
«Η ελευθερία στη Βρέμη» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ –μια σύμπραξη του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης– παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης, Υπόγειο (Πεσμαζόγλου 5), σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Φωτογραφίες © Γιώργος Αναστασάκης.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Νίκος Μαστοράκης σκηνοθετεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το κείμενο του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ «Ελευθερία στη Βρέμη», στη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα. Το έργο εντάσσεται στο γνωστό δραματουργικό ύφος του Φασμπίντερ, που κινείται ανάμεσα στο απόλυτα λευκό και το απόλυτα μαύρο και σοκάρει με τον ακραίο αντικομφορμισμό του. Η φράση του Ντελέζ «δεν θα μιλήσω ποτέ για την ελευθερία και την αλήθεια» μοιάζει δομική συνθήκη της παράστασης του κύριου Μαστοράκη, εφόσον ο συγγραφέας αρκείται στην αναπαράσταση της σχέσης θύτη και θύματος. Το έργο πρωτοανέβηκε στο Studio Ιλίσια το 1992, σε σκηνοθεσία Στέλιου Παυλίδη, με την Αμαλία Μουτούση στον κεντρικό ρόλο.
Η Γκέεσε Γκότφριντ ως χαρακτήρας είναι εμπνευσμένη από μιαν αληθινή δολοφόνο του 19ου αιώνα που εκτελέστηκε στη Βρέμη, εξιλαστήριο θύμα και σύμβολο για την υπόθεση της γυναικείας χειραφέτησης, πολύ πριν ο φεμινισμός σχηματοποιηθεί ως κίνημα. Οι σειραϊκοί φόνοι που επιτελεί η αντίστοιχη persona του Φασμπίντερ έχουν αμιγώς συμβολική διάσταση και συμπίπτουν με την κατάργηση αυτών των στερεοτύπων, όπως διαφαίνεται από τη φράση που επαναλαμβάνει η ηρωίδα κάθε φορά που δολοφονεί κάποιον.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου, οδηγημένη από το έμπειρο χέρι του Νίκου Μαστοράκη, ερμηνεύει με διαφορετικoύς τρόπους αυτήν την επίκληση / προσευχή προς μια ιδιότυπη ατομική έννοια της δικαιοσύνης: με απελπισία την πρώτη φορά, με έκσταση τη δεύτερη, με αυτολύπηση την τρίτη, με χαιρεκακία την τέταρτη, με γαλήνη την πέμπτη, αλλάζοντας τον τόνο της φωνής της και σβήνοντας ένα ένα τα αναμμένα καντήλια της καθεστηκυίας αντίληψης – και της ζωής των οικείων της.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου, οδηγημένη από το έμπειρο χέρι του Νίκου Μαστοράκη, ερμηνεύει με διαφορετικoύς τρόπους αυτήν την επίκληση / προσευχή προς μια ιδιότυπη ατομική έννοια της δικαιοσύνης.
Ανάμεσα στους φόνους, τα χορευτικά ιντερμέδια νεκρών με ζωντανούς δεν είναι παρά το σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω στην κωμική διάσταση των ανθρωπίνων, και αυτό το βρίσκω ιδιαίτερα ερεθιστική σκηνοθετική ιδέα, παρά τις κακές κριτικές που απέσπασε. Η επαναληπτικότητα με την οποία παρίστανται οι φόνοι είναι γνώρισμα του ίδιου του κειμένου, το οποίο ο κύριος Μαστοράκης ερμήνευσε προσδίδοντάς του μεγαλύτερη ακόμη «κανονικότητα» από αυτήν που έχει: αυτό που κάποιοι κριτικοί χαρακτήρισαν «μονοδιάστατο» δεν είναι παρά το στοιχείο του προβλέψιμου και του αναμενόμενου που υπαγορεύει το κείμενο, και κακώς προσάπτεται στον σκηνοθέτη. Κατά πάσαν πιθανότητα η κριτική έχει εθιστεί στον να βλέπει εξτραβαγκάντσες επί σκηνής και αντιδρά με πλήξη απέναντι σε κάθε λιτή σκηνοθεσία.
Και η σκηνοθεσία του Μαστοράκη είναι όντως λιτή, με υπερτονισμό κάποιων κειμενικών στοιχείων, και την υπηρετούν επάξια τόσο ο Διαμαντής Καραναστάσης στον ρόλο του τυραννικού συζύγου, όσο και ο Γιωργής Τσαμπουράκης στον ρόλο του φαλλοκράτη εραστή, ο Άγης Εμμανουήλ στον ρόλο του άλλου εραστή και ο Χάρης Τσιτσάκης στον ρόλο του πατέρα. Αλλά οι γυναίκες κρατούν τα ηνία της παράστασης, με προεξάρχουσα τη Μαρία Κεχαγιόγλου και με υψηλού επιπέδου ερμηνείες της Καίτης Μανωλιδάκη ως μητέρας και της καρατερίστα Μαριάννας Δημητρίου ως αδιάκριτης γειτόνισσας. Κατά την άποψή μου η κυρία Κεχαγιόγλου όντως «σπάει» το αποστειρωμένο περίβλημα που κατασκεύασε για να στεγάσει την έκρηξή της ο σκηνοθέτης: η αντίστιξη που δημιουργεί η καλά συγκρατημένη ενέργειά της διαρρηγνύει θεαματικά το κέλυφος των κοινωνικών ρόλων τους οποίους θα αποποιηθεί έναν προς έναν, για να αποθεωθεί, στο τέλος, σε μια κίνηση αυτοχειρίας / αυτοακύρωσης που υποδηλώνεται με την απογύμνωση από κάθε ηρωική διάσταση.
Το επαναστατικό, αιρετικό του θέμα καθιερώνει αυτό το κείμενο ως κλασικό έργο μιας θεματικής που φάνταξε σοκαριστική όσο και ο Μάης του ’68, όμως για τα σημερινά δεδομένα είναι κοινότοπη, έχει απίστευτη επαναληπτικότητα δομής και απόλυτα προβλέψιμη έκβαση.
Η Γκέεσε απαιτεί να αγαπηθεί, να της χαριστούν οι ελευθερίες επιλογής και να χειραφετηθεί από τον κοινωνικό ρόλο του υποχειρίου και του σεξουαλικού αντικειμένου. Ο ηθικός πυρήνας της ακραίας επιλογής της Γκέεσε είναι –όπως και του προτύπου της– να θέσει κάθετα και αδιαπραγμάτευτα το αίτημα για αγάπη, σεβασμό, συντροφικότητα και άρση της δυναστικής θέσης των ανδρών, δηλαδή του ετεροκανονικού προτύπου που καταστρέφει τη ζωή κάθε γυναίκας. Ως εκ τούτου, το επαναστατικό, αιρετικό του θέμα καθιερώνει αυτό το κείμενο ως κλασικό έργο μιας θεματικής που φάνταξε σοκαριστική όσο και ο Μάης του ’68, όμως για τα σημερινά δεδομένα είναι κοινότοπη, έχει απίστευτη επαναληπτικότητα δομής και απόλυτα προβλέψιμη έκβαση.
![]() |
Ο Γιωργής Τσαμπουράκης και η Μαρία Κεχαγιόλγου. |
Θα τολμήσω να ισχυριστώ ότι δεν πρόκειται για ένα κείμενο ισάξιο, αντίστοιχων έργων, φερειπείν, του Ζενέ ή του Κολτές. Είναι επίπεδο, στρατευμένο κατά εξώφθαλμο τρόπο, σχηματικό και ξεκάθαρα συνδεδεμένο με την κακοποίηση που υφίστανται οι ομοφυλόφιλοι και ο ίδιος ο Φασμπίντερ –ζήτημα που, υπό το δέμας μιας γυναίκας–ηρωίδας, στηλίτευσε στα έργα του κατ’ επανάληψιν.
Με αυτό δεν θέλω να ισχυριστώ ότι δεν παραμένει, για όλους μας, ο αγαπημένος Φασμπίντερ, το «κακό παιδί» της γερμανικής τέχνης. Αντιθέτως. Τα έργα του κρατούν τα σκήπτρα μιας πνευματικής βασάνου από την οποία περάσαμε όλοι οι κινηματογραφόφιλοι στα νιάτα μας και το παράδειγμά του καθόρισε την πνευματική μας πορεία σε μεγάλο βαθμό ακριβώς γιατί τα σύμβολά του ήταν εύκολα αποκρυπτογραφήσιμα και γιατί ο αμιγώς λαϊκός χαρακτήρας του κινηματογραφικού του ιδιολέκτου βρήκε μεγάλη απήχηση σε όλους τους αντικομφορμιστές διανοούμενους του δυτικού κόσμου. Αυτό που εισηγούμαι είναι πως η «Ελευθερία στη Βρέμη» είναι απλώς ένα έργο / μανιφέστο που αξίζει να ανεβαίνει στη σκηνή ώστε να παραγάγει το ποθητό επαναστατικό αποτέλεσμα.
Αντίθετα από την κριτική που έχει δεχθεί, κατ’ εμέ ο σκηνοθέτης κέρδισε απόλυτα την αναμέτρηση με το μέτριο κείμενο του Φασμπίντερ, πολλαπλασιάζοντας τις υποδηλώσεις του, αναβαθμίζοντας τη δυναμική του...
Υπό αυτήν τη συλλογιστική μπορώ να διακρίνω την πρωτοτυπία της προσέγγισης του κύριου Μαστοράκη: αντίθετα από την κριτική που έχει δεχθεί, κατ’ εμέ ο σκηνοθέτης κέρδισε απόλυτα την αναμέτρηση με το μέτριο κείμενο του Φασμπίντερ, πολλαπλασιάζοντας τις υποδηλώσεις του, αναβαθμίζοντας τη δυναμική του, κατανέμοντας τις εντάσεις με το σταγονόμετρο ώστε να διατηρήσει σε crescendo τη θερμοκρασία του και μετατρέποντάς το, μέσω ενός ιδιοφυούς χειρισμού, σε ενδιαφέρουσα πινακοθήκη χαρακτήρων και σε μανιφέστο φεμινισμού που άπτεται πολύ του σύγχρονου προβληματισμού.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).