Για την παράσταση «Λεωφορείο ο Πόθος» (μτφρ. Αντώνης Γαλέος) του Τενεσί Ούλιαμς, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, η οποία παρουσιάζεται μέχρι και τις 22 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Προσκήνιο.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τενεσί Ούλιαμς σκηνοθετεί στο Θέατρο Προσκήνιο ο Δημήτρης Καραντζάς, με την Αλεξία Καλτσίκη στον ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά. Στον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι ο Άρης Μπαλής, στον ρόλο της Στέλλας η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, στον ρόλο του Μιτς ο Βασίλης Μαγουλιώτης, στον ρόλο του Στηβ ο Γιάννης Κόραβος και στον ρόλο της Ευνίκης η Ιωάννα Ραμπαούνη. Για μιαν ακόμη φορά, ο Καραντζάς διαρρηγνύει το ορατό όριο της θεατρικής σύμβασης για να μας διανοίξει ένα παράθυρο στην Ποίηση.
Το πέρασμα σ’ έναν πραγματιστικό νέο κόσμο
Δεκαετία του 1940, Λος Άντζελες. Ο διαφορετικός εξοβελίζεται. Ο προσγειωμένος (ο κομφορμιστής) επιβιώνει. Η Μπλανς Ντιμπουά του Καραντζά δεν είναι μόνο μια ξεπεσμένη μεγαλοαστή από τον αμερικανικό νότο. Είναι, επίσης, ένας σκοτεινός φορέας εποχής που παρέρχεται ανεπιστρεπτί διανοίγοντας μιαν εξίσου σκοτεινή προέκταση στο μέλλον. Το σύμπαν ψευδαισθήσεων και φαντασιακών προβολών της Μπλανς δεν μαρτυρεί αποκλειστικά προσκόλληση στο παρελθόν, αλλά διανοίγει και μια ποιητική ματιά στο μέλλον.
Ενάντια στη σαρωτική ορμή για επιβίωση και πραγματισμό που εκφράζει η ζωή της αδελφής της, η Μπλανς επιβαίνει στο λεωφορείο του ανεκπλήρωτου πόθου της με διάθεση αποσυναρμολόγησης και απομύθευσης των «Ηλυσίων Πεδίων» της καθημερινότητας – σ’ ένα πρώτο πλάνο ο Καραντζάς τοποθετεί τη δράση πολύ κοντά στον θεατή, τόσο για να τον εμπλέξει συναισθηματικά/διανοητικά, όσο και για να εξασφαλίσει τον ζωτικό χώρο που του χρειάζεται για την εκδίπλωση του ονείρου στο τέλος. Και πραγματεύεται τη σύγκρουση Μπλανς-Κοβάλσκι ως γενεσιουργό αίτιο του ερωτισμού που αναπτύσσεται μεταξύ τους: η ταξική σύγκρουση γεννά τον ερωτισμό και αυτός ο ερωτισμός είναι νοσηρός, αιμομεικτικός, παραβιαστικός, όπως ακριβώς είναι και η ταξική σύγκρουση.
Για κάποιους λιγότερο πολιτικούς αναλυτές, η δραματική ένταση του έργου προκύπτει από τις συγκρούσεις του παλιού αλλά ωραίου ονείρου του αμερικανικού νότου που πεθαίνει (αλληγορική ονομασία του υποστατικού «Belle Rêve») και της νέας αστικής αγριότητας της Νέας Ορλεάνης. Ο Ουίλιαμς, σε μια όψιμη επιστολή του στην ατζέντισσά του, είχε ομολογήσει: «Εγώ ήμουν και ακόμη είμαι η Μπλανς… αλλά έχω επίσης κι έναν Στάνλεϊ μέσα μου».
Η Μπλανς Ντιμπουά είναι απόλυτα πληγωμένη, γι’ αυτήν ο χρόνος έχει ακινητοποιηθεί στη νεανική ενοχή, σ’ ένα τραύμα που αφορά τη σχέση της με έναν ομοφυλόφιλο νέο.
Υπάρχει δε μια «Μπλανς» πλευρά στον χαρακτήρα του Στάνλεϊ Κοβάλσκι, που στην προσέγγιση του Καραντζά είναι ένα αιώνιο παιδί απροσδιόριστης σεξουαλικότητας, με τρυφερές φαντασιώσεις και ενδυματολογικές επιλογές, ένα ναρκισσευόμενο άτομο που έχει το λεπτοφυές δέμας του Άρη Μπαλή και παραπέμπει στον χαμένο gay χαρακτήρα του νεανικού συζύγου της Μπλανς: αυτός ο χαρακτήρας (ο Άλαν) στοιχειώνει, τρόπον τινά, το πλάσιμο του ανδρικού προτύπου του Στάνλεϊ, αναβιώνοντας μέσα από ένα θέατρο μνήμης χαρακτηριστικό του Τενεσί Ουίλιαμς, δηλαδή ξαναζώντας εξιδανικευμένος μέσα στις μνήμες της Μπλανς.
Η Μπλανς Ντιμπουά είναι απόλυτα πληγωμένη, γι’ αυτήν ο χρόνος έχει ακινητοποιηθεί στη νεανική ενοχή, σ’ ένα τραύμα που αφορά τη σχέση της με έναν ομοφυλόφιλο νέο. Ο ίδιος ο Ουίλιαμς είχε πει για την Μπλανς: «Μέσα στο μυαλό της, η ίδια έχει γίνει ο Άλαν. Και συμπεριφέρεται με τον τρόπο που φαντάζεται ότι ο Άλαν θα πλησίαζε ένα νεαρό αγόρι».
Η ασφυξία της Μπλανς Ντιμπουά: η «φυλακισμένη» γυναίκα
Η Μπλανς είναι μια «περπατημένη» γυναίκα (γηροκόμησε και έθαψε γονείς, διαχειρίστηκε και έχασε ένα ολόκληρο κτήμα του Νότου, εργάστηκε ως καθηγήτρια και πάσχισε να εμφυτεύσει την Ποίηση στην ψυχή νέων παιδιών), που η ζωή τής έχει διδάξει ότι ο πόθος (ως σεξουαλική έλξη) εκχυδαΐζει τα πάντα. Η ζωή την έχει, εν ολίγοις, απογοητεύσει. Γι’ αυτό συνειδητά επιλέγει το ψέμα (ή την ψευδαίσθηση), γιατί η πραγματικότητα δεν την έχει ανταμείψει.
Είναι όμως, πέρα από ποιητική persona, και μια «πρώην αστή γαιοκτήμονας με δούλους από τη Λουιζιάνα». Και ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι είναι Πολωνός μετανάστης και έχει όλα τα συμπλέγματα ενός περιθωριακού που πασχίζει να ενταχθεί στην αμερικανική ζωή. Η Μπλανς εκφράζει τη διαφυγή στο όνειρο και την ποίηση, την ίδια στιγμή που ο Στάνλεϊ ενσαρκώνει την πρακτική προσέγγιση στη ζωή ενός ανθρώπου χωρίς σταθερές, που παλεύει για την επιβίωση και την κοινωνική άνοδο. Είναι, μήπως, ο «πόθος» γνώρισμα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τη στιγμή που η Μπλανς διεκδικεί για τον εαυτό της το προνόμιο μιας ιπποτικής, εξωπραγματικής σχέσης με τον έρωτα; Μήπως αυτή η ανεδαφική προσέγγιση της «φυλακισμένης» γυναίκας είναι μια στερεότυπη gay συμπεριφορά;
Το κορυφαίο υπαρξιακό ζήτημα του «ανήκειν» διατυπώνεται με γλαφυρούς τόνους στο έργο του Ουίλιαμς, και όποιος καταπιάνεται με αυτό εθελοτυφλεί εάν δεν διαγνώσει τη βαθύτατη πολιτικότητα του έργου.
Το κορυφαίο υπαρξιακό ζήτημα του «ανήκειν» διατυπώνεται με γλαφυρούς τόνους στο έργο του Ουίλιαμς, και όποιος καταπιάνεται με αυτό εθελοτυφλεί εάν δεν διαγνώσει τη βαθύτατη πολιτικότητα του έργου. Το ζήτημα είναι κατά πόσον αυτή η ταξική αντίθεση θα ενσωματωθεί στη φιλοτέχνηση των χαρακτήρων – άλλωστε η πορεία του Καραντζά στο θέατρο απηχεί τον πολιτικό του προβληματισμό, ενώ παράλληλα αντικατοπτρίζει τη διαρκή πάλη ανάμεσα στην πνευματικότητα και τον υλικό παράγοντα. Στη συγκεκριμένη σκηνοθετική προσέγγιση, η πνευματικότητα ενσαρκώνεται στο ανεδαφικό κοσμοείδωλο της Μπλανς που δεν «χωρεί» στο κλειστοφοβικό κυτίο της σκηνογραφίας: η Μαρία Πανουργιά και ο Δημήτρης Καραντζάς φιλοτεχνούν για μιαν ακόμη φορά έναν αγχωτικά περίκλειστο σκηνικό μικρόκοσμο χρηστικών αντικειμένων (το ίδιο συνέβαινε στο «Σπίτι» του Καραντζά στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, όπως και στις «Τρεις αδελφές» σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, κι επίσης στον «Θείο Βάνια», στον «Γλάρο» και στον «Ηρακλή Μαινόμενο» με κάποια ιδιοτυπία).
Αυτός ο, κατατμημένος σε θαλάμους και μετωπικά παρατεταγμένος σκηνικός χώρος εξαναγκάζει τους ηθοποιούς να αναπτύξουν όλο το εύρος της ερμηνείας και της κινητικότητάς τους σε λίγα τετραγωνικά, ενώ διαρκώς εμποδίζονται από την ύλη. Επίσης, παραπέμπει και σε φτωχικό σπίτι ανθρώπων κατώτερης κοινωνικής τάξης – μεταναστών ή προλετάριων εν γένει.
Εξαιρετικό σκηνικό, που «κάτι» έχει ν’ αποκαλύψει
Το δεξιότερο τέταρτο του έξοχου σκηνικού είναι αφιερωμένο στις σκηνές υποδοχής και στο ζεύγος Ευνίκης και Στηβ (των γειτόνων), την αδιέξοδη / ανακλαστικά παθιασμένη και στερεοτυπικά φαλλοκρατική σχέση των οποίων ερμηνεύουν πολύ πειστικά ο Γιάννης Κόραβος και η Ιωάννα Ραμπαούνη. Η Ευνίκη, η πρώτη που θα υποδεχθεί τη Μπλανς, ένας χαρακτήρας φιλεύσπλαχνος και πονετικός, χαρακτηριστική εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας που θα ονόμαζε κανείς «γυναίκα-φίλη», αλλά και σκληρή ρεαλίστρια που επιβιώνει. Ο Στηβ, μέλος της αντροπαρέας του πόκερ, ένας χοντροκομμένος αλλά και τρωτός παράλληλα άνδρας, συμμετρικός του Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Υπάρχει κάτι ακραία ρομαντικό στην οργάνωση αυτού του μικρόκοσμου του πρώτου πλάνου.
Στο δεύτερο τέταρτο του σκηνικού, η είσοδος/έξοδος (που στην εκδοχή του Καραντζά δεν θα ανοίξει για την τελική «έξοδο» της Μπλανς), ένα υποκατάστατο αναρτώμενης ντουλάπας και μια ανοιχτή παρατημένη βαλίτσα δίπλα σ’ ένα ζευγάρι λευκές γόβες.
Το τρίτο τέταρτο της σκηνής, πολύ σημαντικό, το «δωμάτιο καθαρμών», το ντους όπου θα απομονώνεται κάθε ήρωας ξεχωριστά για να κλάψει, χωρισμένο από αριστερά και από δεξιά με μια διαφανή πλαστική κουρτίνα. Το πέρασμα από το ένα διαμέρισμα-κλωβό στο άλλο γίνεται με στριμωχτές, αγχωτικές κινήσεις, η ιδιωτικότητα απουσιάζει εντελώς, η δε μετωπικότητα είναι αντίστοιχη με εκείνη του σκηνικού των «Τριών αδελφών».
Η ανάγνωση του Καραντζά αναγιγνώσκει τις σκέψεις της Μπλανς μεγαλοφώνως και η σκηνή φωτίζεται, σε αυτά τα σημεία, με γαλάζιο χρώμα, προσδίδοντας ονειρική «έκταση» στη στενή σκηνική πραγματικότητα.
Στο τελευταίο, αριστερό τέταρτο του σκηνικού συνυπάρχουν η κουζίνα με το ενδιαίτημα (στρώμα) της Μπλανς: ένα σκληρό, ιδιότυπο περιβάλλον που η Μπλανς δεν το αντέχει, αλλά το ανέχεται σαν φυλακισμένη. Είναι ηλίου φαεινότερον πως η σκηνοθεσία δεν επιδιώκει τον ρεαλισμό, ή μάλλον ότι ορμώμενη από τα ρεαλιστικά στοιχεία του έργου κάνει το άλμα προς την Ποίηση.
Η ανάγνωση του Καραντζά αναγιγνώσκει τις σκέψεις της Μπλανς μεγαλοφώνως και η σκηνή φωτίζεται, σε αυτά τα σημεία, με γαλάζιο χρώμα, προσδίδοντας ονειρική «έκταση» στη στενή σκηνική πραγματικότητα. Σε κάθε επαφή της με έναν ανδρικό χαρακτήρα, η Μπλανς, απόλυτα τραυματισμένη από το τραύμα του νεανικού της έρωτα, αυτομάτως κάνει ένα άλμα πίσω σ’ αυτό. Το τέλος επισφραγίζει αυτήν τη σκηνοθετική επιλογή: τι άραγε καλύτερο θα επιφύλασσε το μέλλον;
«Say it’s only a paper moon»
Η Αλεξία Καλτσίκη παίζει τον ρόλο της ζωής της. Ώριμη πια, με σκηνική άνεση που θα τη ζήλευε και η μεγαλύτερη τραγωδός, έχει μπει βαθιά στον ρόλο της Μπλανς και σταδιακά «περνά» και σε προεκτάσεις και μυστικούς θαλάμους του ρόλου που δεν θα περίμενε κανείς: σαν να βρίσκεται σε μιαν εκστατική φάση της καριέρας της, κυριολεκτικά «κεντάει» την persona αυτήν και οι μεταπτώσεις της έχουν την κομψότητα και την αρτιότητα μιας ηθοποιού μεγάλου βεληνεκούς.
Και από τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου έχουμε μιαν εκπληκτική, συγχωρητική Στέλλα, λεπτή, νεανική, απόλυτα ανθρώπινη, απόλυτα ταιριαχτή με το παιδικό δέμας του Άρη Μπαλή. Η Στέλλα, στην εκδοχή του Καραντζά, προδίδει το παρελθόν και τις ρίζες της. Ο ερχομός της Μπλανς την «έχει πετάξει πίσω» στην κοινή παιδική τους ηλικία, γεμίζοντάς την συναισθηματική ανασφάλεια, ενώ η ενσυναίσθησή της την αναγκάζει να γεφυρώνει διαρκώς τη σύγκρουση της αδελφής της με τον Στάνλεϊ.
Η Αλεξία Καλτσίκη παίζει τον ρόλο της ζωής της. [...] Σαν να βρίσκεται σε μιαν εκστατική φάση της καριέρας της, κυριολεκτικά «κεντάει» την persona αυτήν και οι μεταπτώσεις της έχουν την κομψότητα και την αρτιότητα μιας ηθοποιού μεγάλου βεληνεκούς.
Ο Άρης Μπαλής, αφού η εμφάνισή του καταφέρει πλήγμα στον ειθισμένο «μάτσο» χαρακτήρα που καλείται να υποδυθεί, αφομοιώνει την καθοδήγηση του Δημήτρη Καραντζά κατά τρόπον που τον καθιερώνει ως αντι-πρότυπο ρόλου. Τα καταφέρνει να είναι, ταυτόχρονα, ο φαλλοκράτης Στάνλεϊ Κοβάλσκι, ο υπολογιστής (βλέπε την εμμονή του με τον Ναπολεόντειο Κώδικα), ο αγροίκος και άξεστος, «κοινός» και ηδονιστής/υπάνθρωπος/πιθηκοειδής και ζωώδης Πολωνός μετανάστης, ωστόσο έχει λεπτές αποχρώσεις χιούμορ, εξάρσεις παιδικότητας, σπινθήρες ειρωνείας και τρωτό μηχανισμό αντιδράσεων που τον συνδέουν αυτομάτως με τις «μνήμες» του Άλαν. Είναι αισθησιακή η ζώνη επαφής που θεσπίζεται ανάμεσα στον Άρη Μπαλή και την Δήμητρα Βλαγκοπούλου, είναι διαφορετικά ερωτική η συνεύρεσή του επί σκηνής με την Αλεξία Καλτσίκη.
Στον ρόλο του Μιτς ο Βασίλης Μαγουλιώτης δίνει μια διάσταση ουσιαστική, καθώς η συνομιλία του και το φλερτ του με τη Μπλανς δεν τον διαφοροποιεί αισθητά από το τραπέζι και την ανδρική ομήγυρη του πόκερ. Η Μπλανς μετακυλίει στο πρόσωπο του Μιτς τον ρόλο της σωτήριας λέμβου – η απόσυρση αυτής της σανίδας σωτηρίας, σε συνδυασμό με την (ενσωματωμένη στα λόγια της) προφητική φράση της μεξικάνας ανθοπώλιδας «flores para los muertos», όλα προοιωνίζονται το ψυχικό ολίσθημα προς την καταστροφή: ο Καραντζάς επιλέγει μιαν εκκρεμότητα ποιητικής εξόδου έναντι μιας βεβαιότητας ψυχιατρείου.
Τα επιμέρους ζητήματα της πιθανής πολυγαμικής εκτόνωσης της Μπλανς, της πιθανής ανεπίτρεπτης σχέσης της με τον μαθητή της στο κολλέγιο απ’ όπου έχει απολυθεί, του ψευδεπίγραφου των αφηγήσεών της, όλα αυτά περνούν σε δεύτερο πλάνο, για να αφήσουν χώρο σε μια τοποθέτηση πολύ λιγότερο ταπεινωτική. Το χάρτινο φωτιστικό προστατεύει την Μπλανς «από το γκρίζο και τη σκληρότητα της πραγματικότητας». Όταν ο Στάνλεϊ σκίζει το χάρτινο φαναράκι της και την εκθέτει στο ανελέητο φως της φθοράς, στην ουσία της επιτρέπει την οριστική έξοδο από τον κόσμο του. Εξοργιζόμενος με τα ψέματά της, υποτιμώντας και περιφρονώντας την, ποθώντας την και βιάζοντάς την, απερίφραστα και ωμά εκδιώκοντάς την από το σπίτι, ο Στάνλεϊ κατ’ ουσίαν τη λυτρώνει.
Το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Καραντζά είναι η ισχυρότερη ερμηνευτική και σκηνοθετική προσέγγιση από όσες ελληνικές έχω δει.
Εκείνη θα βαδίσει στον κήπο των ονείρων της και οι άλλοι θα συνεχίσουν απτόητοι το πόκερ τους. Η Στέλλα αιωρείται ανάμεσα στους δυο κόσμους, μετανοημένη και μετέωρη. Ο Στάνλεϊ, τρέμοντας στη συνειδητοποίηση της ετερότητάς του, θα πέσει στα γόνατα να τη συγκρατήσει: «Έλα τώρα! Έλα τώρα μωρό μου!»
Το υπέροχο αυτό έργο έχει γνωρίσει πολλές και διαφορετικές ερμηνείες και προσεγγίσεις, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα [1]. Το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Καραντζά είναι η ισχυρότερη ερμηνευτική και σκηνοθετική προσέγγιση από όσες ελληνικές έχω δει.
[1] Η ελληνική παραστασιογραφία του έργου: το 1948 η Μελίνα Μερκούρη υποδύθηκε τη Μπλανς Ντιμπουά στο Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Ο θίασος της Έλλης Λαμπέτη ανέβασε το «Λεωφορείο ο Πόθος» το 1965, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, το 1972, σε σκηνοθεσία Ν. Χατζίσκου, με την Τ. Νικηφοράκη, ο θίασος Κ. Ρηγόπουλου – Κ. Αναλυτή το 1978, ο θίασος της Ν. Γαληνέα το 1988-89, ο θίασος της Κ. Χέλμη το 1988 σε σκηνοθεσία Κ. Αντωνιάδου, ο θίασος Κ. Δανδουλάκη το 1998 σε σκηνοθεσία του Στ. Φασουλή, η Άντζελα Μπρούσκου το 2008 στο θέατρο Σφενδόνη με την Όλια Λαζαρίδου, το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας το 2011, σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη, με την Κ. Γέρου, το 2008, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με πρωταγωνίστρια την Πέμυ Ζούνη στη σκηνοθεσία του Αντώνη Καλογρίδη. Τον Ιούλιο του 2010 το Φεστιβάλ Αθηνών φιλοξένησε την παράσταση «Un omnibus» των Κριστόφ Βαρλικόφσκι/Ουαζντί Μουαουάντ, όπου η Ιζαμπέλ Ιπέρ υποδύθηκε μια Μπλανς ντυμένη με ταγιέρ Ιβ Σεν Λοράν και δωδεκάποντες γόβες που ψέλλιζε «μου είπαν να πάρω ένα λεωφορείο που το λένε Πόθο»: σ’ εκείνη την παράσταση όλοι οι χαρακτήρες ήταν πολωμένοι μεταξύ των χαρακτήρων Μπλανς και Στέλλας. Μια ελεύθερη, ελληνοπρεπή διασκευή έκανε και η Γλυκερία Μπασδέκη στο “Ramona Travel” το 2014, όπου ο Γιάννης Σκουρλέτης είχε φιλοτεχνήσει μια Μπλανς τελείως διαφορετική στο πρόσωπο της Καρυοφιλιάς Καραμπέτη. Το 2015 ο γεωργιανός Λ. Τσουλάτζε το ανέβασε στο θέατρο Άνεσις με την Κ. Λέχου, το 2017 η Ελένη Σκότη στο Σύγχρονο Θέατρο με Μπλανς την Κόρα Καρβούνη, ενώ το 2021 είδαμε την εκδοχή του Θανάση Σαράντου στη νέα σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με Μπλανς την Κωνσταντία Τάκαλου.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.