Για την παράσταση «Αντόνιο ή το μήνυμα», της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη από την «Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων».
Του Νίκου Ξένιου
«Οι επαναστάσεις είναι το άνθισμα της ανθρωπότητας,
όπως ακριβώς ο έρωτας είναι το άνθισμα της καρδιάς».
Louise Michelle
Η «Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων» ανεβάζει στον πολυχώρο String Theory (Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛ.ΥΦ.Α.), το θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Αντόνιο ή το μήνυμα (εκδ. ΚΑΠΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ), στην εκπληκτική σκηνοθεσία του Χρήστου Θεοδωρίδη. Το έργο, που έχει ως σήμερα ανέβει μόνο μια φορά, τον Φεβρουάριο του 1972, από το Θέατρο Τέχνης, είναι ξεκάθαρα στρατευμένο, ανοιχτό όμως σε πολλαπλές αναγνώσεις.
Ζώντας στο ανελεύθερο καθεστώς της μητρικής κυριαρχίας (...), ο όμορφος, ποιητικός και απροσάρμοστος Αντόνιο αντιδρά με ιδιάζοντα τρόπο.
Το πάθος και η σκηνική δράση πρωταγωνιστούν στις ιεραρχήσεις της Λούλας Αναγνωστάκη – αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον το «μήνυμα» είναι κάπως ασαφές ως προς το λεκτικό περιεχόμενο, ώστε να επιτρέπει στη συνείδηση του κάθε θεατή να προσλαμβάνει ποικίλα σημαινόμενα. Ο «αυτιστικός» Αντόνιο είναι συνονόματος με κάποιον «άλλον» Αντόνιο, αρχηγό αντικαθεστωτικής νεανικής ομάδας, εκ μέρους του οποίου ο πρώτος θα λάβει το «μήνυμα» της εξέγερσης. Ζώντας στο ανελεύθερο καθεστώς της μητρικής κυριαρχίας που απαιτεί απ’ αυτόν να πιθηκίζει συμπεριφορές και να συμπεριφέρεται ως αξιοθέατο, ο όμορφος, ποιητικός και απροσάρμοστος Αντόνιο αντιδρά με ιδιάζοντα τρόπο, αναδιπλούμενος στην απόλυτα προσωπική του αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων.
Ο Γιώργος Κισσανδράκης (τον είχα απολαύσει και ως Δούκα του Μπάκιγχαμ στον «Ριχάρδο τον Τρίτο») υποστηρίζει τον ρόλο του Αντόνιο με ακρίβεια και έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, παράγοντας υψηλή συγκίνηση.
Η Αλίκη, ως οικοδέσποινα, υποστηρίζει τη συνύπαρξη, σ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα με έξι δωμάτια και τέσσερα μπάνια, μιας τεχνητής «οικογένειας» που χαρακτηρίζεται από βιολογική, κοινωνική και συναισθηματική στειρότητα και, κυρίως, από παθητικότητα.
Η κυρία Αλίκη επαινεί το εύκρατο, υγρό κλίμα της ήρεμης, πολιτικά σταθερής χώρας όπου έχει επιλέξει να ζει, ενός τόπου γαλήνης που τη διαταράσσουν μόνο κάποιες μικρές λεπτομέρειες: «Να πάρει η οργή, πάλι βρέχει. Έχουμε πολλές βροχές εδώ», λέει η κυρία Αλίκη στην Ελένη. Η Γιώτα Αργυροπούλου στον ρόλο της Αλίκης αποδίδει πολύ καλά το μικροαστικό κλίμα επανάπαυσης και το ύφος της «κυρίας» που ζει στον μικρόκοσμό της, με τα φυτά και την τηλεόραση, το τσάι της στην ίδια πάντα θέση και την ίδια πάντα ώρα, χωρίς να ανέχεται παρεκκλίσεις του ειθισμένου ημερήσιου προγράμματός της. Η Αλίκη, ως οικοδέσποινα, υποστηρίζει τη συνύπαρξη, σ’ ένα μεγάλο διαμέρισμα με έξι δωμάτια και τέσσερα μπάνια, μιας τεχνητής «οικογένειας» που χαρακτηρίζεται από βιολογική, κοινωνική και συναισθηματική στειρότητα και, κυρίως, από παθητικότητα. Αυτοί όλοι είναι άγνωστοι μεταξύ τους, έχουν έρθει για να βρουν γαλήνη και ασφάλεια, ωστόσο οι δρόμοι έξω φρουρούνται και τα σύνορα είναι κλειστά. Ο Αντόνιο –στο διπλότυπό του– δεν είναι παρά η ενσάρκωση των επαναστατικών τους πόθων.
Η Τατιάνα Πίττα (παλιά συνεργάτις του κύριου Θεοδωρίδη, που την είχα θαυμάσει και ως βασίλισσα Ελισάβετ στον «Ριχάρδο τον Τρίτο») υποστηρίζει θαυμάσια τον ρόλο της Ελένης, που έρχεται από μια χώρα «γεμάτη ελιές και πικροδάφνες και με γαλάζια, διάφανη και αστραφτερή θάλασσα» (τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται). Η Άμπια Νζάγκα έχει αναλάβει τον ρόλο της –λευκής– Σάλλυ, ενώ τον ρόλο του «Νέγρου» ενσαρκώνει ο Δημήτρης Παπαβασιλείου ως λευκός καθολικός Τζον. Η Σάλλυ, αφού εγκατασταθεί στο σπίτι της Αλίκης, θα ξεσηκώσει την Ελένη, θα εκστασιαστεί και θα χορέψει μαζί με τα Αγόρια και τα Κορίτσια για να συλληφθεί, τελικά, από τους αστυνομικούς, οι οποίοι «της φράζουν το στόμα και βάρβαρα τη σέρνουν έξω από τη σκηνή». Γι’ αυτές τις γυναίκες «το προσωπικό είναι και πολιτικό».
Το ετερόφυλο ζευγάρι του έργου μετατρέπεται σε ομόφυλο ζευγάρι του Τσάρλυ (ο Πέτρος Σκαρμέας έχει και το δέμας και τη φωνή για σωστή απόδοση αυτού του «προδοτικού» ρόλου) και του Τζουντ (ο Ντένης Μακρής σε μια πολύ καλή ερμηνεία, γεμάτη πάθος). «Γιατί μπήκες σ’ αυτό το σπίτι; Κανείς δεν σε ξέρει», λέει ο Τσάρλυ στον Τζουντ και τον πετάει έξω από το παράθυρο. Αυτή είναι μια από τις «παράφορες» στιγμές όπου, στα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη, οι ήρωες υπερβαίνουν τον εαυτό τους και επιτελούν ένα άλμα προς πιο ριψοκίνδυνες περιοχές αυτογνωσίας.
Η Λούλα Αναγνωστάκη, στις σκηνικές της οδηγίες, προβλέπει ο σκηνικός χώρος του εσωτερικού του μεγάλου σπιτιού να «ενώνεται», τρόπον τινά, με τον προαύλειο χώρο, και η συγκεκριμένη σκηνογραφία υπηρετεί αυτήν τη σύλληψη.
Το αφαιρετικό σκηνικό της Ελίνας Λούκου εξορίζει στον «περιφερικό» χώρο τα σημαντικά γεγονότα και διαφυλάσσει την κυρίως σκηνή για το δωμάτιο του Αντόνιο. Το «μήνυμα» εκφωνείται έξω, γύρω από τους θεατές, με τους κρότους του ξεσπάσματος, τις κραυγές και τη βία να συνταράσσει τις πλάτες τους. Η Λούλα Αναγνωστάκη, στις σκηνικές της οδηγίες, προβλέπει ο σκηνικός χώρος του εσωτερικού του μεγάλου σπιτιού να «ενώνεται», τρόπον τινά, με τον προαύλειο χώρο, και η συγκεκριμένη σκηνογραφία (διάτρητη, με πολλές εισόδους και τον διάδρομο «δράσης» να περιβάλλει τους θεατές) υπηρετεί αυτήν τη σύλληψη. Ομοίως, το «σκούρο κουστούμι» με το «πορτοκαλί σμόκιν με μαύρο πουκάμισο» (διευθυντή ορχήστρας) του Τσάρλι, και το αδιάβροχο και η βαλίτσα της Ελένης, είναι σύμφωνα με τις σκηνικές οδηγίες.
Όμως το εκπληκτικό (τόσο ως επινόηση, όσο και ως κινησιολογική οδηγία για τον πρωταγωνιστή) είναι το μικρό «τέρας-σκυλί» με το διαστημικό όνομα «Λάικα» που κατασκευάζει ο νεαρός Αντόνιο από μια τσάντα ώμου και μερικούς σωλήνες: το ζωόμορφο αυτό πλάσμα είναι τρίποδο αντί για τετράποδο και φέρει μια ανακριτική λάμπα ως κεφάλι: ο σκηνοθέτης επιφέρει, με αυτό, ένα πολύ υποβλητικό αποτέλεσμα.
Στην τελική σκηνή εισβάλλουν τα Αγόρια και τα Κορίτσια, κραυγάζοντας: «Βάλτε φωτιά παντού. Κάψτε την πόλη ολόκληρη – πριν μας κάψουν εκείνοι. Εμπρός!» Στο έργο δεν διευκρινίζεται ποιοι ακριβώς είναι «εκείνοι», αλλά αυτό περιττεύει, γιατί τα Αγόρια και τα Κορίτσια θα παίξουν το οδυνηρό, αποκαλυπτικό παιχνίδι «Θάρρος ή Αλήθεια», ενώ από πίσω η δικτατορική τηλεόραση θα προβάλλει το παιχνίδι «Πήτε την αλήθεια» (χαρακτηριστική η ανορθογραφία) με τη Μπέτυ Λιβανού και τον υπαινιγμό για τον «αυτιστικό» ρόλο της τέχνης σε περίοδο σύνθλιψης της δημοκρατίας.
Η μουσική του Βασίλη Ντοκάκη υποβλητική και το βαλς του Στράους την ώρα του ξυλοδαρμού από τους αστυνομικούς είναι πραγματικά ανατριχιαστικό! Η Σεμίραμις Αμπατζόγλου, η Ελένη Βλάχου, ο Νίκος Κούκας, ο Διονύσης Λάνης, η Ράνια Πολυχρονάκη, ο Γιάννης Τσουμαράκης, ο Τάσος Τυρογαλάς και η Χρυσάνθη Φύτιζα συνοδεύουν δυναμικά την ίδια την Ξένια Θεμελή σε μιαν ακόμη εξαιρετική χορογραφική της δουλειά. (Την προηγούμενη την είχα δει στην παράσταση του «Ριχάρδου του Τρίτου» όπου η κυρία Θεμελή είχε υποδυθεί και δύο ρόλους και, μαζί με τον Θεοδωρίδη, είχε συντονίσει εκπληκτικά τα χείλη των ερμηνευτών με το τραγούδι «First we take Manhattan» του Κοέν).
Μιλώντας για το ατομικό του τραύμα ο κάθε μεμονωμένος ήρωας του έργου οδηγεί τον θεατή στη ρίζα του πολιτικού κακού και της βίας...
Υπάρχει, πράγματι, στο έργο της Αναγνωστάκη αυτός ο περίφημος «δραματουργικός μετεωρισμός» που εντοπίζουν οι θεατρολόγοι; Τα «δύο παράλληλα σύμπαντα» του «Αντόνιο», πέρα από δύο σύμπαντα χωροχρονικά (Αθήνα των συνταγματαρχών και Λονδίνο εκείνης της εποχής), δεν σημαίνουν άραγε και την ανάγνωση των τεκταινόμενων επί σκηνής παράλληλα με το άπλωμα της συνείδησης σ’ έναν ευρύτερο, ποιητικό χώρο;
«Στις μικρές πόλεις και στις μεγάλες πρωτεύουσες» συναντιούνται όλοι αυτοί οι νέοι με τον Αντόνιο: ποιος είναι, λοιπόν, ο Αντόνιο; Η σκηνοθεσία του κύριου Θεοδωρίδη (με τη συμβολή του Μάκη Σεμερτζίδη, της Ιζαμπέλας Κωνσταντινίδου και της Κορίνας Χαρίτου), θα μας δώσει την απάντηση, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στην ποίηση και στη μουσική. Μιλώντας για το ατομικό του τραύμα (που συνεγείρει τη μνήμη και την αφήγηση, παράλληλα με τις υπόλοιπες αφηγήσεις), ο κάθε μεμονωμένος ήρωας του έργου οδηγεί τον θεατή στη ρίζα του πολιτικού κακού και της βίας, ενώ στην ατμόσφαιρα αιωρούνται υπονοούμενα, τσιτάτα και ιδεολογικά σλόγκαν που ίσως η ίδια η συγγραφέας να τα θεωρούσε απονευρωμένα ή διαψευσμένα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
INFO
Σκηνοθεσία: Χρήστος Θεοδωρίδης
Χορογραφία: Ξένια Θεμελή
Σκηνογραφία: Ελίνα Λούκου
Κοστούμια: Εδουάρδος Γεωργίου
Μουσική: Βασίλης Ντοκάκης
Σχεδιασμός φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας
Βοηθός σκηνοθέτη: Μάκης Σεμερτζίδης
Βοηθός σκηνογράφου: Χρυσούλα Γλωσσίδου
Βοηθοί ενδυματολόγου: Βαγγέλης Σκουλιδάς, Ελένη Γεωργίου
Βοηθός φωτιστή: Σοφία Αδαμοπούλου
Σχεδιασμός αφίσας – προγράμματος: Dazno
Φωτογραφίες: Αναστασία Γιαννάκη
Οργάνωση – εκτέλεση παραγωγής: Έλενα Ζαφείρη
Επικοινωνία: Λία Κεσοπούλου
Χειριστής ήχου – φώτων: Λάμπρος Σίμος
Κατασκευή σκηνικού: Γιάννης Καλλέργης
Πληροφορίες: 6942 288 662