
Για την παράσταση των bijoux de kant, Οι κόρες – Η νέα ποιητική της Αθήνας, σε κείμενο Γλυκερίας Μπασδέκη και σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, η οποία παρουσιάστηκε στο Μικρό Χρηματιστήριο Αθηνών, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Του Νίκου Ξένιου
Την υπερρεαλιστική ποιητική σύλληψη της Γλυκερίας Μπασδέκη Οι κόρες – Η νέα ποιητική της Αθήνας παρουσίασε ο Γιάννης Σκουρλέτης (bijoux de kant) στην αίθουσα του Μικρού Χρηματιστηρίου Αθηνών, με πρωταγωνίστριες τη Λένα Δροσάκη, την Άλκηστη Πουλοπούλου και τη μουσικό Χαρούλα Τσαλπαρά και με τη φιλική συμμετοχή της Μαρίας Κίτσου. Μια παράσταση εμπνευσμένη, διαφορετική, υψηλής αισθητικής, που ταιριάζει απόλυτα την κιτς σκηνογραφική σύλληψη του Γιάννη Σκουρλέτη και την εξαιρετική εκτέλεση σκηνικών του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη σε ένα χώρο μοναδικής κομψότητας[1].
Παίζουμε «Μητέρα»;
Οι καρυάτιδες της εκλεκτικιστικής διακόσμησης της μυστικής αίθουσας του Μικρού Χρηματιστηρίου παρακολουθούν από ψηλά τις αδελφές ατθίδες κόρες να χορεύουν τραγούδια της Βέμπο και του Χατζιδάκι, που τραγουδά και παίζει στο ακορντεόν μια Μουσικός-Άγαλμα.
Οι αδελφές Νανά και Νούλα, κλεισμένες για ένα εικοσιτετράωρο σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι με τα λείψανα της παρουσίας μιας μητέρας, υποδύονται εναλλάξ αυτήν τη μητέρα που θαρρεί πως έχει μεγαλώσει «με Ζολώτες και Λαλαούνηδες, με εσάρπες του Φιλήμονα, Mπαλμέν, Λανβέν και Μπαλενσιάγκα αυθεντικά», ενώ είναι η πηγή έμπνευσης της Στήλης της Ηγησούς και το ερωτικό αντικείμενο του Παλαμά και του Λόρδου Βύρωνος. Οι καρυάτιδες της εκλεκτικιστικής διακόσμησης της μυστικής αίθουσας του Μικρού Χρηματιστηρίου παρακολουθούν από ψηλά τις αδελφές ατθίδες κόρες να χορεύουν τραγούδια της Βέμπο και του Χατζιδάκι, που τραγουδά και παίζει στο ακορντεόν μια Μουσικός-Άγαλμα. Οι δυο κόρες κάθονται στο πάτωμα και τραγουδούν παιδικά τραγουδάκια (:«χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ... χαρωπά θε να γελάσω δυνατά, χα χα!») και τραγούδια της Λένας Πλάτωνος. Η χάρτινη περικεφαλαία, τα βιβλία και τ’ αγάλματα, τα ακροκέραμα της οδού Πολυγνώτου από το ποίημα του Γιάννη Κοντού, όλα είναι η επωδός στη νοσταλγική ελεγεία για την απουσία της Μητέρας: «Μου λείπεις Μητέρα επειδή τα πόδια μου μακραίνουν (...) μακραίνω πολύ μαμά και φοβάμαι ότι θ ’ανοίξει το ταβάνι και θα με πάρει ο αέρας ψηλά και θα πετάξω πάνω απ’ την Κυψέλη και τη Φωκίωνος νΝγρη και την οδό Δροσοπούλου και το μαιευτήριο της Έλενας και τη Ντίσκο Μπαρμπαρέλα και τη Στάση Νομισματοκοπείο και μετά θα σκάσω σαν καρπούζι στην αγκαλιά σου...».
Η ανάγκη ταύτισης με την Απούσα-Μητέρα γίνεται θρήνος και θυμός και λυρική αλληγορία της Ελλάδας ολόκληρης...
Η «ελπίδα των μαρμάρων» του Εγγονόπουλου ολοκληρώνει το σουρρεαλιστικό κείμενο, υπογραμμίζοντας την κυρίαρχη αίσθηση ερήμωσης: «μπούκωσα μαρμαρόσκονη, εγώ σ’ αυτά εδώ τα μάρμαρα την ήθελα, να κάνουμε παρκέ... να δει πως τρέχω, πως γλυστράω, πως της μοιάζω». Η ανάγκη ταύτισης με την Απούσα-Μητέρα γίνεται θρήνος και θυμός και λυρική αλληγορία της Ελλάδας ολόκληρης που «πληγώνει» τον Σεφέρη, αλληγορία της πρωτεύουσας των Ελλήνων, που ζωγραφίζεται στους στίχους του Καρυωτάκη, του Μπάρα, της Αραβαντινού, του Πατίλη και του Πούλιου. Η μεγάλη κόρη θρηνεί για τα βαριά της πρωτοτόκια, γιατί τα παιδιά «τα πρώτα κουβαλούν τον μεγαλόσταυρο… τους δίνουν τα κλειδιά της πόλης στα βαφτίσια… είναι μεγάλα τα κλειδιά, βαριά, ασήκωτα… με τ’ όνομά τους χαραγμένο επάνω μη και ξεχαστούνε… πώς να χορέψουνε με τα κλειδιά;… πώς να φιλήσουνε τ’ αγόρια με την αρμαθιά στην τσέπη;».
Θρήνος για μια τόσο μακρινή απουσία
Η μπεκετική ωμότητα της πένας της Γλυκερίας Μπασδέκη, στην πιο λυρική της έκφανση. Συσσωρεύονται, σ’ ένα κιβούρι, τα υπάρχοντα της Μητέρας: χαρτάκια, ψεύτικες κορώνες, κομμένα ρούχα, τα κομμάτια του σπασμένου αγάλματος, τα κλειδιά, και υπό τον ήχο της Καντέντσας της Άνοιξης της Λένας Πλάτωνος εδραιώνει την είσοδο της ανδρικής παρουσίας απαγγέλλοντας Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου.
Οι δυο κόρες παίζουν για τελευταία φορά το παιχνίδι «Μητέρα». Η Νανά παίζει τη Μητέρα και η Νούλα τη Νανά. Απαγγέλλουν Καρυωτάκη και Γιαζρά Χαλίντ, εκφωνούν το Μεγάλο Κατηγορώ της Μητέρας: «Το κρύβατε καλά το δηλητήριο Μητέρα! μέσα στις φόδρες, κάτω απ’ τα στριφώματα,… με μέλι αττικής μου το μπουκώνατε μη νιώσω πίκρα… τέλος το μέλια, έσπασε το κιούπι!... αν είναι να πονέσω ξέρω κι από μόνη μου». Η πολιτιστική κληρονομιά των Ατθίδων, «το ωραίο βάρος… το ωραίο, το μεγάλο και τ’ αληθινό το βάρος» τούς είναι άχθος είναι η φυλακή και το βαλσάμωμα των ονείρων τους. Πρέπει να κατεδαφίσουν τη χρυσελεφάντινη Παρθένο Μητέρα τους, να δώσουν ένα τέλος σ’ αυτό το φροϋδικό παιδικό παιχνίδι: «Τέλος του παιχνιδιού Μητέρα… τέλος! [...] Ένας μικρούλης κρότος είναι ο θάνατος, τι νόμιζες;». Η μπεκετική ωμότητα της πένας της Γλυκερίας Μπασδέκη, στην πιο λυρική της έκφανση. Συσσωρεύονται, σ’ ένα κιβούρι, τα υπάρχοντα της Μητέρας: χαρτάκια, ψεύτικες κορώνες, κομμένα ρούχα, τα κομμάτια του σπασμένου αγάλματος, τα κλειδιά, και υπό τον ήχο της Καντέντσας της Άνοιξης της Λένας Πλάτωνος εδραιώνει την είσοδο της ανδρικής παρουσίας απαγγέλλοντας Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου. Από πάνω μπαίνει ένα κείμενο-ταφόπλακα.
Η πόλη της Αθήνας δεν είναι πια η ποιητική εικόνα που αναδύεται από τους στίχους εκείνους, αλλά ο ύμνος της Γλυκερίας Μπασδέκη πλέκεται με τα εμπορικά, τις πολυκατοικίες, τα πάρκα και τα τυροπιτάδικα της Βαλτετσίου, την καφετέρια των Πετραλώνων και τα οδοφράγματα των Εξαρχείων, τους σωρούς των σκουπιδιών και την οδύνη του σημερινού Αθηναίου. Ο ενδεκαμελής Χορός των Θρηνητών απαγγέλλει Μυρτιώτισσα, Πολυδούρη, Δενέγρη, Σαχτούρη, Δικταίο, Λιοντάκη, Γκόρπα, Καψάλη, Μαρκόπουλο, Δημάκη, Μαστοράκη, Δούκα, Ερηνάκη, Σαχτούρη και Ρίτσο, υμνεί τις γειτονιές, το τρεχαλητό των ανθρώπων και «τα δεκανίκια του φεγγαριού στο πεζοδρόμιο», την «πολιτεία των ίσκιων» και «τα φτηνά παπούτσια στα υπόγεια της Αιόλου», τον «Ιλισσό χωρίς νερό», «τα μουγγά γήπεδα, τις ταβέρνες» και το «αεράκι που σαλεύει τις φυλλωσιές απ’ τα όνειρα» των Αθηναίων.
Τα ανθέμια, τα γλυπτά και οι τοιχογραφίες του Μικρού Χρηματιστηρίου Αθηνών γίνονται το νεοκλασικό υλικό που θα αποδομηθεί φαντασιωσικά για να διεκδραματισθεί το αλληγορικό σκηνικό παιχνίδι του ενταφιασμού της Κόρης των Αθηνών...
Οι Κόρες των Μπασδέκη-Σκουρλέτη είναι η ποιητική σκιαγράφηση της αρχαίας πόλης μας, που οι μοσχοθυγατέρες της έχουν «προίκα τα Προπύλαια και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός». Τα ανθέμια, τα γλυπτά και οι τοιχογραφίες του Μικρού Χρηματιστηρίου Αθηνών γίνονται το νεοκλασικό υλικό που θα αποδομηθεί φαντασιωσικά για να διεκδραματισθεί το αλληγορικό σκηνικό παιχνίδι του ενταφιασμού της Κόρης των Αθηνών, που κύριο γνώρισμά του έχει τη νοσταλγία και την πικρία. Η Μαρία Κίτσου αναλαμβάνει το τελευταίο άσμα πριν τον ενταφιασμό, ενώ τα φώτα/κεριά σβήνουν σιγά-σιγά: «Θρηνώ τους λοιμούς και τους σεισμούς και τον καταποντισμούς που δεν σε αφάνισαν. Το όρος Αιγάλεω κι όλους τους Πέρσες που δεν σε κατακτήσανε. Τους Βονιφάτιους και τους Ομέρ Βρυώνηδες κι όλους τους Δημήτριους τους πολιορκητές που δεν σε κέρδισαν. Θρηνώ το γαλατάδικο στην Ομόνοια και τον λήσταρχο Νταβέλη σου. Θρηνώ τον Νέο κόσμο σου και την παλιά ουλή σου. Θρηνώ Εμένα και Εσένα που Εγώ Εσύ κι Εσύ Εγώ ακαταπαύστως...».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Η ομορφιά του Μικρού Χρηματιστηρίου Αθηνών με τον εντυπωσιακότατο εσωτερικό διάκοσμο είναι ωστόσο αντιστρόφως ανάλογη με την τύχη και τα πάθη του. Διατηρητέο σήμερα κτήριο, συνδεδεμένο άρρηκτα με την αναγέννηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους –επί πρωθυπουργίας Τρικούπη– φιλοξενεί τη χρηματιστηριακή δραστηριότητα για περίπου 30 χρόνια (1891 έως 1926) για να εγκαταλειφθεί προς νέα κτηριακή λύση αφού ο μικρός χώρος δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες που ολοένα και αυξάνονταν.