Για την παράσταση «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Το 414 π.Χ. οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη βραβεύτηκαν στα Μεγάλα Διονύσια. Μιαν ιδιαίτερα αισθαντική προσέγγιση των «Ορνίθων» κάνει φέτος ο Άρης Μπινιάρης – στην κριτική του απέναντι στην εξουσία επιστρατεύει κάθε μέσον, αλλάζοντας το κείμενο του αρχαίου κωμωδιογράφου και διατηρώντας μόνο τον σκληρό πυρήνα: την υποστήριξη της πολιτικής ουτοπίας σε ένα συγκείμενο ενατένισης της ανθρώπινης μοίρας, γαλήνιας και ποιητικής διάθεσης.
Η μετάφραση είναι σε όλους μας γνωστή (μια συνηθισμένη απόδοση είναι, χωρίς παραδηλώσεις), ενώ οι παρεμβάσεις της Έλενας Τριανταφυλλοπούλου μετατρέπουν το κείμενο των «Ορνίθων» σε κάτι διαφορετικό. Πρόκειται για μια τερπνή, παράλληλα όμως μελαγχολική διασκευή της αλληγορίας του Αριστοφάνη: οι θεοί απειλούνται από τον ονειροπόλο ιδρυτή της πολιτείας των ουρανών, όπως δηλώνει γλαφυρά ο Προμηθέας (στ. 1515-1522, στην υποδειγματική μετάφραση του Θοδωρή Στεφανόπουλου):
«Από τότε που εσείς κατοικήσατε τον αέρα κανένας άνθρωπος δεν προσφέρει πια θυσία στους θεούς και από εκείνη τη στιγμή δεν ανέβηκε σε εμάς τσίκνα από μεριά. Έτσι, χωρίς θυσίες, νηστεύουμε, λες κι είναι Θεσμοφόρια. Οι βάρβαροι θεοί, πεινασμένοι, κρώζουν σαν τους Ιλλυριούς και λένε ότι θα επιτεθούν από ψηλά εναντίον του Δία, αν δεν εξασφαλίσει ανοιχτές αγορές, ώστε να εισαγάγουν σπλάχνα τεμαχισμένα».
Η πλοκή της «σωτηρίας»
Δεν είναι τυχαίο το ότι, λόγω της δηκτικής στάσης του απέναντι στην επίσημη πολιτική του αθηναϊκού κράτους, στον Αριστοφάνης κόλλησε η ρετσινιά του «εχθρού της Δημοκρατίας». Όμως στους «Όρνιθες» αυτό που ουσιαστικά αναζητεί είναι ένας «απράγμων» τόπος, ένας τόπος ενδοσκόπησης, μακριά από τη φιλόδοξη επεκτατική αθηναϊκή πολιτική. Έτσι, ο πρωταγωνιστικός του χαρακτήρας, ο Πεισθέταιρος, αφήνει τη φαντασία του να καλπάσει και μηχανεύεται αυτόν τον εξιδανικευμένο χώρο στις νεφέλες όπου ελπίζει να βρει τη γαλήνη που αναζητεί. Η απουσία νόμων, φόρων, συνοριακών περιορισμών, εξουσιαστικών μηχανισμών που καθιστούν ιδεώδη τη χώρα των Πουλιών γοητεύει τον Πεισθέταιρο («αυτόν που αρέσκεται να νουθετεί») και μαζί του και τον Ευελπίδη («τον αισιόδοξο»).
Ο πρωταγωνιστικός του χαρακτήρας, ο Πεισθέταιρος, αφήνει τη φαντασία του να καλπάσει και μηχανεύεται αυτόν τον εξιδανικευμένο χώρο στις νεφέλες όπου ελπίζει να βρει τη γαλήνη που αναζητεί. Η απουσία νόμων, φόρων, συνοριακών περιορισμών, εξουσιαστικών μηχανισμών που καθιστούν ιδεώδη τη χώρα των Πουλιών γοητεύει τον Πεισθέταιρο («αυτόν που αρέσκεται να νουθετεί») και μαζί του και τον Ευελπίδη («τον αισιόδοξο»).
Έχουμε λοιπόν δυο πολίτες της αθηναϊκής δημοκρατίας απηυδυσμένους από τη δικομανία, την πανουργία, τη φιλαργυρία των συμπολιτών τους. Αρχικά αναζητούν τον Τηρέα, που είναι ο μυθολογικός σύνδεσμος ανάμεσα στην κοινωνία των ανθρώπων και την κοινωνία των πουλιών. Ο Τηρέας, μετά την απορνέωσή του, έχει μετατραπεί σε πουλί (τσαλαπετεινός: Έποπας). Οι δύο τους κάνουν μια χειρονομία ευγενείας προς τον Έποπα, κομίζοντας (και κατόπιν φυτεύοντας) ένα γήινο δενδρύλιο στην πολιτεία του ουρανού. Στην αριστοφάνεια Πάροδο το κάλεσμα του Έποπα (που έχει μια δική του μονωδία) απευθύνεται πρώτα στην Αηδόνα (Πρόκνη) και ακολουθούν τα άλλα πουλιά. Εδώ έχουμε ένα γενικό κάλεσμα, πανηγυρικό, με πουλιά όλων των ειδών που κατονομάζονται στον Αριστοφάνη, και που είναι ιδιαίτερα επιθετικά.
Η δόμηση των χαρακτήρων
Γρήγορα οι δυο φίλοι επιχειρούν να διδαχθούν ήθη και ικανότητες πτητικές (στη διάρκεια μιας πολύ λυρικής Παράβασης, όπου ο Παπασπηλιόπουλος είναι πολύ πιο ελαφρύς και ευκίνητος από τον Χρυσοστόμου), διδάσκοντας παράλληλα στα πουλιά τρόπους ανάκτησης της παλιάς τους αίγλης, υπονομεύοντας την εξουσία των ολύμπιων θεών και βαφτίζοντας αυτόν τον επουράνιο locum idealis «Νεφελοκοκκυγία»: κατά την άποψή τους αυτό είναι το καθοριστικό βήμα για την ανάκτηση της απολεσθείσης παντοκρατορίας των πετεινών του ουρανού.
Από την (κατά βάσιν μουσική) παράσταση του Μπινιάρη απουσιάζει ο μπαγαπόντης Πεισθέταιρος, εκείνος με τα τερτίπια και τη διάθεση για μπελάδες – εδώ έχουμε να κάνουμε με μια persona εύθραυστη, απόλυτα ποιητικής συγκρότησης, που την ερμηνεύει ανεπανάληπτα ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος (που στη σκηνοθετική εκδοχή του Κακλέα είχε ερμηνεύσει τον Ευελπίδη). Στόχος της ρητορικής του είναι ο εξανθρωπισμός των άγριων, σαρκοβόρων γενεών των πτηνών. Ένας τέτοιος άνθρωπος επ’ουδενί θα συνήπτε συμφωνίες «γάμου με την εξουσία», και έτσι η έκβαση του νέου έργου του Μπινιάρη είναι συνεπής προς τη δόμηση του συγκεκριμένου χαρακτήρα και αποκλίνει του αριστοφανικού πρωτοτύπου. Ένα ακόμη στοιχείο νεωτερισμού είναι η εισαγωγή, στο κείμενο, αποσπασμάτων από διασωθέντες ορφικούς ύμνους (της νύχτας, του ονείρου, του ουρανού). Σε κάποιο σημείο της παράστασης ακούγεται και Πάμπλο Νερούντα.
«Χρειαζόμαστε φτερά για όσους ανθρώπους σαν εμάς είναι χαμένοι»
Η μπεκετική σύλληψη του ζεύγους Πεισθέταιρου – Ευελπίδη ανοίγει και κλείνει την παράσταση, παραβιάζοντας το ειθισμένο τέλος της κωμωδίας. Τα πουλιά του Μπινιάρη δεν είναι κοινά κουτορνίθια, είναι επαναστάτες και ανακινούν τον «αρχαίο αχό» ώστε η κοινωνία τους να κερδίσει το χαμένο έδαφος, συμμαχώντας με τους πιο αναξιοπαθούντες μεταξύ των ανθρώπων. Εφόσον δε ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης δραπετεύουν από την εγκόσμια τυραννία προς έναν νέο, εναλλακτικό modus vivendi, είναι, πια, σε θέση να αυτονομηθούν και να απειλήσουν την εξουσία του ολύμπιου δωδεκαθέου, εκδιώκοντας κακήν κακώς και όλους τους επίδοξους σφετεριστές της νέας κατάστασης, που δεν είναι άλλοι από τη χορεία των γνωστών χρυσοκάνθαρων / παρασίτων / λαμόγιων: του Χρησμολόγου Μέτωνα, της Ποιήτριας, του Γεωμέτρη, του Επιτρόπου / Κρατικού Επόπτη και του Συκοφάντη – εδώ έχουμε το μέρος της κωμωδίας που προσφέρεται για ατομικές ερμηνείες.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου επιδεικνύει για μιαν ακόμη φορά τις ερμηνευτικές του δυνατότητες. Στο σημείο της προσέγγισης θεών και ανθρώπων η παράσταση κάνει μια «στροφή» υφολογική που τη διασώζει από την επιθεωρησιακή ελαφρότητα.
Όταν πια τους επισκέπτονται απειλητικά και εκπρόσωποι του δωδεκαθέου, ο Ευελπίδης προβαίνει σε μια πρωτοφανή, συγκινητική απεύθυνση προς την Ίριδα, που όλως περιέργως την αποστομώνει. Ο Γιώργος Χρυσοστόμου επιδεικνύει για μιαν ακόμη φορά τις ερμηνευτικές του δυνατότητες. Στο σημείο της προσέγγισης θεών και ανθρώπων η παράσταση κάνει μια «στροφή» υφολογική που τη διασώζει από την επιθεωρησιακή ελαφρότητα. Στο αριστοφανικό πρωτότυπο, ο (φιλ-άνθρωπος και μισό-θεος) Προμηθέας επιχειρεί να επωφεληθεί της όλης κατάστασης ανακοινώνοντας πως «ἀπόλωλεν ὁ Ζεύς» – στην εκδοχή του Μπινιάρη, όμως, αυτή η σκηνή παίρνει μιαν απρόσμενη τροπή, εναρμονισμένη με το όλο φτερωτό όνειρο που εισηγείται ο σκηνοθέτης.
Σκηνικά – Κοστούμια – Χορός των Ορνίθων
Πώς να μιλήσεις για τα δεινά της εξουσίας, κρατώντας την παράστασή σου σε ένα ποιητικό περιβάλλον; Αυτή η ποιητική τομή, του να ιδρύσεις μια κομμούνα αυτοδιαχειριζόμενη στρέφοντας τα νώτα στην εξουσία, εδώ τοποθετείται σε ένα αφαιρετικό σκηνικό, με μια στρογγυλή ξύλινη ορχήστρα και ένα «μίνι δάσος» παραγκωνισμένο (όπως η Φύση) στο φόντο του πολιτισμού. Η όλη αισθητική του κύριου Πάρη Μέξη δανείζεται κάτι από τα κιτάπια της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, αναζητώντας το αρχετυπικό «άγριο τοπίο» (τα άκρα, το liminal-μεταιχμιακό τοπίο, κάποιο έρημο νησί, μια κοιτίδα χαμένης ανθρωποφάγας φυλής ίσως). Ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, αντίθετα απ’ ό,τι εφαρμόζει σε άλλες χορογραφίες του (όπως στους «Παίκτες» του Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Κουτλή, όπου η ομάδα ήταν άψογα δεμένη, κάθε κίνηση ήταν απόλυτα ζυγοσταθμισμένη και οι ηθοποιοί ήταν εκρηκτικά συντονισμένοι), για τους «Όρνιθες» επιφυλάσσει ελάχιστα χορογραφικά ευρήματα, με αποτέλεσμα η δυναμική κίνησή τους στον χώρο να βασίζεται κυρίως στην ταχύτητα και τον αυτοσχεδιασμό. Φαντάζομαι πως αυτή η ελευθεριότητα στην κίνηση θα ήταν μια επιλογή του Μπινιάρη.
Αυτός ο τόσο χαρακτηριστικός ζωόμορφος Χορός της αττικής κωμωδίας (Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Θανάσης Ισιδώρου, Τάσος Κορκός, Σοφία Κουλέρα, Αυγουστίνος Κούμουλος, Μαρία Κυρώζη, Κυριάκος Σαλής, Αλεξία Σαπρανίδου, Ειρήνη Τσέλλου) δίνει την αίσθηση πως τα πουλιά τρέχουν πάνω-κάτω και «καμώνονται» την κίνησή τους. Επίσης, τα ωραία κοστούμια τους και τα «κράνη» (Δήμητρα Καίσαρη) με τις κεφαλές ορνίθων (διαφορετικές από τα «κεφίγιε» με τα ράμφη των Φασιανού/Τσαρούχη και συγγενείς με τα ράμφη του Μεντζικώφ), που είναι τόσο εξατομικευμένα (το κέντρο βάρους του προσώπου των ηθοποιών είναι το ράμφος, ενώ το πτέρωμα γέρνει σαν λοφίο προς τα πίσω) δεν φαίνεται να παρελκύουν μιαν ανάλογη κινησιολογία. Στη σκηνή όπου, αντί για τρεις εκπροσώπους των θεών εμφανίζονται δύο σαν αφρικανικά τοτέμ (ο Ποσειδώνας και ο Ηρακλής), η κίνηση αυτών των υδροκέφαλων μορφών καθίσταται ακόμα πιο δυσχερής. Δεν αποφεύγεται, δε, για μιαν ακόμα φορά, η χρήση χειλόφωνων.
Πολύ καλοί στους ρόλους τους, επίσης, ο Κώστας Κορωναίος ως Έποπας, ο Ερρίκος Μηλιάρης ως Μέτων (που θα μπορούσε να πάρει την εργολαβία για να μετατρέψει το παλιό Ελληνικό σε Riviera τύπου Ντουμπάι), ο Μάριος Παναγιώτου ως διεφθαρμένος Επίτροπος και ως Ποσειδών και ο Θανάσης Ισιδώρου ως Συκοφάντης (που παραπέμπει ιδιαίτερα στον Νίκο Σταυρίδη). Στην κορυφή των επαίνων θα τοποθετούσα την ακαταμάχητη Κωνσταντία Τάκαλου στους δυο ρόλους της, της Ποιήτριας και της Ίριδας.
Θεωρώ τα κοστούμια-σκηνικά του Πάρη Μέξη ευφάνταστα, αφαιρετικά, λειτουργικά, αντάξια της μακράς σκηνικής παράδοσης των «Ορνίθων» που υποβάλλουν την έννοια του infinito, εφόσον ο ρεαλισμός δεν είναι το ζητούμενο. Η μουσική του Αλέξανδρου Δράκου-Κτιστάκη είναι μια μουσική λυρική, ambient, που βασίζεται στους ήχους της φύσης ενδυναμώνει αμήχανα τις υπερκινητικές σκηνές, αλλά ταιριάζει πολύ περισσότερο με τις «εσωτερικότερες» εξ αυτών: π.χ. με την τελείως διαφοροποιημένη σκηνή του Προμηθέα, που βέβαια την υποστήριξε εξαιρετικά και ο Στέλιος Ιακωβίδης με την υποβλητική φωνή του. Ξεκαρδιστικός είναι ο κύριος Ιακωβίδης και στον ξεκαρδιστικό ρόλο του Χρησμολόγου, που μοιάζει να βγήκε από ταινία των Monty Pythons. Πολύ καλοί στους ρόλους τους, επίσης, ο Κώστας Κορωναίος ως Έποπας, ο Ερρίκος Μηλιάρης ως Μέτων (που θα μπορούσε να πάρει την εργολαβία για να μετατρέψει το παλιό Ελληνικό σε Riviera τύπου Ντουμπάι), ο Μάριος Παναγιώτου ως διεφθαρμένος Επίτροπος και ως Ποσειδών και ο Θανάσης Ισιδώρου ως Συκοφάντης (που παραπέμπει ιδιαίτερα στον Νίκο Σταυρίδη). Στην κορυφή των επαίνων θα τοποθετούσα την ακαταμάχητη Κωνσταντία Τάκαλου στους δυο ρόλους της, της Ποιήτριας και της Ίριδας.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.