
Για την παράσταση της ομάδας bijoux de kant «Μάθε με να φεύγω» σε κείμενο του Άκη Δήμου και σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτηβ η οποία θα παρουσιάζεται μέχρι και τις 3 Ιουνίου στο HOOD art space, τον ειδικά διαμορφωμένο για την παράσταση χώρο της Ομάδας, στο κέντρο της Αθήνας.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Γιάννης Σκουρλέτης (bijoux de kant) ανεβάζει με πρωτότυπο τρόπο το ανέκδοτο έργο του Άκη Δήμου «Μάθε με να φεύγω» στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο HOOD art space. To κείμενο, ανακαλώντας υφολογικά στοιχεία από τη μαύρη κωμωδία «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» του Τζόζεφ Κέζερλινγκ, δημιουργεί ένα εξωφρενικό μικροσύμπαν: ένα παλιό ξενοδοχείο έχει περιέλθει σε αχρηστία, τα δωμάτιά του είναι κλειστά και σκονισμένα, ο περίβολός του έχει χορταριάσει και άγρια σκυλιά γαυγίζουν απέξω, ενώ η μεσήλικας ιδιοκτήτρια μοιράζεται με τον αδελφό της μνήμες από πελάτες που έχουν παρελάσει στο ένδοξο παρελθόν του ξενοδοχείου. Παράπλευρα εικάζεται ένας αρχαιολογικός χώρος παλατιού και ένας σωρός από «πέτρες» όπου φημολογείται πως έγινε η ταφή ενός βασιλικού ζεύγους.
Περσόνες δομημένες στη βάση της υπερβολής
Ο Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης μπαίνει στο πετσί μιας αλμοδοβαρικής απόδοσης της Αγνής, της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου, με μια γκροτέσκα, υπερβάλλουσα θηλυπρέπεια που υπονομεύει τον μελαγχολικό της μονόλογο: πολλοί άντρες έχουν περάσει από τη ζωή της κι από όλους έχει κρατήσει ένα προσωπικό αντικείμενο, ρούχο, καπέλο, γάντι ή αξεσουάρ, που όλα μαζί τα ξεσκονίζει και τα στολίζει σε ένα έπιπλο-βιτρίνα παλαιάς κοπής. Η αμφίεση, η επίπλωση, η διάταξη των αντικειμένων, το παλιό ραδιόφωνο, η ξεραμένη ανθοδέσμη στο τραπέζι, ο θολωμένος καθρέφτης, το μικροαστικό κάδρο/κέντημα, όλα συνθέτουν ένα «απολιθωμένο» memento mori που βρίσκεται σε διαρκή αντίστιξη προς τον επίκαιρο χαρακτήρα των διαλόγων.
Σαν άλλη Πηνελόπη που ανακαλεί μνηστήρες/εραστές της μιας βραδιάς, η Αγνή παίρνει τη στάση μιας ξεπεσμένης ντίβας που φέρει τα νευρωτικά υπολείμματα μιας αλλοτινής αίγλης και πενθεί μιαν απώλεια: οι κινήσεις της, οι γκριμάτσες της, η αμφίεσή της, όλα παραπέμπουν σε παρακμή, εγκατάλειψη, συσσωρευμένη απογοήτευση, ματαίωση. Και όλα αυτά με τον στόμφο μιας ηθοποιού παλαιάς εποχής.
Σαν άλλη Πηνελόπη που ανακαλεί μνηστήρες/εραστές της μιας βραδιάς, η Αγνή παίρνει τη στάση μιας ξεπεσμένης ντίβας που φέρει τα νευρωτικά υπολείμματα μιας αλλοτινής αίγλης και πενθεί μιαν απώλεια...
Ο Στέλιος Δημόπουλος ενσαρκώνει, με υστερική ένταση και με μια τρομαγμένη έκφραση διαρκούς έκπληξης, τον Ίωνα, τον αδελφό της Αγνής, έναν μεσήλικα φοβισμένο ομοφυλόφιλο άντρα του οποίου ο ρόλος παραμένει ως το τέλος αμφίρροπος, μυστηριώδης και, περιέργως, βίαιος. Η δική του εκδοχή θηλυπρέπειας έρχεται σε κάθετη αντιπαλότητα προς τον εξώφθαλμο αισθησιασμό της αδελφής του – επειδή όμως και οι δύο μορφές είναι εξίσου καρικατουρίστικες, το κείμενο προσλαμβάνει μιαν απρόσμενα ταιριαχτή υπερρεαλιστική διάσταση, σε σημείο να δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις εάν εξαρχής η πρόθεση του συγγραφέα ήταν αυτή ή η ερμηνεία του Σκουρλέτη δημιούργησε ένα νέο έργο, με γνώμονα και πυξίδα την απεγνωσμένη πεποίθηση πως ο έρωτας, ναι, υπάρχει, και θα μας επανεπισκεφθεί!
Με τον Ίωνα η Αγνή διατηρεί μιαν αιμομεικτική ως ένα βαθμό σχέση «ματάκια», παρακολουθώντας τη σεξουαλικότητά του μέσα από την κλειδαρότρυπα και κάνοντας, επιπλέον, και ηθικοπλαστικά σχόλια γι’ αυτήν, παρά τη δική της πιστοποιημένη εκπόρνευση: έτσι η Αγνή θα υποστηρίξει διακαώς το κωμικό επιχείρημά της περί «αγνότητας» και θα παρωδήσει το ίδιο το όνομά της, όπως και την ανάμνηση οιονεί παρθενικότητας μιας «κάποιας» μυθικής Πηνελόπης, ενώ ο αδελφός Ίωνας θα λειτουργήσει ως εκτελεστικό της όργανο. Οι δύο φιγούρες φτάνουν να εκπροσωπούν, αντίστοιχα, την απολυτότητα της ερωτικής συνεύρεσης και την επιπολαιότητα του one night stand. Όμως, δεν θα ήταν άστοχο να ταυτίσει κανείς τη σατιρική εκδοχή της Αγνής με μια τεράστια, επιβλητική μητρική μορφή που, αυτοσαρκαζόμενη μα παντοδύναμη κατ’ ουσίαν, ρυθμίζει τα τεκταινόμενα και επιβάλλει τη βούλησή της: ακριβώς αυτός ο επιδραστικός τόνος του παραλόγου δίνει και το σχόλιο πάνω στο φύλο, αλλά και την απόλυτα κωμική διάσταση του έργου των Δήμου/Σκουρλέτη: είναι ένας τόνος οικείος και προοιωνίζεται τον απόλυτο επικαθορισμό του αρσενικού [1].
Πεισματική ανάκληση μιας αισθησιακής μνήμης
Ο Θανάσης Δήμου δίνει ξεκαρδιστικό τόνο στον χαρακτήρα του απρόσκλητου, μυστηριώδους επισκέπτη αυτής της βραδιάς, καθώς η φωνή του γίνεται βαρύτονη και στεντόρεια (α-λα Λυκούργος Καλλέργης, ή σαν ένας τραγουδιστής της όπερας επί σκηνής), καθώς το ντύσιμο και η κίνησή του βρίσκονται στον παρατραβηγμένο ορίζοντα της διακωμώδησης. Παράλληλα, στο back story αιωρούνται ένας μεγάλος έρωτας που δεν ευοδώθηκε και η φρούδα ελπίδα να ευοδωθεί, μια συνεχής αναμονή χρόνων, οι εξτραβαγκάντζες μιας νεκρής αυτόχειρα μητέρας τύπου Έντα Γκάμπλερ, ένα περίστροφο που πηγαινοέρχεται διαρκώς, το πτώμα ενός σκύλου και πολλών ανθρώπων, ένα δερματόδετο μπλοκ με σημειώσεις περιηγητού γραμμένες σε μωβ μελάνι και μια σειρά από τραγούδια της μπελ επόκ του ελληνικού τραγουδιού. Θεσπίζεται, έτσι, με την επιστροφή αυτής της ανώνυμης μορφής (σχεδόν μυθοποιημένης, δια της απουσίας της) μια τελετουργική ανασύνθεση του ανδρισμού, την ώρα ακριβώς της τελικής του κατάρρευσης.
Η φελλινική υπερβολή, το λευκό ψιμύθιο (που υποκαθιστά τη λευκή μάσκα άλλων παραστάσεων των bijoux de kant), η μοναχική παρουσία μιας σιτεμένης «δέσποινας» μέσα σ’ ένα δωμάτιο είναι στερεοτυπικό μοτίβο της αισθητικής αυτής: ένας παρακμιακός, υπό κατάρρευσιν σκηνικός χώρος με στραβά κάδρα και πολλά μικρά αντικείμενα (φόδρες, στριφώματα, παντόφλες, αραχνοΰφαντες robes de chambre, χαρτάκια, ψεύτικα στέμματα, κομματιασμένα ρούχα, αγάλματα, κλειδιά, ακριβά κασκόλ)...
Κάποια μοτίβα, όπως η πεισιθάνατη εκδήλωση της ερωτικής επιθυμίας, η kitsch ελληνοπρέπεια [2], η αναφορά στα ανατριχιαστικά κοάσματα των βατράχων, αποτελούν ποιητικό στίγμα των bijoux de kant που τα συναντά κανείς και σε παλαιότερες παραστάσεις τους [3], όπου περιγράφεται ένα απειλητικό φάσμα. Άλλα στοιχεία αυτής της αισθητικής είναι: η φελλινική υπερβολή, το λευκό ψιμύθιο (που υποκαθιστά τη λευκή μάσκα άλλων παραστάσεων των bijoux de kant), η μοναχική παρουσία μιας σιτεμένης «δέσποινας» μέσα σ’ ένα δωμάτιο είναι στερεοτυπικό μοτίβο της αισθητικής αυτής: ένας παρακμιακός, υπό κατάρρευσιν σκηνικός χώρος με στραβά κάδρα και πολλά μικρά αντικείμενα (φόδρες, στριφώματα, παντόφλες, αραχνοΰφαντες robes de chambre, χαρτάκια, ψεύτικα στέμματα, κομματιασμένα ρούχα, αγάλματα, κλειδιά, ακριβά κασκόλ), κι όλα αυτά σε έναν χρόνο ρευστό, όπου γυναικείες μορφές (ή παρωδίες τους) περιφέρονται απεγνωσμένα αναζητώντας την ανάκληση ήχων, λέξεων, υποσχέσεων, την ανάπλαση της μνήμης και το πάγωμα του βιώματος [4].
Οι φωτισμοί του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη απαρτιώνουν τη σκηνική σύλληψη, που επιτρέπει στα παράθυρα του κτηρίου να ενσωματωθούν στο εικαστικό κάδρο και στο βλέμμα του θεατή να αντικρύσει τον ακάλυπτο χώρο και τα απέναντι διαμερίσματα, παραμένοντας εκτός ψευδαίσθησης, μέσα στο οικοδόμημα του θεάτρου. Όπως γράφει ο Γιάννης Σκουρλέτης στο σημείωμά του, πρόκειται για «ένα ακατάτακτο έργο που άλλοτε φλερτάρει με το, ξεχασμένο σήμερα, είδος του μπουλβάρ, άλλοτε με το ψυχολογικό θέατρο δωματίου, άλλοτε με τις ιστορίες μυστηρίου κι άλλοτε με τα παλιά, αισθηματικά ρομάντσα των περιπτέρων. Και που ενώ ονειρεύεται πως είναι δράμα, κρατάει σφιχτά το χέρι της κωμωδίας».
1. Bλ. σχετικά: https://bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/6012-theatro-texnis-osa-i-kardia-mou-stin-kataigida
2. Bλ.σχετικά: https://bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/7172-amaranta-bijoux-de-kant-faust
3. Bλ. σχετικά: https://bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/7004-theatro-odou-kukladon-thelete-na-xorepsome-maria-bijoux-de-kant
4. Bλ. σχετικά: https://bookpress.gr/politismos/theatro-xoros/7812-festival-athinon-epidavrou-bijoux-de-kant-kores-2017
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Ταυτότητα παράστασης
Κείμενο: Άκης Δήμου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Σκηνογραφία: Νίκος Παπαδόπουλος
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Στέλιος Δημόπουλος, Θανάσης Δήμου, Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης