Για το βιβλίο του Εμμανουήλ Αντ. Εμμανουηλίδη «Οι Ελληνοκινεζικές σχέσεις κατά την περίοδο 1972-1997» (University Studio Press).
Του Γιώργου Βέη
Προϊόν μελέτης των αρχείων κατ’ εξοχήν του ημέτερου Υπουργείου Εξωτερικών. Μεθοδική ανάλυση των διμερών σχέσεων των δύο κρατών, τα οποία, παρά τη γεωγραφική απόσταση, η οποία τα χωρίζει, αντιλαμβάνονται αμφότερα τη σημασία της καλλιέργειας δεσμών, ποικίλων ποιοτήτων και ποσοτήτων, προς αμοιβαίο πάντα όφελος. Το πρώτο μέρος αφορά στις ελληνοκινεζικές επαφές υπό το πρίσμα της πολυδιάστατης ελληνικής πολιτικής και των πρώτων επισήμων προσεγγίσεων μας με τα κομμουνιστικά κράτη, την καθοριστική εκείνη περίοδο των ετών 1974-1981. Συγκρατώ ότι εξετάζεται με τη δέουσα προσοχή η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη χώρα του Λάο Τσε και του Κομφούκιου. Έχοντας ήδη υπηρετήσει επτά περίπου χρόνια, τόσο στην Πρεσβεία μας στο Πεκίνο, όσο και στο Χονγκ Κονγκ και Μακάο ως Γενικός Πρόξενος, παρακολούθησα εκ του σύνεγγυς μέρος των συναφών επαφών και περαιτέρω δράσεων. Μάλιστα, λόγω της διαρκούς ελλείψεως προσωπικού στο Πεκίνο, εκτός από τα καθαρά διπλωματικά μου καθήκοντα, αρχικά ως Γραμματέας Πρεσβείας Α΄ και στη συνέχεια ως Σύμβουλος επί πολιτικών θεμάτων, κάλυπτα, στο μέτρο του δυνατού εννοείται, τα κενά του Γραφείου Τύπου, του Μορφωτικού Ακολούθου, αλλά και του Εμπορικού Συμβούλου ταυτοχρόνως. Επισημαίνω ότι όπως τότε, έτσι και στις ημέρες μας η Πρεσβεία μας στο Πεκίνο κατατάσσεται αρμοδίως στα πόστα των «ειδικών και δυσμενών συνθηκών» για πολλούς ευνόητους λόγους.
Εξ ου και το αυξημένο ενδιαφέρον που παρουσιάζει, ως εκ των πραγμάτων, η σε ικανό βάθος ανάλυση του πλέγματος των εν λόγω τακτικών επικοινωνιών, των ενδεχομένων συν-ταυτίσεων σε ορισμένα ζωτικά ζητήματα και βεβαίως των όποιων σαφών κοινών παρονομαστών, οι οποίοι απαντούν στο διαχρονικό πολιτικό-διπλωματικό πλαίσιο συνεργασίας των δυο πανάρχαιων λαών μέσα από τους προβλεπόμενους θεσμικά διαύλους. Κρίνω ότι ο συγγραφέας αποδίδει με συνέπεια την ιδιομορφία των διμερών αυτών σχέσεων μαζί με όσα τα συμφραζόμενά τους προμηνύουν στο άμεσο μέλλον. Συγκρατώ ότι η δοκιμή αυτή είναι η πρώτη του είδους. Σε μια πιθανή επανέκδοσή της θα πρέπει να διορθωθούν ορισμένα λάθη. Όπως αυτό φέρ’ ειπείν, το οποίο αφορά στο επίθετο του πρέσβη Θεμιστοκλή Χρυσανθόπουλου και όχι «Χρυσανθακόπουλου», όπως αναγράφεται στις σελίδες 141-142.
Κρίνω ότι ο συγγραφέας αποδίδει με συνέπεια την ιδιομορφία των διμερών αυτών σχέσεων μαζί με όσα τα συμφραζόμενά τους προμηνύουν στο άμεσο μέλλον. Συγκρατώ ότι η δοκιμή αυτή είναι η πρώτη του είδους.
Το δεύτερο μέρος του διεξοδικού αυτού έργου του Εμμανουήλ Αντ. Εμμανουηλίδη εστιάζεται στην περίοδο των κυβερνήσεων του Ανδρέα Γ. Παπανδρέου. Προβάλλονται και πάλι, εκτός των άλλων, οι συνάψεις συμφωνιών, οι οποίες συναποτελούν τους ικανούς και αναγκαίους ιστούς της όποιας πρόσφορης συναλληλίας. Η δε πρώτη επίσκεψη Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, εκείνη του Χρήστου Σαρτζετάκη, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το 1988, δίνει ένα μέτρο των εγγενών δυσκολιών, των γραφειοκρατικών σκοπέλων, των όποιων ασύμμετρων παραμέτρων, αλλά και της ανέκκλητης υπέρβασης ορισμένων εμποδίων. Με βραδύ ενίοτε ρυθμό. Πάντως με θετικό εν γένει πρόσημο. Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την ανάλογη υιοθέτηση προσφορότερης, ήτοι κατά πολύ περισσότερο ευέλικτης οικονομικής στρατηγικής από την πλευρά των ιθυνόντων του Πεκίνου ήταν επόμενο να προωθηθούν ακόμη περισσότερο οι ουσιαστικές διαβουλεύσεις μας με τη σινική πλευρά. Ο συγγραφέας εκθέτει με σαφήνεια το περιεχόμενο των αντίστοιχων συμφωνιών που προέκυψαν. Η ανάλυση ολοκληρώνεται το 1997.
Συμπερασματικά τα εξής: η επιστροφή του «Αρωματικού Λιμένα», δηλαδή του Χονγκ Κονγκ, στον εθνικό μητρικό – πατρικό κορμό, την 1η Ιουλίου του 1997, εγκαινιάζει, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, την κατά πολύ βελτιωμένη εμφάνιση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στην ευρύτερη σκηνή του κόσμου. Οίκοθεν νοείται ότι ιδίως η βρετανική πανηγυρική αποχώρηση από το Χονγκ Κονγκ, μετά από εκατό ακριβώς χρόνια κατοχής, προσδίδει, εκτός των άλλων, στην όλη εικόνα μιαν ιδιαίτερη απόχρωση: το Πεκίνο δεν είναι πλέον το υποχείριο των «διαβόλων», το πειθήνιο, άβουλο τριτοκοσμικό κράτος, όπου μετά βίας επιβιώνουν 1.300.000 περίπου κάτοικοι, αλλά ο καθόλα έγκυρος, ισότιμος, αν όχι εμφανώς ισχυρότατος και εξαιρετικά αποτελεσματικός εταίρος στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων. Ό,τι δηλαδή ευλόγως η προκείμενη μελέτη εκθέτει με νηφαλιότητα και εξειδικευμένη αποδεικτικότητα στο επιλογικό της τμήμα.
Tα αίτια και τα αιτιατά των πτυχών της συγκεκριμένης δικαιικής εξέλιξης αναμοχλεύονται με τεκμηριωμένη αντικειμενικότητα, με κρυστάλλινη σαφήνεια και με αδιάπτωτη ενάργεια ύφους.
Σημειώνω ότι η νομική παιδεία του συγγραφέα ασφαλώς τον υποστηρίζει στην εκ προοιμίου μάλιστα ιδιαίτερα απαιτητική κειμενική πράξη: τα αίτια και τα αιτιατά των πτυχών της συγκεκριμένης δικαιικής εξέλιξης αναμοχλεύονται με τεκμηριωμένη αντικειμενικότητα, με κρυστάλλινη σαφήνεια και με αδιάπτωτη ενάργεια ύφους.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Βράχια» (εκδ. Ύψιλον).
Οι Ελληνοκινεζικές σχέσεις κατά την περίοδο 1972-1997
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΑΝΤ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ
UNIVERSITY STUDIO PRESS 2021
Σελ. 288, τιμή εκδότη €20,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η μελέτη των διπλωματικών αρχείων της Κίνας είναι πρακτικά ανέφικτη λόγω γλώσσας αλλά και της μη δημοσίευσής τους· εξαιρετικά χρήσιμη ήταν ύπαρξη εργασίας Κινέζας ακαδημαϊκού που πραγματοποίησε σπουδές σε Ελληνικό πανεπιστήμιο και αναφέρεται σε αυτά. Επομένως, εκ των πραγμάτων, η έρευνα εστιάζεται στην ελληνική εξωτερική πολιτική.
Καταληκτικά, οι διμερείς σχέσεις με την Κίνα αποτελούν έναν ιδιαίτερο τομέα της ελληνικής διπλωματίας. Και σήμερα, ακόμα περισσότερο από ότι στην υπό μελέτη πρώτη εικοσιπενταετία, οι δύο χώρες επιδιώκουν την εμβάθυνση των σχέσεών τους, ιδίως ενόψει των αμοιβαίων οικονομικών ωφελειών. Ωστόσο, πρόκειται για μια χώρα που οι σχέσεις μαζί της χαρακτηρίζονται «νεαρές» λόγω της ανυπαρξίας τους ως το 1972. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, είτε η αυταρχική της δικτατορικής περιόδου είτε οι συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις των Καραμανλή, Μητσοτάκη, Παπανδρέου και Σημίτη, επεδίωκαν την αύξηση των επαφών. Αυτό, γιατί διέβλεπαν την άνοδο της Κίνας στο παγκόσμιο περιβάλλον και σκοπό είχαν να βελτιώσουν τις ελληνοκινεζικές σχέσεις […] O πρέσβης Θεμιστοκλής Χρυσανθόπουλος ορθώς λοιπόν θεωρείται, ακόμα και από τους σύγχρονους μελετητές, έμπειρος διπλωμάτης για την περιοχή της Άπω Ανατολής. Παρότι οι ελληνοκινεζικές σχέσεις σημείωσαν σαφή πρόοδο, ο Χρυσανθόπουλος εστίασε στα «αγκάθια» και ζήτησε πρόσθετες ενέργειες της Ελλάδας για να λυθούν τα προβλήματα [...] Αναφερόμενος ο Χρυσανθόπουλος στη διεθνή θέση της Κίνας, θεώρησε μεν το ρήγμα με τη Σοβιετική Ένωση βαθύ, αλλά δεν ήταν απίθανο δε να υπάρξουν στο κοντινό μέλλον αμοιβαίες προσπάθειες προσέγγισης των σινοσοβιετικών σχέσεων. Ωστόσο αμφισβήτησε τη στρατιωτική συμπαράταξη των δύο κομμουνιστικών κρατών, αφού ήταν της άποψης πως σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης μεταξύ των υπερδυνάμεων η Κίνα θα παρέμενε ουδέτερη για να αποφύγει την εμπλοκή της σε πόλεμο».