Ο Δημήτρης Καραντζάς σε συνεργασία με την Γκέλυ Καλαμπάκα, έγραψε και σκηνοθέτησε «Το Σπίτι», την πρώτη του δραματουργική απόπειρα έπειτα από δώδεκα χρόνια, ύστερα από ανάθεση της Στέγης για τη δημιουργία ενός πρωτότυπου έργου. «Το Σπίτι» παρουσιάζεται στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Τετάρτη - Κυριακή μέχρι και τις 19 Νοεμβρίου. Φωτογραφίες (από τις πρόβες): Ανδρέας Σιμόπουλος.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Την ώρα που το ευρύ τηλεοπτικό κοινό παρακολουθεί με ενδιαφέρον κάποιες εξαιρετικές σειρές του Netflix και της HBO, όμως δεν ενοχλείται καθόλου από τα νέα ελληνικά σήριαλ, που σταθερά θέματά τους έχουν «τη βεντέτα, την τιμή της αδερφής και την κατσίκα του γείτονα» όπως εύγλωττα είπε σε συνέντευξή του ο Δημήτρης Καραντζάς, o οποίος ανοίγει τη χειμερινή θεατρική περίοδο της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, θέτοντας κάποια καίρια ερωτήματα και πραγματευόμενος μια γενικευτική, αρχετυπική έννοια: τι σημαίνει «σπίτι», «οικία», τι σημαίνει «οίκος» (και τα παράγωγά του), πώς διάγουμε τον αμετακίνητο βίο μας κάτω από μια ομοιόμορφα δομημένη στέγη, πόση βία επιτρέπει αυτός ο χώρος και σε ποιον βαθμό ο κάτοικος μιας σύγχρονης μεγαλούπολης έχει εθιστεί στην εικόνα της βίας, εντάσσοντάς την στις αδιάφορες προσλαμβάνουσές του.
Έτσι, γράφει «Το σπίτι» επισχολιάζοντας τη θεατρική του αναφορά στη Λούλα Αναγνωστάκη, συνεχίζοντας την παράδοση του νεοελληνικού έργου και σκηνοθετώντας μια ποιητική αλληγορία της ένδειας επικοινωνίας, της ασάφειας στη διαπροσωπική αναφορά, της ασφυκτικής αλαλίας/σιωπής ή της χαμηλόφωνης εκφώνησης του επουσιώδους (για αρκετά μεγάλο μέρος του έργου οι θεατές εξωθούνται στο να «σκύψουν» ώστε να ακούσουν κάποια κοινοτοπία που σκοπίμως λέγεται από τους δύο χαρακτήρες/ενοίκους του σπιτιού). Το σκηνικό είναι ο πανομοιότυπος, πρακτικός στη χρήση και διεκπεραίωση, οικονομικός σε έκταση «οίκος» όπου εκτυλίσσεται η σύγχρονη κανονικότητα και ο «αγραμματισμός» των δύο ηρώων είναι εξώφθαλμος (εννοώ τη διαταραχή στη χρήση λειτουργικών λέξεων, που άλλωστε είναι και το αντικείμενο κάθε θεατρικού συγγραφέα): αυτή η απουσία νοήματος υπαινίσσεται, φυσικά, την έλλειψη κατανόησης του μεγέθους της υπό πραγμάτευσιν βίας.
Σε ένα σημείο του έργου η θερμοκρασία που ανακοινώνεται είναι 47 βαθμοί Κελσίου, οι άνθρωποι πεθαίνουν και καίγονται σε μαζικά κρεματόρια...
Ο σκηνοθέτης αξιοποιεί τη συνεργασία του με την Γκέλυ Καλαμπάκα και τον Τάσο Καραχάλιο ώστε να καταγράψει την τραυματική αποδιοργάνωση του ανθρώπινου παράγοντα στις διαδικασίες εκσυγχρονισμού που όλοι μας υφιστάμεθα: πρόκειται, προφανώς, για μια σκόπιμη, αυταρχικότατη ως προς τη δομή και πολύ αποτελεσματική ως προς τις μεθοδεύσεις εστίαση στις υλικές παραμέτρους του πολιτισμού, με άλλα λόγια για μια πολλαπλασιασμένη εκδοχή της μαρξιστικής έννοιας της αλλοτρίωσης, πολύ πιο οδυνηρής και παγιωμένης από τις εικόνες που είχε φτιάξει ο Τσάρλι Τσάπλιν στους «Μοντέρνους καιρούς». Για παράδειγμα, σε ένα σημείο του έργου η θερμοκρασία που ανακοινώνεται είναι 47 βαθμοί Κελσίου, οι άνθρωποι πεθαίνουν και καίγονται σε μαζικά κρεματόρια, ενώ η απανθράκωσή τους ενοποιείται νοηματικά με την περίοδο εγκλεισμού της πανδημίας και ανεβάζει σε ανυπολόγιστα ύψη την ουδό ανοχής απέναντι στην κακουργία.
Το τέλος της ανθρωπινότητας
Η Γκέλυ Καλαμπάκα είναι αποτελεσματική βοηθός σκηνοθέτη, φωτογράφος και video maker, ενώ η Αλεξία Καλτσίκη και ο Φιντέλ Ταλαμπούκας έχουν συμβάλει τα μάλα στην απαρτίωση της παράστασης – αυτό το συνεργατικό πνεύμα είναι προφανές στο σκηνικό αποτέλεσμα. Η κυρία Καλτσίκη δεν αποδεικνύεται απλώς αντάξια του δύσκολου ρόλου που έχει αναλάβει – θα’λεγε κανείς πως έχει προσθέσει τον δικό της δομικό λίθο στη φιλοτέχνηση του αποτελέσματος. Το σπίτι της Κλειώς Μπομπότη είναι ένα απρόσωπο κουτί που εξεικονίζει τον επίπεδο χώρο μιας πόλης, εξαλείφει το παρελθόν και στερείται ταυτότητας, παραμένοντας ένας διαρκής προθάλαμος για πιθανή είσοδο σε κάποιον πιο προσωπικό (αλλά κατ’ ουσίαν ανύπαρκτο) χώρο. Και το παράθυρο (που δεν είναι παρά οθόνη ηδονοβλεπτική του κόσμου ή οθόνη ενός υπολογιστή που επιτρέπει στις εικόνες του κόσμου να εισβάλλουν), ενώ στην αρχή του έργου παρουσιάζει την αδιατάρακτη γωνία ενός δρόμου, αίφνης αναποδογυρίζει την προβαλλόμενη εικόνα, παρουσιάζει «ηλεκτρονικό σφάλμα», καταργεί την ενότητα χρόνου και γίνεται ανοίκειο.
Τα επιτυχημένα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη (τόσο τα απλά casual κολάν της πρωταγωνίστριας και τα t-shirt του πρωταγωνιστή, όσο και εκείνα τα έξοχα, σχεδόν αποκριάτικα κοστούμια που συσκευάζονται με επιμέλεια και μπαίνουν σε πλαστικές σακούλες) υπηρετούν την ίδια σύλληψη.
Το σκηνικό είναι φιλοτεχνημένο με πληκτικά χρώματα, ακαθόριστους χώρους, διαδρόμους ή εισόδους/εξόδους δίχως χαρακτήρα και μνήμη, με τον ολοένα εντεινόμενο ρυθμό ενός πλυντηρίου να «στίβει τα ρούχα» σε κάποιο πίσω δωμάτιο και να εξελίσσεται στη ροκ, πυρετώδη μουσική σύνθεση του Γιώργου Ραμαντάνη. Τα επιτυχημένα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη (τόσο τα απλά casual κολάν της πρωταγωνίστριας και τα t-shirt του πρωταγωνιστή, όσο και εκείνα τα έξοχα, σχεδόν αποκριάτικα κοστούμια που συσκευάζονται με επιμέλεια και μπαίνουν σε πλαστικές σακούλες) υπηρετούν την ίδια σύλληψη. Ακολουθώντας την κουρδισμένη μέχρι ρανίδος κινησιολογία του Τάσου Καραχάλιου, οι δύο ήρωες (μια αρχετυπική μεσήλικη γυναίκα και ένας αρχετυπικός μεσήλικας άνδρας, χωρίς διευκρινισμένη σχέση ζευγαριού ή άλλες μεταξύ τους αναφορές, πέραν της τετριμμένης καθημερινότητας) περνούν και ξαναπερνούν μπροστά από αυτό το ορθάνοιχτο «παράθυρο» και κατά σημεία ακινητοποιούνται παρατηρώντας το με ψυχραιμία.
Η προβαλλόμενη βία έχει πλέον λειτουργήσει αισθητικά, ως ακόμη ένα ερέθισμα στα αισθητήριά τους, ενοποιούμενη και αλληλοαπορροφώμενη από κάθε άλλο εικονικό ερέθισμα ή πληροφορία, εκτός από τις στιγμές όπου διακόπτεται αυτή η ροή. Προβάλλονται γνωστά από τα δελτία ειδήσεων στιγμιότυπα πολέμων, οικολογικής καταστροφής με πυρκαγιές και πλημμύρες, διαδηλώσεων, bullying σε βάρος μειονοτικών ομάδων, στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων, ακραία καιρικά φαινόμενα που με τρόπο ταξινόμησης και όρους «εικόνας που πουλάει» έρχονται να γίνουν ματιά ηδονοβλεπτική και συναισθηματικά αδιάφορη. Με ένα management φτηνού εντυπωσιασμού και εξομάλυνσης, «στρογγυλέματος» των αιχμηρών πτυχών της πραγματικότητας, οι εικόνες αυτές ισοπεδώνουν πόλεις, εξομοιώνουν φυσιογνωμίες πολιτικών ηγετών από τον Χίτλερ και τον Φιντέλ Κάστρο έως τον Τραμπ και τον Πούτιν, κατευνάζουν και εφησυχάζουν, μετατρέπουν την τηλεοπτική καταγραφή της ζοφερής πραγματικότητας σε «σενάριο», σε αντιφατική (αλλά και άκρως εθιστική) παραίσθηση πραγματικότητας, σε πληροφορία ή στατιστική, εντέλει σε ψυχαγωγία ενός απανθρωποποιημένου ανθρώπου. Ενός ακυρωμένου ανθρωποειδούς που παραμένει απαθές απέναντι στο εξωφρενικό, στο γκροτέσκο, στο απάνθρωπο που τεκταίνεται ακριβώς δίπλα του και που «κοκκαλώνει» μόνον όταν διακοπεί η υπνωτιστική ροή πληροφορίας.
Το τέλος της προσωπικής ιστορίας
Ωστόσο, η «normalized» προβολή των εικόνων αυτών στην όλο και διευρυνόμενη οθόνη (που είναι και οθόνη προβολής εικόνων του υποσυνειδήτου) σταδιακά γίνεται άναρχη, εμφανίζει λάθη και πίξελ, μετατρέπεται σε θραυσματική και υπερρεαλιστική, ενώ η οθόνη διευρύνεται εις βάρος του οικοδομημένου, ασφαλούς περιβλήματος και «εισβάλλει» σ’ αυτό με κυριαρχικό τρόπο, αποδιοργανώνοντας την κανονικότητα και τον επαναληπτικό χαρακτήρα της κίνησης των δύο προσώπων. Το σπίτι γίνεται «ου τόπος», παύει να είναι καταφύγιο και να προεξοφλεί την ασφάλεια και την κανονικοποίηση – τώρα όλα αυτά μετατρέπονται σε παραπειστική φαντασίωση. Και σ’ αυτό το σημείο ξεκινά ο παραληρηματικός θρήνος (ρέκβιεμ) της συντριβής της ηρωίδας – το ηρωϊκό άσμα για την έξοδο από τον «οίκο» αποκαλύπτει έναν κόσμο που είναι, αντιθέτως, τμηματικός, ανεπεξέργαστος, εύθριπτος, έως και συντετριμμένος.
Το τέλος του έργου παραπέμπει σαφώς στον Κορνέλ Μουντρουτσό, ωστόσο κομίζει και μια πρόταση σταθερή από πλευράς σκηνοθεσίας ήδη γνωστή από τις «Τρεις αδερφές». Στον Καραντζά η προσωπική ιστορία/αφήγηση γίνεται αντικείμενο θρήνου επειδή συνιστά μια συνοψισμένη εκδοχή της εξωτερικής/συλλογικής ιστορίας, και μάλιστα εκπεφρασμένης σε όρους που άλλοι διαλέγουν στη θέση του άλλοτε ενεργού υποκειμένου – αυτού που πια λειτουργεί ως ενεργούμενο της Ιστορίας. «Το απέναντι σπίτι, όταν πέθαναν αυτοί που μένανε, έγινε δάσος, φύτρωσαν ρίζες και χορτάρια και όλες οι πρασινάδες και τα δέντρα άρχισαν να πνίγουν το κτίριο, φύγαν οι άνθρωποι, ήρθε η φύση και ίσως τελικά πάντα δάσος να έπρεπε να είναι εκεί και όχι άνθρωποι, τώρα άμα κοιτάξεις έξω είναι σαν κοιλάδα». Σ’ αυτόν τον εκτεταμένο/διευρυνόμενο ως προς τα νοήματα και καταιγιστικό ως προς τον ρυθμό μονόλογο της ηρωίδας αναδύονται μνήμες που παραπέμπουν σε εμψυχωμένους χώρους, αντικείμενα με συναισθηματική επένδυση, εικόνες ολικής κατάρρευσης (πολιτικής-οικολογικής-ηθικής) και, κυρίως, καλειδοσκοπικά αποτυπώματα της βίας στην ανθρώπινη συνείδηση.
Το μεταμοντέρνο κείμενο του Δημήτρη Καραντζά παραπέμπει στη Λούλα Αναγνωστάκη, στον βαθμό όπου οι προσωπικές αναφορές των ηρώων και οι συναισθηματικές τους εμπλοκές εδώ αντικαθίστανται από την παντελή απουσία αναφορών - τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή της τιράντας της ηρωίδας.
Ως προς τη δραματουργική του βαρύτητα, το μεταμοντέρνο κείμενο του Δημήτρη Καραντζά παραπέμπει στη Λούλα Αναγνωστάκη, στον βαθμό όπου οι προσωπικές αναφορές των ηρώων και οι συναισθηματικές τους εμπλοκές εδώ αντικαθίστανται από την παντελή απουσία αναφορών – τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή της τιράντας της ηρωίδας. Εκεί οι χαρακτήρες αναζητούν διέξοδο προς μια καλύτερη ζωή, εδώ οι ήρωες αναζητούν τα υπολείμματα μιας «κάποιας», οποιασδήποτε ζωής. Είναι φυσικό ο πολιτικοκοινωνικός προβληματισμός ενός νέου ανθρώπου σήμερα να είναι διαφορετικός, παρά το γεγονός ότι οι γενεσιουργές αιτίες των αδιεξόδων του είναι οι ίδιες, και παρά την πεποίθηση πως το προσωπικό απορρέει από –και εκβάλλει στο– συλλογικό. Σαν να λέμε ότι τα πνεύματα παραμένουν «εν διεγέρσει», η διαφορά όμως είναι ότι «το πράγμα έχει φτάσει στο απροχώρητο». Το κείμενο του Δημήτρη Καραντζά παραπέμπει, επίσης, στον Γιώργο Χειμωνά και σε άλλα κείμενα που αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να ανακαλέσω, σταθερά όμως συγκεντρώνει τα γνωρίσματα της αφασικής ομιλίας ή του «συνδρόμου Βroca». Η δαιδαλώδης νοητική αναπαράσταση του «εκτός σπιτιού» χώρου ως Δάσους, ως Εχθρικής Περιοχής και, τελικά, ως Κοιλάδας δεν είναι παρά ροή υποσυνειδήτου όπου το διωκόμενο υποκείμενο (χωρίς στέγη, χωρίς πατρίδα, χωρίς μνήμη και τόπο αναφοράς, χωρίς –τελικά– προσωπική ιστορία) έχει συγκεχυμένες αναμνήσεις και, ενώ αποχαιρετά έναν καταρρέοντα κόσμο, συνεχίζει, ασφυκτιώντας, να τρέφεται από ουτοπίες.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» αναμένεται το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Κριτική.
Συντελεστές
Κείμενο & Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σύνθεση: Δημήτρης Καραντζάς, Γκέλυ Καλαμπάκα, Τάσος Καραχάλιος
Βίντεο: Γκέλυ Καλαμπάκα
Σκηνικό: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Μουσική: Γιώργος Ραμαντάνης
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου
Βοηθός Σκηνογράφου: Αγγελική Βασιλοπούλου Καμπίτση
Εκτέλεση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη, Ζωή Μουσχή
Ερμηνεύουν: Αλεξία Καλτσίκη, Φιντέλ Καλαμπούκας
Στη δραματουργία συνέβαλαν όλοι οι συντελεστές