
Για την παράσταση «Σ' εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη που ανεβαίνει στο Αμφιθέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη. Κεντρική εικόνα: © Mike Rafail.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
“Τι σκληρό που είναι να αποδεχτείς ότι δεν θα γίνεις ποτέ αυτό που ονειρευόσουν!” (από την ταινία «Ιστορίες παπουτσιών» του Ramon Salazar)
Μετά από δυο σαιζόν στο ΚΘΒΕ, είδαμε στο Αμφιθέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Σ’ εσάς που με ακούτε» (έχει ανέβει το 2003 στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή και το 2016 στο ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη).
Το έργο, γραμμένο το 2001 και εμπνευσμένο από τα επεισόδια της Γένοβας, τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια των αστυνομικών κατά τη διάρκεια της συνόδου της Ομάδας των Οκτώ (G8), μιλά με τρυφερότητα για την ήττα κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην πλευρά των «χαμένων» της Ιστορίας. Με αντίστοιχη τρυφερότητα το σκηνοθετεί και ο Χρήστος Θεοδωρίδης.
Βερολίνο, 2001 (ή μήπως Αθήνα, σήμερα;)
Στο πολυπολιτισμικό Βερολίνο
Στο πολυπολιτισμικό Βερολίνο, μια πόλη-σύμβολο του ταραγμένου παρελθόντος της Ευρώπης, επικρατεί πολιτική και κοινωνική αναστάτωση αλλά και μια επανάπαυση καθημερινής ρουτίνας. Πρόκειται να διεξαχθεί ένα φιλειρηνικό φόρουμ όπου κάποιοι θα μιλήσουν δημόσια εις επήκοον του πλήθους.
Αυτό που διείδε η συγγραφέας είναι ανατριχιαστικό, καθώς σήμερα η Ελλάδα υφίσταται τα επίχειρα της οικονομικής κρίσης και τη νύφη την πληρώνει ο απλός εργαζόμενος, έτσι ώστε κάποιοι πλουτίζουν, η ακροδεξιά ανασυγκροτείται και εκφράζεται με τρία κοινοβουλευτικά κόμματα στρεβλώνοντας την έννοια της φιλοπατρίας και ο οστρακισμός κάθε μορφής διαφορετικότητας κορυφώνεται.
Ο Χρήστος Θεοδωρίδης λέει πως «η Λούλα Αναγνωστάκη έγραφε σε σχέση με τον καιρό της και πάντα επηρεαζόταν από τα πράγματα τα οποία έβλεπε είτε στο θέατρο, είτε στην κοινωνία, είτε από όλα όσα συνέβαιναν με τις πολιτικές εξελίξεις». Παγκοσμιοποίηση, διόγκωση του νεοναζισμού και του νεοσυντηρητισμού, ο νεοφιλελευθερισμός πνέει τα λοίσθια, η συγγραφέας προφητεύει την ήττα που σήμερα βιώνει ο πολίτης μιας δυτικής κοινωνίας: είτε σε προσωπικό, είτε σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο, η ήττα αυτή δεν γνωρίζει διεξόδους ούτε συναντά την αρθρωμένη αντίδραση των μαζών. «Κάθε μέρα συμβαίνουν τρία – τέσσερα πράγματα που με σοκάρουν και δεν ξέρω τι να προτάξω. Έχω δηλαδή μουδιάσει, όπως νομίζω συμβαίνει πάνω κάτω σε όλους μας», λέει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.
Η ιστορία των ηττημένων
Η προσέγγιση του Θεοδωρίδη αφορά την ιστορία των ηττημένων της γης, κατά την πρόθεση της συγγραφέως: το ελληνικό φαινόμενο γίνεται διεθνικό και απλώνει τις παραδηλώσεις του σε νοήματα και ιδέες πανανθρώπινες, που καταργούν τα σύνορα και τη χρονικότητα. Ο άνθρωπος που ισοπεδώνεται από τη μπότα του συστημικού καθωσπρεπισμού δεν είναι θέμα που απασχολεί πολλούς συγγραφείς σήμερα, καθώς ελάχιστοι εξ αυτών τολμούν να παραμείνουν ιδεολογικά συνεπείς.
Που πάει να πει ότι είναι μεγάλη μαγκιά στις μέρες μας να εκφράσεις απερίφραστα την à rebours άποψή σου, σ’ ένα περιβάλλον που έχει εξοβελίσει την ανθρωπιά και την ενσυναίσθηση: το ευκολότερο, αυτό που είθισται να συμβαίνει, είναι ο καλλιτέχνης (απορροφημένος από τα ιδιωτικά του καλλιτεχνικά οράματα) να «νίπτει τας χείρας του» αντί να αποτολμήσει το σκληρά ρομαντικό άνοιγμα στη σφαίρα της ποιητικής διατύπωσης των αγνών ανθρώπινων πόθων (1).
Το παράπονο του παραγκωνισμένου, φιμωμένου ανθρώπου
Στην παράσταση ακούγεται το παράπονο όλων: «Στόχος είναι να ζητήσουν από όσους τους ακούν –τους φανταστικούς συμμετέχοντες μιας διαδήλωσης αλλά και τους ίδιους τους πραγματικούς θεατές– να αναλάβουν την ευθύνη τους, ως πρόσωπα δρώντα και χειραφετημένα», γράφει σχετικά ο Μάνος Καρατζογιάννης (2).
Η Χρυσή Μπαχτσεβάνη υποδύεται με ευαισθησία τη Σοφία, που νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί την προσωπική της ιστορία και ταυτόχρονα να συμμετάσχει στα τεκταινόμενα του δρόμου, με αποτέλεσμα να θυματοποιηθεί εθελούσια. Η Σοφία προσπαθεί να βρει χρήματα για να συντηρήσει την οικογένειά της στην Ελλάδα, αφού ο πατέρας της τους έχει εγκαταλείψει, όταν ένα ατύχημα αφήνει παράλυτο τον αδελφό της μετά την αποκάλυψη της ομοφυλοφιλίας του. Για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της, η Σοφία συμμετέχει σε αγοραπωλησίες ναρκωτικών και προτίθεται ν' αποχαιρετήσει οριστικά τη μητέρα και τον αδελφό της, όμως η ιδεολογική της ανεπάρκεια τής στοιχίζει τον έρωτα του Άγι.
Ο Νίκος Μήλιας υποδύεται τον Άγι, έναν πολιτικοποιημένο νέο που σπουδάζει και εξεγείρεται, ενώ παράλληλα προσπαθεί να διαφύγει από την αδιέξοδη προσωπική του σχέση με τη Σοφία. Η ερμηνεία του θυμίζει τον «αυτιστικό» αντικαθεστωτικό Αντόνιο του ομώνυμου έργου της Λούλας Αναγνωστάκη στην προσέγγιση του Θεοδωρίδη. Ο Άγις (alter ego της συγγραφέως) γράφει ένα έργο που αναπλάθει τη θυσία της Ρόζα Λούξεμπουργκ, φερμένη ως Rote Rosa στο πρόσωπο της Τρούντελ (Σεμίραμις Αμπατζόγλου), μιας Γερμανίδας από το Ανατολικό Βερολίνο που έχει έρθει στο Δυτικό να ζήσει μια ζωή όπως την ονειρεύεται: «για μια γυναίκα που έχασε τη ζωή της το 1919 ανάμεσα σε δυο παγκοσμίους πολέμους. Μια σπουδαία γυναίκα, μια σπουδαία αγωνίστρια που μια νύχτα τη δολοφόνησαν μέσα στο αστυνομικό τμήμα και έπειτα τη ‘ρίξαν στο ποτάμι».
Η Έλσα (μια καθηλωτική Μπέττυ Νικολέση), η αλκοολική μητέρα της Σοφίας, επισκέπτεται το Βερολίνο μαζί με τον ομοφυλόφιλο και πλέον ανάπηρο γιο της Νίκο (σιωπηρός στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, ο Νικόλας Δροσόπουλος ερμηνεύει δυναμικά με την κίνηση και δίνει την προσωπική του, αισθησιακή περφόρμανς), για να μιλήσει δημόσια για τη δική της ζωή, που στάθηκε τόσο σκληρή. Ο Πάρης Αλεξανδρόπουλος, καλλίφωνος, με φυσικό μπρίο αλλά κάπως υπερβολικός στη σκηνική του παρουσία, υποδύεται τον Τζίνο, τον Ιταλό περφόρμερ που αγαπά τον Νίκο.
Ο Βέλγος Ιβάν (ο Γιώργος Κολοβός πολύ μετρημένος και ακριβής στην υπόδυση του ρόλου του) είναι διακινητής ναρκωτικών με την βοήθεια της Σοφίας, ενώ ο Χανς (Δημήτρης Ναζίρης), υπερήλικας αφασικός Γερμανός που παλαιότερα ονειρευόταν τη συνένωση των δύο Γερμανιών, συζεί με την κατά πολύ νεώτερή του Μαρία (Ελένη Θυμιοπούλου), κόρη Ελλήνων gastarbeiter, που θέλει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αποτελούν, όλοι αυτοί οι συστεγαζόμενοι Έλληνες και Γερμανοί, μιαν ακόμη τεχνητή «οικογένεια», μια μετωνυμία της «οικογένειας» του Αντόνιο, ή το Μήνυμα (το λέει και η Λούλα στην «Κασέτα»: «Τι είναι η Ελλάδα; Οικογενειοκρατία που αναπαράγεται στο φουλ!»)
Η επιμέλεια κίνησης και η χορογραφία, πάνω στις εξαιρετικές μουσικές επιλογές του Χρήστου Θεοδωρίδη είναι της παλιάς συνεργάτιδάς του Ξένιας Θεμελή: ένα βασικό χορογραφικό μοτίβο που μαγνητίζει τον θεατή.
Η επιμέλεια κίνησης και η χορογραφία, πάνω στις εξαιρετικές μουσικές επιλογές του Χρήστου Θεοδωρίδη είναι της παλιάς συνεργάτιδάς του Ξένιας Θεμελή: ένα βασικό χορογραφικό μοτίβο που μαγνητίζει τον θεατή, με την ειρωνεία αποτυπωμένη στις κινήσεις των γοφών, επαναλαμβάνεται σε διαφορετικά σημεία της παράστασης: εκεί όπου το συλλογικό παίρνει τη σκυτάλη.
Αξιοσημείωτη η κινησιολογία «βασανισμού και εξόντωσης» που επαναλαμβάνεται από τον «σιωπηλό» Νίκο Μήλια (ανάλογα είχε λειτουργήσει το βαλς του Στράους την ώρα του ξυλοδαρμού από τους αστυνομικούς, στον «Αντόνιο, ή το Μήνυμα» του Θεοδωρίδη). Με σοφή υποδήλωση επιστρατεύτεται το διάπλατα ανοικτό στόμα της «Κραυγής» του Μουνκ, που αναλαμβάνεται ως κοινή «βωβή/παγωμένη» (αλλά κραυγαλέα, μέσα στην αφαιρετικότητά της) γκριμάτσα όλου του θιάσου.
Σε κομβικά σημεία της παράστασης οι χλωμοί, λευκοί φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα υπογραμμίζουν την αναδίπλωση στον προσωπικό χώρο, ενώ οι θερμότεροι κίτρινοι φωτισμοί πλαισιώνουν τις σκηνές συλλογικότητας. Τα σκηνικά του Εδουάρδου Γεωργίου και τα κοστούμια της Μαρίνας Κελίδου, απολύτως νατουραλιστικά, μεταδίδουν το μικροαστικό κλίμα αυτής της «παγίδας» διαμερίσματος, σαν να πρόκειται για μικρογραφία της «έξω» κατάστασης: κληρονομιά του Θεάτρου του Παραλόγου, η ορθάνοιχτη πόρτα λίγο πριν από το τέλος παραπέμπει ευθέως στα ανοιχτά παράθυρα στην «Πόλη» και στην «Παρέλαση», είναι δηλαδή αντιπροσωπευτικό μοτίβο του έργου της Λούλας Αναγνωστάκη, που δίνει διέξοδο στη μόνωση και στο απογυμνωμένο από ζωή αστικό σαλόνι του έργου (3).
Επίσης, σημαντικό είναι ότι στο «Σ’ εσάς που με ακούτε» η συγγραφέας έχει φέρει στο προσκήνιο το μικρόφωνο με το «άνοιγμα» του ιδιωτικού σε κοινή ακρόαση, χαρακτηριστικό της δεκαετίας 2000- 2010, τότε που ο γερμανικός εξπρεσιονισμός περνούσε στη σκηνή του θεάτρου.
Συνολική αποτίμηση της παράστασης
Δεν έχω δει, δυστυχώς, τις παλαιότερες δουλειές του Χρήστου Θεοδωρίδη (Η Σφαγή των Παρισίων, του Κρίστοφερ Μάρλοου, 2016-2017, Άμλετ, του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, 2014-2015, Παρθενώνας , 2012-2013, Έσπασε, του Σ.Ι.Χατζηαδαμίδη, 2011-2012, Ως το τέλος, 2009-2010, Blue της Μαρίνας Κελίδου, 2006, Ουρανός Κατακόκκινος της Λούλας Αναγνωστάκη, 2003, Ο μικρός πρίγκιπας , 1999, Σπουδή πάνω στη Μήδεια του Ευριπίδη, 1999).
Πρωτοείδα την εξαιρετική δουλειά της «Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων» στο φεστιβάλ Αθηνών, με την παράσταση «Τραγωδία του βασιλιά Ριχάρδου Γ'» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ και τα δύο αριστουργήματα που ακολούθησαν: το Αντόνιο, ή το Μήνυμα της Λούλας Αναγνωστάκη (2021) και το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, του Εντουάρ Λουί (2022), ώστε έχω πια ολοκληρωμένη άποψη για το καθαρό θέατρο που υπηρετεί ο Θεοδωρίδης.
«Καθαρό», όχι μόνο με κριτήριο την ιδεολογική συνέπεια και λειτουργικότητα της επιτέλεσης, αλλά και με γνώμονα την απόλυτη προσήλωση στην πρωτοκαθεδρία των ηθοποιών με τους οποίους δουλεύει. Κάποιοι χαρακτηρίζουν αυτό το θέατρο «σωματικό», θαρρείς και υπάρχει και καμιά άλλη μορφή θεάτρου πέραν του σωματικού. Πώς αλλιώς;
Το σώμα του ηθοποιού είναι το πάσχον υποκείμενο της Ιστορίας, το σώμα του ηθοποιού υποτάσσεται και σκύβει όταν ο άνθρωπος γίνεται ενεργούμενο της Ιστορίας και χάνει τον έλεγχο της ζωής του. Το σώμα του ηθοποιού είναι που υποφέρει, αυτό είναι που ματώνει εκθέτοντας τη βιασμένη του ατομικότητα, αυτό είναι που χορεύει εκθέτοντας την πληγωμένη του ταυτότητα. Το στόμα του ηθοποιού είναι που κραυγάζει διαμαρτυρόμενο. Πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας εκδιπλώνονται τα σώματα των ηθοποιών, πανέτοιμα να εκτιναχθούν σε όλο το μήκος και πλάτος της σκηνής, όχι για μια «παράλληλη» δράση, αλλά για τη δημοσιοποίηση της ιδιωτικής τους ιστορίας. «Η ανθρώπινη κραυγή, τα συνθήματα και οι ήχοι του έργου συνθέτουν μιαν έντεχνη αλληγορία της οδυνηρής πραγματικότητας»
Η εκδοχή του ρεαλισμού
Στον Χρήστο Θεοδωρίδη αυτή η εκδοχή του ρεαλισμού (της μοναδικής, άλλωστε, τεχνοτροπικής δυνατότητας του θεάτρου) διασταυρώνεται με την αφήγηση σε ένα είδος «καμπαρέ παραδοξοτήτων». Ο «απολιτίκ» χαρακτήρας των κινητοποιήσεων της σημερινής νεολαίας δηλώνεται απερίφραστα με την από σκηνής απαγγελία του ποιήματος του Μανόλη Αναγνωστάκη «Νέοι της Σιδώνος»: «Ξέρετε, ο λαός απουσιάζει!» είχε πει χαρακτηριστικά ο Paul Klee, αναφερόμενος στη μη πραγματοποιούμενη αντίσταση κατά της εξουσίας.
Ευθέως ανάλογο είναι και αυτό που κατορθώνει ο Θεοδωρίδης, αυτό που στερεοτυπικά κάποιοι θεατρολόγοι αποκαλούν «δραματουργικό μετεωρισμό»: προφανώς αναφέρονται στην αίσθηση εκκρεμότητας, κενού και ανεκπλήρωτων ονείρων, στη συνείδηση του ατόμου που τολμά να κάνει το άλμα στη σφαίρα της Ποίησης, ενώ την ίδια στιγμή το παγιωμένο πολιτικό Κακό και η συστημική βία δεν τον αφήνουν. Το μόνο που του μένει, κάνοντας το άλμα αυτό, είναι να υλοποιήσει επί σκηνής την επανάστασή του.
(1) Σ' εσάς που μας ακούτε: Το θέατρο ως χώρος πολιτικής χειραφέτησης καλλιτεχνών και θεατών - Μονή Λαζαριστών – KΘΒΕ Μικρό θέατρο (02/04/2023) [Ομιλία]
(2) Μάνου Καρατζογιάννη, Ο άλλος μας εαυτός – Σ’ εσάς που μας ακούτε, ΧΑΡΤΗΣ 53 {ΜΑΪΟΣ 2023}
(3) Για τις επιρροές της Λούλας Αναγνωστάκη από το έργο των Μπέκετ και Ιονέσκο βλ. Γιώργου Μάρδα «Οι επιδράσεις του Θεάτρου του Παραλόγου (Μπέκετ, Ιονέσκο) σε Έλληνες συγγραφείς της δικτατορίας», Πρακτικά Β’ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου (Σχέσεις του Νεοελληνικού Θεάτρου με το ΕυρωπαΪκό)σελ.454.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία, Δραματουργική Επεξεργασία, Μουσική Επιμέλεια: Χρήστος Θεοδωρίδης
Δραματουργική επεξεργασία: Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου
Σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου
Κοστούμια: Μαρίνα Κελίδου
Φωτογραφίες / βίντεο: Mike Rafail (That long black cloud)
Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Πάρης Αλεξανδρόπουλος (Τζίνο), Σεμίραμις Αμπατζόγλου (Τρούντελ), Νικόλας Δροσόπουλος (Νίκος), Ελένη Θυμιοπούλου (Μαρία), Γιώργος Κολοβός (Ιβάν), Νίκος Μήλιας (Άγις), Χρυσή Μπαχτσεβάνη (Σοφία), Δημήτρης Ναζίρης (Χανς), Μπέττυ Νικολέση (Έλσα).