
Για την παράσταση «Ο χορός της φωτιάς» σε σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη, η οποία παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Του Νίκου Ξένιου
Με τίτλο Ο χορός της φωτιάς, ο Άρης Μπινιάρης σκηνοθετεί, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, μια μουσική παράσταση βασισμένη σε αληθινές μαρτυρίες. Συγκλονισμένος από τις συστηματικές διώξεις και τη γενοκτονία των Ποντίων και των Αρμενίων που ξεκίνησε το 1911 και κορυφώθηκε το 1919, ο κύριος Μπινιάρης επεξεργάζεται το αρχέτυπο του πολεμιστή/προασπιστή ενός πολιτισμού που επιβίωσε αλώβητος επί πολλούς αιώνες στα ίδια εδάφη έως τη Μικρασιατική καταστροφή.
Με εφαλτήριο το ιστορικό βίωμα, αλλά με σαφή άρνηση της ιδεολογικοποίησής του, ο κύριος Μπινιάρης επιδίδεται σ’ ένα σκηνικό ύμνο στην αυταπάρνηση και την αυτοθυσία του πολεμιστή που τάσσεται κατά του
δεσποτισμού και του ολοκληρωτισμού.
Βιασμοί, σφαγές, εκκαθαρίσεις, ομαδικές εκτελέσεις, όλα «διαθλώνται» στην παράσταση του Άρη Μπινιάρη μέσω ενός ποιητικότροπου κειμένου και μιας αφήγησης χορικού τύπου που αντλήθηκε από αυθεντικές μαρτυρίες του παθόντος ποντιακού ελληνισμού, από κείμενα διαφορετικών πολιτικών αποχρώσεων και από τουρκικές προπαγανδιστικές μπροσούρες των αρχών του εικοστού αιώνα που αναφέρονται στην περίφημη «φυλετική καθαρότητα», στον δογματισμό και στη μονολιθικότητα, ως σε παράγοντες που ανακόπτουν και επιβουλεύονται την υγιή συνέχιση της ζωής. Αντίθετο στην ιδέα του τουρκικού εθνικισμού (του παντουρκισμού), το κίνημα των Ποντίων προσλαμβάνει, στην παράσταση του κύριου Μπινιάρη, τη διάσταση συμβόλου: η δραματουργική στόχευση βρίσκεται στη βούληση και στο ψυχικό σθένος, στη μαχητικότητα και στον ηρωϊσμό που χρειάζεται να επιστρατεύσει ο άνθρωπος εν γένει προκειμένου να διατηρήσει την ανθρωπινότητα και τις ρίζες του. Με εφαλτήριο το ιστορικό βίωμα, αλλά με σαφή άρνηση της ιδεολογικοποίησής του, ο κύριος Μπινιάρης επιδίδεται σ’ ένα σκηνικό ύμνο στην αυταπάρνηση και την αυτοθυσία του πολεμιστή που τάσσεται κατά του δεσποτισμού και του ολοκληρωτισμού.
Η μοίρα του ποντιακού ελληνισμού
Από τον 10ο π.Χ. αιώνα χρονολογείται ο πρωτοελληνικής καταγωγής ποντιακός ελληνισμός. Η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Κερασούντα, η Αμισός, η Σινώπη. Ο Μιθριδάτης ο Ευπάτωρ, ο αυτονομημένος από το Βυζάντιο Πόντος που υπερβαίνει τις φεουδαρχικές δομές της αυτοκρατορίας, η τουρκική κατάκτηση στα μέσα του 17ου αιώνα, ο ποντιακός ελληνισμός ως εστία αντίθεσης στον τουρκικό εθνικισμό μεταξύ 1916-1922. Το εθνικιστικό κίνημα των Νεοτούρκων στην κατεχόμενη οθωμανική Θεσσαλονίκη, που έθεσε ως στόχο τη θεωρητική θεμελίωση της γενοκτονίας που επρόκειτο να εξαπολύσει εις βάρος όλων των αρχαίων πολιτισμών της περιοχής του Πόντου. Το παντουρκιστικό κίνημα, που στοχεύει στη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Και οι Γερμανοί, που επιδιώκουν το ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών της Εγγύς Ανατολής με την εξαφάνιση των μόνων ανταγωνιστών τους, των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.
Φοβούμενοι μην τους καταδικάσουν στην Ευρώπη, επέλεξαν τη μέθοδο των «λευκών θανάτων»: είτε έβαζαν τους Ποντίους να περπατούν μέχρι να εξαντληθούν είτε τους έκαναν ομαδικά λουτρά και μετά τους έβγαζαν γυμνούς στο χιόνι
για να πεθάνουν από πνευμονία.
Εκτός από τις σφαγές, τις λεηλασίες, τα βασανιστήρια, τους εμπρησμούς οικισμών, οι υπόλοιπες προμελετημένες μέθοδοι εξόντωσης που χρησιμοποίησαν, όπως μαζικοί εκτοπισμοί, πορείες θανάτου, τάγματα εργασίας, κινούμενα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αποτέλεσαν τη «μεγάλη πρόβα» για όσα επιχείρησε ο Χίτλερ στη Γερμανία και την υπόλοιπη Ευρώπη, λίγα χρόνια αργότερα. Οι Νεότουρκοι αντιμετώπισαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα». Επικαλέστηκαν το Ισλάμ αναμεμειγμένο με την ιδέα του φυλετισμού –είχαν τους θεωρητικούς τους που έγραψαν τα απαραίτητα κείμενα–, και συνέβη ό,τι συνέβη, με τις απίστευτες σφαγές των Αρμενίων και με τους «λευκούς» θανάτους των Ποντίων. Φοβούμενοι μην τους καταδικάσουν στην Ευρώπη, επέλεξαν τη μέθοδο των «λευκών θανάτων»: είτε έβαζαν τους Ποντίους να περπατούν μέχρι να εξαντληθούν είτε τους έκαναν ομαδικά λουτρά και μετά τους έβγαζαν γυμνούς στο χιόνι για να πεθάνουν από πνευμονία. Έτσι, ένας ολόκληρος λαός εξοντώθηκε με τη χρήση κινούμενων κέντρων συγκέντρωσης, εκτοπισμών και άλλων τέτοιων μεθοδεύσεων. Παρά τα δεινά που υπέστησαν, οι Πόντιοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τα πολιτισμικά τους στοιχεία, που καθορίζουν κατά πολύ την ταυτότητά τους.
Αποτίμηση της παράστασης
Το μέχρι πρό τινος ταμπού σκηνικό της γενοκτονίας των Αρμενίων και Ποντίων, χωρίς όμως προσδιορισμό χρόνου και τόπου, μεταπλάθεται, στο προσωπικό όραμα του Άρη Μπινιάρη, σε μια no man’s land όπου ο αγώνας ηρωϊκοποιείται ως αντίσταση στη βία και ως δίκαιη διεκδίκηση για το δικαίωμα στην ύπαρξη και στον πολιτισμό.
Η ιστορική αφήγηση αναφέρεται διαρκώς σε χώρους: τόπους ανθρώπινης εγκατάστασης, μετακίνηση φυλών στον χάρτη, τόπους νέας εγκατάστασης ή μετεγκατάστασης, τόπους κατάκτησης, νέους τόπους που ανακαλύπτονται. Όλες αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις του χώρου είναι που συνθέτουν τις έννοιες της πατρίδας, του γενέθλιου τόπου, της καταγωγής, της ευημερίας, του πολιτισμού, ενώ οι διαφορετικές μορφές απώλειας ενός τόπου συνθέτουν τις έννοιες της ξενιτειάς, της περιπλάνησης, της νοσταλγίας, της αναζήτησης εστίας. O άνθρωπος επενδύει στους τόπους συναισθηματικά και δίνει ψυχή, ζωή σε φυσικά αντικείμενα όπως τα δέντρα, τους βράχους, τις πέτρες, καθώς αντιμετωπίζονται ως ζώντα. Το μέχρι πρό τινος ταμπού σκηνικό της γενοκτονίας των Αρμενίων και Ποντίων, χωρίς όμως προσδιορισμό χρόνου και τόπου, μεταπλάθεται, στο προσωπικό όραμα του Άρη Μπινιάρη, σε μια no man’s land όπου ο αγώνας ηρωϊκοποιείται ως αντίσταση στη βία και ως δίκαιη διεκδίκηση για το δικαίωμα στην ύπαρξη και στον πολιτισμό. Μαζί με τον συνθέτη Φώτη Σιώτα, ο Μπινιάρης επιλέγει γρήγορο, δυναμικό ρυθμό όπου βάζει την ομάδα των ερμηνευτών του να απαγέλλουν χορεύοντας ταυτόχρονα. Μάλιστα τον επενδύει με σύγχρονο ποιητικό λόγο και τον ντύνει με τους εξαιρετικούς φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου, ώστε να προσδώσει κίνηση στο δρώμενο. Από το αδρό ύφος της ομαδικής απαγγελίας και κάποια από κάποια ιδιότυπα μουσικά ακούσματα, περνά, στο τέλος της παράστασης, στο ποντιακό μουσικό ιδίωμα και στις κινήσεις των δημοτικών ποντιακών χορών, σε μιαν ανατριχιαστική σκηνή «τρανς» κορύφωσης.
Ο Χρήστος Λούλης και η Ιωάννα Παππά συγκλονιστικοί στους ρόλους τους.
Ο Χρήστος Λούλης και η Ιωάννα Παππά συγκλονιστικοί στους ρόλους τους, και πολύ αξιόλογες οι παρουσίες και όλων των άλλων ερμηνευτών (Δώρας Ξαγοράρη, Λεωνής Ξεροβάσιλα, Κώστα Σεβδαλή, Γρηγορίας Μεθενίτη, Ελένης Μπούκλη, Κατερίνας Δημάτη, Μάνου Πετράκη, Νίκου Τσολερίδη, Ορέστη Χαλκιά), που αποδίδουν με έκσταση μιαν άνευ προηγουμένου τελετή. Αξιοποιώντας τον αξιόλογο νέο μουσικό Νίκο Παπαϊωάννου στο τσέλο, τον Μιχάλη Βρέτα στο βιολί και τον Νίκο Μαγνήσαλη στα ηλεκτρονικά κρουστά, ο άξιος δημιουργός γενικεύει, αποδομώντας το, το αρχικό ιστορικό ερέθισμα, διατηρώντας τα έντονα χρυσά, κόκκινα και γαλάζια χρώματα στις ενδυμασίες (Κωστής Καραντάνης-Ματίνα Μέγκλα) και προβάλλοντας σκηνικό νερών και στέπας στο πίσω μέρος (Γιώργος Δασκαλόπουλος). Ένας χορός Μνημόνων, μέσα από το τραγούδι και τον χορό, ανασύρει από την μνήμη και αφηγείται την ιστορία του τόπου αυτού, επαναλαμβάνοντας το κείμενο με υπερβολικό βερμπαλισμό, είναι η αλήθεια, που υπογραμμίζει τη δραματικότητα των συμβάντων περισσότερο από όσο χρειάζεται.
Αρχέτυπα κατηγορήματα, όπως η καρποφόρα γη, οι δογματικές και πένθιμες ορδές, η στρατιά των «εκτοπισμένων», η μάχη, η οροσειρά της αντίστασης κλπ., υπηρετούν την κεντρική σύλληψη του σκηνοθέτη, που παίρνει διαστάσεις πανανθρώπινης διαμαρτυρίας ενάντια στον ρατσισμό, την ωμή, ανεπεξέργαστη βία, τον εθνικισμό και την απανθρωπιά. Θέματα ταυτότητας, καταβολών, αρχετύπων και σχέσεων που αναφέρονται στα δίπολα νίκη/ήττα, ματαίωση/επιστροφή, θάνατος/αναγέννηση, αυτά είναι τα ζητήματα που θέτει ο «Χορός της Φωτιάς».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).