Για το βιβλίο του Τέρι Ίγκλετον [Terry Eagleton] «Ιδεολογία» (μτφρ. Μελέτης Λάμπρου, εκδ. Πεδίο) και του Γιώργου Ν. Πολίτη «Εξουσιαστική Αριστερά» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
«Ο μαρξισμός ως δόγμα είναι νεκρός. Ο σοσιαλισμός ως πρόγραμμα ίσως και να έχει απολέσει το νόημά του ως εναλλακτικής πρότασης στην υπάρχουσα πραγματικότητα». Αυτά έγραφε το 2006 ο σοσιαλδημοκράτης φιλόσοφος Roberto Unger, στο δοκίμιό του Τι πρέπει να προτείνει η Αριστερά. Μιλώντας για μαρξισμό, αμέσως έρχονται στην επιφάνεια διάφορα σημαντικά ζητήματα για τα οποία δεν υπάρχει απόλυτη ομόνοια: τα δύο πιο σημαντικά είναι ίσως το γνωστικό και το ηθικό. Το πρώτο περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα του κατά πόσον ο μαρξισμός αποτελεί μιαν αληθή ή και επιστημονική άποψη για τον κόσμο, ενώ το δεύτερο γύρω από το ζήτημα του αν η μαρξιστικές αρχές είναι ηθικά αποδεκτές ή όχι.
Το ίδιο το έργο του Marx, μπορεί να πει κανείς, χαρακτηρίζεται από αυτή τη διφυΐα, διότι υπήρξε τόσο μια σειρά αναλύσεων με επιστημονικές φιλοδοξίες, όσο και ένα εγερτήριο κάλεσμα για τη μελλοντική, σοσιαλιστική επανάσταση. Ένας συνδυασμός του Είναι με το Δέον. Σε αυτή η διφυία οφείλεται ο δυναμισμός του μαρξισμού, καθώς και τα όποια προβλήματά του.
Δύο βιβλία πολεμικής από διαφορετικές σκοπιές
Τα δύο αυτά βιβλία, αμφότερα έργα πολεμικής, έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, σκοπιμότητες και διαφέρουν οι συνθήκες υπό τις οποίες έχει γραφθεί το καθένα. Γράφοντας στη θατσερική Βρετανία των αρχών του 1990, ο Eagleton έχει για κύριο μέλημά του να πείσει ότι αφενός οι ιδεολογίες δεν έχουν πάψει να διαδραματίζουν καίριο ρόλο στον σύγχρονο κόσμο, αλλά και θέλει να δείξει ότι και σήμερα, ύστερα από την παρακμή και πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων και την εδραίωση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, ο μαρξισμός παραμένει ένα ζωντανό και επίκαιρο σχέδιο για την υλοποίηση επαναστατικών οραμάτων.
Από την άλλη, ο ακαδημαϊκός Γιώργος Ν. Πολίτης απευθύνεται προ παντός στην ελληνική πραγματικότητα την εποχή της οικονομικής κρίσης και της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπου η Αριστερά (κυρίως η μαρξιστική) έχει αναδειχθεί σε σημαντικό παράγοντα ηθικής νομιμοποίησης σχεδόν κάθε πολιτικού λόγου, και ο ίδιος επιδιώκει να «απομυθοποιήσει» αυτή την κατάσταση, αναδεικνύοντας ότι ο Marx, αν και σημαντικός και ιδιοφυής, είναι ως έναν βαθμό παρωχημένος.
Ο Eagleton αναζητεί έναν ορισμό της ιδεολογίας που να είναι μεν επιστημονικός, συγχρόνως όμως να μπορεί να καταγγείλει τα δεινά του καπιταλισμού, εγείροντας προς την ανατροπή του.
Ας δούμε λοιπόν πρώτα τον Eagleton. Η ατέρμονη διαστολή του όρου «ιδεολογία», παραδέχεται εκείνος, τον έχει σχεδόν καταστήσει κενό νοήματος. Σε γενικές γραμμές, μας λέει, η (όποια) ιδεολογία μπορεί να κάνει έξι πράγματα: προωθεί τις προσφιλείς πεποιθήσεις της άρχουσας τάξης, το να παρουσιάζει αυτές τις πεποιθήσεις ως φυσικές και οικουμενικές, να δυσφημίσει τις πιθανές αντιρρήσεις, να συσκοτίσει, με βολικό για την ίδια τρόπο την κοινωνική πραγματικότητα, και τέλος, να καταστείλει τις κοινωνικές συγκρούσεις, πάντοτε προς όφελός της.
Μπορεί να κάνει αυτά ή κάποια από αυτά, ίσως και συνδυαστικά, δεν είναι όμως υποχρεωτικό να τα κάνει όλα. Η ιδεολογία δεν είναι τόσο ένα σύνολο πρακτικών όσο μια σειρά από οικογενειακές ομοιότητες ανάμεσα σε κάποιες συγκεκριμένες πρακτικές. Ο Eagleton αναζητεί έναν ορισμό της ιδεολογίας που να είναι μεν επιστημονικός, συγχρόνως όμως να μπορεί να καταγγείλει τα δεινά του καπιταλισμού, εγείροντας προς την ανατροπή του.
Η πρόσφατη περιθωριοποίηση της έννοιας της ιδεολογίας είναι στην πραγματικότητα ανακύκλωση της άποψης περί «τέλους ιδεολογίας», που ακολούθησε τον Β’ Π Π, ούσα στην πραγματικότητα ένα δημιούργημα της πολιτικής Δεξιάς. Πάντως, αυτή η άποψη σήμερα θεμελιώνεται και σε τρεις κομβικές έννοιες της μεταμοντέρνας σκέψης: την απόρριψη του εμπειριστικού μοντέλου αναπαράστασης, τον επιστημολογικό σχετικισμό, και τέλος, τη «νεονιτσεϊκή» ιδέα ότι κάθε ιδεολογία είναι ζήτημα σχέσεων εξουσίας και ισχύος των εκφορέων τους, πάντοτε για ίδιον όφελος. Γεγονός είναι ότι η Αριστερά σήμερα έχει τραπεί σε μια επαίσχυντη υποχώρηση, αφήνοντας τον καπιταλισμό να δρα ανεξέλεγκτα.
Για τον Eagleton, τουλάχιστον στον πρόλογο του 2007 στο βιβλίο, δύο σημερινές απειλές είναι αφενός ο ισλαμικός φονταμενταλισμός ανθρώπων σαν τον Osama Bin Laden, στη Μέση Ανατολή, και το «ιδιαίτερα επιβλαβές» παρακλάδι του Ευαγγελικού Χριστιανισμού, του νεώτερου Bush, στις ΗΠΑ.
Αν οι κυρίαρχες ιδεολογίες συχνότατα περιλαμβάνουν σφαλερότητα, αυτό οφείλεται στο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι κυνικοί.
Αυτός είναι «ξεδιάντροπα ιδεολογικός», εξηγεί, σε αντίθεση με τον «μετα-ιδεολογικό» πραγματισμό του Blaire. Ο Eagleton επιτίθεται στη Σχολή τη Φρανκφούρτης (κυρίως τους Adorno και Marcuse), που βλέπει παντού την ιδεολογία σαν έναν μονολιθικό και πρακτικά αδιαπέραστο τοίχο, θεωρώντας την αφενός σαν ευνοούσα την πολιτική απάθεια, και αφετέρου σαν αυτοαναιρούμενη, διότι αν η ιδεολογία είναι πανίσχυρη και πανταχού παρούσα, τότε δεν θα υπήρχε καν η ίδια η Σχολή της Φρανκφούρτης για να μας πληροφορήσει για αυτό.
Πρόθυμος όμως να αναγνωρίσει κάποια ψήγματα αλήθειας σε κάθε οπτική που εξετάζει, δέχεται την αλτουσεριανή άποψη ότι μια πεποίθηση έχει «υποκειμενικό» χαρακτήρα, καθώς είναι πρωτίστως ένα ζήτημα βιωμένων σχέσεων ανάμεσα σε υποκείμενα, προσθέτει όμως παράλληλα ότι το ζήτημα αλήθειας και ψεύδους παραμένει.
Είναι, για παράδειγμα, αλήθεια ότι ένας ρατσιστής ιδεολόγος έχει συγκροτήσει τις απόψεις του με αναφορά σε ένα πλέγμα σχέσεων (π.χ. με τους αλλοδαπούς), αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτές του οι απόψεις μπορούν να περάσουν από τη βάσανο του κριτικού ελέγχου και πιθανώς να αποδειχθούν ψευδείς. Αν οι κυρίαρχες ιδεολογίες συχνότατα περιλαμβάνουν σφαλερότητα, αυτό οφείλεται στο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι κυνικοί.
«Αν λοιπόν η ιδεολογία ενίοτε ενέχει στρέβλωση και μυστικοποίηση, αυτό δεν οφείλεται σε κάτι το εγγενές στην ιδεολογική γλώσσα, αλλά μάλλον σε κάτι εγγενές στην κοινωνική δομή στην οποία ανήκει αυτή η γλώσσα. Υπάρχουν ορισμένα είδη συμφερόντων που μπορούν να εξασφαλίσουν την επιρροή τους μόνο με δολιότητα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, από την άλλη μεριά, πως υποστηρίζουμε ότι όλες οι δηλώσεις που χρησιμοποιούνται για την προώθηση αυτών των συμφερόντων είναι δόλιες. Η ιδεολογία, με άλλα λόγια, δεν συγκροτείται εγγενώς από στρέβλωση, ιδίως εάν τη θεωρήσουμε με την ευρύτερη έννοιά της ως ένδειξη κάθε αρκετά κεντρικής σύνθεσης λόγου και εξουσίας. Σε μια απόλυτα δίκαιη κοινωνία, δεν θα υπήρχε ανάγκη για ιδεολογία με την υποτιμητική έννοια του όρου, αφού δε θα υπήρχε τίποτα να δικαιολογήσει» (σελ. 80).
Ο Τέρι Ίγκλετον, ο επιφανέστερος, ίσως, σήμερα βρετανός κριτικός της λογοτεχνίας και της κουλτούρας, γεννήθηκε το 1943 στο Σάλφορντ της Αγγλίας. Σπούδασε λογοτεχνία στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ (M.A., Ph.D.), με πεδίο έρευνας τον 19ο και τον 20ο αιώνα, κοντά στον εκπρόσωπο της αριστερής λογοτεχνικής κριτικής του περιοδικού New Left Review, Raymond Williams. Δίδαξε ως καθηγητής μεταξύ 1992-2001, στην Οξφόρδη (Thomas Wharton Professor of English Literature), και μεταξύ 2001-2008 στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ (John Edward Taylor Professor of English Literature). Το 2008 διορίστηκε πρόεδρος (Chair in English Literature) στο Τμήμα Αγγλικής Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ. Έχει γράψει περισσότερα από 40 βιβλία. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του περιλαμβάνουν τα: After Theory (2003), The English Novel: An Introduction (2004), Holy Terror (2005), How to Read a Poem (2007), The Meaning of Life (2007) και Trouble with Strangers: A Study of Ethics (2008), στα οποία εξετάζει, για πρώτη φορά, ζητήματα που σχετίζονται με την ηθική και τη θρησκεία. |
Σύμφωνα με τον Eagleton, ο Marx είχε δώσει τουλάχιστον τρεις αλληλοσυγκρουόμενες έννοιες της ιδεολογίες: σύνολο πεποιθήσεων που ευνοεί τη διατήρηση μιας καταπιεστικής πολιτικής εξουσίας, όργανο έκφρασης και προώθησης των συμφερόντων της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης, όλες τις εννοιολογικές μορφές στις οποίες διεξάγεται η ταξική πάλη συνολικά. Ο Βρετανός διανοητής δεν κλείνει τα μάτια μπροστά στο γνωστό πρόβλημα του σχετικισμού, ως απόρροια της υπονομευτικής σύνδεσης ιδεών και κοινωνικής προέλευσής τους:
«Εάν κάθε σκέψη είναι κοινωνικά καθορισμένη, τότε πρέπει να είναι και ο μαρξισμός, και στην περίπτωση αυτή, τι γίνεται με τις αξιώσεις του περί επιστημονικής αντικειμενικότητας; Εάν όμως απορριφθούν οι ισχυρισμοί αυτοί, πώς να αποφανθούμε μεταξύ της αλήθειας του μαρξισμού και της αλήθειας των συστημάτων πεποιθήσεων στα οποία αντιτάσσεται; Τότε το αντίθετο της άρχουσας ιδεολογίας δεν θα ήταν απλώς μια εναλλακτική ιδεολογία; Και στη βάση ποιου ορθολογικού θεμελίου θα επιλέγαμε ανάμεσά τους; Κινδυνεύουμε να πέσουμε, εν ολίγοις, στο τέλμα του ιστορικού σχετικισμού» (σελ. 175)
Και αμέσως μετά:
«Μήπως, σε μια υπέρτατη ειρωνεία της τύχης, ο ίδιος ο μαρξισμός κατέληξε να αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα των ίδιων μορφών μεταφυσικής ή υπερβατολογικής σκέψης που θέλησε να απαξιώσει, εμπιστευόμενος έναν επιστημονικό ορθολογισμό που αιωρείται αμερόληπτα πάνω από την ιστορία»; (σελ. 175).
Τα προβλήματα του μαρξισμού
Πώς διατείνεται ο μαρξισμός ότι εκπροσωπεί μια υπερταξική θέαση της κοινωνικής κατάστασης; Μήπως δεν έχει ταυτισθεί κι εκείνος με τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης ταξικής ομάδας, του προλεταριάτου; Αυτό το πρόβλημα, μέσα στο μαρξιστικό κίνημα, συνειδητοποιήθηκε σχετικά νωρίς, και αναπτύχθηκε συστηματικά στην κλασική κοινωνιολογική πραγματεία του Mannheim Ιδεολογία και ουτοπία. Μια σημαντική απόπειρα να ξεπερασθεί, έγινε με τον Λούκατς, κατά τον οποίο το προλεταριάτο συλλαμβάνει ορθότερα όχι διότι βρίσκεται τάχα υπεράνω ταξικών σχέσεων, αλλά γιατί τα συμφέροντά του ταυτίζονται με όλης της κοινωνίας. Εδώ όμως προκύπτει ένα καινούργιο ερώτημα, το οποίο είναι κατά κάποιον τρόπο η συνέχεια των παλιότερων: πώς μπορεί να εκφράσει κανείς την εν λόγω κρίση; Αν την εκφέρει όντας και ο ίδιος μέρος του προλεταριάτου, η κρίση αποδεικνύεται ταυτολογική, άρα δεν έχει μεγαλύτερη εγκυρότητα. Αν, πάλι, την εκφέρει όντας εκτός του προλεταριάτου, αυτό δεν προϋποθέτει εκ μέρους του μια γνωστικά ανώτερη θέαση η οποία θέτει υπό αμφιβολίες την προλεταριακή συνείδηση (καθώς ο ίδιος τίθεται εκτός της);
Ο Eagleton δεν φείδεται επικρίσεων για τον μεταμοντέρνο σχετικισμό (ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευθεί παράλληλα το βιβλίο που έχει γράψει ειδικά για αυτόν). Σε τελική ανάλυση, πιστεύει, ο «νιτσεϊκός» μεταμοντερνισμός και μετα-μαρξισμός είναι οι συνήγοροι του κεφαλαίου.
Σε όλο το βιβλίο αναζητείται μια διέξοδος που να διαφεύγει από την απειλή του σχετικισμού (π.χ. μεταμοντερνισμός) και συγχρόνως να αποφεύγει τον παλιό θετικισμό που «στοίχειωνε» τον 19ου αιώνα. Ωστόσο, δεν πραγματοποιείται ποτέ. Κατά τη γνώμη μας, ο λόγος είναι το γεγονός ότι αναζητείται εξαρχής, στην έρευνα των ιδεολογιών, τόσο μια επιστημονικά έγκυρη και αντικειμενική κατανόηση, όσο και μια στρατευμένη πολιτική πάλη, με τον μαρξισμό τον οποίο υπερασπίζεται ακούραστα.
Γύρω από αυτή την αντίφαση ανάμεσα στο Είναι και στο Δέον, που κατά τη γνώμη μας είναι η ίδια αντίφαση στην οποία βρέθηκε εξαρχής «εγκλωβισμένος» ο μαρξισμός, περιστρέφεται όλο το βιβλίο. Επισημαίνεται μεν σωστά το αδιέξοδο, όταν όμως ασπάζεται τον μαρξισμό δεν μας εξηγεί πώς μπορούμε να διαφύγουμε. Το βιβλίο του Eagleton που μιλάει για την ιδεολογία είναι και το ίδιο ιδεολογικό, με την επιστημονική κριτική βαδίζει χέρι-χέρι με την μαρξιστική-ιδεολογική. Πουθενά όμως δεν επιχειρείται ο συμβιβασμός τους. Ας γίνει όμως εδώ μια παρένθεση.
Υποστηρίζεται ευρύτερα ότι το μαρξικό έργο δεν είναι ένα και ενιαίο, δεδομένου ότι ο δημιουργός του βρισκόταν υπό διαρκή μελέτη των κοινωνιών και στενή επαφή με την πρακτική πολιτική. Στον Marx, η αμφιταλάντευση ανάμεσα σε θετικισμό/οικονομισμό και ανθρωπισμό (ή αλλιώς, ανάμεσα σε Είναι και Δέον) δεν λαμβάνει χώρα πάντοτε με τον ίδιο σταθερό τρόπο, αλλά οι ισορροπίες ενίοτε μετατοπίζονται, με το πρώιμο έργο του Marx να δίνει έμφαση στον ανθρωπισμό, ενώ το δεύτερο (υπό την αρνητική επιρροή του Max Stirner, σύμφωνα με ερευνητές όπως ο Gregory Claeys) να τον θεωρεί «αστικό» και άρα ανεπαρκή, ακολουθώντας θετικιστικές οικονομικές αναλύσεις.
Ο Γιώργος Ν. Πολίτης γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε δημοσιογραφία και φιλοσοφία στην Ελλάδα και τη Βρετανία. Από το 2004 διδάσκει κοινωνική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1991 συνεργάζεται με περιοδικά, εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές. Έργα του: Bakunin's Social Philosophy (2006), Ελευθερία και Εξουσία (2010), Μπαρούτι και Μέλι (2008, μυθιστόρημα), Το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής (2012), κ.ά. |
Εκφράζει άραγε αυτή την αμφιταλάντευση η συμπεριφορά όσων μαρξιστών μετατοπίζονται προς τον έναν ή τον άλλο πόλο αναλόγως του είδους κριτικής που επιχειρούν κάθε φορά ν’ αποφύγουν; Αυτή ακριβώς τη θέση υποστηρίζει το βιβλίο του Γιώργου Ν. Πολίτη, το πρώτο μέρος του οποίου επιχειρεί μια συστηματική κριτική του μαρξισμού (με έμφαση στον ίδιο τον Marx), ενώ το δεύτερο επικεντρώνεται στην ελληνική πραγματικότητα (και με μερικές αναφορές στη Γαλλία), όπου παρουσιάζονται οι παράξενες και, κατά τον ίδιο, «αλλοπρόσαλλες» προσλήψεις του. Στο βιβλίο γίνονται αναφορές σε Scruton, Παπαϊωάννου και Cohen, αλλά βάσεις της κριτικής αποτελούν βασικά οι Popper και Καστοριάδης. Για τις σοσιαλιστικές βάσεις του δεύτερου δεν χρειάζεται να γίνει λόγος. Αλλά και ο πρώτος, παρότι συχνά αποκαλείται «συντηρητικός» ή «φιλελεύθερος», η έμφασή του στο απαραίτητο του περιορισμού των οικονομικών ανισοτήτων, εύκολα θα τον τοποθετούσε στο πολιτικό στρατόπεδο της σοσιαλδημοκρατίας (ή «κοινωνικού φιλελευθερισμού», καθώς λένε άλλοι).
Όπως έχει πει και στο παλαιότερο βιβλίο του Ελευθερία και εξουσία: καταστατικές αρχές κοινωνικής φιλοσοφίας, με αφορμή μια γνωστή επιστολή του George Orwell, η πραγματική διαμάχη που έλαβε χώρα στον ισπανικό Εμφύλιο του 1937 (ενν. μέσα στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών) ήταν ανάμεσα σε «ελευθεριακούς» και «εξουσιαστικούς» σοσιαλιστές. Γι’ αυτό, ο Πολίτης ισχυρίζεται ότι ο πιο σημαντικός διαχωρισμός ανάμεσα στις κοινωνικοπολιτικές ιδεολογίες δεν ήταν οικονομικός (Δεξιά ή Αριστερά), αλλά ηθικός: θεμέλιό του ήταν η ιεράρχηση ως προτεραιότητας της ελευθερίας ή της εξουσίας αντίστοιχα. Υπό αυτό το πρίσμα, οι αναρχικοί με πιο χαρακτηριστική περίπτωσή τους τον Bakunin έθεταν ως αρχή τους την ελευθερία, τη στιγμή που ο Marx και οι δικοί του συνεχιστές τοποθετούσαν την εξουσία πρώτη. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό το ρήγμα έγινε για πρώτη φορά ορατό κατά τις διεργασίες της Β’ Διεθνούς, όταν ο Marx προωθούσε την ιδέα της προλεταριακής δικτατορίας, με τον αναρχικό Bakunin να εξανίσταται λέγοντας πως αυτή δεν θα άλλαζε ουσιαστικά την κατάσταση, αλλά θα αντικαθιστούσε απλώς μια αδικία με μιαν άλλη. Αυτή η ιστορική δικαίωση του αναρχισμού είναι που υπογραμμίζεται και στο παρόν βιβλίο.
Σημαντικό είναι επίσης ότι ο μαρξισμός (που διαιρείται σε «κλασικό», «δογματικό» και «αναθεωρητικό») χαρακτηρίζεται «μαντική φιλοσοφία», λόγω της τάσης του να ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικές θέσεις αναλόγως του τι συμφέρει κάθε φορά τους εκάστοτε εκπροσώπους του. Τα ηθικά προβλήματα που δημιουργεί ο μαρξισμός, μας λέει ο Πολίτης, προκαλούνται βασικά από την επιστημολογία του. Συγκεκριμένα, θεωρεί, ένα ήταν το κύριο θεμέλιο των σφαλμάτων του Marx: ο οικονομισμός του. Παιδί του 19ου αιώνα, όταν ακόμη ήταν επιστημονικά αποδεκτή η απόπειρα ερμηνείας πολύπλοκων κοινωνικών φαινομένων βάσει της αναγωγής σε μία και μόνη αρχή (αντίστοιχα, και στη θρησκειολογία, συνήθως αναζητούνταν μονόπλευρες εξηγήσεις της θρησκείας εν γένει).
Σήμερα γνωρίζουμε ότι τέτοιες εξηγήσεις είναι υπεραπλουστεύσεις. Και ο Marx δεν ήταν ο μόνος. Πριν από αυτόν, ο Rousseau πρέσβευε ότι η ελευθερία μπορεί και είναι θεμιτό να περιοριστεί για χάρη ενός προκαθορισμένου σκοπού ή, με τον παράδοξο τρόπο που το έθετε ο ίδιος «οι άνθρωποι θα πρέπει να εξαναγκασθούν να είναι ελεύθεροι». Αυτή στάθηκε η θεωρητική βάση για την Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου, που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση.
Βέβαια, πολλοί θα αντιτείνουν ότι ο Marx δεν είναι έτσι. Ή τουλάχιστον ότι δεν ήταν μόνο έτσι. Για παράδειγμα, στα νεανικά του έργα διαφαίνονται αρκετά διαφορετικές τάσεις. Ωστόσο, αντιτείνουν πολλοί, αυτά είναι έργα που ο Marx έγραψε πριν τα τριάντα του χρόνια, ουδέποτε τα δημοσίευσε, ενώ έρχονται σε φανερή αντίθεση με όσα έγραφε στο ώριμο έργο του. Όταν ο Marx αποπεράτωνε το Κεφάλαιο, οι συνθήκες τις οποίες είχε τόσο αναλυτικά περιγράψει είχαν αρχίσει ήδη να αλλάζουν καθοριστικά. Ο «καπιταλισμός» δεν είναι πάντοτε ίδιος και απαράλλαχτος:
«Ο αχαλίνωτος καπιταλισμός τον οποίο μελέτησε, περιέγραψε και ανέλυσε ο Μαρξ με μεγαλοφυή τρόπο ουσιαστικά εξέπνευσε λίγο μετά τον θάνατο του Μαρξ. Υπό το φως της κριτικής του Μαρξ και την επίδραση των αγώνων του εργατικού κινήματος συνολικά, μέσα από την ευρύτερη συνειδητοποίηση της αδικίας, της δυστυχίας, του ζόφου που επεφύλασσε για ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, το μοντέλο αυτό σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Έδωσε τη θέση του σε έναν καπιταλισμό μεν, υπό την έννοια της ιδιωτικής κατοχής των μέσων παραγωγής, ο οποίος όμως τελεί υπό την παρεμβατικό έλεγχο του κράτους. Σε άλλες εκδοχές οι παρεμβάσεις είναι πολύ διευρυμένες, σε άλλες λιγότερο. Αλλού οι αλλαγές εμφανίστηκαν μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πάντως οι παρεμβάσεις άλλαξαν τον “καπιταλισμό”» (σελ. 74).
Ο συγγραφέας δεν διστάζει να ομολογήσει ότι σε αυτή τη βελτίωση συνέβαλε, με τον τρόπο του, και ο μαρξισμός, όταν λειτούργησε σαν όπλο και απειλή ανατροπής του συστήματος, πιέζοντάς το έτσι να μεταρρυθμισθεί εκ των έσω. Οι αναλύσεις που έδινε ο Marx ήταν αρκετά έγκυρες για την ιστορική μετάβαση των ευρωπαϊκών χωρών από το οικονομικό σύστημα της φεουδαρχίας σε αυτό του καπιταλισμού, κατά τη Νεωτερικότητα, αυτό όμως δεν συνεπάγεται πως ισχύουν παντού και πάντα, όπως κάποιοι πιστεύουν.
Προχωρώντας στα καθ’ ημάς, στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Πολίτης σκιαγραφεί μια νοοτροπία που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει «αριστερό μιζεραμπιλισμό» (ο ίδιος θα εντείνει την κριτική του, στο τελευταίο του βιβλίο, Το παράδειγμα της Ελλάδας, με αφορμές την πανδημία και την έκρυθμη κατάσταση στον Έβρο, προβάλλοντας μια φιλελεύθερης κοπής αισιοδοξία), σύμφωνα με τον οποίο η μικρή χώρα που λέγεται Ελλάδα είναι ένα διαρκές θύμα παιγνίων των ξένων δυνάμεων και των εγχώριων εκπροσώπων τους, που συνωμοτούν σε βάρος του (υποτίθεται) αγνού και ενιαίου ελληνικού λαού. Λόγω αυτής της νοοτροπίας, οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, από τον Εμφύλιο ως την «περήφανη διαπραγμάτευση» του πολιτικού Αλέξη Τσίπρα, έτειναν να βρίσκονται σε κόντρα με βασικά στοιχεία της πραγματικότητας, με αποτελέσματα οικτρά για όλους.
Ο αναγνώστης θα βρει πολλά γνώριμα περιστατικά σε αυτό το μοτίβο, ωστόσο μπορεί επίσης να παρατηρήσει ότι η εν λόγω τάση προϋπήρχε του σοσιαλισμού και ότι, μάλλον, η περίφημη «Αριστερή ηγεμονία» και το «ηθικό πλεονέκτημα», για τα οποία γίνεται λόγος, εδραιώθηκαν επειδή έκαναν επίκληση σ’ ένα καίριας σημασίας εθνικό μας αφήγημα. Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι και ο μπακουνικός αναρχισμός θα μπορούσε να κατηγορηθεί για σπέρματα αυταρχισμού. Συγκεκριμένα, γύρω στα 1870, ο Bakunin όχι μόνο απέρριπτε την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και θεωρούσε περιβάλλον και κληρονομικότητα καθοριστικά για τη διαμόρφωσή του, αλλά και συνόψιζε το επαναστατικό πρόγραμμά του ως εξάλειψη του κρατικού κόσμου με μια βίαιη λαϊκή επανάσταση, διευθυνόμενη αόρατα από μιαν «αόρατη» συλλογικότητα, τα μέλη της οποίας θα είναι στέρεα οργανωμένοι σε μυστική εταιρεία και θα δουν παντού και πάντα.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.