Aπόπειρα για μια αρχή διαλόγου
Του Νικήτα Παρίση
Τελικά, μας χρειάζονται και τα θεωρητικά κείμενα. Αυτά που έχουν το ωραίο άρωμα του μεστού δοκιμιακού - στοχαστικού λόγου. Ειδικότερα, σε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό για την τέχνη και τον πολιτισμό. Του προσδίδουν, εκτός των άλλων, και θεματική ποικιλία. Τα συντηρείς αυτά τα θεωρητικά κείμενα σε αρχεία αναγνωστικής διάρκειας. Διευρύνουν τη στοχαστική μας διάθεση και μπορούν να γίνουν οι απαρχές πολυφωνικού διαλόγου. Μας χρειάζεται και ο διάλογος. Ειδικότερα σε εποχές πνευματικής ξηρασίας ή και αφωνίας.
Μ' αυτές τις σκέψεις και με μια τέτοια οπτική, για έναν δηλαδή ευρύτερο πολυφωνικό διάλογο, διάβασα το άρθρο του Γιώργου Περαντωνάκη για το ρόλο του κριτικού της λογοτεχνίας. Ομολογώ ότι το χάρηκα, ιδιαίτερα για το εύρος των στόχων που θέτει και ορίζει για τον κριτικό της λογοτεχνίας. Στάθηκα πολύ σ' αυτό το εύρος. Δεν ξέρω αν είναι εφικτή, στη συγγραφική πράξη, μια τέτοια πολύμορφη στοχοθετική προοπτική. Ούτε, βέβαια, και μπορώ να εικάσω τι υποδομή πολύτροπης παιδείας απαιτεί και προϋποθέτει από την πλευρά του κριτικού. Ομολογώ, πάντως, ότι η νεότερη ελληνική κριτική σκέψη, με καταμετρημένες ελάχιστες εξαιρέσεις, «πάσχει» από εμφανή ένδεια ιδεολογικής τολμηρότητας και από αισθητή έλλειψη ευρύχωρης σπουδής και αναλυτικής μελέτης του λογοτεχνικού φαινομένου.
Η νεότερη ελληνική κριτική σκέψη [...] «πάσχει» από εμφανή ένδεια ιδεολογικής τολμηρότητας και από αισθητή έλλειψη ευρύχωρης σπουδής και αναλυτικής μελέτης του λογοτεχνικού φαινομένου.
Όμως, το συγκεκριμένο άρθρο λειτούργησε γονιμοποιητικά μέσα μου. Γι' αυτό και η σημερινή μου πρόθεση να καταγράψω, στο περιθώριο έστω, κάποιες πρωτοβάθμιες σημειώσεις. Τις καταγράφω, βέβαια, όχι ως μορφή αντιρρησιακού λόγου. Η ηλικιακή ωριμότητα έχει οριστικά αποβάλει αυτά τα σύνδρομα συγγραφικής αλαζονείας. Η καταγραφή οφείλεται σε ένα και μόνο λόγο: να ειπωθούν ορισμένα πράγματα συμπληρωματικά ή και προσθετικά στα όσα σημείωσε ο Περαντωνάκης στο δικό του άρθρο.
Καταρχήν, ο κριτικός λόγος για ένα βιβλίο προεπιβάλλει, και μάλιστα με τρόπο απόλυτο και αξιωματικό, ορισμένες αναγκαστικές και πιεστικές προδιαγραφές. Τυπικές και ουσιαστικές. Δεν μπορείς να τις αγνοήσεις ή να τις παρακάμψεις. Αποτελούν το sine qua non της κριτικής. Είναι σαν να θέλεις να κάνεις καλό ψωμί χωρίς προζύμη. Δε γίνεται.
Να θίξω, για λόγους γενικότερης συγγραφικής οικονομίας, μόνο τους ουσιαστικούς. Ο κριτικός, άκων εκών, θα μιλήσει για τέσσερα στοιχεία, που συνιστούν πυρηνικές ουσίες για ένα λογοτεχνικό βιβλίο, ιδιαίτερα αν πρόκειται για πεζογράφημα. Παρένθετα σημειώνω ότι στην κριτική της ποίησης λειτουργεί μια κάπως μεγαλύτερη ελευθεριότητα κινήσεων και κριτικής άνεσης. Κι αυτό, γιατί η σύγχρονη ποίηση συνιστά ένα πολύ πιο «ρευστό» λογοτεχνικό υλικό.
Να επανέλθω, όμως, στις τέσσερις πυρηνικές ουσίες. Θα μιλήσει, λοιπόν, ο κριτικός, γιατί δεν μπορεί να το αποφύγει, για τη θεματική ουσία του κρινόμενου κειμένου. Αθεματικό πεζογράφημα δεν μπορεί να υπάρξει. Αποτελεί την εσώτατη ψίχα του κειμένου που το προσδιορίζει καθοριστικά. Θα πρέπει, μάλιστα, ο κριτικός λόγος για το λογοτεχνικό θέμα να διερευνήσει κατά πόσον εντάσσεται στη ζώσα ή και εύφλεκτη πραγματικότητα της εποχής ή αν πρόκειται για μια παρωχημένη γραφή, που γράφεται ερήμην της γενικότερης κοινωνικής πραγματικότητας. Ο συσχετισμός θέματος και κοινωνικής ή ιστορικής πραγματικότητας είναι απόλυτα αναγκαίος.
Αθεματικό πεζογράφημα δεν μπορεί να υπάρξει. Αποτελεί την εσώτατη ψίχα του κειμένου που το προσδιορίζει καθοριστικά.
Αυτονόητο ότι το θέμα [πρέπει να] επενδύεται και λειτουργεί μέσα σε έναν πρωτότυπο και ευρηματικής σύλληψης μύθο. Ο μύθος, ο σταδιακά εξελισσόμενος και ανελισσόμενος, περιέχει, κινεί, αναπτύσσει και αναδεικνύει το θέμα. Ο μύθος είναι το ωραίο κέλυφος. Αναζητάς ρωγμές, ανοίγεις το κέλυφος και ανακαλύπτεις το «κουκούτσι», το λογοτεχνικό δηλαδή θέμα.
Ο μύθος περιέχει τη δράση, τα αφηγημένα δηλαδή περιστατικά που, καταγραμμένα ως έντεχνα επεισόδια, συνιστούν το «ψαχνό» του κειμένου. Αυτό που προκαλεί την αναγνωστική απόλαυση και την εσωτερική ανάταση του αναγνώστη. Οι φορείς της δράσης είναι τα πρόσωπα. Δράση, χωρίς τα δρώντα πρόσωπα, τους χαρακτήρες του κειμένου, είναι αδιανόητη. Θα μιλήσει, επομένως, ο κριτικός για το κατά πόσον αυτοί οι χαρακτήρες είναι «στρογγυλωμένοι» λογοτεχνικά, αυθύπαρκτοι και αληθοφανείς.
Αυτά τα τέσσερα στοιχεία: το θέμα, ο μύθος, η δράση και οι χαρακτήρες, συνιστούν τις πυρηνικές ουσίες του λογοτεχνικού κειμένου. Ο κριτικός λόγος για ένα βιβλίο, ιδιαίτερα πεζογραφικό, που παρακάμπτει αυτή την τετράπτυχη ουσία ενός κειμένου, «πάσχει», κατά τη γνώμη μου, από εμφανή κριτική αστάθεια και ορατή ολισθηρότητα.
Θα μπορούσε ο κριτικός της λογοτεχνίας να λειτουργεί ως ένας ενδιάμεσος μεταξύ του αναγνώστη και του κρινόμενου βιβλίου; θα μπορούσε δηλαδή ο ρόλος του να είναι διαμεσολαβητικός και ο λόγος του να λειτουργεί ως μια σύσταση ανάγνωσης;
Προωθώντας το λόγο, να θέσω για συζήτηση μιαν άλλη πτυχή, με μορφή διπλού ερωτήματος: συγκεκριμένα, θα μπορούσε ο κριτικός της λογοτεχνίας να λειτουργεί ως ένας ενδιάμεσος μεταξύ του αναγνώστη και του κρινόμενου βιβλίου; θα μπορούσε δηλαδή ο ρόλος του να είναι διαμεσολαβητικός και ο λόγος του να λειτουργεί ως μια σύσταση ανάγνωσης; Ο Περαντωνάκης στο ερώτημα αυτό απάντησε αρνητικά. Απέκλεισε δηλαδή απόλυτα τη διαμεσολαβητική λειτουργία του κριτικού λόγου. Δεν μπορεί, κατά τη γνώμη του, ο κριτικός να υπηρετεί, ως αυτοσκοπό, τη λειτουργία της διαμεσολάβησης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο κριτικός θα ταυτιζόταν, όπως υποστηρίζει, με το δημοσιογράφο του λογοτεχνικού reportage.
Προσωπικά, όμως, έχω μέσα μου όχι απλώς την αίσθηση αλλά τη βεβαιότητα ότι ο κριτικός λόγος, ανεξάρτητα από την όποια βούληση του κριτικού, λειτουργεί διαμεσολαβητικά. Αυτή, ακριβώς, η διαμεσολαβητική λειτουργία υπάρχει εγγενώς και εκ προοιμίου στον κριτικό λόγο. Από τη στιγμή που κάποιος μιλάει για ένα βιβλίο κριτικά, ο λόγος του, ανεξάρτητα από τις δικές του προθέσεις, είναι καθαρά διαμεσολαβητικός και επηρεάζει, θετικά ή αρνητικά, την αγοραστική και αναγνωστική βούληση του αναγνώστη.
Μένει ακόμα ένα θέμα ουσίας. Να το διατυπώσω με μορφή πολλαπλού ερωτήματος: θα πρέπει, πράγματι, ο κριτικός να προσδώσει τόση ευρύτητα στο λόγο του, ώστε να συνδέσει το κρινόμενο βιβλίο με το γενικότερο ιδεολογικό γίγνεσθαι και να το συσχετίσει με μια πολύμορφη κοινωνική κινητικότητα και ζύμωση ιδεών; Μήπως, τελικά, μια τέτοια διεύρυνση του κριτικού λόγου εμπεριέχει τον κίνδυνο να απολησμονηθεί ποιο είναι, σε τελευταία ανάλυση, το κρινόμενο;
Θα πρέπει ο κριτικός να προσδώσει τόση ευρύτητα στο λόγο του, ώστε να συνδέσει το κρινόμενο βιβλίο με το γενικότερο ιδεολογικό γίγνεσθαι;
Σ' αυτά τα ερωτήματα η προσωπική μου άποψη και θέση έχει ήδη έμμεσα εκφρασθεί. Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που κρίνεται ο μύθος, ο περιέχων το λογοτεχνικό θέμα, και συσχετίζεται με τη ζώσα κοινωνική πραγματικότητα, ο κριτικός λόγος έχει αποκτήσει από μόνος του τη μέγιστη ευρύτητα και σύνδεση με τη μεγάλη κοινωνική εικόνα και τα ζέοντα κοινωνικά θέματα και προβλήματα. Αυτά που βασανίζουν και τυραννούν την ανθρώπινη ύπαρξη. Εναπόκειται μόνο στην αναγνωστική εμβρίθεια του εκάστοτε αναγνώστη να συνδέσει το έλασσον, το κρινόμενο δηλαδή βιβλίο, με το μείζον, που είναι η μεγάλη κοινωνική εικόνα.
Το θέμα για το ρόλο του κριτικού είναι και πολύπτυχο και πολυσυζητημένο. Όσα και να γράψει κανείς, θα συνιστούν πάντα μια συγγραφική ημιτέλεια. Προσωπικά θέλησα να καταθέσω, εν είδει πρωτοβάθμιων σημειώσεων, και να «στρογγυλοποιήσω» κάπως ορισμένες θέσεις, πιστεύω οικείες και γνωστές σε όλους.
* Ο ΝΙΚΗΤΑΣ ΠΑΡΙΣΗΣ είναι φιλόλογος κα συγγραφέας.