
Για την παράσταση «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», του Χρόνη Μίσσιου, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη, στο Σύγχρονο Θέατρο.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Χρόνη Μίσσιου εμπνέει τη Σοφία Καραγιάννη σε μια εξαιρετική παράσταση στο Σύγχρονο Θέατρο που, τουλάχιστον ως προς το εύρος των αναφορών της, έχει να σχολιάσει σήμερα μιαν Αριστερά υπό διάλυσιν: μόνο που όταν πρωτογράφτηκε αυτό το βιβλίο, το 1985, η ιδιότητα του «αριστερού» περιλάμβανε υποχρεωτικά το βίωμα του κοινωνικού στιγματισμού, της φυλάκισης, των βασανιστηρίων και της εξορίας (Κέρκυρα, Βόλος, Γεντί Κουλέ, Αη Στράτης, Μακρόνησος) [1], ενώ σήμερα –σαράντα χρόνια μετά– ο χωροχρόνος έχει ισοπεδωθεί μέσα στη γενική ιδεολογική «σούπα» που επικράτησε σε κόμματα φερόμενα ως «αριστερά». Έτσι, το σοκ που προκύπτει από τις μαρτυρίες φορτίζεται με μιαν ιστορικότητα που το μυθοποιεί αυτομάτως και το γνήσιο λαϊκό ύφος της συγγραφικής πέννας πλαισιώνει αυτό το «απόδειπνο αγωνιστών μιας άλλης εποχής» με μιαν αχλύ ηρωϊκή (εύστοχα χρησιμοποιεί την έκφραση «απόδειπνο» στην κριτική του ο Κ. Ζήσης).
Ο Μίσσιος κάνει μια σπαραξικάρδια εκμυστήρευση, που απευθύνεται σ’ έναν χαμένο σύντροφο που «ευτυχώς σκοτώθηκε νωρίς», ώστε να μην δει τι θα ακολουθούσε. Τι, άραγε, θα σήμαινε για τον Νεοέλληνα η φράση: «ο μοναδικός και μοναχικός δρόμος του επαναστάτη»; Πιθανόν ελάχιστα πράγματα, εάν το υλικό της παράστασης δεν γινόταν αντικείμενο μιας ιδιοφυούς διαχείρισης. Για τους γνώστες του θεατρικού παιχνιδιού, η επιστράτευση ενός πολυσήμαντου τραπεζιού γύρω από το οποίο αρθρώνεται όλη η σκηνοθεσία είναι μια ιδιαίτερα αποτελεσματική επιλογή. Το ίδιο ισχύει για την κλιμάκωση των απογυμνώσεων που επιτελούν τα σώματα των ηθοποιών: η γυμνότητα σ’ αυτήν την παράσταση είναι μια σταδιακή αποκάλυψη της θνητότητας – ενός διαρκώς επικείμενου θανάτου, μιας εικονικής εκτέλεσης που απλώνει το νοηματικό της εύρος, πέραν της σωματικής θανάτωσης, και στο τέλος των ιδεωδών.
Απόλυτα εναρμονισμένο με την παράσταση το μουσικό σκορ του Μάνου Αντωνιάδη με τη λυρικη έμπνευση από τον Τσιτσάνη, και πολύ καλοί οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου.
Πέρα από το τραπέζι αναφοράς και οριοθέτησης των εναλλασσόμενων αφηγήσεων ως «μνημείων» ή ως «εθνικής μνήμης», η καλή σκηνοθέτις έχει στη διάθεσή της ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα (σκηνογραφική σύλληψη της Γεωργίας Μπούρδα) με πολλαπλές εννοιοδοτήσεις: καρέκλες, αιχμηρά μαχαίρια, πιάτα, ποτήρια κρασιού και μια κανάτα γεμάτη κατακόκκινο κρασί, κόκκινα μήλα και ροζ κρεμμύδια – όλα αυτά κατατεμαχίζονται, εκσφενδονίζονται, επανασυλλέγονται και σωρεύονται σε στοίβες από ράκη, συνθέτοντας ένα εικαστικό και ηχητικό τοπίο εφιάλτη, βασανιστηρίου, ανθρωποθυσίας, σωματικής καταπόνησης, εξάντλησης, αλλά και αγωνιστικότητας, κι επιμονής και αντίστασης στην κακουργία του άλλου, χωρίς ίχνος αφελούς νατουραλισμού. Απόλυτα εναρμονισμένο με την παράσταση το μουσικό σκορ του Μάνου Αντωνιάδη με τη λυρικη έμπνευση από τον Τσιτσάνη, και πολύ καλοί οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου.
Θα πρέπει να υπογραμμίσω πως η ενσάρκωση του συγγραφέα από τον Ιωσήφ Ιωσηφίδη είναι συγκλονιστική. Αυτό δεν σημαίνει πως και οι νεώτεροι της τετράδας δεν στέκουν ισάξια στο πλάι του: ο Κωνσταντίνος Πασσάς με μιαν εύθραυστη, αυτοσαρκαστική ικμάδα, ο Δημήτρης Μαμιός με σπάνιες κορυφώσεις έντασης και μιμική που σπάει κόκκαλα, ο Γιάννης Μάνθος με μιαν ανεπεξέργαστη, ωμή αρρενωπότητα – κινούνται σε χορογραφημένη ενότητα (υπό τη δραματουργική μπαγκέτα της Μυρτώς Αθανασοπούλου και της Σοφίας Καραγιάννη και σε κινησιολογικές επιλογές της Μαργαρίτας Τρίκκα) και κάνουν «πάσα» ο ένας στον άλλον ένα σωρό ρόλους ανδρών, γυναικών (όπως η μάνα), φασιστών, ρουφιάνων, ιερέων, ανακριτών, δεσμοφυλάκων, εκτελεστών, κρατουμένων, στρατιωτών, κομματικών στελεχών («καθοδηγητών») περαστικών, σημαντικών «άλλων»: μια πλειάδα εναλλαγών φωνής, στάσης, σωματικού θεάτρου που εντυπωσιάζει με το καλοδουλεμένο έμψυχο και άψυχο υλικό του.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.