
Για την παράσταση «Φαρενάιτ 451», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Του Νίκου Ξένιου
Έπειτα από τη «Δίκη του Κάφκα» και τον «Κάντιτ» ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανεβάζει το «Φάρεναϊτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Μαζί με το «1984» του Όργουελ και τον «Θαυμαστό Νέο Κόσμο» του Χάξλεϋ, το «Φάρεναϊτ 451» μιλά για ένα φουτουριστικό ολοκληρωτισμό μαζικής αποβλάκωσης. Οι 451 βαθμοί Φαρενάιτ είναι η θερμοκρασία όπου καίγεται το τυπογραφικό χαρτί και καταστέλλεται η ελευθερία του λόγου. Καλή μετάφραση σε μια παραγωγή ακριβή, με καλές ερμηνείες και ενδιαφέρουσα μουσική χαρακτηρίζουν την παράσταση, που όμως δεν καινοτομεί στην απόδοση των διαχρονικών νοημάτων του έργου, αλλά αναλώνεται σε κινηματογραφικές λύσεις κάπως ξεπερασμένες.
Μια δυστοπία προφητικού χαρακτήρα
Στον ρόλο του τεχνοκράτη και υπηρέτη της εξουσίας Γκάι Μόνταγκ ο Αλέξανδρος Λογοθέτης ενσαρκώνει τον περίφημο πυροτεχνουργό που στόχο του έχει να καίει βιβλία και να ανάβει, αντί να σβήνει πυρκαγιές, υπό τις εντολές του μεφιστοφελικού προϊσταμένου της υπηρεσίας του και φέροντας στο στήθος το σήμα της σαλαμάνδρας.
Μια κοινωνία «εικοτολογικής μυθοπλασίας» (σύμφωνα με τον όρο του Γιώργου Λαμπράκου) όπου απουσιάζουν τόσο η σκέψη όσο και η μνήμη. Μια εποχή μεγαοθόνης, συνεχούς παρακολούθησης και υστερικής τηλεθέασης. Στον ρόλο του τεχνοκράτη και υπηρέτη της εξουσίας Γκάι Μόνταγκ ο Αλέξανδρος Λογοθέτης ενσαρκώνει τον περίφημο πυροτεχνουργό που στόχο του έχει να καίει βιβλία και να ανάβει, αντί να σβήνει πυρκαγιές, υπό τις εντολές του μεφιστοφελικού προϊσταμένου της υπηρεσίας του και φέροντας στο στήθος το σήμα της σαλαμάνδρας.
Ένα δειλινό ο Μόνταγκ συναντά στον δρόμο και ερωτεύεται την Κλαρίς Μακ Λέλαν (στον ρόλο εξαιρετική η Κίττυ Παϊταζόγλου), που με τα λόγια της απελευθερώνει τη σκέψη του. Πρόκειται για μιαν προσωπικότητα ασυνήθιστη στα πλαίσια της ηδονιστικής, κομφορμιστικής αυτής κοινωνίας. Ο Μόνταγκ θα πληροφορηθεί από τη σύζυγό του και τον προϊστάμενό του πως η Κλαρίς σκοτώθηκε από ένα αμάξι που περνούσε με υπερβολική ταχύτητα.
Με την επιστροφή του στο σπίτι βρίσκει αναίσθητη από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών τη Μίλντρεντ. Με μια μηχανή «πλύσεως στομάχου» η Άμεση Δράση λύνει το πρόβλημα, σε μια ξεκαρδιστική σκηνή. Η Ευδοκία Ρουμελιώτη ενσαρκώνει με σκόπιμα «επίπεδο» ύφος και έντονο χιούμορ τον ρόλο της συζύγου, αυτής της γκροτέσκας, προδοτικής φύσης που ζει από τα υπνωτικά και τις ηλίθιες εκπομπές της τηλεόρασης, παρακολουθώντας τις από μεγαοθόνες στο μέγεθος τοίχου. Τις επόμενες μέρες μια ηλικιωμένη γυναίκα (που την ενσαρκώνει με εμφανή δυσκολία η Ξένια Καλογεροπούλου) θα προτιμήσει να καεί ζωντανή μαζί με τα βιβλία της. Ο Γκάι Μόνταγκ διασώζει ένα βιβλίο και το κρύβει στο σπίτι του, προσπαθώντας μάταια να συνάψει διάλογο με τη Μίλντρεντ.
Καταστολή της ατομικής ελευθερίας και αποχαύνωση
Υπηρετώντας τη σύλληψη του κύριου Μοσχόπουλου, το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού είναι λειτουργικό και καλόγουστο, ενώ πολύ εντυπωσιακοί είναι οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου. Αξιοπρόσεκτα είναι τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ.
Έξω από το σπίτι του Μόνταγκ βρίσκεται ο «Hound» (το Κυνηγόσκυλο), ένα ρομπότ με οκτώ πόδια και μορφή σκύλου που έχει τεθεί στην υπηρεσία της «εκκαθάρισης». Ο Κάπταιν Μπήτι, προϊστάμενος του Μόνταγκ, υπήρξε μανιώδης αναγνώστης πριν υποστεί πλύση εγκεφάλου. Τον επικεφαλής των πυροτεχνουργών και επινοητή του Κυνηγόσκυλου ερμηνεύει με εκπληκτική διαύγεια, αμεσότητα και ραγδαία εκφορά του λόγου η Άννα Μάσχα. Όσο για τον κύριο Faber, αυτός είναι ένας πρώην καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας που στο παρελθόν δείλιασε να υπερασπιστεί τα χαμένα του βιβλία. Είναι ο παππούς της εξαφανισμένης Μίλντρεντ και θα αναλάβει να «υπαγορεύσει» στον Μόνταγκ ένα νέο τρόπο σκέψης μέσω μιας συσκευής ακουστικού «σκώρου»: «Όχι, δεν είναι τα βιβλία αυτό που ψάχνεις να βρεις! Να το παίρνεις όπου το βρίσκεις, σε παλιούς δίσκους γραμμοφώνου, σε παλιές κινηματογραφικές ταινίες και σε παλιούς καλούς φίλους. Τα βιβλία ήταν μόνο ένα είδος δοχείου όπου μπορούσαν να αποθηκευτούν ένα σωρό πράγματα, από τον φόβο ότι θα τα ξεχνούσαμε», λέει ο κύριος Φάμπερ χαρακτηριστικά. Ο Χάρης Τσιτσάκης φέρει εις αίσιο πέρας τον ρόλο του Φάμπερ χωρίς εξάρσεις, ενώ ο Μάνος Γαλανής και ο Θάνος Λέκκας συμπληρώνουν το καλό καστ της παράστασης.
Η μνήμη του πολιτισμού διασώζεται στο έργο. Ο κρυπτοβιβλιόφιλος Κάπταιν Μπήτι θα ανακαλύψει τη συσκευή και θα τον θέσει σε κατάσταση φυγά, στρέφοντας το «Κυνηγόσκυλο» ενάντια στον εαυτό του, πράγμα που δίνει ένα πράσινο φως ελπίδας στην απόληξη του έργου. Στα δάση του Σαιν Λούις ο Μόνταγκ θα συναντήσει μια μικροκοινότητα βιβλιοφίλων που μαθαίνουν απ’ έξω τα κείμενα κλασικών έργων διασώζοντάς τα για τις επόμενες γενεές: εκεί οι διασωθέντες παράνομοι φέρουν τα ονόματα του Τζόναθαν Σουίφτ, του Δαρβίνου, του Σοπενχάουερ, του Αριστοφάνη και του Θόροου.
Υπηρετώντας τη σύλληψη του κύριου Μοσχόπουλου, το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού είναι λειτουργικό και καλόγουστο, ενώ πολύ εντυπωσιακοί είναι οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου. Αξιοπρόσεκτα είναι τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ.
Ιστορικό της συγγραφής και διασκευές
Ο Φρανσουά Τριφό μετέφερε το 1966 το έργο στον κινηματογράφο, ενώ το 1979 ο ίδιος ο συγγραφέας το ξανάγραψε για το θέατρο, επεμβαίνοντας σημαντικά στο αρχικό περιεχόμενο του κειμένου και δημιουργώντας έτσι τη βάση για ένα πολύ ενδιαφέρον θεατρικό ανέβασμα.
Ο απόηχος της ιστορικής πυρκαγιάς της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, το Index Librorum Prohibitorum των Ιησουϊτών και οι πυρές βιβλίων από τους ναζί μπροστά στο Ράιχσταγκ ενέπνευσαν αυτό το σενάριο φαντασίας στον Ρέι Μπράντμπερι, που έζησε και τις αντικομμουνιστικές «ακροάσεις» της μακαρθικής Αμερικής του 1947 και τη μαύρη λίστα των «Hollywood Ten», σεναριογράφων και σκηνοθετών στις Η.Π.Α. που χαρακτηρίστηκαν ανεπιθύμητοι και λογοκρίθηκαν.
Μετά από μια προσωπική του περιπέτεια με την αστυνομία ο Μπράντμπερι έγραψε τον «Pedestrian» μέσα σε εννιά μέρες. Μεταξύ 1947 και 1948 έγραψε το διήγημα «Bright Phoenix», που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 1963 στο «Magazine of Fantasy & Science Fiction», με θέμα ένα βιβλιοθηκάριο που αντιμετωπίζει πυρπόληση των βιβλίων του από έναν Επικεφαλής Λογοκριτή. Ο συνδυασμός των δύο κειμένων θα μεταπλαθόταν στον «Πυροσβέστη» και αργότερα στο «Fahrenheit 451». Στην Αμερική της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών το βιβλίο χαρακτηρίστηκε ανεπιθύμητο, αλλά εκδόθηκε αργότερα αποσπασματικά στο Σικάγο.
Ο Φρανσουά Τριφό μετέφερε το 1966 το έργο στον κινηματογράφο, ενώ το 1979 ο ίδιος ο συγγραφέας το ξανάγραψε για το θέατρο, επεμβαίνοντας σημαντικά στο αρχικό περιεχόμενο του κειμένου και δημιουργώντας έτσι τη βάση για ένα πολύ ενδιαφέρον θεατρικό ανέβασμα. Το σεναριακό τέλος με την Κλαρίς ζωντανή μέσα στην κοινότητα των «βιβλιοφάγων» του δάσους τον ενθουσίασε, κι έτσι υιοθέτησε αυτήν την εκδοχή στη θεατρική διασκευή του έργου του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.