Για τη συλλογή διηγημάτων της Χαράς Νικολακοπούλου «Μια τρυφερή καρδιά στο βάθος – Και άλλες ιστορίες» (εκδ. Θράκα).
Της Χρύσας Φάντη
Με τέσσερα έργα στο ενεργητικό της −δυο βιβλία μυθοπλασίας και δύο δοκίμια─ η Χαρά Νικολακοπούλου επανεμφανίζεται με μια συλλογή 22 διηγημάτων που τιτλοφορείται Μια τρυφερή καρδιά στο βάθος – Και άλλες ιστορίες. Η συλλογή είναι χωρισμένη σε δύο μέρη: το πρώτο (και εκτενέστερο) περιλαμβάνει δώδεκα διηγήματα, ενώ το δεύτερο, που τιτλοφορείται «Μικρές περιπλανήσεις, μικρές ιστορίες», δέκα μικρότερα, τα τέσσερα από αυτά σε πρώτο πρόσωπο και με μορφή αυτοβιογραφική.
Η Νικολακοπούλου χωρίς να επιτίθεται ή να αποκαθηλώνει τους ήρωές της, πόσο μάλλον να απαξιώνει ή να χλευάζει τα παθήματά τους, με άλλα λόγια χωρίς να καταφεύγει στην ευκολία της δηκτικότητας και τη χυδαιότητα, καταφέρνει να τους διακωμωδεί με τρόπο υγρό και χυμώδη.
Εμφανής και εδώ, όπως και στα προηγούμενα πεζογραφικά έργα της συγγραφέως, η σφιχτή δομή και πλοκή, η άνεση στη διήγηση, το στοιχείο της έκπληξης, η παιγνιώδης ματιά και το χιούμορ. Η Νικολακοπούλου χωρίς να επιτίθεται ή να αποκαθηλώνει τους ήρωές της, πόσο μάλλον να απαξιώνει ή να χλευάζει τα παθήματά τους, με άλλα λόγια χωρίς να καταφεύγει στην ευκολία της δηκτικότητας και τη χυδαιότητα, καταφέρνει να τους διακωμωδεί με τρόπο υγρό και χυμώδη. Πρόκειται για μια ματιά που δανείζεται τον μανδύα του ρεαλισμού για να κάνει πιο έντονα τα σουρεαλιστικά και υπερβατικά της πετάγματα μέσα από μια γραφή ώριμη και σε σημεία σαρκική. Ας μη ξεχνάμε ότι και το λατινικό humor ή umor αυτό αρχικώς σήμαινε: την υγρασία και τους χυμούς του σώματος.
Στο πρώτο κατά σειρά διήγημα, το «Ένα παιδάκι από εκεί πάνω», αφιερωμένο στον Δημητράκη, μαθητή της συγγραφέως, ο ομώνυμος ήρωας, παιδί που κουβαλάει το τραύμα του ξένου, «κρυστάλλινος και από εκείνους που δεν κόβουν συχνά βόλτες στον πλανήτη», θα καταφέρει να επικοινωνήσει με τη δασκάλα του, μια γυναίκα το ίδιο αποξενωμένη με αυτό, μέσα από μια ζωγραφιά που αποκαλύπτει έναν παράδεισο και ένα φιλί τόσο ζεστό που θα σβήσει την πίκρα του «σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι» φιλιού του εραστή της. Η αφήγηση επιλέγει το τρίτο πρόσωπο και ύφος σχετικά ανάλαφρο, αναδεικνύοντας έτσι χωρίς καμιά συναισθηματική εμπλοκή τον εύθραυστο ψυχισμό των ηρώων της. Στο δεύτερο κατά σειρά διήγημα, το «Η Μάρα και τα παραμύθια», η κεντρική ηρωίδα φαίνεται να βρίσκεται εξαιρετικά κοντά στη ψυχοσύνθεση εκείνης του πρώτου διηγήματος, ενώ ο τριτοπρόσωπος αφηγητής υιοθετεί και εδώ μια φωνή συμπονετική αλλά και απόμακρη, υποδορίως ειρωνική και σε αντίθεση με τον θερμό, αμφίθυμο και μανιασμένο ψυχισμό της γυναίκας, αποφεύγοντας έτσι την παγίδα του μελοδραματισμού. Εύλογες και οι αναφορές στην υψηλή καλλιτεχνική παιδεία και τις εκλεκτικές προτιμήσεις του εραστή (κλασική μουσική, Ρώσικη Κιβωτός του Αλεξάντερ Σοκούροφ) − επιλογές κωμικές σε σχέση με τη μικροαστική του ζωή. Αντιστικτικά, οι πάλλουσες περιγραφές της φύσης και των σπιτιών που κατά καιρούς στεγάζουν την ηρωίδα απογειώνουν την αφήγηση.
«Ολοένα την περόνιαζε η αλμύρα, έτρωγε το σασί του κορμιού της. […] Χρόνια μετά, κατοικούσε σε μια πόλη δίπλα στο νερό, αγόρασε ένα τρύπιο σπίτι εκεί. Ο θόρυβος του δρόμου όμως τρύπωνε από τα διπλά τζάμια και αντάριαζε τις καρέκλες. Κρεμόταν από τις γωνίες ανάποδα σαν τη νυχτερίδα. […] Γιατί τα σπίτια να είναι τρύπια; Γιατί τα όνειρα πολυσύχναστοι δρόμοι; Γιατί η αγάπη ένα κρυστάλλινο πρίσμα ανεύρετο στους αιώνες; […] Οι άνθρωποι έμπαιναν στη ζωή της από τα παράθυρα, που δεν σφράγιζαν εντελώς, έκαναν το σπίτι άνω κάτω και ξανάβγαιναν σύντομα από τον ίδιο δρόμο. […] Μια μέρα είπε κατά λάθος "δεν μ’ αρέσει να τρυπάω τους τύπους" αντί "δεν μ’ αρέσει να τρυπάω τους τοίχους" και κατάλαβε πως ζούσε ακόμα εντελώς τυπικά».
Και στα είκοσι δύο διηγήματα της συλλογής, τόσο η κλασικά δομημένη και ισορροπημένη φόρμα όσο και το ανατρεπτικό χιούμορ με τις ευφυείς μεταφορές και την καλοδουλεμένη γλώσσα, απαλύνουν την αίσθηση της ασφυξίας και τη μιζέρια μιας πραγματικότητας όχι μόνο ασήμαντης αλλά και συχνά ευτελούς και αδιέξοδης.
Στο τρίτο κατά σειρά διήγημα, «Η ωραία Μαριλένα και τα κοτόπουλα», διήγημα πικρό και σπαρταριστό, η αφηγήτρια φαίνεται να συνομιλεί τόσο με τις ηρωίδες των προηγούμενων όσο και με την αφηγήτρια στο «Ζωή χαρισάμενη» (διήγημα που θα συναντήσουμε στο δεύτερο μέρος) αφού η άποψή της για την τύχη της Μαριλένας με τον Τάσο δεν διαφέρει σε τίποτα από εκείνη της δεύτερης για την Ευγενία και τον Παναγιώτη. «Ήθελα να της πω να μην στενοχωριέται που δεν έκατσε η ιστορία με τον Τάσο της, πως δεν αρκούσε να αλλάξεις άντρα για να γλιτώσεις από τη μιζέρια του χωριού». Και στο «Ζωή χαρισάμενη»: «Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα και η Ευγενία δεν έμαθε ποτέ πώς θα ήταν η ζωή που θα μπορούσε να ζήσει σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν».
Στο τέταρτο διήγημα, «Έρως γαρ (ή ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης)», η οικονομική κρίση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις περαιτέρω επιπτώσεις της σημαδεύει την ερωτική ζωή των πρωταγωνιστών, επιπτώσεις και χαρακτηριστικά που τα έχουμε ήδη δει και στα διηγήματα που έχουν προηγηθεί. Έντονο εδώ το στοιχείο της φάρσας, με το παιχνίδι ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα να προικοδοτεί και τα αμέσως επόμενα: «Ο ωραίος Γερμανός», «Η γυναίκα που έλεγε ψέματα» και η «Κούκλα», το τελευταίο, με ορατά τα σημάδια του σουρεαλισμού και στα όρια ενός σύγχρονου μαγικού ρεαλισμού. Ακολουθούν το ξεχωριστό, «Μια τρυφερή καρδιά στο βάθος», παραμυθητικό και σουρεαλιστικό διήγημα που (όχι τυχαία) δανείζει τον τίτλο του στη συλλογή, καθώς επίσης τα σπαρακτικά, «Στάση Μήδεια» και «Το Δόντι», με κυρίαρχο το στοιχείο της απόρριψης αλλά και του υπερβατικού και της έκπληξης, ενώ στο αμέσως επόμενο «Χριστουγεννιάτικη Σοκολάτα» το κλίμα αλλάζει ως προς τη θερμοκρασία και το ύφος, δίνοντας τη σκυτάλη σε μια ατμόσφαιρα περισσότερο αγαπητική και ανάλαφρη. Το πρώτο μέρος της συλλογής κλείνει με το «Η γυναίκα με τα άσπρα», δυνατό στη σύλληψή του διήγημα, με την αφηγήτρια να βλέπει το πορτρέτο της σταδιακά να παραμορφώνεται, όπως σταδιακά παραμορφωνόταν και του Ντόριαν Γκρέι στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Όσκαρ Γουάιλντ.
Πλαγίως αυτοβιογραφικά τα πρώτα μικροδιηγήματα του δεύτερου μέρους, «Η σαλάτα», «Τα μπάνια», «Πατάω το κουμπί και βγαίνει μια φωνή» − δραματικά αν και δοσμένα με τρόπο χαμηλόφωνο και αποστασιοποιημένο τα «Φραγκόσυκα» και «Το λάθος παιδί» − αμιγώς χιουμοριστικά τα «Η σούπα των δακρύων» και «Φάνης μπαστούνι», με το βαθύτερο νόημα να τρεμουλιάζει κάτω από την ειρωνεία − ευφυώς φαρσικά τα «Ζωή χαρισάμενη» και «Δαίμονας έρωτας», με το τελευταίο να αναπτύσσει θαυμάσια τα περιπαιχτικά του στοιχεία, ενώ αμέσως μετά η «Βασίλω», κλείνει τη συλλογή μέσα σε έναν απολογητικό, βαρύ, αν και όχι εντελώς αμιγή ρεαλισμό. Και στα είκοσι δύο διηγήματα της συλλογής, τόσο η κλασικά δομημένη και ισορροπημένη φόρμα όσο και το ανατρεπτικό χιούμορ με τις ευφυείς μεταφορές και την καλοδουλεμένη γλώσσα, απαλύνουν την αίσθηση της ασφυξίας και τη μιζέρια μιας πραγματικότητας όχι μόνο ασήμαντης αλλά και συχνά ευτελούς και αδιέξοδης. Και τα είκοσι δύο, εξίσου ενδιαφέροντα και πρωτότυπα, καθιστούν το βιβλίο αξιοδιάβαστο και ιδιαίτερα γοητευτικό.
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.» (εκδ. Γαβριηλίδης).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία του © Tadao Cern.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ