Για τη θεατρική παράσταση «Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο «Εν Αθήναις» μέχρι και τις 12 Δεκεμβρίου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο θέατρο «Εν Αθήναις» ανεβαίνει μια σημαντική θεατρική παράσταση: το έργο «Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα», που ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος έγραψε και σκηνοθέτησε, μετά από προσωπικές συνεντεύξεις με ανθρώπους που έζησαν τη ζοφερή περίοδο του κομμουνισμού στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Τα «δύο πορτοκάλια» είναι το «δώρο» που συνήθιζε να κάνει η Ελένα Τσαουσέσκου σε κάθε οικογένεια ανήμερα των Χριστουγέννων, ενώ όλο τον υπόλοιπο χρόνο η πρόσβαση σε τέτοιου είδους εκλεκτά εδέσματα ήταν απαγορευτική.
Το έργο αναφέρεται, όπως και τα προηγούμενα έργα του Μάρκελλου, στην πολιτικοκοινωνική ταυτότητα του ανθρώπου και στην υποταγή ή αντίστασή του στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς της ολοκληρωτικής πολιτικής: τις παρακολουθήσεις πολιτών, τις αυθαίρετες κρατικοποιήσεις, τους ασύστολους εξωτερικούς δανεισμούς, τα οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, τις μαζικές εξορίες και δολοφονίες, την ανεκδιήγητη καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά και την αφέλεια των απλών ανθρώπων του λαού. Ο βαθμός της τραγικότητας αποδίδεται εύστοχα από ένα κείμενο που αποκαθιστά τις αναλογίες της στις σωστές τους διαστάσεις:
«Πού να φανταζόταν ποτέ η μάνα μου ότι απ’ το παράθυρο δεν ρίχνει ριπές μόνο ο αέρας, ρίχνει και σφαίρες ο στρατός, ο γείτονας ή η κυβέρνηση, δεν ξέρω ποιος, και πού, ακόμα, να ’ξερε ποιος είναι μεγαλύτερος εχθρός, το καθεστώς ή ο άνεμος».
Τρία υπαρκτά πρόσωπα και η μυθοπλαστική εξεικόνισή τους
Τα «Δύο Πορτοκάλια» ξεκινούν με τον μονόλογο του εβδομηντάχρονου Βλαντ, που έχει επιβιώσει σε μιαν ατμόσφαιρα ελέγχου και ανελευθερίας, με δύο σφαίρες καρφωμένες στο κορμί του, από την αιμοσταγή επίθεση πρακτόρων του καθεστώτος Τσαουσέσκου, τη νύχτα της 21ης Δεκεμβρίου του ’89, λίγο προτού το καθεστώς αρχίσει να παραπαίει και να καταρρέει. Ο ιστορικός ρεαλισμός μεταστοιχειώνεται σε ποιητικό κείμενο στα χέρια του Κωνσταντίνου Μάρκελλου:
«Τα ανοιχτά παράθυρα είναι η νούμερο ένα αιτία για τα κρυώματα και τις αδιαθεσίες – σε καιρό ειρήνης, βέβαια ή έστω σε καιρό μη αναταραχής. Όταν η ζωή σου κρέμεται από μια κλωστή ή όταν στους δρόμους γίνεται επανάσταση κανείς δεν δίνει σημασία στους κινδύνους που κρύβουν τ’ ανοιχτά παράθυρα, κανείς δεν σκέφτεται να τ’ αποφύγει ή να τα κλείσει. Ίσα ίσα. Οι ελεύθεροι σκοπευτές τα χρειάζονται ανοιχτά για να κάνουν αποτελεσματικότερα τη δουλειά τους και οι γιατροί για να αερίζουν τα πρόχειρα στημένα χειρουργεία τους – σ’ ένα τέτοιο με πήγαν εκείνο το απόγευμα».
Τα σωματικά και ψυχικά τραύματα του Βλαντ μεταφέρει στο κοινό με συγκινητικό επαγγελματισμό ο εξαίρετος ηθοποιός Αντρέας Νάτσιος. Το όνομά του είναι η χειροπιαστή μαρτυρία για τον κανιβαλισμό εκείνου του καθεστώτος: «Όχι Βλαντιμίρ, λέγε με απλώς Βλαντ! Σαν τον Δράκουλα!»
Ο ιστορικός ρεαλισμός μεταστοιχειώνεται σε ποιητικό κείμενο στα χέρια του Κωνσταντίνου Μάρκελλου.
Το δεύτερο πρόσωπο, ο σαραντατριάχρονος Λουτσιάν, διατηρεί έναν εκδοτικό οίκο και δέχεται να εκδώσει τα απομνημονεύματα του Βλαντ. Πρόκειται για έναν ματαιωμένο συγγραφέα με απροσδιόριστο παρελθόν και ανεξήγητη εσωστρέφεια, τον αντιφατικό και εκρηκτικό χαρακτήρα του οποίου υποδύεται συγκλονιστικά ο Γιώργος Παπαπαύλου. Σε ένα πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας αποδίδει την –σε βαθμό κατάρας– κληρονομημένη ενοχή, την επιλογή του ονόματός του στη βάση των τύψεων για την τύχη του καλύτερού του φίλου, το φυλακισμένο ένστικτο της εκδίκησης, την απεγνωσμένη ανάγκη του για κατανόηση και συγχώρηση. Ένας χαρακτήρας εωσφορικός, «maudit» σε όλες του τις παραμέτρους, πολύ σημαντικός ρόλος για κάθε ηθοποιό.
Το τρίτο πρόσωπο του έργου, την Αντρία, ερωμένη του Λουτσιάν Αντρία, κοντά στα σαράντα, που διδάσκει Πρόσφατη Πολιτική Ιστορία στο σημερινό πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, ερμηνεύει συγκλονιστικά η Ελένη Στεργίου, δονούμενη από την προσωπική της εμπειρία και την προσωπική της σχέση με τον ρόλο: η Αντρία, για λόγους oικογενειακής αποκατάστασης της μνήμης και από ακαδημαϊκή φιλοδοξία, θέλει –και σ’ αυτήν της την επιθυμία βασίζονται όλες οι ανατροπές του έργου– να ανοίξει τον κρυφό φάκελο της οικογενείας της. Ο Λουτσιάν –για λόγους που θα αποκαλυφθούν στη συνέχεια– προσπαθεί να την αποτρέψει από μια τέτοια ενέργεια:
Αντρία: Γιατί με κοντράρεις τόσο πολύ σ’ αυτό, δεν καταλαβαίνω… Θέλω να ξέρω, σου είπα. Το νιώθω σαν χρέος δικό μου απέναντι στη μνήμη τους και απέναντι στην επιστήμη μου.
Λουτσιάν: Δεν θα δεις μόνο καταθέσεις ασφαλιτών εκεί μέσα.
Αντρία: Το ξέρω.
Λουτσιάν: Έβαζαν τους ανθρώπους να καρφώνουν ο ένας τον άλλον για το τίποτα, Αντρία!
Αντρία: Μου το είπες. Και λοιπόν;
Λουτσιάν: Μπορεί να έχουν μιλήσει άνθρωποι που δεν το περιμένεις.
Αντρία: Πολύ πιθανό.
Λουτσιάν: Και να έχουν πει πράγματα άσχημα ή ανυπόστατα.
Αντρία: Ε, και;
Λουτσιάν: Μιλάω για κοντινούς ανθρώπους, φίλους, συγγενείς.
Αντρία: Είμαι έτοιμη να εκπλαγώ.
Λουτσιάν: Μάλιστα…
Αντρία: Δεν με πείθεις.
Λουτσιάν: Το βλέπω.
Το θέατρο-ντοκουμέντο και η ξύλινη γλώσσα της εξουσίας
Η μακροημέρευση του αυταρχικού καθεστώτος Τσαουσέσκου στηρίχτηκε στην οικογένεια, στον έλεγχο των θεσμών και των συνειδήσεων, εν ανάγκη, στις ανθρώπινες ζωές που θα ’πρεπε να θυσιαστούν για να επιβιώσει αυτό το καθεστώς. Το αυτοβιογραφικό κείμενο που εμπιστεύεται ο Βλαντ στον εκδοτικό οίκο του Λουτσιάν είναι τόσο αληθινό από μόνο του, που οι λογοτεχνικές του αρετές αναβλύζουν αυτόματα:
«Εγώ δεν τα φαντάζομαι όλα αυτά, Λουτσιάν, παιδί μου, δεν είναι πράγματα που πλάθει το μυαλό μου για να κάνει μια ιστορία ενδιαφέρουσα, εγώ όλα αυτά τα έζησα, τα κουβαλάω μέσα μου σαν αναμνήσεις, σαν τραύματα, σαν φυλαχτά, είναι οι πράξεις μου, οι επιλογές μου, οι συναναστροφές μου, τα λάθη μου, οι προσδοκίες που ’χα κάποτε απ’ τη ζωή και από μένα τον ίδιο».
Το ίδιο ισχύει και για τον οικογενειακό φάκελο που ανοίγει η Αντρία, ψηλαφώντας τις πραγματικές της ρίζες:
«Δεν είναι κατασκευασμένη ιστορία αυτή, Λουτσιάν… Είναι όλα εκεί. Τα αποδεικτικά. Χαρτιά νοσοκομείου, φωτογραφίες, ταυτότητες, τα είδα!»
Η μακροημέρευση του αυταρχικού καθεστώτος Τσαουσέσκου στηρίχτηκε στην οικογένεια, στον έλεγχο των θεσμών και των συνειδήσεων, εν ανάγκη, στις ανθρώπινες ζωές που θα ’πρεπε να θυσιαστούν για να επιβιώσει αυτό το καθεστώς.
Αντίθετα, η ιστορία που έχει κατασκευάσει ο Λουτσιάν για τον εαυτό του διανοίγει τη δυνατότητα πλήρους ανατροπής των βεβαιοτήτων του θεατή, αποκαλύπτοντας τις κακοποιούς επιδράσεις της Ιστορίας στον ψυχισμό του ατόμου. Η οριστική αποκαθήλωση της ξύλινης γλώσσας θα επιτελεσθεί μετά το τηλεφώνημα της μητέρας του Λουτσιάν. Η Αντρία θα δηλώσει:
«Αν ψάχνεις κοινό να πεις την ιστορία σου, ξέρεις που θα το βρεις. Εγώ λυπάμαι, δεν διατίθεμαι να παίξω αυτό το ρόλο. Βγες σ’ ένα κανάλι πες την ή γράψε την καλύτερα. Κάποτε δεν προσπάθησες να γίνεις συγγραφέας; Ορίστε η ευκαιρία σου, κάτσε και γράψ’ την. Δεν θα δυσκολευτείς κιόλας να την εκδώσεις».
Η προσωπική ιστορία του Λούτσιαν, κατά μυθοπλαστική συγκυρία ταυτίζεται με την προσωπική ιστορία του Βλαντ, εστιασμένη όπως είναι στις παραμονές Χριστουγέννων του ’89, την ώρα που βαριά τραυματισμένοι άνθρωποι πλημμυρίζουν τα ράντζα και τους διαδρόμους των νοσοκομείων του Βουκουρεστίου. Το αποτύπωμα που είχε η συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία στην κοινωνία είναι τόσο εύγλωττο που ο θεατής προβληματίζεται έντονα για τις επιβιώσεις του στο σήμερα: για τους πληροφοριοδότες και την καχυποψία ακόμη και απέναντι στον πιο οικείο άνθρωπο, για τη διάλυση ολόκληρων οικογενειών, για έναν εφιάλτη που παραπέμπει ευθέως στο Ο Τρόμος και η Αθλιότητα του Γ’ Ράιχ του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ένα στοιχείο μελοδραματισμού που υποφώσκει αποβαίνει, παρά το αναμενόμενο, εις όφελος της δραματικής οικονομίας, ακριβώς γιατί η ιστορική πραγματικότητα είναι τόσο ισχυρή που υποσκελίζει τις υπερβολικές συμπτώσεις της πλοκής. Στη ρεαλιστική σκηνική απόδοση συμβάλλουν πολύ ο ηχητικός σχεδιασμός του Γιώργου Χρυσικού, οι φωτισμοί του Αργύρη Θέου και τα σκηνικά και κοστούμια της Αρετής Μουστάκα.
Μια ξεχωριστή θεατρική εμπειρία
Το εξαιρετικό έργο του Μάρκελλου εκκινεί από αληθινές μαρτυρίες (ο Βλαντ και η Αντρία είναι υπαρκτά πρόσωπα), οι οποίες στη συνέχεια αξιοποιήθηκαν σε ιστορική μυθοπλασία:
«Βλαντ: Εκπαιδεύσαμε τους εαυτούς μας να μην έχουν συναισθήματα. Αν δεν μπορείς να εκφράσεις συναισθήματα, ξεχνάς ακόμα και την ύπαρξή τους. Αν δεν έχεις δικαίωμα να πεις “πείνα”, “θεός”, “σκοτάδι”, ξεχνάς πως είσαι άνθρωπος».
Τα «Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα» πραγματεύονται καίρια ζητήματα, δοσμένα με τον πλέον βιωματικό τρόπο, σε μια παράσταση που έχει μελετηθεί εις βάθος, με τρεις ηθοποιούς που υπηρετούν το λειτούργημά τους με αυταπάρνηση, με έναν σκηνοθέτη/συγγραφέα που υπηρετεί το σύστημα αξιών του με απόλυτη συνέπεια – και τα καταιγιστικά ερωτήματα είναι: πόση βία δικαιολογεί η βία, ποια η σχέση ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος, αν μπορούν ποτέ να συγχωρηθούν οι εγκληματίες της ιστορίας και οι δολοφόνοι των λαών, πόση εκδίκηση κρύβει η μνήμη των λαών, πόσο βαθύ είναι το συναίσθημα ήττας που κληρονομεί η σημερινή κοινωνία και, κυρίως: ποια είναι η σχέση της ατομικής ηθικής με τις ιστορικές περιστάσεις.
Τα «Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα» πραγματεύονται καίρια ζητήματα, δοσμένα με τον πλέον βιωματικό τρόπο, σε μια παράσταση που έχει μελετηθεί εις βάθος, με τρεις ηθοποιούς που υπηρετούν το λειτούργημά τους με αυταπάρνηση, με έναν σκηνοθέτη/συγγραφέα που υπηρετεί το σύστημα αξιών του με απόλυτη συνέπεια...
Η Σοφία Φαρασοπούλου υποδύεται επιτυχημένα μια φοιτήτρια που υποβάλλει στην Αντρία το ερώτημα περί ιστορικών περιστάσεων, για να λάβει την απάντηση:
«Αντρία: Περίσταση είναι ο ορισμένος χώρος και χρόνος που σου δόθηκε για να ζήσεις. Η συγκυρία, αν θέλεις, την οποία η οικογένεια σε κάποιο βαθμό ή η καταγωγή σου –αλλά, κυρίως ο κοινωνικός περίγυρος και οι πολιτικές δυνάμεις– έχουν προετοιμάσει για σένα, για τον καθένα μας… Μπορεί να είναι μία συντηρητική δικτατορία ή μια προοδευτική επανάσταση ή… το αντίστροφο, μια συντηρητική επανάσταση και μια προοδευτική, ας πούμε… ολιγαρχία. Και η αντίληψη των ορίων μας, των δυνατοτήτων μας, των ευκαιριών μας ως κοινωνίας, ως πολιτών, σε κάθε μία από τις παραπάνω περιστάσεις, όπως καταλαβαίνεις, όπως καταλαβαίνετε, είναι διαφορετική. Εσύ, έχεις σκεφτεί πώς θα ήταν να είχες μεγαλώσει στην Ρουμανία του ‘70 ή του ‘80, για παράδειγμα;»
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.