Για την παράσταση «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – «Λευτέρης Βογιατζής».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Το κλασικό πια έργο του (τσεχικής, κατά το ήμισυ, καταγωγής) Τομ Στόπαρντ Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί ανεβάζει με τον μοναδικό του τρόπο ο Στάθης Λιβαθινός στην ιστορική σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, ανασυνθέτοντάς την όπως ο συγγραφέας ανασυνθέτει τον «Άμλετ».
Στην Ελλάδα το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1972 σε σκηνοθεσία του Λάμπρου Κωστόπουλου. Το 1988, ξαναήρθε στο προσκήνιο χάρη στη νέα μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη, ο οποίος το ανέβασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όντας καλλιτεχνικός διευθυντής του.
Οι δύο κεντρικοί ήρωες
Εδώ ο φακός δεν πέφτει στον βασιλιά Άμλετ, αλλά στους αυλικούς του, που συνθέτουν ένα ζευγάρι Ντιντί-Ντοντό ανάλογο του μπεκετικού ανδρικού ζεύγους – αλλά μέχρις ενός σημείου.
Ο ευαίσθητος ηθοποιός Βασίλης Ανδρέου γειτνιάζει περισσότερο με το μπεκετικό ύφος, επιτρέποντας στον εαυτό του μια πιο χαμηλότονη, εσωτερική, αυτοσαρκαστική ερμηνεία, που ωστόσο υποστηρίζεται απόλυτα και τον δικαιώνει.
Πρόκειται μάλλον για έναν «Άμλετ» ειδωμένο εκ των έσω, με την υπερρεαλιστική ματιά του κομπάρσου. Ο Ρος (Ρόζενκραντζ) και ο Γκιλ (Γκίλντενστερν) γίνονται πραγματικά ανάρπαστοι στα χέρια των δύο πρωταγωνιστών: ο Νίκος Καρδώνης έχει τη στόφα του «λοξού» κωμικού και φαίνεται να αυτοσκηνοθετείται σε μεγάλο βαθμό, εξωτερικεύοντας την απεύθυνσή του προς το κοινό. Ένα ταλέντο που ξεχειλίζει.
Ο ευαίσθητος ηθοποιός Βασίλης Ανδρέου γειτνιάζει περισσότερο με το μπεκετικό ύφος, επιτρέποντας στον εαυτό του μια πιο χαμηλότονη, εσωτερική, αυτοσαρκαστική ερμηνεία, που ωστόσο υποστηρίζεται απόλυτα και τον δικαιώνει. Μαζί οι δύο πρωταγωνιστές ανάβουν μιαν εκπληκτική σπίθα και ο ένας την ατάκα στον άλλον με τρόπο απόλυτα εύρυθμο και πολύ συγγενή προς το ρευστό συναισθηματικό κλίμα του κειμένου.
Θέατρο του δρόμου
Ανάμεσα στα πρόσωπα που αναδύονται από τον «Άμλετ», εμφανίζεται κι ένας θεατρίνος (Άρης Τρουπάκης) με τους δύο βοηθούς του. Ο γελωτοποιός/πλανόδιος τραγωδός που σαρκάζει το είδος που θα ’πρεπε να υπηρετεί, ενώ παράλληλα στηλιτεύει την εξουσία –«μια εξουσία διεφθαρμένη κι αλλοπρόσαλλη»– και τη δικαιοσύνη. «Άλλοι γεννήθηκαν για να δίνουν παραστάσεις και άλλοι για να δίνουν υποστήριξη», λέει. Στην οπτικοποίηση των πρόχειρων αφηγημάτων του, ξεκαρδιστικά λειτουργεί η παντομίμα των Φοίβου Μαρκιανού και Πάρη Αλεξανδρόπουλου. Να προσθέσω εδώ πως είναι πολύ ενδιαφέρουσα η εκδοχή Άμλετ που ενσαρκώνει ο Στάθης Κόϊκας, ιδιαίτερα στην τρίτη πράξη, όταν το καράβι έχει πια αποπλεύσει και το σκηνικό μεταπλάθεται σε κατάστρωμα, ενώ διανοίγεται στο πίσω μέρος το «μικρό σύμπαν» των θεατρικών προπς.
Στην παράσταση του κύριου Λιβαθινού είναι πολύ περιορισμένοι οι ρόλοι του Πολώνιου (Στράτος Σωπύλης) και της Οφηλίας (Πολυξένη Παπακωνσταντίνου). Θα χαρακτήριζα ερμηνευτικά μέτριο τον Κλαύδιο του Βασίλης Ζαφειρόπουλος, ενώ θα έλεγα πως η Γερτρούδη της Μαρίας Σαββίδου ήταν εξαιρετική.
Η εξουσία μηχανορραφεί εν αγνοία μας
Στην πρώτη πράξη, ταξιδεύοντας για την Ελσινόρη, ο Ρος και ο Γκιλ έρχεται σ’ επαφή με τον θίασο των πλανόδιων τραγωδών, που προσπαθούν να τους πουλήσουν ένα έργο: στο κάστρο, ο βασιλιάς Κλαύδιος τους ζητά να εξετάσουν γιατί ο Άμλετ συμπεριφέρεται περίεργα μετά τον θάνατο του πατέρα του. Και οι δυο τους βλέπουν το σκηνικό να αλλάζει, όμως αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές του. Υπεύθυνη δεν είναι τόσο η αφέλειά τους, όσο η ανθρωπινότητά τους. Μέχρι και την τελευταία τους στιγμή, οι δυο ήρωες βρίσκονται σε κατάσταση σύγχισης και διερωτώνται: «Γιατί εμείς; Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε στη θέση μας!»
Τα υλικά της σάτιρας εμποτίζουν, εδώ, τον τραγικό πυρήνα της εξιστόρησης. Η μοιρολατρία των δύο κεντρικών χαρακτήρων (το παιχνίδι με το «κορώνα-γράμματα») και η αντίφαση της πραγματικότητας με τη δική τους αντίληψη του πραγματικού, όλα αυτά συνθέτουν ένα συναρπαστικό σχόλιο του συγγραφέα: η ανθρώπινη φύση είναι αδύναμη, δεν μπορεί να καταλάβει πως η εξουσία τη θεωρεί παίγνιο στον δικό της άβακα ζατρικίου και, τελικά, πέφτει θύμα της ευπιστίας και της φευγάτης αντίληψής της.
Στη δεύτερη πράξη, η σκηνή του «θεάτρου μέσα στο θέατρο» παρουσιάζει ως θύματα τους δύο απεσταλμένους. Πρωτότυπη η μουσική σύνθεση του Θοδωρή Αμπαζή, που την εκτελούν επί σκηνής υπογραμμίζοντας μουσικά τη δράση οι Θοδωρής Κοτεπάνος, Φίλανδρος Μάριος Καρράς και Δημήτρης Κοτταρίδης. Και η έξοχη σκηνογράφος (Ελένη Μανωλοπούλου) υπαινίσσεται κάθε στιγμή την αντιστροφή του σαιξπηρικού «Άμλετ»: τα κοστούμια της είναι πολύ λειτουργικά και αισθητικά ενοποιημένα με το σκηνικό, ένα είδος πασαρέλας που υπαινίσσεται πολλά για τη λειτουργία του θεάτρου «μπουλουκιού».
Στην τρίτη πράξη η παρεξήγηση οδηγεί σε ειρωνική αντιστροφή του αναμενόμενου. Πολλοί λένε πως το έργο αυτό του Στόπαρντ συνιστά μιαν «υπαρξιακή τρικλοποδιά»: το βρίσκω εύστοχο, με την υποσημείωση ότι η φάρσα εκ φύσεως θέτει υπό αίρεσιν τις βεβαιότητές μας και οικοδομεί ένα παράλληλο σύμπαν. Ως σάτιρα που είναι, το έργο αυτό κατακερματίζει τη δραματουργική ενότητα του κειμένου αναφοράς του (του σαιξπηρικού «Άμλετ») για να την ξαναστήσει σε διαφορετική διάταξη. Έτσι, οι δύο αυτοί αντιήρωες καθιερώνονται στο πάνθεον των κλασικών ηρώων.
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σκηνικά / Επιμέλεια Κοστουμιών: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδρέας Λαμπρόπουλος
Βοηθός Σκηνογράφου / Ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Βίντεο: Χρήστος Δήμας
Οπτική Ταυτότητα παράστασης: BUSY BUILDING
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Οργάνωση Παραγωγής: Ρόζα Καλούδη
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.