της Σώτης Τριανταφύλλου
Αναζητώντας έναν στοχαστή που να μην υποτάσσεται ούτε στην πολιτική ορθότητα -δηλαδή στην ανοησία- της άκρας αριστεράς, ούτε στον λαϊκισμό της κεντροδεξιάς (που κολακεύει τις ιδέες της αριστεράς) ανακάλυψα τον Τζοβάνι Σαρτόρι, τη «Θεωρία της δημοκρατίας» και τα κείμενά του για τη μετανάστευση.
Οι Ιταλοί στοχαστές μού φαίνονταν πάντα πιο «μπροστά» από τους Γάλλους, οι οποίοι παραμένουν φοβικοί, προσκολλημένοι στον Λεβί-Στρος, στην παράλογη και οπισθοδρομική ιδέα της πολυπολιστισμικότητας. Ένα από τα προβλήματα που απασχολούν τον Σαρτόρι μέσα σε μια πλουραλιστική κοινωνία είναι η ανεκτικότητα, μια στάση που, όπως γράφει, δεν ταυτίζεται με την αδιαφορία ούτε την προϋποθέτει. Όταν είμαστε αδιάφοροι, δεν μας αφορά το ζήτημα, άρα δεν υπάρχει διαμάχη. Για έχει νόημα η ανεκτικότητα πρέπει να υπάρχει συγκρουσιακό αντικείμενο.
Δεν είναι καθόλου αλήθεια, όπως ισχυρίζονται πολλοί, ότι η ανεκτικότητα συνεπάγεται τον σχετικισμό. Πράγματι, όταν είμαστε σχετικιστές, είμαστε ανοιχτοί σε πλήθος απόψεων. Αλλά η ανεκτικότητα είναι -όπως λέει η λέξη- «ανοχή», δεν προϋποθέτει δηλαδή σχετικιστική οπτική. Όποιος δείχνει ανεκτικότητα έχει αρχές και πεποιθήσεις τις οποίες θεωρεί αληθινές, ενώ συγχρόνως παραχωρεί το δικαίωμα σε άλλους να «πλανώνται», να έχουν, κατά τη γνώμη του, «εσφαλμένες» πεποιθήσεις. Αυτό το σημείο είναι σημαντικό διότι δείχνει ότι η ανεκτικότητα δεν είναι και δεν μπορεί να είναι απεριόριστη: αποτελεί μια κατάσταση διαρκούς έντασης και δεν μπορεί να γίνει ποτέ ολοκληρωτική. Αν ένα άτομο θέλει κάτι, θα προσπαθήσει να το επιτύχει: αν δεν προσπαθήσει να το επιτύχει, μάλλον δεν το θέλει πραγματικά. Όμως, δεν θα προσπαθήσει με οποιονδήποτε τρόπο και τίμημα: όταν, για παράδειγμα, συζητάμε και διαφωνούμε, θα επιμείνω μέχρι ένα σημείο – δεν θα αρχίσω να σπάζω κεφάλια.
Ποια είναι λοιπόν τα όρια της ελαστικότητας και της ανεκτικότητας; Αν το ερώτημα μάς ωθεί να αναζητήσουμε ένα συγκεκριμένο και προαποφασισμένο όριο, δεν θα μπορέσουμε να απαντήσουμε. Παρ’ όλ’ αυτά, ο βαθμός ελαστικότητας μπορεί να οριστεί με τρία κριτήρια. Το πρώτο είναι ότι πρέπει πάντοτε να δικαιολογούμε γιατί θεωρούμε κάτι «απαράδεκτο»: η ανεκτικότητα αποκλείει οποιονδήποτε δογματισμό. Το δεύτερο κριτήριο συνεπάγεται τη λεγόμενη harm principle, την αρχή του “μη βλάπτειν”. Με άλλα λόγια, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχόμαστε μορφές συμπεριφοράς που μας αδικούν και καταδεικνύουν προκατάληψη εναντίον μας. Το τρίτο κριτήριο είναι η αμοιβαιότητα: δείχνοντας ανεκτικότητα προς τους άλλους, περιμένουμε, με τη σειρά μας, να συμπεριφέρονται σ’ εμάς με την ίδια ανεκτικότητα. Όταν το 2006 πήγα στο Χαρτούμ, κυκλοφορούσα με ένα είδος τσαντόρ το οποίο μου επιβλήθηκε λόγω της “τοπικής ευαισθησίας” και νομοθεσίας: με την ίδια λογική, στο Παρίσι, δεν θα έπρεπε να βλέπω γυναίκες με τσαντόρ. Οι γυναίκες αυτές θα έπρεπε να σέβονται τη δική μας ευαισθησία και τους νόμους. Κι όμως, βλέπω πολλές γυναίκες με τσαντόρ και δεν είναι λίγες αυτές που φορούν μπούρκα. Το τσαντόρ και η μπούρκα προσβάλλουν την ευαισθησία μου καθώς και μια ιδέα που έχω για την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Επίσης παραβιάζουν τη νομοθεσία.
Μερικοί θεωρούν την “ταυτότητα” μια από τις συνιστώσες του εθνικισμού. Πρόκειται για μια ακόμα ανοησία που αποτελεί μέρος της ελευθεριακής και ακροαριστερής “ταυτότητας”[1]. Το κράτος-έθνος υπάρχει και δεν μπορούμε να παριστάνουμε ότι είναι ανύπαρκτο. Και παρότι σήμερα είναι πολύ σημαντικό, αποτελεί σχετικά καινούργιο φαινόμενο: δημιουργήθηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν η felix Austria (η ευδαίμων Αυστρία), η πολυεθνική και πολυεθνοτική αυτοκρατορία των Αψβούργων, επικράτησε στην Ευρώπη μέχρι την ήττα του 1918. Το κράτος-έθνος είναι λοιπόν η οργανωτική και ενοποιητική αρχή του σύγχρονου κράτους –μόνον, ή προπάντων, στην Ευρώπη- εδώ και δύο αιώνες το πολύ. Τα έθνη, από τον μεσαίωνα, αποτελούνταν από γλωσσικές περιοχές: το γερμανικό έθνος ήταν το σύνολο όσων μιλούσαν γερμανικά και ούτω καθ’ εξής. Το κράτος-έθνος συνελήφθη ως ιδέα από τον Ρομαντισμό (ο Διαφωτισμός ήταν κοσμοπολιτισμός, τι κρίμα που στην Ελλάδα τον χάσαμε) και εμφανίστηκε σαν μια οντότητα όχι μόνον γλωσσική αλλά σαν μια γενικότερη «ταυτότητα». Στην τελική του εκδοχή, το έθνος-κράτος είναι μια οργανική οντότητα – εξ αυτού του γεγονότος γίνεται λόγος για το «πνεύμα» ενός λαού, για την «ψυχή» του και τον εθνικό του «χαρακτήρα- που είναι ριζωμένη σ’ ένα μυθικό, μακρινό παρελθόν και η οποία ενισχύεται, με τη Γαλλική Επανάσταση, από το πατρωτικό πάθος. Είναι δυνατόν να μη δεχτούμε ότι υπάρχουν τοπικά χαρακτηριστικά; Οι Ρώσοι, λόγου χάρη, έχουν διαφορετική ψυχολογία και νοοτροπία από τους Έλληνες˙ οι ισλαμιστές πολύ διαφορετική από τους άθρησκους˙ οι Βορειοευρωπαϊοι διαφορετική από τους Μεσογειακούς... Και πάει λέγοντας. Με αυτή τη συλλογιστική, η ανεκτικότητα έχει κάποια όρια: μπορούμε, ως ευρωπαϊκή χώρα, να «ανεχτούμε» ιλσαμική πολυγαμία; Μερικοί λένε: μα υπάρχει πολυγαμία και στη Δύση! Απαντώ χωρίς να χρειάζονται πολλές εξηγήσεις: Δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι καθόλου το ίδιο. Τέτοια «επιχειρήματα» καταδεικνύουν φτώχεια ιδεών και ανικανότητα ορθολογιστικής σκέψης.
Στην πιο ακραία εκδοχή του το κράτος-έθνος χαρακτηρίζεται από την «ταυτότητα του αίματος», μια ταυτότητα φυλετική που δεν πρέπει να συγχέεται από την αβλαβή νομική αρχή, του jus sanguinis (σύμφωνα με την οποία η εθνικότητα ενός ατόμου ορίζεται από την εθνικότητα των γονέων του). Με αυτή τη θεωρητική βάση, το «έθνος» δημιουργεί την έννοια και το αίσθημα του «εθνικισμού» και, στην εξέλιξή του στη Γερμανία του Χίτλερ, σε «φυλετική καθαρότητα» και «φυλετική ανωτερότητα». Αλλά ο χιτλερικός εθνικισμός ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση εξτρεμισμού. Τα περισσότερα εθνικά κράτη που αναδύονται στην Ευρώπη μετά τις επαναστάσεις του 1830 και του 1848 διεκδικούν «απλώς» γλωσσική και πατριωτική ταυτότητα. Το έθνος ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, μια διεκδίκηση ανεξαρτησίας που κατέστρεψε τα δεσποτικά συμφύρματα που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στην εποχή της απολυταρχίας. Με το κράτος-έθνος, οι λαοί δεν μπορούν πια να περνούν από την εξουσία ενός ηγεμόνα στην εξουσία ενός άλλου: υπάρχει ένα γεωπολιτικό πλαίσιο που, λίγο-πολύ, τους προστατεύει.
Ο Σαρτόρι υπογραμμίζει – στο «Elementi di teoria politica”- ότι όσο η «εθνική κοινότητα» εξασθενεί, τόσο περισσότερο πρέπει να αναζητούμε και να ξαναβρίσκουμε την κοινότητα. Κάθε φορά που διαλύεται μια υπερδομή, το έθνος, η αυτοκρατορία ή κάτι άλλο, πέφτουμε, αναπόφευκτα, στην πρωταρχική υποδομή που οι Έλληνες ονόμαζαν «κοινωνία»· και η ανάγκη μιας Gemeinschaft (κοινότητας) που αισθανόμαστε ότι μας ενώνει, ξανακάνει την εμφάνισή της.
Η Gemeinschaft (κοινότητα) ήταν μια αντίληψη που ο Ferdinand Tönnies αντιπαρέθετε στην Gesellschaft (κοινωνία). Η πρώτη είναι ένας «ζωντανός οργανισμός», ενώ ο δεύτερος είναι ένα μηχανικό σύμφυρμα που δεν βασίζεται σε άμεσο idem sentire («κοινό αίσθημα») αλλά διαμορφώνεται μέσω ανταλλαγών και συμβολαίων. Ο Tönnies παραμένει σημείο αναφοράς για την αντίληψη της κοινότητας. Αλλά η Gemeinschaft του περιλάμβανε κυρίως τη λεγόμενη “πρωταρχική ομάδα”. Η βαθύτερη έννοια αυτής της αντίληψης ξεδιπλώνεται στις συμβιωτικές ομάδες αλλά ο όρος της κοινότητας έχει επίσης μια ασθενέστερη έννοια που εκτείνεται σε ό,τι ο Charles H. Cooley αποκαλούσε «δευτερεύουσα ομάδα». Το επαναδιατυπώνω ως εξής: η κοινότητα του Tönnies είναι η συγκεκριμένη κοινότητα πέρα από την οποίαν υπάρχει μια αφηρημένη κοινότητα.
Έτσι, οι Ιταλοί, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί κ.λπ. νοούνται ως «ευρείες κοινότητες» με τον τρόπο με τον οποίον τους αντιλαμβανόμαστε ως έθνη. Η ιδέα της ευρωπαϊκής κοινότητας ή το ότι κάνουμε συχνά λόγο για «λατινοαμερικανική κοινότητα» μάς παραπέμπει σε αφηρημένες κοινότητες: όμως, στο μέτρο που αυτά τα μεγάλα συμφύρματα αναγνωρίζονται απ’ όλους και παρέχουν το αίσθημα του «ανήκειν», μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν κοινότητες, αν και ειδικού χαρακτήρα.
Θέλω να πω με όλα τούτα, ότι, όπως υποστηρίζει ο Σαρτόρι, οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ζήσουν σε μοναχικά πλήθη, σε καταστάσεις ανομίας: έτσι, επιζητούν το να ανήκουν κάπου, να αποτελούν μέλη ομάδων και οργανώσεων με τις οποίες να ταυτίζονται. Επιζητούν συγκεκριμένες κοινότητες γειτνίασης αλλά και ευρύτερες «συμβολικές κοινότητες». Εν τούτοις, το πρόβλημα της ελαστικότητας τίθεται ακόμα κι εδώ: ένα πρόβλημα ανάλογο μ’ εκείνο που συναντήσαμε σχετικά με την ανεκτικότητα. Αναρωτιέμαι λοιπόν: ποιο είναι το σημείο θραύσης της ανεκτικότητας; Η ερώτηση διατυπώνεται και ως εξής: μέχρι ποιο σημείο μπορούμε να τραβήξουμε το σχοινί της κοινότητας ώστε να μη σπάσει;
Το πρόβλημα είναι οξύ στη σύγχρονη Ελλάδα που χωρίζεται σε μια αρχαιολατρική, ορθόδοξη μειονότητα και σε μια δήθεν ανθρωπιστική, πολυπολιτισμική πλειοψηφία που πιστεύει ότι η κοινωνία μπορεί και πρέπει να ανεχθεί τις πιο σκοταδιστικές θρησκείες, ιδεολογίες και πρακτικές.
[1] Παραπέμπω εδώ στο βιβλιαράκι που γράψαμε με τον Ηλία Ιωακείμογλου “Για τη σημαία και το έθνος”, Μελάνι 2007.