
Για την παράσταση «Η τραγωδία του βασιλιά Ριχάρδου Γ'» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη, από θεατρική ομάδα «Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων», η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Του Νίκου Ξένιου
Μια δυναμική παράσταση, βαθιά δουλεμένη, με εξαιρετική αισθητική, σκληρή ομαδική δουλειά και με κάποιες έξοχες στιγμές. Η μελέτη των παραδηλώσεων του σαιξπηρικού κειμένου φαίνεται πως υπήρξε κύριο μέλημα της ομάδας. Ωστόσο, η μετάφραση της Ιζαμπέλας Κωνσταντινίδου διακρίνεται για μια σειρά αστοχιών και βαρβαρισμών που, κατά την άποψή μου, απάδουν της ποιότητας ενός σαιξπηρικού κειμένου. Δυστυχώς, η μετάφραση της κυρίας Κωνσταντινίδου αναμειγνύει δημώδη με λόγια στοιχεία, προβαίνει σε λεξιπλασία και κατά τόπους υποδύεται την ποιητικότητα, μεταφραστικές πρωτοβουλίες που καθιστούν το κείμενο στριφνό και δυσνόητο.
Ο Ριχάρδος του Χρήστου Θεοδωρίδη και οι «άλλοι» γύρω του
Σαν ένα σώμα συγγενών κελτικής καταγωγής οι νέοι σε ηλικία ηθοποιοί της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων υποδύονται διαδοχικά τους διαφορετικούς ρόλους: ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος (Λόρδος Γουλιέλμος Χέιστινγκς, ένας δολοφόνος, Λορδος Στάνλεϊ, Κόμης του Ντέρμπι), ο Γιώργος Κισσανδράκης (Ερρίκος Στάφορντ: Δούκας του Μπάκιγχαμ, Ίππαρχος Μπλαντ και φωνή Παλατιού), ο Νίκος Λεκάκης (βασιλιάς Εδουάρδος Δ΄, Σερ Ρίτσαρντ Ράτκλις, Ιωάννης Μόρτον, Επίσκοπος του Υίλι), ο Βασίλης Σαφός (Γεώργιος, Δούκας του Κλάρενς και Σερ Ουίλιαμ Κέιτσμπι), ο Άλκης Μπακογιάννης (Σερ Ροβέρτος Μπράκενμπερι, Αντώνιος Γούντβιλ, Κόμης Ρίβερς, ένας δεύτερος δολοφόνος, Δήμαρχος του Λονδίνου, Ερρίκος Τυδώρ, Κόμης του Ρίτσμοντ, Βασιλιάς Ερρίκος ο Έβδομος), ο Λουκάς Κυριαζής (Εδουάρδος, Πρίγκιπας της Ουαλίας) και ο Γιάννης Σίμος (Ριχάρδος, Δούκας του Γιορκ). Πιστεύω πως ο κακός επιτονισμός του κειμένου (άκαιροι τονισμοί και παύσεις χωρίς νόημα) από κάποιους ηθοποιούς οφειλόταν περισσότερο στον δύσβατο χαρακτήρα της μετάφρασης.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο τήρησε απόλυτα τους σωστούς τονισμούς και πέρασε με μεγάλη ευκολία από όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις, «δαμάζοντας», τρόπον τινά, την κακή μετάφραση.
Από την άλλη, ο Γιώργος Χριστοδούλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο τήρησε απόλυτα τους σωστούς τονισμούς και πέρασε με μεγάλη ευκολία από όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις, «δαμάζοντας», τρόπον τινά, την κακή μετάφραση. Ο Ριχάρδος, ο Δούκας του Γκλόστερ και μετέπειτα Ριχάρδος ο Γ΄ καταφέρνει να συστεγαστεί με το Κακό κατά τρόπον ώστε Αυτό να επιμολύνει τον κόσμο ολόκληρο. Τελειοποιώντας τον μηχανισμό δολοφονιών και φαυλότητας που τον περιβάλλει, ο ιδιότυπος βασιλιάς που φιλοτεχνεί με τον Γιώργο Χριστοδούλου αναπτύσσει έναν στιβαρό κυνισμό που ως χαρακτήρα τον τοποθετεί σε ένα είδος υπερβατικής σφαίρας. Καταδυναστεύει όσους είναι αδύναμοι και συντρίβει όσους είναι αιθεροβάμονες, χωρίς την επιστράτευση της παραμικρής δολιότητας. Η ανθρώπινη μικρότητα είναι οικείος σε αυτόν τόπος και τη χρησιμοποιεί με παγερή ψυχραιμία. Ο κύριος Χριστοδούλου υποδύεται τη σκολίωση και το χωλό περπάτημα του Ριχάρδου, υποδυόμενος παράλληλα μιαν αντιφατική προσωπικότητα που έχει παραδοθεί στην κακουργία και στο έγκλημα, στην απληστία και στον αμοραλισμό. Εσκεμμένα ο σκηνοθέτης του αποδίδει τις ιδιότητες ενός κάπρου, ενώ η χορογραφία της Ξένιας Θεμελή προβλέπει ένα συγκεκριμένο χορογραφικό μοτίβο για να συνοδέψει το «First we take Manhattan» του Κοέν με συγχρονισμό των χειλιών. Η εγγύτητα της κίνησης αυτής προς τον καλπασμό του αλόγου είναι αξιοπρόσεκτη.
Εφιαλτικές, σκοτεινές μανάδες, γιαγιάδες και αδελφές
Ομοιογένεια στην εξωτερική τους εμφάνιση τους καθιστά εκπροσώπους ενός «ζωϊκού είδους» που γεννάται επί σκηνής και εγκαθίσταται στη συνείδηση του θεατή: θα συγκατέλεγα αυτή την επιλογή στα πολύ θετικά σημεία της παράστασης.
Αξιοσημείωτη είναι η ερμηνεία της Τατιάνας-Άννας Πίττα, που υποδύεται τη βασίλισσα Ελισάβετ Γκρέι-Γούντβιλ, καθώς και των υπόλοιπων γυναικών της παράστασης: της Τζωρτζίνας Δαλιάνη (Σεσίλ Νέβιλ, Δούκισσα του Γιορκ), της Ξένιας Θεμελή (Λαίδη Άνν Νέβιλ και Λόρδος Γκρέι) και της Κατερίνας Πατσιάνη (Μαργαρίτα Αλζού): οι γυναικείες παρουσίες είναι πολύ πιο διακριτές σε αυτή την παράσταση, ίσως γιατί οι ρόλοι τους είναι πιο δραματικοί. Όλες μαζί κατορθώνουν να οργανώσουν μιαν υπέροχη σκηνή «κατάρας» μαζί με τον Γιώργο Χριστοδούλου, μπαίνοντας, παράλληλα, στην κινησιολογία ενός δυσοίωνου πτηνού, ενός όρνεου που επαπειλεί τα ανάκτορα με κατάρρευση. Είναι αξιοσημείωτο πως ο κύριος Θεοδωρίδης βάζει τους ηθοποιούς του να αναπαραγάγουν με τολμηρό τρόπο το γρύλισμα των ζώων, ντυμένους με σκουρόχρωμες ελισαβετιανές φορεσιές (η ενδυματολογική επιλογή είναι της Τίνας Τζόκα) και να βάψουν κόκκινα τα μαλλιά τους, ώστε να είναι αντιπροσωπευτικά της γενιάς των Πλανταγενετών που υποδύονται: μια ομοιογένεια στην εξωτερική τους εμφάνιση τους καθιστά εκπροσώπους ενός «ζωϊκού είδους» που γεννάται επί σκηνής και εγκαθίσταται στη συνείδηση του θεατή: θα συγκατέλεγα αυτή την επιλογή στα πολύ θετικά σημεία της παράστασης.
Μια επιβλητική τετραγωνική σκηνή στην κορυφή μιας σκάλας: ένα κτίσμα, ένα υπερυψωμένο δωμάτιο περιβάλλεται από λευκές κουρτίνες που ανοιγοκλείνοντας το μετατρέπουν σε Ναό ή σε Αίθουσα του Θρόνου, ενίοτε δε σε ικρίωμα και σε πεδίο μονομαχίας ή μάχης. Γύρω, o αχανής χώρος με τα παράθυρα της αίθουσας Δ συμπυκνώνει τον εκτενή χρόνο των ιστορικών γεγονότων σε μια ενιαία, παράλογη και ατελείωτη νύχτα.
Άλλο τεράστιο πλεονέκτημα είναι ο επιβλητικός χωροχρόνος που επιτυγχάνεται από τη σκηνογραφία της Τίνας Τζόκα, με τη βοήθεια του Γιάννη Καλλέργη, του Νίκου Γερμανού και της Μαίρης Αντωνοπούλου. Μια επιβλητική τετραγωνική σκηνή στην κορυφή μιας σκάλας: ένα κτίσμα, ένα υπερυψωμένο δωμάτιο περιβάλλεται από λευκές κουρτίνες που ανοιγοκλείνοντας το μετατρέπουν σε Ναό ή σε Αίθουσα του Θρόνου, ενίοτε δε σε ικρίωμα και σε πεδίο μονομαχίας ή μάχης. Γύρω, o αχανής χώρος με τα παράθυρα της αίθουσας Δ συμπυκνώνει τον εκτενή χρόνο των ιστορικών γεγονότων σε μια ενιαία, παράλογη και ατελείωτη νύχτα. Έτσι η δράση οδηγεί απαρεγκλίτως στη «σκοτεινή» αναμονή της ήττας και του θανάτου του Ριχάρδου του Γ' στο Μπόσγουορθ, μιαν απόληξη που ο ήρωας του έργου μοιάζει να τη διαισθάνεται και να την αποδέχεται. Η ομαδική σκηνή του τέλους με τους σαράντα ηθοποιούς να αναπαράγουν τη μάχη και την ήττα είναι επικών διαστάσεων.
Το μακιγιάζ της Τατιάνας Καραμπετιάν, οι κομμώσεις του Κωνσταντίνου Κολιούση, το παιχνίδι με τη φωτοσκίαση του Τάσου Παλαιορούτα και η επιλογή από μάσκες που συνόδευαν τη δράση συνέβαλαν στο ζοφερό, εφιαλτικό αποτέλεσμα. Μέσω του τρόπου εκφοράς του λόγου, της κίνησης και των μουσικών επιλογών του Βασίλη Ντοκάκη (μια εφιαλτική σύνθεση όπου κατά σημεία παρεμβάλλονται τραγούδια του Λέοναρντ Κοέν) η παράσταση προικίζεται με τις ποιότητες του μιούζικαλ και προσγράφεται στα σημαντικά γεγονότα της φετινής θεατρικής σκηνής. Η σκοτεινότητα είναι το κύριο αισθητικό γνώρισμα αυτής της παράστασης.
Το έργο ενταγμένο στο ελισαβετιανό κλίμα
Το έργο αυτό του Σαίξπηρ ασχολείται με τη βεβιασμένη άνοδο στην εξουσία του Ριχάρδου του Γ΄, του δωδέκατου από τα δεκατρία παιδιά του Ριχάρδου της δυναστείας των Γιορκ και της συζύγου του Σεσίλ Νέβιλ. [...] Όταν, το 1483, ανέβηκε στον θρόνο της Αγγλίας, ήδη είχε βιώσει την ίντριγκα και την αιματοχυσία σε μεγάλο βαθμό. Ο Ριχάρδος ο Τρίτος υπήρξε ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου Γιορκ.
Από την αντιστοίχιση θεάτρου και Ιστορίας απορρέει ένας τεράστιος πλούτος νοημάτων και κλειδιών κατανόησης και των δύο. Μέσα σε είκοσι δύο χρόνια η Αγγλία είδε τέσσερις φορές τον θρόνο να αλλάζει χέρια. Ο δέκατος πέμπτος αιώνας σηματοδοτεί την πρώτη είσοδο του δυτικού ανθρώπου στην επιστημονική γνώση, την απομάκρυνση από την καθολική ψευδαίσθηση της Δημιουργίας και τη συνειδητοποίηση της ευτέλειας, της ασημαντότητας και της φθαρτότητας της ανθρώπινης ζωής.
Από τα οκτώ ιστορικά του δράματα ο Σαίξπηρ χρονολογικά έγραψε τη δεύτερη τετραλογία πρώτη και την πρώτη δεύτερη: ξεκινά από τον «Ριχάρδο τον Δεύτερο» περνά από τον «Ερρίκο τον Έκτο, Πρώτο Μέρος», τον «Ερρίκο τον Έκτο, Δεύτερο Μέρος» και τον «Ερρίκο τον Έκτο, Τρίτο Μέρος» και κλείνει με τον «Ριχάρδο τον Τρίτο», που πρωτοανέβηκε στη σκηνή κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1590, επί Ελισάβετ της Μεγάλης. Το έργο αυτό του Σαίξπηρ ασχολείται με τη βεβιασμένη άνοδο στην εξουσία του Ριχάρδου του Γ΄, του δωδέκατου από τα δεκατρία παιδιά του Ριχάρδου της δυναστείας των Γιορκ και της συζύγου του Σεσίλ Νέβιλ. Ο πατέρας και ο αδελφός του ιστορικού Ριχάρδου Γ΄ είχαν σκοτωθεί όταν ακόμη ήταν παιδί. Στα δεκαοκτώ του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με τον αδελφό του Εδουάρδο τον Τέταρτο, όταν ο Ουώργουικ τον εξόρισε με τη βοήθεια του τρίτου αδελφού τους, του Γεώργιου. Όταν, το 1483, ανέβηκε στον θρόνο της Αγγλίας, ήδη είχε βιώσει την ίντριγκα και την αιματοχυσία σε μεγάλο βαθμό. Ο Ριχάρδος ο Τρίτος υπήρξε ο τελευταίος βασιλιάς του Οίκου Γιορκ. Ο θάνατός του, το 1485, σε ηλικία 32 ετών στη μάχη του Μπόσγουορθ οδήγησε στην άνοδο στον θρόνο του Ερρίκου Ζ΄ των Τυδώρ.
Αποκατάσταση και νέα προσέγγιση
Κάθε κριτική εναντίον του παππού της Ελισάβετ, του Ερρίκου Τυδώρ (που είχε νικήσει τον ιστορικό Ριχάρδο στη Μάχη του Μπόσγουορθ το 1485) θα ήταν ατόπημα για τον Σαίξπηρ, του οποίου οι πηγές πληροφοριών ήταν, για το συγκεκριμένο πρόσωπο, απόλυτα κατευθυνόμενες (biased) από τη βασίλισσά του. Δολοφόνος μικρών παιδιών, σφετεριστής, άκαρδος: αυτές είναι οι φράσεις που συνδέονται με τον πιο γνωστό «κακό» του σαιξπηρικού θεάτρου, τον Ριχάρδο τον Τρίτο: το κλασικό έργο παρουσιάζει έναν απόλυτα διεφθαρμένο, μακιαβελικό Ριχάρδο τον Τρίτο να εκφωνεί μιαν ελεγεία για την αθλιότητα των ανθρωπίνων.
Ο Ριχάρδος δεν υπήρξε καθ’ ουδένα τρόπο υπαίτιος του θανάτου του Ερρίκου του Έκτου ούτε του Εδουάρδου: κατά πάσαν πιθανότητα ο Εδουάρδος δολοφονήθηκε κατ’ εντολήν του Εδουάρδου του Τέταρτου.
Ήταν, όμως, ο βασιλιάς των 777 ημερών (1452-1485), το τέρας που δημιούργησε ο Σαίξπηρ; Η φυσική του δυσμορφία επαναλαμβάνεται ως στερεότυπο μέσα από τη λογοτεχνία. Καμπούρης, με παραμορφωμένο βάδισμα και ανάπηρο χέρι, λειψή οδοντοστοιχία και σκολίωση («Thou lump of foul deformity» — Ριχάρδος III Πράξη 1 Σκηνή 2): απ’ όλα αυτά ισχύει μόνο η σκολίωση. Ο Σαίξπηρ τον παρουσιάζει να δολοφονεί τον Εδουάρδο και τα αδέλφια του πριν πάει στον Πύργο του Λονδίνου για να ξεπαστρέψει τον Ερρίκο τον Έκτο. Στην Πρώτη Πράξη του έργου του συνωμοτεί για να αναρριχηθεί στον θρόνο φυλακίζοντας και εκτελώντας τον αδελφό του Γεώργιο, Δούκα του Κλάρενς. Αυτό αντιφάσκει με την ιστορική αφοσίωση του Ριχάρδου προς τον αδελφό του κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Δύο Ρόδων: δηλαδή των οικογενειών Γιορκ και Λάνκαστερ. Ο αδελφός του, για να ανταμείψει την αφοσίωσή του, του έδωσε τον έλεγχο του Βορρά. Επίσης, ο Ριχάρδος δεν υπήρξε κατ’ ουδένα τρόπο υπαίτιος του θανάτου του Ερρίκου του Έκτου ούτε του Εδουάρδου: κατά πάσαν πιθανότητα ο Εδουάρδος δολοφονήθηκε κατ’ εντολήν του Εδουάρδου του Τέταρτου. Παρά την εχθρική σχέση Ριχάρδου και Γεώργιου λόγω κληρονομικών αντιδικιών, ο Εδουάρδος ο Τέταρτος ήταν αυτός που διέταξε την εκτέλεση και του Γεώργιου, το 1478. Η ιστορία των Πριγκίπων του Πύργου ίσως να είναι το μόνο έγκλημα του Ριχάρδου που ιστορικά ευσταθεί: κανείς μέχρι σήμερα δεν ξέρει με απόλυτη βεβαιότητα τι απέγιναν οι δυο νεαροί ανιψιοί του, ο Εδουάρδος ο Πέμπτος και ο Ριχάρδος του Σριούσμπουρι: Βεβαίως ο Σαίξπηρ αποδίδει τη δολοφονία τους στον δικό του Ριχάρδο τον Τρίτο, που αναμφίβολα κέρδισε πολλά από τον θάνατό τους. Ο σαιξπηρικός Ριχάρδος ο Τρίτος φαίνεται αποφασισμένος να ταυτιστεί με τον ρόλο του κακού: «Ι am determined to prove the villain».— Ριχάρδος III Πράξη 1 Σκηνή 1.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).