
Για την παράσταση «Τα τραγούδια του ελληνικού λαού» με κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Κεντρική εικόνα: © Karol Jarek.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο Φεστιβάλ Αθηνών είδα, στη δεύτερη χρονιά ανεβάσματός του, το Drag Ορατόριο «Τα τραγούδια του ελληνικού λαού» με κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδόπουλου, σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη και εξαιρετικό σκηνικό Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, εμπνευσμένο από μια σειρά από συνθέσεις του μικρασιατικής καταγωγής συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη, μιας ιδιότυπης περίπτωσης δημιουργού της δεκαετίας του ’20. Πρωταγωνιστούν ο πιανίστας Γιώργος Ζάβρας, ο drag τενόρος Νίνα Νάη (Γιώργος Ιατρού) και o performer Daglara (Νίκος Τσιρώνης).
Ιστορικότητα και φαντασίωση
Το 1927 ο Γιάννης Κωνσταντινίδης παρουσίασε με το ψευδώνυμο Costa Dorres στο Κρατικό Θέατρο του Straslud στη Γερμανία το πρώτο του έργο, την όπερα Der Liebesbazillus (Το Μικρόβιο της Αγάπης). Το έργο του για ορχήστρα «Δωδεκανησιακή Σουίτα αρ. 2» με λαϊκές μελωδίες που σταχυολόγησε από τη συλλογή του Μπο-Μποβί έχει σαφείς επιρροές από γάλλους συνθέτες. Αφού τέλειωσε τις σπουδές του στο Βερολίνο (όπου γνωρίστηκε με τον Νίκο Σκαλκώτα και τον Ιγκόρ Στραβίνσκι) εργάστηκε σε καμπαρέ και ως συνθέτης βωβού κινηματογράφου μέχρι την καταστροφή της Σμύρνης.
Η άνοδος του Ναζισμού στα 1931, σε συνδυασμό με τη δυσκολία του να προσαρμοστεί, ωθεί τον Κωνσταντινίδη να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου για να επιβιώσει γράφει μουσικό θέατρο και ελαφρά τραγούδια με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης: «Συγγνώμη σου ζητώ», «Ξύπνα, αγάπη μου» και «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα», εμβληματικά τραγούδια που ερμήνευσαν η Δανάη και η Βέμπο, όπως και άλλες λαμπρές τραγουδίστριες του Μεσοπολέμου. Συνέθεσε πολλά έργα, οπερέτες (περίπου 50), μουσικές κωμωδίες και πολλές επιθεωρήσεις. Διατέλεσε διευθυντής του τμήματος ελαφράς μουσικής του ΕΙΡ την περίοδο 1946-1952, καθώς και μουσικός διευθυντής στην ΥΕΝΕΔ την περίοδο 1952-1960.
Έναν «Κύκλο Ελληνικών Τραγουδιών» σε λόγιο ύφος καταγραφή επιλέγει στο πρώτο μέρος της παράστασής του ο Γιάννης Σκουρλέτης, θέλοντας να αποδώσει την αδιόρατη θλίψη του θανάτου και του κατεπείγοντος της ζωής που ανιχνεύει στον συνθέτη, και που την αποδίδει στη διαρκή αλλαγή ταυτοτήτων.
Το πρώτο μέρος είναι μακροσκελές: με την αφήγηση του Γιώργου Ζάβρα να τη συνοδεύει και με μια εξαιρετική ερμηνεία στο πιάνο, η επιβλητική μορφή της Νίνας Νάη βαδίζει τελετουργικά σε έναν τάπητα από κοκκινόχωμα και ερμηνεύει τέσσερις κύκλους τραγουδιών ‒της προσμονής, της αγάπης, του ελληνικού λαού και τα ελαφρά: “Τ’ ακούς, μαυριδερούλα μου”, “Τα ματάκια σου τα μαύρα”, “Μα τι το θέλ’ η μάνα σου”, “Ερινάκι” και “Μαλάμω”.
Το «Μωρή κοντούλα λεμονιά» το τραγουδά με την επισημότητα ενός πραγματικού lied, καθώς βαδίζει και σταματά, αλλάζοντας αργά κατεύθυνση και φροντίζοντας την κίνησή του- μια διαδικασία που θέτει σε δοκιμασία τον θεατή, καθώς αναμένει τη στιγμή της έκρηξης. Ακολουθεί η μεταστροφή του ως προς το μουσικό είδος, που σταδιακά οδηγεί στην ενσάρκωση του φοβήτρου του, καθώς στο catwalk εμφανίζεται η daglara και επιβάλλει την παρουσία της ως αντίστιξη στην κύρια μορφή της πασαρέλας.
Η ιδέα της μεταμόρφωσης/μεταμφίεσης
Εκτός από τη ζωή του Κωνσταντινίδη, η μουσική του η ίδια εμπεριέχει τη μεταστοιχείωση: τα ταυτοτικά στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού της περιόδου της Τουρκοκρατίας στην εκδοχή τους για πιάνο και φωνή υποβάλλουν την αίσθηση ενός τύπου «μεταμφίεσης». Αν δούμε τι γράφει για τον «ακίβδηλο χαρακτήρα της εθνικής παραδόσεως» ο Νικόλαος Πολίτης, θα δούμε ότι οι τόποι, ο βίος και τα ήθη, η οικειότητα των αναδυόμενων μορφών, τα συναισθήματα και η διανόηση του ελληνικού λαού «εξωραΐζονται δια του ποιητικού διακόσμου και αναζωπυρούν πλαστικώς τας αναμνήσεις των εθνικών περιπετειών».
Σ’αυτό ας προστεθεί το γεγονός ότι το δημοτικό τραγούδι συνέχισε να αναπαράγει την πατριαρχική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα μήκη και πλάτη του Ελληνισμού με τη μορφή ερωτικού μοιρολογιού που σκιαγραφεί μια γυναικεία ιδιοσυγκρασία στερεοτυπική, το φέρον υλικό της οποίας είναι η ταπεινή κοινωνική θέση, το στερητικό συνδρόμο και η αποδοχή της ανδρικής κυριαρχίας.
Στο στερεότυπο αυτό φύλου παρεμβαίνει δυναμικά ο Σκουρλέτης, αποκαλύπτοντας μια διττότητα μετεωρισμού ανάμεσα σε αντιφατικές ταυτότητες.
Στο στερεότυπο αυτό φύλου παρεμβαίνει δυναμικά ο Σκουρλέτης, αποκαλύπτοντας μια διττότητα μετεωρισμού ανάμεσα σε αντιφατικές ταυτότητες. Και, εφόσον η μεταμφίεση είναι το κυρίαρχο γνώρισμα της drag ταυτότητας, είναι φυσικό η πρόταση των bijoux de kant να έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα: η βαρειά ανδρική φωνή που βγαίνει από ένα γυναικείο δέμας, η σοβαροφάνεια του στίχου που δημιουργεί αντίστιξη προς τον αισθησιασμό του ερμηνευτή, η «μετακίνηση» και η λοξή ματιά στη στερεότυπη ερμηνευτική μανιέρα, είναι κώδικες που, όταν αποκρυπτογραφηθούν, αποκαλύπτουν μιαν απρόσμενη ψυχική καταγραφή της μουσικής μας παράδοσης (δεν θα μπορούσε, άλλωστε, αυτή να διαφύγει των κυρίαρχων εθνικών αφηγημάτων και της macho αντίληψης για τον κόσμο που ανακλούν οι στίχοι του δημοτικού τραγουδιού, αναπαράγοντας τη θεματική τους ομοιοστασία).
Τα πάθη της ετερότητας
Κάποιοι χαρακτηρίζουν τις παραστάσεις του Σκουρλέτη «βλάσφημες». Προσωπικά, βρίσκω τις παραστάσεις του ανθρώπινες, αισθαντικές και σε μεγάλο βαθμό λυρικές- ο πιθανός ανατρεπτικός τους χαρακτήρας συνίσταται περισσότερο στην ένταξή τους σε επίσημα θεωρούμενους θεσμούς όπως το φεστιβάλ Αθηνών ή η Λυρική Σκηνή, ενώ αίρεται σε κάποιες μικρές αίθουσες θεάτρου.
Ο Σκουρλέτης μιλά με τρυφερότητα και κατανόηση για τις πιο σκοτεινές και διαμφισβητούμενες πτυχές της ανθρώπινης οντότητας, ενώ ένας μονίμως πληγωμένος άντρας αναδύεται στις παρυφές των κειμένων που επιλέγει- αυτό συμβαίνει κατ’εξοχήν με τα κείμενα του Άκη Δήμου και της Γλυκερίας Μπασδέκη. Στα «Τραγούδια του ελληνικού λαού», το κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδόπουλου (ένα πολύ ενδιαφέρον, αιρετικό κείμενο) μιλά σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση για την καταγραφή του βιώματος σε απόλυτα αλλοιωμένη, μεταλλαγμένη, έως και φοβική μορφή. Δηλαδή παρουσιάζει τον συνθέτη ως μια συνείδηση που καταγράφει τα στοιχεία λυρισμού ως στοιχειά που τον στοιχειώνουν τις νύχτες του, που μεταμορφώνονται σε απειλητικές σκιές και τον κυνηγούν: σε αυτό το σημείο η παράσταση αξιοποιεί την εξωφρενικά μεταμφιεσμένη περφόρμερ daglara, ταυτίζοντάς την με μια «μαύρη», σκοτεινή εκδοχή της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας.
Από την παράσταση του Σκουρλέτη, και πιο συγκεκριμένα από ένα αντίσκηνο που παραπέμπει σε σεράι ή σκηνή σουλτάνου ή σκεπή τσίρκου, ξεπηδά αυτή η «άλλη» πατρίδα,
Πέραν του στίχου (που ανακινεί τις σοβαρές του προθέσεις μεταμφιεσμένος σε «ελαφρό» στίχο), από την παράσταση του Σκουρλέτη, και πιο συγκεκριμένα από ένα αντίσκηνο που παραπέμπει σε σεράι ή σκηνή σουλτάνου ή σκεπή τσίρκου, ξεπηδά αυτή η «άλλη» πατρίδα, η τελείως παραγκωνισμένη, η φυλακισμένη στα άδυτα του ομαδικού ασυνειδήτου, η αθέατη και απροσπέλαστη τερατική γένεση της ενοχικής Ελλάδας: ένα κουίρ πλάσμα που ενσαρκώνει την ταλαιπωρία, τον βασανισμό, τη βεβηλωμένη και χιλιομαδημένη πατρίδα των νεώτερων χρόνων. Ένας αμφίφυλος εφιάλτης με ρευστή, μεταμορφωσιγενή ταυτότητα και με ερωτισμό θυσιασμένο στον βωμό των στερεοτύπων που το εθνικό αφήγημα κομίζει στην αντίληψη των Ελλήνων για το φύλο, για τη φυλή, για την πατρίδα.
Μια Ελλάδα ξεσκισμένη σαν την ηδυπαθή Μπλανς Επιφανί του χατζηδακικού έργου, ένα άγριο ζώο που βγαίνει πληγωμένο από το παρασκήνιο του ασυνειδήτου και σωριάζεται επί σκηνής σε μια συναρπαστική δραματουργική κορύφωση. Και, πάνω απ’όλα, ένα μεταλλαγμένο, απειλητικό ζόμπι στρεβλωμένης αυτοαναπαράστασης που εγείρει ανοιχτά κι απεγνωσμένα το επιτακτικό αίτημα για τρυφερότητα.
Συντελεστές
Σύλληψη – Σκηνοθεσία Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική Γιάννης Κωνσταντινίδης, Κώστας Γιαννίδης
Σκηνικά Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια Daglara
Φωτισμοί bijoux de kant
Κείμενο – Μετάφραση Αλέξανδρος Παπαδόπουλος
Δραματολόγος – Καλλιτεχνικός συντονισμός Γιώργος Παπαδάκης
Φωτογραφίες Εβίτα Σκουρλέτη
Ερμηνεύουν Νίνα Νάη (drag βαρύτονος), Γιώργος Ζιάβρας (πιάνο), Daglara (περφόρμερ)
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.