
Βιβλιοπαρουσίαση και βιβλιοκριτική: προ-κριτικός και κριτικός λόγος
Του Νικήτα Παρίση
Πολύ πρόσφατα, την Τετάρτη, 8 Ιουνίου, δημοσιεύθηκε στην Book Press ένα ξεχωριστού ενδιαφέροντος άρθρο του Γ.Ν. Περαντωνάκη, με τον τίτλο Βιβλιοπαρουσίαση και βιβλιοκριτική: αδελφές ή ανταγωνίστριες; Πρόκειται, ασφαλώς, για κείμενο που αρθρώνει υπεύθυνο, σαφή και μεστό λόγο. Βασική του πρόθεση, να αναζητήσει τα στοιχεία που αντιδιαστέλλουν ή συμπλησιάζουν τις δύο έννοιες του τίτλου, τη βιβλιοπαρουσίαση και τη βιβλιοκριτική.
Δική μου πρόθεση: όχι, βέβαια, να διαφωνήσω, προβάλλοντας έναν αντιρρησιακό λόγο ή, έστω, να οδηγηθώ σε μια υπεροπτική αναίρεση κάποιων θέσεων και απόψεων του Γ.Ν. Περαντωνάκη. Είναι εδραία και πολύ σταθερά θεμελιωμένες οι θέσεις του. Εξάλλου, μια δημόσια διαφωνία για τέτοια θέματα καθημερινής γραφής στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, για μένα τουλάχιστον μοιάζει α-νόητη ή και νοσηρή.
Άλλη, ασφαλώς, και διαφορετικής λογικής είναι η δική μου πρόθεση. Καταρχήν, ήθελα πολύ να επισημάνω, ως έντυπη δημόσια παρουσία, ένα άρθρο και ένα λόγο που έχει την τόλμη ή τη δυναμική να σχολιάσει στοιχεία δημοσιογραφικής κριτικής αταξίας ή και ορισμένες στρεβλότητες του τρέχοντος κριτικού λόγου για τη λογοτεχνία. Αυτή είναι η μια πτυχή της δικής πρόθεσης.
Η άλλη πτυχή, ενδεχομένως πιο ενδιαφέρουσα, είναι να λειτουργήσω, κυρίως και πρωτίστως, συμπληρωματικά ή και προσθετικά στα όσα έχει διατυπώσει ο Περαντωνάκης. Η έννοια της προσθετικότητας δεν περιέχει συγγραφική νοσηρότητα ή ενδειξη υπεροπτικής υπεροχής. Το ερέθισμα και τη γόνιμη αφετηρία τη δίνει πάντα ο λόγος του πρώτου γράψαντος. Η προσθετικότητα είναι πράξη χρονικά δεύτερη, υστερογενής και, φυσικά, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη λογική του πρώτου κειμένου.
Τη διατυπώνω αυτή την εντελώς προοιμιακή ένσταση: οι δύο συνεξεταζόμενες έννοιες δε λειτουργούν ούτε συνεργατικά ούτε ανταγωνιστικά. Η καθεμιά έχει τη δική της λογική και πορεύεται, ως συγγραφική πράξη, με αυτόνομο τρόπο.
Τελείωσαν τα προλογικά. Περνάμε στο προκείμενο. Πρώτα μια μικρή, πολύ μικρή, ένσταση στο ερώτημα-πρόβλημα που περιέχει ο τίτλος του Περαντωνάκη. Τη διατυπώνω αυτή την εντελώς προοιμιακή ένσταση: οι δύο συνεξεταζόμενες έννοιες δε λειτουργούν ούτε συνεργατικά ούτε ανταγωνιστικά. Η καθεμιά έχει τη δική της λογική και πορεύεται, ως συγγραφική πράξη, με αυτόνομο τρόπο. Βέβαια, δεν διατυπώνω διαφωνία. Και ο Περαντωνάκης ερωτηματικά το έθεσε το πρόβλημα. Ουσιαστικά το αξιοποίησε ως αφετηρία και ερέθισμα, για να αναζητήσει τα διαχωριστικά στοιχεία και εκείνα που αντιδιαστέλλουν τη μία έννοια απ’ την άλλη. Τα εκθέτει όλα στη σταδιακή ανάπτυξη του άρθρου του.
Προχωρώ σε μια πρώτη συμπληρωματική διευκρίνιση. Καταρχήν και, ασφαλώς, με τα δικά μου προσωπικά κριτήρια, η έντυπη βιβλιοπαρουσίαση, συνήθης στον ημερήσιο τύπο, δε συνιστά μορφή κριτικού λόγου, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του προσώπου που τη γράφει. Συμφωνεί και ο Περαντωνάκης επισημαίνοντας και γράφοντας ότι πρόκειται για ένα είδος κριτικού reportage.
Ο κριτικός λόγος, εφόσον καλύπτει τις αυτονόητες ποιοτικές προδιαγραφές, είναι λόγος με ειδική βαρύτητα. Δεν παρουσιάζει απλώς, και μάλιστα με δημοσιογραφική ενημερωτική λογική, το λογοτεχνικό βιβλίο. Αποκαλύπτει και ανοίγει, στην όραση του καλλιεργημένου αναγνώστη, την εσωτερική ποιότητα του λογοτεχνικού βιβλίου, καλή ή κακή.
Προϋποθέτει ειδική λογοτεχνική παιδεία και ευρύχωρη κειμενογνωσία, δηλαδη κειμενική παιδεία μέγιστου εύρους και βάθους. Δε συνιστά σημείωμα επικαιρικού χαρακτήρα. Δεν εμπλέκεται εσκεμμένα στους μηχανισμούς της προώθησης των βιβλίων, κινείται δηλαδή έξω από τους σκληρούς ανταγωνιστικούς νόμους της αγοράς. Έχει συγγραφικό ήθος και το μέγιστο που την κοσμεί είναι η κριτική τολμηρότητα, που σημαίνει ότι η λάμψη και η στιλπνότητα των μεγάλων ονομάτων αφήνει ανεπηρέαστη την κριτική ευθυκρισία.
Για να είναι περισσότερο εμπράγματος ο λόγος μας και να μη συσσωρεύει μόνο γενικόλογα κάπως αξιώματα, θα αρκούσε η αναφορά σε δύο μόνο παραδείγματα: στον Τέλλο Άγρα και τον Βύρωνα Λεοντάρη. Ο πρώτος, στο επίσημο όργανο της Γενιάς του ’30, δηλαδή στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, με διευθυντή τον κορυφαίο σε αντι-καρυωτακικό πνεύμα, δημοσιεύει το 1935 την πρώτη θετικά ουσιαστική κριτική για τον αυτοκτόνο ποιητή της Πρέβεζας. Αυτό είναι παράδειγμα κριτικής τολμηρότητας και ευθυκρισίας. Γι’ αυτό και έμεινε στην ιστορία της νεοελληνικής στοχαζόμενης κριτικής.
Τα χρησιμοποίησα, όμως, για να καταδείξω τι σημαίνει κριτικό ήθος, τι λογοτεχνική παιδεία προϋποθέτει η άσκηση βιβλιοκριτικού λόγου και πόση τολμηρότητα είναι αναγκαία, όταν μάλιστα οι καιροί είναι δύσκαμπτοι, για να αρθρώσει κανείς δημόσια την αλήθεια της κριτικής σκέψης.
Ο δεύτερος, ο Β. Λεοντάρης, δημοσιεύει στην Επιθεώρηση Τέχνης, στο περιοδικό που κυριαρχούσε η κριτική μονολιθικότητα του Μ. Αυγέρη, του Μ.Μ. Παπαϊωάννου και του Τ. Βουρνά, το άρθρο του για την ποίηση της ήττας. Έμεινε και αυτό στην ιστορία ως πρότυπο κριτικής ευστοχίας και τόλμης. Τα παραδείγματα, βέβαια, δεν συνιστούν περιπτώσεις βιβλιοκριτικής. Τα χρησιμοποίησα, όμως, για να καταδείξω τι σημαίνει κριτικό ήθος, τι λογοτεχνική παιδεία προϋποθέτει η άσκηση βιβλιοκριτικού λόγου και πόση τολμηρότητα είναι αναγκαία, όταν μάλιστα οι καιροί είναι δύσκαμπτοι, για να αρθρώσει κανείς δημόσια την αλήθεια της κριτικής σκέψης.
Τώρα που προσδιορίστηκαν έννοιες πρωταρχικής βαρύτητας (κριτικό ήθος, κριτική τόλμη, λογοτεχνική παιδεία), θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε με μεγαλύτερη άνεση την έννοια, την ουσία και τη λειτουργία της βιβλιοπαρουσίασης, αντιδιαστέλλοντάς τη από το ειδικό βάρος που έχει η άσκηση της βιβλιοκριτικής. Καταρχήν προσυπογράφω συνολικά την ευστοχία των θέσεων που διατυπώνει ο Περαντωνάκης στο δικό του άρθρο. Πρέπει το δίδυμο θέμα της βιβλιοπαρουσίασης και της βιβλιοκριτικής να τον έχει απασχολήσει ως πρόβλημα και να τον έχει εμπεριστατωμένα και στοχαστικά απασχολήσει.
Με δεδομένη την απόλυτη συμφωνία μου με τις απόψεις του αρθρογράφου, δεν συνιστά, ασφαλώς, ολίσθημα να ακουστούν συμπληρωματικά και κάποιες άλλες πρόσθετες σκέψεις. Καταρχήν, θα επιμείνω στην αρχική μου θέση: η βιβλιοπαρουσίαση δεν συνιστά μορφή κριτικού λόγου. Πρόκειται για σημείωμα ασθμαίνουσας-λαχανιαστής γραφής. Στόχος της: να προλάβει και να υπηρετήσει, με τη δημοσιογραφική έννοια, την εκδοτική επικαιρότητα και ενημέρωση.
Βλέποντας με αυτή την οπτική τα πράγματα, θα λέγαμε ότι η βιβλιοπαρουσίαση είναι μια μορφή προ-κριτικού λόγου. Είναι αναγκαίος αυτός ο προ-κριτικός λόγος; Φυσικά! Ασχολείται, σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, με τα περί το βιβλίο και λειτουργεί ως προ-κριτική ενημέρωση του βιαστικού αναγνώστη, που θέλει να γνωρίζει τι πιο πρόσφατο περιέχει η εκδοτική βιτρίνα.
Η βιβλιοπαρουσίαση, ως προ-κριτικός λόγος, σε στιγμές έντονης δημοσιογραφικής πιεστικής βιασύνης, προκειμένου να προλάβει κανείς την ομόλογη ανταγωνιστική στήλη, θα μπορούσε να γραφεί και χωρίς να έχει προηγηθεί η πλήρης αναγνωστική αίσθηση που προκαλεί το παρουσιαζόμενο βιβλίο. Θα αρκούσαν ελάχιστα “εργαλεία” για τη συγκρότηση ευπρόσωπου λόγου: όνομα συγγραφέα, εκδότης, τίτλος, το στίγμα που δίνει ο οπισθόφυλλος λόγος, μια ολιγόλεπτη τηλεφωνική συνομιλία με το δημιουργό του βιβλίου. Χρειάζεται μόνο η τέχνη και η τεχνική της όμορφης σύνθεσης όλων αυτών των στοιχείων.
Μια βιβλιοπαρουσίαση δεν προϋποθέτει πάντα το έμπειρο χέρι ενός εξ επαγγέλματος κριτικού...
Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, μια βιβλιοπαρουσίαση δεν προϋποθέτει πάντα το έμπειρο χέρι ενός εξ επαγγέλματος κριτικού. Είναι θέμα περισσότερο πρακτικής άσκησης, δημοσιογραφικής οπτικής και συνθετικής ικανότητας στη δημιουργία ακόμη και πολυτροπικών κειμένων. Αντίθετα, η ουσία και η βαρύτητα του ώριμου κριτικού λόγου επιβάλλουν γραφή γραμμικότητας. Είναι και αυτό μια ακόμη διαφορά, τυπική βέβαια και εξωτερική. Η ουσία, πάντως, παραμένει : η παρουσίαση ενός βιβλίου, στο πλαίσιο μιας δημοσιογραφικής επικαιρικής ενημέρωσης, απέχει πολύ από την ωριμότητα του υπεύθυνου κριτικού λόγου.
Επειδή το μικρό είναι και όμορφο, να σταματήσω εδώ. Καταληκτικά, όμως, να προσθέσω και τούτο: δεν παράγει μόνο η σκέψη λόγο και επιχειρήματα. Είναι και ο “λόγος” των λέξεων, η ετυμολογική τους διαφάνεια. Και στην περίπτωσή μας η ετυμολογική ένταση των δύο επίμαχων λέξεων είναι αφοπλιστικά πειστική: με άλλον τρόπο προσδιορίζεται το βιβλίο με την βιβλιοπαρουσίαση, ενώ εντελώς διαφορετικά το καθορίζει, ως λογοτεχνική ποιότητα, η έννοια, η ουσία και η λειτουργία της βιβλιοκριτικής.
Να μην ξεχάσουμε, όμως, την αφετηρία μας: ένα συγκεκριμένο κείμενο, αυτό του Γιώργου Περαντωνάκη, μας έδωσε την ευκαιρία και τη δυνατότητα μιας “συνομιλίας” και αυτή, ακριβώς, η μορφή συνομιλίας παρήγαγε ένα άλλο κείμενο, αυτό που μόλις τώρα διαβάσατε. Γι’ αυτό είναι ωραίο να “συνομιλούν” μεταξύ τους τα κείμενα.
* Ο ΝΙΚΗΤΑΣ ΠΑΡΙΣΗΣ είναι φιλόλογος κα συγγραφέας.