Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Καρκανέβατου «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά» (εκδ. Εστία)
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Θα ξεκινήσω αυτήν την παρουσίαση με έναν κάπως προσωπικό τόνο, που νομίζω ότι δικαιολογείται, αλλά έχει και νόημα. Με τον Γιάννη γνωριζόμαστε κοντά 40 χρόνια, από τα οποία τα 35 είναι χρόνια σταθερής και αταλάντευτης φιλίας. Μεταξύ πολλών άλλων, μας ένωσε η κοινή μας αγάπη για τον κινηματογράφο, εκείνος τον σπούδασε εδώ στην Ελλάδα, εγώ πήγα στην Γαλλία για τον ίδιο λόγο. Ακόμη περισσότερο ίσως μας ένωνε η αγάπη μας για τη λογοτεχνία. Θα έλεγα μάλιστα ότι εκείνα τα χρόνια, ο Γιάννης ήταν πιο εντατικός αναγνώστης λογοτεχνίας από εμένα, που είχα μια εμμονή με την ψυχανάλυση και γενικότερα μια κλίση προς το δοκίμιο.
Έτσι, όταν έγραψα τη νουβέλα που έμελε να γίνει το πρώτο μου βιβλίο (Ιστορίες από τον αφρό, Εστία, 1997), ο Γιάννης ήταν ο αυτονόητα πρώτος αναγνώστης της. Έκτοτε, και για τα επόμενα 25 χρόνια, υπήρξε πάντοτε ο πρώτος αναγνώστης των βιβλίων μου: αναγνώστης μεθοδικός, αυστηρός, πάντοτε όμως θετικός κι εποικοδομητικός. Με γνωρίζει ως συγγραφέα απέξω κι ανακατωτά, που λένε, αλλά προσέξτε, τούτο έχει και μια δευτερογενή συνέπεια: Τον γνωρίζω κι εγώ εξίσου καλά ως αναγνώστη. Γνωρίζω την εξέλιξή του, την μεταμόρφωσή του από παθιασμένο αναγνώστη σε τεχνικό αναγνώστη: Το είδος του αναγνώστη που δεν σου περιγράφει απλώς τη δική του ανάγνωση για ένα κείμενο, αλλά σου μιλάει για το ίδιο το κείμενο, με τρόπο συγκεκριμένο, απλό, αντικειμενικό – όσο είναι δυνατόν. Με άλλα λόγια, είδα μέσα στα πολλά αυτά χρόνια τον Γιάννη να ωριμάζει και να γίνεται ο αναγνώστης που είναι σήμερα, είδα να φουντώνει μέσα του η επιθυμία να μοιραστεί αυτό του το χάρισμα με άλλους, κι έτσι να γεννιέται ο καλός δάσκαλος γραφής που γνωρίζουμε. Και βέβαια, το σημαντικότερο, είδα να γεννιέται ο συγγραφέας που έγραψε τούτο εδώ το βιβλίο.
Τα καλά βιβλία γράφονται μόνα τους
Κάθε συγγραφέας, μπορούμε να πούμε γενικεύοντας, είναι ένας αναγνώστης που δεν τον χωράνε τα ρούχα του, ένας αναγνώστης που σηκώνει μπαϊράκι, λέγοντας: Είμαι κι εγώ εδώ! Αυτή η διαδικασία ωρίμανσης ήταν στον Γιάννη αργή και φυσική: Καθώς διαβάζεις τούτο το βιβλίο, το αισθάνεσαι: Τα καλά βιβλία δίνουν την εντύπωση ότι γράφτηκαν μόνα τους. Ακόμη καλύτερα: Ότι ήταν εκεί πολύ πριν εμφανιστούν με τη μορφή που μας συστήνονται. Κι ο συγγραφέας, μοιάζει σε αυτήν την περίπτωση, απλός αντιγραφέας.
Αυτή η διαδικασία ωρίμανσης ήταν στον Γιάννη αργή και φυσική: Καθώς διαβάζεις τούτο το βιβλίο, το αισθάνεσαι: Τα καλά βιβλία δίνουν την εντύπωση ότι γράφτηκαν μόνα τους.
Δείτε, για παράδειγμα, το μικρό κομψοτέχνημα με το οποίο ξεκινάει το βιβλίο, με τίτλο Βαλίτσα. Σε έναν έλεγχο στο αεροδρόμιο, που ταυτοποιεί επιβάτες με αποσκευές, ο αφηγητής σαστίζει και δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια είναι η δική του βαλίτσα. Οι ελεγκτές έχουν υπομονή, προχωρούν στον επόμενο. Όταν ο έλεγχος ολοκληρώνεται, έχει προς μεγάλη του ανακούφιση μείνει μονάχα μία βαλίτσα μπροστά του. Ένας επιβάτης, μια βαλίτσα. Όλα δείχνουν σωστά. Λεπτομέρεια; Η βαλίτσα, αυτή η μία και μοναδική, δεν είναι δική του. Όλα καλά όμως. Τα χειρότερα, αποφεύχθησαν.
Η ξένη αυτή Βαλίτσα –τι να έχει μέσα, αναρωτιέσαι– μου μοιάζει κάπως σαν τα βιβλία που γράφουμε, σαν κι ετούτο το βιβλίο. Δεν είναι πραγματικά δικά μας, αλλά κάνουν τη δουλειά τους, ωσάν να ήταν.
Ένα ασυνήθιστο μυθιστόρημα
Τούτο είναι ένα ασυνήθιστο μυθιστόρημα. Με όρους κινηματογραφικούς, θα λέγαμε ότι είναι λες και έχεις πάρει ένα ντοκιμαντέρ μεσαίου μήκους, το έχεις απλώσει στο χαρτί, κι έχεις και καμιά εικοσαριά μικρού μήκους και τις έχεις σπείρει μεθοδικά ανάμεσα στις σκηνές του ντοκιμαντέρ, έτσι που όλο το έργο να είναι μια διαδοχή αυτών των δύο, με αυστηρή συνέπεια.
Το ντοκιμαντέρ είναι πολύ απλό στην περιγραφή: Ο αφηγητής έχει στήσει την κάμερα στο σπίτι του, κι ο πατέρας του Σωκράτης με τον αρκετά μεγαλύτερο θείο του Αντρέα, μιλούν στην κάμερα. Για ποιο πράγμα; Για τα χρόνια της αντίστασης, του Εμφυλίου (ο Αντρέας ανέβηκε στο βουνό), αλλά και τις δεκαετίες που θα έρχονταν, αφού ο Αντρέας ακολούθησε τη μοίρα των περισσοτέρων ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού και βρέθηκε σε χώρα του τότε ανατολικού μπλοκ, στη Ρουμανία.
Με τις «μικρού μήκους», από την άλλη, τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα. Σε αρκετές από αυτές παίζει σημαντικό ρόλο ο πατέρας, κι από αυτήν την άποψη, την εξωτερική, το νήμα δεν χάνεται. Κάποιες άλλες αφορούν εντελώς άσχετα, φαινομενικά, πράγματα. Να, η βαλίτσα που σας διηγήθηκα, η ιστορία ενός χαρισματικού συμμαθητή που η ζωή του πήγε κατά διαβόλου –Κροκόδειλος στην πισίνα, ο τίτλος, ένα πλήρες, στιβαρό διήγημα–, το ελάφι του τέλους ίσως, ενώ μια τρίτη κατηγορία ιστοριών συστήνεται με μια σκηνή εκ πρώτοις άσχετη με την κεντρική ιστορία, για να συνδεθεί ουσιαστικά μαζί της με κάποιο εύρημα. Τέτοια περίπτωση είναι το θαυμάσιο Το χιόνι, το οποίο ξεκινάει με μια σκηνή μέσα στο αεροπλάνο, όπου ο ήρωας συνομιλεί για λίγο με μια νεαρή Αιγύπτια που πηγαίνει στο Τορόντο ως νύφη για έναν άντρα που δεν γνωρίζει, για να συνδεθεί στη συνέχεια αριστοτεχνικά, μέσω ενός βίντεο, με την κεντρική μας ιστορία, την ιστορία των δυο αδερφών, πολλές μέρες αργότερα.
Τρεις άντρες, τρεις ιστορίες
Αν όμως κάνεις ένα βήμα πίσω, ξεχάσεις αν βλέπεις το «ντοκιμαντέρ» ή κάποια από τις «μικρού μήκους», το απόσταμα όλων αυτών των πήγαινε έλα είναι τα τρία πρόσωπα, οι τρεις άντρες. Ο αφηγητής, ο πατέρας του και ο θείος του.
Ο θείος είναι ο ήρωας της οικογένειας, αυτός που πέρασε πολύ δύσκολες καταστάσεις, αλλά τελικά η ζωή τον αντάμειψε, έστω κι αν αναγκάστηκε να ζήσει μακριά από την πατρίδα. Δεν κλονίστηκε, δεν διχάστηκε, δεν βασανίστηκε. Κι έχουμε και τον πατέρα, έναν ήρωα τραγικών διαστάσεων, γιατί όλη του η ζωή ετεροκαθορίστηκε από τις επιλογές του μεγάλου αδελφού (είπα, επιλογές; ας την κρατήσουμε αυτή τη λέξη σε «εισαγωγικά»). Ο άντρας αυτός, ουσιαστικά αφιέρωσε τη ζωή του στην προσπάθεια να φέρει πίσω τον εκπατρισμένο αδερφό, αλλά και να καταφέρει να επιβιώσει ο ίδιος ως αδερφός όχι απλώς κομμουνιστή, αλλά αντάρτη, στην ψυχροπολεμική Ελλάδα. Η ζωή του συμπυκνώνεται στο επικούρειο Λάθε βιώσας… Ζήσε χωρίς να δίνεις στόχο, ζήσε στα κρυφά, αλλά και ζήσε σύμφωνα με το μέτρο των πραγμάτων.
Και βέβαια, ο τρίτος άντρας στη σειρά είναι ο αφηγητής, που είναι ταυτόχρονα και ο σκηνοθέτης τούτου του μυθιστορήματος, ένα συγγραφικό «εγώ» που άλλοτε μας συστήνεται ως Γιάννης Καρκανέβατος και άλλοτε μεταμφιέζεται ελαφρώς σε κάποιον έτερο – μέχρι και στο σπαρακτικό ελάφι του τέλους.
Αν και η δομή είναι περίπλοκη και φυγόκεντρη, τα υλικά που συναπαρτίζουν αυτό το βιβλίο είναι απλά. Είναι τα πρωταρχικά υλικά της ζωής. Οι λέξεις, η μνήμη, αγγίγματα και σιωπές, η ανάγκη να καταλάβουμε το παρελθόν και, κυρίως, να συνδεθούμε ψυχικά μαζί του, η αναζήτηση ταυτότητας σε έναν κόσμο που, όπως έχει γράψει ο Μισέλ Ουλεμπέκ, μοιάζει όλο και περισσότερο με αχανές αεροδρόμιο.
Από μια άποψη, το εγχείρημα αυτό φαντάζει αδύνατο. Πώς να φέρεις σε έναν λογαριασμό όσα διαμείβονται μέσα στην κοιλιά ενός θεόρατου Μπόινγκ καθώς διασχίζει τον Ατλαντικό, με τις αναμνήσεις δυο ηλικιωμένων από τα χωριά της Μακεδονίας στον Εμφύλιο; Κι όμως, υπάρχει απάντηση, κι η απάντηση αυτή είναι η ίδια η τέχνη, που στην προκειμένη περίπτωση έχει το όνομα «λογοτεχνία». Από αυτήν την άποψη, το αφήγημα με το οποίο κλείνει το μυθιστόρημα, που διαφέρει απ’ όλα τα προηγούμενα γιατί, αίφνης, ο αναγνώστης βρίσκεται μέσα στο μυαλό και τις αισθήσεις, το τονίζω, και τις αισθήσεις, όχι του Γιάννη Καρκανέβατου, αλλά ενός τυφλού και πληγωμένου ελαφιού, ίσως το αφήγημα αυτό να αποτελεί και μια μεταφορά για όλα όσα προηγήθηκαν.
Με άλλα λόγια: «Είναι η ζωή, ανόητε...»
ΥΓ. Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει, στις 22/6/2022.
* Ο Κώστας Β. Κατσουλάρης είναι συγγραφέας.