεται από τα ευπώλητα.
Ο συγγραφέας έχει σαφή θέση επ’ αυτού. Ο βασικός άξονας της αφήγησης είναι η επιδείνωση των σχέσεων των δύο αδελφών εξαιτίας ενός συνηθισμένου φαινομένου στην καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας. «Αν ήμουν συγγραφέας κι αποφάσιζα να ορίσω πώς ξεκίνησε μια βεντέτα, θα ήθελα να βρω μια πειστική ιστορία ακραίου μίσους, που ψάχνει τις ρίζες της πίσω σ’ έριδες για ένα χωράφι, μια προσβολή, κλοπή, απαγωγή, κι αν το ’φερνα στη σύγχρονη ζωή, θα ’βρισκα μια γκόμενα, χρήματα, μια οξεία κατάσταση». Στο απόσπασμα περιγράφεται το εύρος της θεματολογίας που εξάπτει το αφηγηματικό ενδιαφέρον, όπως επιδιώκεται στη σύγχρονη μυθοπλασία οποιουδήποτε είδους. Μπορεί να γραφτεί ένα μυθιστόρημα με άξονα ήσσονα θέματα;
Η απάντηση του Περαντωνάκη είναι απολύτως πειστική, όπως αποδεικνύει με το μυθιστόρημά του. Η αφήγηση είναι χαμηλόφωνη, με έναν συγκρατημένο αναστεναγμό για την αγωνιώδη προσπάθεια να υπάρξει επικοινωνία ανάμεσα στα δύο αδέλφια και να γίνουν κατανοητά όσα συμβαίνουν. Προαπαιτούμενο για τη δημιουργία ενός καλού μυθιστορήματος δεν είναι πρωτίστως μια αφηγηματική ζύμη, που θα διεγείρει το ενδιαφέρον με την παραδοξότητα του θέματος ή με την προεικόνιση έντονων συγκρούσεων. Για τον συγγραφέα το κρίσιμο σημείο είναι η οργάνωση της αφήγησης, η είσοδος του αναγνώστη σε μια ανάγνωση που θα τον παρασύρει στο ανείπωτο, το οποίο δεν εμπεριέχει προϋποθέσεις αφηγηματικής κορύφωσης. Όμως είναι ένας ασφαλής τρόπος για την κατανόηση της σιωπής.
Για τον συγγραφέα το κρίσιμο σημείο είναι η οργάνωση της αφήγησης, η είσοδος του αναγνώστη σε μια ανάγνωση που θα τον παρασύρει στο ανείπωτο, το οποίο δεν εμπεριέχει προϋποθέσεις αφηγηματικής κορύφωσης. Όμως είναι ένας ασφαλής τρόπος για την κατανόηση της σιωπής.
Ο Περαντωνάκης τραβάει την κουρτίνα και δίνει λόγο στους κατοίκους μιας μεγάλης ελληνικής πόλης. Είναι ο κόσμος της πολυκατοικίας, που έχει αντικαταστήσει τη γειτονιά. Ένας κόσμος που διαχειρίζεται τη μοναξιά του και τον ατομικισμό του με καινούργιους όρους, οι οποίοι συχνά διοχετεύονται σε κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές.
Αξιοσημείωτος είναι, τέλος, και ο αντιφωνικός τρόπος οργάνωσης του υλικού, ο οποίος συντελεί στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Στα μισά κεφάλαια ο μονόλογος εξιστορεί τα πραγματολογικά γεγονότα, ενώ στα άλλα μισά επιχειρούνται υποθέσεις, μη αληθείς, που ωστόσο λειτουργούν –αντιφωνικά– ως σχόλιο για τα όρια της μυθοπλασίας και της πραγματικότητας.
Ένα πολύπλευρα ενδιαφέρον μυθιστόρημα.
* Ο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΥΔΙΚΟΣ είναι ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πεζογράφος. Τελευταίο του βιβλίο το μυθιστόρημα Οδός Οφθαλμιατρείου (εκδ. Εστία).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν θέλω να μιλήσω για τον εαυτό μου, έγινα γιατρός επειδή δεν μπορούσα να πιστέψω με τίποτα σε κάτι έξω απ' τον άνθρωπο, έγινα γιατρός γιατί η φυσική ήταν πιο κοντά στη λογική μου απ' τη μεταφυσική, παράτησα τη Θεολογία και την Ελλάδα και φεύγοντας για το εξωτερικό αγάπησα τη Βιολογία και την Ανατομία, στράφηκα προς τον ουμανισμό, γιατί ο χριστιανισμός μού φάνηκε ουτοπικός, αιθεροβάμων, συναισθηματικός. Κι έτσι απομακρύνθηκα από σένα, εγώ ο μεγάλος αδελφός αποδείχθηκα πιο άβολος, εσύ ο μικρός πιο συντηρητικός, πιο κομφορμιστής, λιγότερο ριψοκίνδυνος, εσύ έμεινες στην πίστη κι εγώ, μολονότι απομακρύνθηκα, πάντα θαύμαζα τον παλμό και τη ζέση σου».