Για την παράσταση «Οξυγόνο», του Ιβάν Βιριπάγιεφ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μέχρι τις 12 Ιανουαρίου 2025. Φωτογραφίες: Πηνελόπη Γερασίμου, Πάνος Κέφαλος, Ανδρέας Νικολαρέας
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Αυτή είναι μια ΠΡΑΞΗ που πρέπει να εκτελεσθεί εδώ και τώρα». Ιβάν Βιριπάγιεφ
Το «Οξυγόνο» του Ιβάν Βιριπάγιεφ σκηνοθετεί μαεστρικά στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση ο Γιώργος Κουτλής. Έργο-μανιφέστο της γενιάς των ’00s, το «Οξυγόνο» (2002) αρχικά γράφτηκε ως θεατρική πρόζα για δύο πρόσωπα – ένα κορίτσι κι ένα αγόρι που αμφότεροι ονομάζονται Σάσα. Το ζήτημα του συγγραφέα ήταν να υπηρετήσει ένα θέατρο που θα έθιγε ευθέως φλέγοντα ζητήματα που απασχολούσαν τους νέους των αρχών της τρίτης χιλιετίας. Είκοσι χρόνια αργότερα, η παράσταση του Γιώργου Κουτλή (με είκοσι πέντε ερμηνευτές: έντεκα ηθοποιούς, δώδεκα χορευτές και δύο DJs) απευθύνεται στη στερημένη από διεξόδους Generation Z, τη γενιά που διψάει για ζωή τη στιγμή που δεν μπορεί να αναπνεύσει. «Μια γενιά που στέκεται μετέωρη πάνω από την κατάρρευση σαφών αξιακών συστημάτων και εννοιών όπως η ταυτότητα, η ιδεολογία, η θρησκεία, το “νόημα”», λέει σε συνέντευξή της η εξαιρετική ηθοποιός Νοεμή Βασιλειάδου.
Οι ηλεκτρονικές μουσικές συνθέσεις έχουν στοιχεία house, techno, ambient και ήχους της Ανατολής. Το rave είναι άψογα χορογραφημένο από τον Αλέξανδρο Σταυρόπουλο, που έχει μελετήσει επισταμένως τη δραματουργία και έχει εμπνευσθεί την εξαιρετική διάταξη των χορευτών στον χώρο, τα μαγευτικά stills, τις επιταχύνσεις και τις επιβραδύνσεις, ακόμη και το break dance και τη μαγική περιστροφή των δερβίσηδων, σε συνεργασία με την κινησιολογία της Άλκηστης Πολυχρόνη. Για μιαν ακόμη φορά ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης διαπρέπει στα σκηνικά. Τα βίντεο έχουν φιλοτεχνήσει οι Uncharted Limbo Collective, τα κοστούμια η Εύα Γουλάκου και ο Δήμος Κλιμενώφ, τους φωτισμούς η Ελίζα Αλεξανδροπούλου και τον ηχητικό σχεδιασμό ο Jeph Vanger.
«Ου φονεύσεις»
Τα δέκα κεφάλαια, που προσεγγίζονται σαν τραγούδια με κουπλέ και ρεφρέν, παραπέμπουν στις Δέκα Εντολές, μεταγεγραμμένες και συντεταγμένες κατά τρόπον ώστε να εγκαινιάζουν μιαν ολοκαίνουργια Διαθήκη. Στο πρώτο κεφάλαιο, οι ηθοποιοί αφηγούνται την ιστορία του Σάσα που σκότωσε τη μελαχροινή γυναίκα του για χάρη της κοκκινομάλλας Σάσα, σαν σύγχρονοι αοιδοί, τραγουδώντας κατά σημεία σε ραπ μουσική. Η Σάσα είναι από τη Μόσχα, ενώ ο Σάσα κατάγεται από τη ρωσική επαρχία, «από εκεί που δεν διαβάζουν Ντοστογιέφσκι όταν περπατούν στους δρόμους, από εκείνα τα μέρη όπου το μόνο που γνωρίζουν είναι η βότκα και η ηρωίνη».
Τα δέκα κεφάλαια, που προσεγγίζονται σαν τραγούδια με κουπλέ και ρεφρέν, παραπέμπουν στις Δέκα Εντολές, μεταγεγραμμένες και συντεταγμένες κατά τρόπον ώστε να εγκαινιάζουν μιαν ολοκαίνουργια Διαθήκη.
Το Κεφάλαιο αρ. 1 τιτλοφορείται «Χοροί»: «Έχετε ακούσει το ρηθέν στην παλιά εποχή: Ου φονεύσεις. Γιατί όποιος φονεύσει κινδυνεύει να κριθεί. Όμως ήξερα έναν άνθρωπο με πολύ κακή ακοή. Δεν άκουσε πότε είπαν ου φονεύσεις, ίσως επειδή φορούσε τα ακουστικά του. Δεν άκουσε το ου φονεύσεις, πήρε το φτυάρι του, κατέβηκε στον κήπο του και τη σκότωσε. Και μετά γύρισε σπίτι, άνοιξε τη μουσική δυνατά και χόρεψε. Και η μουσική ήταν τόσο περίεργη, τόσο περίεργη που ο χορός του ήταν περίεργος επίσης. Ο χορός τον οδήγησε, τον οδήγησε μακριά, σε κάποια νέα χώρα. Σε αυτήν τη χώρα υπήρχαν μόνο η κίνηση και ο χορός».
Δεν είναι βέβαιο πως πρόκειται για αναστοχασμό μιας ολόκληρης γενιάς, ωστόσο ο ζωτικός χώρος της σκηνής αντλεί τους μονολόγους/αφηγήσεις από τους ακούραστους θαμώνες ενός αέναου rave party, με τους DJs Reign of Time στα decks και με live video art να προβάλλεται σε γιγαντιαίες οθόνες. Νομίζω πως το concept είναι η κάθε κίνηση του χορευτή να συνιστά και μια «πρόσκληση» του οξυγόνου στον οργανισμό του. Αλλά και κάθε ενέργεια του Σάσα και της Σάσα είναι, επίσης, μια κίνηση αναζήτησης του ζωογόνου αερίου, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει και η επωδός:
«Σε κάθε άτομο υπάρχουν δύο χορευτές: ο ένας χορευτής είναι στο δεξί χέρι, ο άλλος στο αριστερό χέρι. Ο πνεύμονας του δεξιού χεριού και ο πνεύμονας του αριστερού. Τα πνευμόνια χορεύουν και έρχεται το οξυγόνο. Αν έπαιρνες ένα φτυάρι και χτυπούσες ένα άτομο στο στήθος, ακριβώς εκεί όπου βρίσκονται οι πνεύμονες, τότε ο χορός θα σταματούσε. Οι πνεύμονες δεν θα χόρευαν, η ροή του οξυγόνου θα διακοπτόταν».
«Ου μοιχεύσεις» – «Ου ψευδομαρτυρήσεις»
Στο δεύτερο κεφάλαιο («Η Σάσα αγαπά τον Σάσα»), η εντολή «ου μοιχεύσεις» γίνεται επίσης αντικείμενο ποιητικής επεξεργασίας: η μοιχεία (μια πράξη αποφορτισμένη, σήμερα, από την ηθική βαρύτητά της) διαπράττεται μόνο από την καρδιά. Και η καρδιά στερείται το οξυγόνο της όταν προδίδεις τον άνθρωπο που αγαπάς: «Όσοι αναπνέουν αέρα φτωχό σε οξυγόνο για πολλά χρόνια, λιμοκτονούν για οξυγόνο».
Σε ένα νέο ηθικό context, ο Βιριπάγιεφ προτείνει να «αποβάλλουμε» τα μέλη του σώματός μας που θίγουν την ακεραιότητά μας: «Αν το δεξί σου μάτι σε προσβάλει, βγάλ’το και πέταξέ το από πάνω σου. Καλύτερα είναι για σένα να χαθεί ένα από τα μέλη σου, παρά να ριχτεί όλο σου το σώμα στην κόλαση. Επίσης, αν το δεξί σου χέρι σε προσβάλλει, κόψε τον και πέταξέ τον από πάνω σου. Για τον ίδιο λόγο».
Στο τρίτο κεφάλαιο («Όχι και ναι») μπαίνει επί τάπητος το θέμα της άσκοπης, βλάσφημης ψευδορκίας: «Μην ορκίζεστε καθόλου: ούτε στον ουρανό, γιατί είναι η έδρα του Θεού, ούτε στη γη, γιατί είναι το σκαμνί Του, ούτε στην Ιερουσαλήμ, γιατί είναι η πόλη Του».
Η βιβλική αναφορά δίνει το πάτημα στον Βιριπάγιεφ να ασκήσει την πολιτική του κριτική στην κατάσταση της Μέσης Ανατολής. Επίσης, του δίνει την αφορμή για να στηλιτεύσει τον εθισμό των νεώτερων γενεών στις τηλεοπτικές διαφημίσεις και στον εντεινόμενο καταναλωτισμό – μοναδική διέξοδος είναι η αναζήτηση ενός πνευματικότερου είδους ζωής: «Γιατί αν με οξυγόνο μάθεις να μαστουρώνεις, τότε τίποτα, ούτε τα λεφτά ούτε τα φάρμακα ούτε ο θάνατος ο ίδιος δεν θα σε σώσουν από τη δίψα σου για ομορφιά κι ελευθερία».
Δεύτερο μέρος του έργου: η Κάθαρσις
Η ελεύθερη αναπνοή γίνεται σχεδόν ταυτόσημη με μια δήλωση ειλικρινείας απέναντι στο βιολογικό/και/ηθικοπνευματικό θαύμα της ζωής: οι δηλώσεις αιώνιας αγάπης, όταν δεν είναι ειλικρινείς, θυμίζουν «γερμανικό πορνό» και οι μονογαμικές σχέσεις θυμίζουν «τους παλιούς Ρώσους σκηνοθέτες με τις σημύδες και τις πεδιάδες».
Η ελεύθερη αναπνοή γίνεται σχεδόν ταυτόσημη με μια δήλωση ειλικρινείας απέναντι στο βιολογικό/και/ηθικοπνευματικό θαύμα της ζωής: οι δηλώσεις αιώνιας αγάπης, όταν δεν είναι ειλικρινείς, θυμίζουν «γερμανικό πορνό» και οι μονογαμικές σχέσεις θυμίζουν «τους παλιούς Ρώσους σκηνοθέτες με τις σημύδες και τις πεδιάδες».
Λίγη παράνοια, λίγη ψυχεδέλεια και οι όροι της συμβίωσης συνυπάρχουν ως θεματικές στο κεφάλαιο «Οι κόπροι της Μόσχας», ενώ το αισθησιακό κλίμα ενός σεξουαλικού οργίου χορογραφείται όλο υπαινιγμούς στο Κεφάλαιο «Ο αραβικός κόσμος». Ακολουθεί σιωπή, άναμμα των φώτων της πλατείας και ένας έντονος διάλογος απομύθευσης του ονειρικού κλίματος, με σαφή αναφορά στην τοξική αρρενωπότητα. Το κοινό εμπλέκεται στο δρώμενο αναγκαστικά, ίσως και με ισχυρή δόση αμηχανίας. Εδώ διαισθάνθηκα τον αυτοσχεδιασμό ως οργανικό μέρος της σκηνικής πράξης.
Στο δεύτερο μέρος του έργου οι χορευτές απαλλάσσονται οριστικά από το δίπολο του Σάσα και της Σάσα, για να αφεθούν σε beats που τους ηλεκτρίζουν. Αλλά και οι αφηγητές εκφράζουν πλέον ασθμαίνοντας τη βεβαιότητά τους ότι κάθε ιερότητα παλαιού τύπου έχει καταλυθεί, για να εγκαινιασθεί ένας νέος τύπος πνευματικότητας του ανθρώπου. Αυτό τεκμηριώνεται κυρίως στο Κεφάλαιο Νο 6: «Πώς χωρίς αισθήματα» και στο Κεφάλαιο Νο 7: «Αμνησία». Όσο για τον κεντρικό διάλογο της όγδοης σύνθεσης («Μαργαριτάρια»), εδώ δύο νέοι άντρες με «ανοιχτό» το ζήτημα του κοινωνικού φύλου διαφωνούν ως προς την έννοια της πραγματικής αγάπης, διαπιστώνοντας όμως ταυτόχρονα ότι ο στίβος της Τέχνης τούς δίνει τη δυνατότητα να ανοίξουν τις καρδιές τους. Είναι εντυπωσιακή η αφοσίωση με την οποία όλοι οι ερμηνευτές πλαισιώνουν την παράσταση, και κατά τόπους είναι εντυπωσιακές και οι ερμηνείες τους.
Γενική αποτίμηση της παράστασης
«Κάποτε ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Σάσα. Γεννήθηκε την έβδομη δεκαετία του εικοστού αιώνα σε μια πόλη. Σπούδασε στο σχολείο και μετά το κολέγιο παντρεύτηκε τον αγαπημένο της. Τότε άρχισε ο εικοστός πρώτος αιώνας. Κάποτε ήταν ένα νεαρό αγόρι που επίσης το έλεγαν Σάσα. Είχε γεννηθεί στην έβδομη δεκαετία του εικοστού αιώνα σε μια πόλη. Σπούδασε στο σχολείο και μετά στο κολέγιο και δεν έκανε οικογένεια. Μετά τα είκοσί του, ξεκίνησε ο εικοστός πρώτος αιώνας. Αυτοί οι δύο: η Σάσα και ο Σάσα είναι άνθρωποι της τρίτης χιλιετίας. Να τους θυμάστε όπως είναι: ως μια ολόκληρη γενιά. Να τους θυμάστε σαν παλιά φωτογραφία. Αυτή η γενιά, που πάνω στα κεφάλια της έπεσε ένας τεράστιος μετεωρίτης που ήρθε από το κρύο διάστημα».
Απευθυνόμενο στην Generation Z (Zoomers), το «Οξυγόνο» αναπόφευκτα θίγει τα προβλήματα των «ψηφιακών ιθαγενών» της σήμερον: την πρώιμη ωρίμανση και τη μορφή σεξουαλικότητας που ασπάζονται, το κοινωνικό τους φύλο και τις έμφυλες ταυτότητες εν γένει, τα ψυχοφάρμακα που ως έναν βαθμό χρησιμοποιούν, τις ζωτικές τους ανησυχίες για τον εργασιακό στίβο και για το μέλλον τους, το άγχος που τους καταλαμβάνει για την κλιματική κρίση, το μεταναστευτικό, την άνοδο της ακροδεξιάς, την απομόνωση στις ηλεκτρονικές τους συσκευές, τις νέες μορφές κοινωνικοποίησής τους. Οι ηθοποιοί που μιλούν στο μικρόφωνο (τα soli τους προβλέπονται από το θεατρικό κείμενο) έχουν ταυτόχρονα εμπλοκή και κρατούν και αποστάσεις από το αφήγημά τους. Η μουσική συνδέεται με τη θεατρική εμπειρία για να ανακινήσει θέματα όπως της κλιματικής αλλαγής, της ταυτότητας, της δικαιοσύνης.
Σε όλη τη διάρκεια αυτού του σκηνικού ποιήματος εκφράζονται, με ένταση και πάθος, ο θυμός της νέας γενιάς, η ανασφάλειά της, το αίσθημα αιώρησής της σε υπαρξιακό κενό...
Ο κύριος Κουτλής παρουσιάζει τη δική του εκδοχή του έργου του Βιριπάγιεφ σαν να επιδίδεται σε διαλογισμό. Τη φάση της επισώρευσης ενοχής και «βρωμιάς» του πρώτου μέρους ακολουθεί μια ψυχεδελική φάση: στο δεύτερο μέρος του έργου οριστικά «απλώνει» το εύρος του προβληματισμού, διαλύει το δίπολο άντρας - γυναίκα, μετά από τη σύγκρουση των δύο φύλων και την τελματώδη κατάσταση των σχέσεων και επιχειρεί τη σύνθεση ενός νέου σύμπαντος.
Σε όλη τη διάρκεια αυτού του σκηνικού ποιήματος εκφράζονται, με ένταση και πάθος, ο θυμός της νέας γενιάς, η ανασφάλειά της, το αίσθημα αιώρησής της σε υπαρξιακό κενό: «Γιατί ζω; Γιατί ζεις; Αν οι γονείς μου δεν ζούσαν, τι θα ήμουν τώρα;» Tι είναι το «απαραίτητο»; Το ερώτημα ακούγεται πολύ οικείο: κάθε γονιός και κάθε εκπαιδευτικός θα αναγνωρίσει εδώ την εφηβική αφέλεια που το διαπνέει, θα θυμώσει και ταυτόχρονα θα θυμηθεί με ανακούφιση πως ανέκαθεν, σε όλες τις γενεές, οι νέοι άνθρωποι ασφυκτιούσαν. Ο Γιώργος Κουτλής, με πρώτες ύλες ένα κείμενο ελεύθερου ποιητικού συνειρμού και τον διονυσιασμό ενός νεανικού μουσικοχορευτικού συνόλου, οικοδομεί μιαν αξιομνημόνευτη παράσταση πολύ υψηλών αξιώσεων.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.