Σκέψεις και επισημάνσεις για το ρόλο του κριτικού λογοτεχνίας σήμερα.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Όποιος νομίζει ότι ο ρόλος του κριτικού είναι απλώς μεσολαβητικός κι ο βιβλιοκριτικός ένα είδος ενδιάμεσου που αναδεικνύεται σε κόσκινο, ώστε να διηθήσει τη βιβλιοπαραγωγή και να την παρουσιάσει στους αναγνώστες, απλά τον συγχέει με τον δημοσιογράφο του λογοτεχνικού ρεπορτάζ. Όποιος νομίζει ότι ο κριτικός λογοτεχνίας αξιολογεί τα βιβλία, για να ξεδιαλέξει τα καλύτερα και να τα θέσει υπόψη του αναγνώστη, απλώς περιμένει λίγα απ’ αυτόν.
Ο κριτικός βιβλίου δεν έχει καθήκον να ενημερώνει για τις νέες κυκλοφορίες ούτε απλώς να διυλίζει τα καλύτερα, προκειμένου να διευκολύνει τις αγορές του αναγνώστη. Ούτε έχει το χρέος να εξηγεί (χρησμοδοτεί για) το περιεχόμενο ή τη μορφή του λογοτεχνικού έργου, σαν ένα είδος αυθεντίας που μπορεί ex cathedra να νοηματοδοτεί και έτσι να ιεραρχεί την παραγωγή, προσπαθώντας να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι. Όλα αυτά βέβαια περιλαμβάνονται σε μια βιβλιοκρισία, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός αυτή να λειτουργεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι αναγνώστες έχουν ήδη πολλές πληροφορίες από πληθώρα πηγών, ώστε να εκτιμήσουν ποιο ή ποια κείμενα τους ενδιαφέρουν.
Η βιβλιοκριτική μπορεί να έχει διαχρονική αξία, αν επιχειρήσει να αξιολογήσει τα εκάστοτε βιβλία, για να τα θέσει σε έναν βραχείας ή μακράς εμβέλειας Κανόνα.
Η βιβλιοκριτική δεν αποσκοπεί στο να κάνει γνωστό το βιβλίο στο κοινό· αυτό θα την έκανε αξιανάγνωστη μόνο πριν κανείς διαβάσει το έργο. Αντίθετα, η βιβλιοκριτική μπορεί να έχει διαχρονική αξία, αν επιχειρήσει να αξιολογήσει τα εκάστοτε βιβλία, για να τα θέσει σε έναν βραχείας ή μακράς εμβέλειας Κανόνα. Γράφω λοιπόν, ακόμα και για ένα έργο που εκδόθηκε σε παλιότερες εποχές (και τώρα επανεκδίδεται ή επανέρχεται με άλλο τρόπο στο προσκήνιο), σημαίνει ότι περνάω από τη βάσανο του χρόνου τον υπάρχοντα Κανόνα.
Ακόμα περισσότερο, ο ρόλος του κριτικού είναι να θέσει τον λόγο της λογοτεχνίας σε ενεργή αντιπαράθεση με τους άλλους λόγους της κοινωνίας. Σε ένα ρευστό και συνεχώς αναμορφούμενο γίγνεσθαι, η λογοτεχνία συναντά την πολιτική, τη θρησκεία, την ιδεολογία, το λαϊκό αίσθημα, την ηθική, την επιστήμη κ.λπ. Η ανάγνωση πλέον δεν είναι απλώς η ψυχαγωγία που προσφέρει η συνάντηση με το βιβλίο, αλλά η αναζήτηση της νέας οπτικής που κάθε ποιοτικό ανάγνωσμα καταθέτει. Ο βιβλιοκριτικός λοιπόν καλείται να αναλύσει πόσο η λογοτεχνία, είτε τα μεμονωμένα έργα είτε το σύνολό της, διασταυρώνεται με τους υπόλοιπους λόγους δείχνοντας την κατεύθυνση της ανθρώπινης σκέψης.
Όπως προείπα, ο ρόλος της κριτικής (πρέπει να) εκτείνεται σε πιο ουσιαστικά εδάφη: να αποτελέσει λόγο που να συνδιαλέγεται με τη λογοτεχνία, να τίθεται σε διάλογο μαζί της και να επιχειρεί να αναδείξει τη βασιμότητα της φωνής της αλλά και να ανασκευάσει το αβάσιμο του λόγου της. Στην ουσία δεν παρουσιάζει το βιβλίο, ούτε το αξιολογεί βάσει ενός ενδολογοτεχνικού αισθητικού μέτρου, αλλά το αξιολογεί κρίνοντας πόσο αυτό συντελεί στην ευρύτερη πολιτισμική συζήτηση για την πορεία της ανθρώπινης σκέψης και την εξέλιξη της κοινωνίας. Κρίνω ως κριτικός δεν σημαίνει ότι εξιστορώ την υπόθεση, αναλύω την αφηγηματικότητα ή την ποιητικότητα του έργου, εξηγώ τα κρυμμένα νοήματα… Κρίνω σημαίνει ότι διεξάγω διάλογο με το κείμενο, προκειμένου να φανεί η συμβολή του στην αλλαγή νοοτροπίας, στη διεύρυνση των οριζόντων μας, στην επιβεβαίωση ή αναθεώρηση των υπαρχουσών αξιών.
Η λογοτεχνία είναι ένας ισχυρός ακόμα (έστω κι αν αυτό αμφισβητείται πλέον από πολλούς) πόλος της κουλτούρας που δομεί την κοινωνία και συμβάλλει στη ζύμωση των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων. Ίσως ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το διαδίκτυο και οι κουλτούρες της εκπαίδευσης, της πολιτικής κ.ά. να επενεργούν πιο δραστικά και άμεσα, αλλά, έστω κι έτσι, η λογοτεχνία και γενικότερα το βιβλίο, που διατηρεί τον γραπτό λόγο ως άξονα μιας συνεχώς υπάρχουσας πολιτισμικής εξέλιξης, λειτουργούν ακόμα μέσα στις πολιτισμικές διεργασίες.
Αξιολογώ δεν σημαίνει απλώς μ’ αρέσει ή δεν μ’ αρέσει, αλλά ιεραρχώ κάθε βιβλίο σε μια κλίμακα πολιτισμικής διαμόρφωσης.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η κριτική βιβλίου αναλαμβάνει τον ρόλο της ανάδειξης αυτής της λειτουργίας της λογοτεχνίας, ξεδιπλώνοντας κουκί κουκί τις καινοτόμες ή πιο συντηρητικές μορφές της. Έτσι, αξιολογώ δεν σημαίνει απλώς μ’ αρέσει ή δεν μ’ αρέσει, αλλά ιεραρχώ κάθε βιβλίο σε μια κλίμακα πολιτισμικής διαμόρφωσης. Κρίνω ποιοτικά τα έργα που καινοτομούν ιδεολογικά και αισθητικά, που προεκτείνουν τους πνευματικούς ορίζοντες της κοινής γνώμης, που δίνουν απαντήσεις σε διαχρονικά ερωτήματα τα οποία κάθε άνθρωπος σε κάθε εποχή θέτει στον εαυτό του και στους άλλους.
Ο Τζβετάν Τοντορόφ στο βιβλίο του «Η λογοτεχνία σε κίνδυνο» (Πόλις 2013) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, προτείνοντας να βλέπουμε κάθε βιβλίο στο πλαίσιο της ιστορίας των ιδεών και των λόγων που εισηγούνται κάτι στην κοινωνική αυτοσυνειδησία. Γι’ αυτό ίσως το σοβαρότερο λάθος, στο οποίο έχει εγκλωβιστεί η σημερινή κριτική, είναι η συζήτηση στην οποία περιορίζεται, συζήτηση για το βιβλίο και όχι για το θέμα που το βιβλίο θέτει. Η κριτική μιλάει για το δάκτυλο και αγνοεί συχνά τον ουρανό, τον οποίο το δάκτυλο δείχνει, μιλάει για τη μορφή, τη λογοτεχνικότητα, τον τρόπο γραφής του εκάστοτε συγγραφέα και παραγκωνίζει τους προβληματισμούς που αυτός θέτει για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Αποφεύγει σωστά τις παλιότερες ιδεολογικές και ηθικές αγκυλώσεις, όταν το καλλιτεχνικό έργο κρινόταν αμιγώς βάσει των πολιτικών του αντιλήψεων, αλλά φτάνει στο άλλο άκρο: αγνοεί τη δυναμική που μπορεί να έχει το λογοτέχνημα διά του θέματος που προτείνει στο αναγνωστικό κοινό και τους ερεθισμούς που αυτό προκαλεί, και συνάμα αμπελοφιλολογεί για την ενδοκειμενική -φορμαλιστική και τεχνική- υπόσταση του έργου. Λίγες κριτικές δείχνουν με ουσιαστικό τρόπο πώς η αισθητική ενός πεζού ή ποιήματος προωθεί πετυχημένα ή όχι τις απόψεις που τίθενται σε διάλογο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.