Για το μυθιστόρημα του Ιωάννη Πάππου Hotel Living (μτφρ. Χρήστος Καψάλης, Ιωάννης Πάππος, εκδ. Λιβάνη).
Του Κώστα Αγοραστού
Το Hotel Living είναι ένα μυθιστόρημα για το πώς μπορείς να αποτύχεις μέσα στην απόλυτη επιτυχία. Ένα μυθιστόρημα για τη σφοδρότητα του έρωτα, τη μοναξιά της κορυφής και την καταβύθιση στον πιο σκοτεινό και αυτοκαταστροφικό εαυτό μας.
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Στάθης Ρακής γεννήθηκε στο Τρίκερι Πηλίου και μετά τις σπουδές του στην Αθήνα έφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για να ξεκινήσει την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Μια σταδιοδρομία συμβούλου επιχειρήσεων που προβλεπόταν λαμπρή και άκρως επιτυχημένη. Το τέλος της δεκαετίας του ’90 ήταν ο ιδανικός χρόνος, για όσους ήθελαν να επενδύσουν στις μεγάλες κουβέντες, στους άπιαστους στόχους, τη συσσώρευση πλούτου των υπερατλαντικών επιχειρήσεων. Ο Στάθης «ανέβηκε» σ’ αυτό το κύμα και αφέθηκε να τον βγάλει εκεί όπου θα κατέληγαν όλοι: μεγάλη περιουσία, κοινωνική καταξίωση, ανύπαρκτη προσωπική ζωή.
Ο Έρικ αντιπροσώπευε όλα όσα ο Στάθης δεν είχε κι όλα αυτά που πάλευε να κατακτήσει με κόπο και προσωπικό μόχθο. Και επιπλέον, ο Έρικ αδιαφορούσε για όλα αυτά.
Η ζωή όμως είχε διαφορετικά σχέδια. Στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια ενός ΜΒΑ, ο Στάθης γνωρίζει τον Έρικ και τον ερωτεύεται ακαριαία. Ο Έρικ αντιπροσώπευε όλα όσα ο Στάθης δεν είχε κι όλα αυτά που πάλευε να κατακτήσει με κόπο και προσωπικό μόχθο. Και επιπλέον, ο Έρικ αδιαφορούσε για όλα αυτά. Έχοντας υιοθετήσει μια κριτική και εν πολλοίς σνομπ στάση για όλους και για όλα, ο Έρικ επιδίδεται συνεχώς σε ένα λεκτικό μπρα-ντε-φέρ με τον Στάθη, προσπαθώντας να κυριαρχήσει σε ό,τι, με μεγάλη προσοχή και μαεστρία απαξίωνε. «Με το που έφτιαξε ο καιρός, ο Έρικ άρχισε να αποφεύγει dinners και συναυλίες. “Δε σηκώνει η τσέπη μου τους κήπους που τρως”, έλεγε χαμογελώντας ειρωνικά. Αν κατάφερνα κάποια Command πρόσκληση για τους Νικς, μ’ έκανε πέρα. “Φίλε, δεν μπαίνω σε κονδύλια Επαγγελματικής Εξέλιξης! Δεν είμαι κόστος πρακτορείου”, μου πέταγε στα μούτρα τη (λάθος) Command ορολογία. Σκεφτόμουν τους πελάτες που με άκουγαν με προσοχή, τον Γκάουελ που με θαύμαζε –αν όχι λάτρευε–, και του την έλεγα: “Σ’ αρέσει να μας θυμίζεις πως δεν έχεις τηλεόραση”, σχολίασα όταν ο Έρικ βρήκε “ανόητη” μια συζήτηση για το Lost στη διάρκεια ενός brunch όπου εμφανίστηκε τελευταία στιγμή. Όταν ήρθε ο λογαριασμός, ανακάτεψα θυμό και συντροφικότητα και του πέρασα ένα πενηντάρικο κάτω απ’ το τραπέζι. Γράπωσε το χέρι μου και το έσφιξε δυνατά στον καρπό, μέχρι που άνοιξε η γροθιά μου. “Μάζεψέ το τώρα”, είπε ικανοποιημένος. Μέχρι το καλοκαίρι, οι τσακωμοί ήταν μόνιμοι».
Η απόσταση κάνει κάθε φορά πιο δυνατή την επαφή. Πιο δυνατή τη σύγκρουση. Πιο βαθύ το ρήγμα, και κανείς τους δεν τολμά να παραδεχτεί πώς ανοίγει και τους περιμένει.
Οι δύο τους μπλέκονται σε μια ιδιότυπη σχέση, η οποία αναζωπυρώνεται σε δωμάτια ξενοδοχείων, ανάμεσα στα επαγγελματικά ταξίδια του Στάθη. Από το Φοντενεμπλό στο Λονδίνο κι από εκεί στη Νέα Υόρκη, την Ουάσινγκτον, το Πρίνστον, τη Βοστόνη, το Σαν Φρανσίσκο, το Λος Άντζελες. Η απόσταση κάνει κάθε φορά πιο δυνατή την επαφή. Πιο δυνατή τη σύγκρουση. Πιο βαθύ το ρήγμα, και κανείς τους δεν τολμά να παραδεχτεί πώς ανοίγει και τους περιμένει. «Στεκόμουν δίπλα του χωρίς να ανασαίνω. “Όπως και να ’χει, γαμημένος”, είπα. Άφησε το σακίδιο να πέσει κάτω. “Δε θέλω να τους ξαναδώ μπροστά μου”. “Πόσων χρονών είσαι;” Τα μάτια του μισόκλεισαν. “Με το ζόρι κρατιέμαι να μη φας μπουκέτο”, είπε. Τον έσπρωξα, έπεσε στο κρεβάτι και έβαλα τη γροθιά μου στο στήθος του. “Κοίτα με, ρε”. “Άντε γαμήσου”, ψιθύρισε. “Κοίτα πόσο καλός είμαι. Απλά κοίτα με”. Έσφιξε σαν τανάλια τις παλάμες στο πρόσωπό μου. Πόναγα. “Έλα να μείνεις στη Νέα Υόρκη”, είπε. Κλειδωμένος, ανέπνεα την ανάσα του. Ζούσα μέρα με τη μέρα».
Όσο περισσότερο καταξιώνεται στη δουλειά του ο Στάθης, τόσο μεγαλύτερη αμφισβήτηση και ειρωνία εισπράτει από τον Έρικ. Οι εκλυστικές διαφορές τους μετατρέπονται πια σε θέματα διαμάχης. Η κοσμοθεωρία του Έρικ συγκρούεται ανελέητα με την κοσμοθεωρία του Στάθη. Μέχρι που κάποια μέρα οι δρόμοι τους χωρίζουν. «Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στη Δέκατη Λεωφόρο, έχοντας στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά του καφέ στην ανάσα του, με τα σάλια του να πιτσιλίζουν το πρόσωπό μου, ήξερα πως πλησιάζαμε σε κάποιο τέλος. Ίσως να μη με είχε δει ποτέ σαν ίσο. Ούτε κι εγώ. Είχαμε γνωριστεί ενώ προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε απ’ τα σπίτια μας, όμως τραβούσαμε σ’ αντίθετες κατευθύνσεις κι οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν τυχαία, σ’ ένα συναπάντημα που μπορεί να το τράβηξα πολύ».
Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά μια μανιασμένη διαδρομή προς τα κάτω: προς τις καταχρήσεις, το αλκοόλ, το εφήμερο σεξ, τα ναρκωτικά.
Ο χωρισμός του από τον Έρικ θα μπορούσε να ήταν το σημείο μηδέν για τον Στάθη. Αλλά δεν ήταν. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά μια μανιασμένη διαδρομή προς τα κάτω: προς τις καταχρήσεις, το αλκοόλ, το εφήμερο σεξ, τα ναρκωτικά. Το σκηνικό αλλάζει και από τη «διανοούμενη» και ανταγωνιστική Νέα Υόρκη, μεταφερόμαστε, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, στη ράθυμη και ασαφή καλλιτεχνικά Δυτική Ακτή. Ηθοποιοί του κινηματογράφου, κακομαθημένα πλουσιόπεδα, πέρσοναλ γυμναστές, θεατρικοί παραγωγοί και πόρνες πολυτελείας παρελαύνουν σαν σε όνειρο από την καθημερινότητα του Στάθη, ενώ η επαγγελματική του καριέρα προχωράει. Κι εκεί όμως, τα παιχνίδια εξουσίας και διαφθοράς έχουν φέρει τον Στάθη σε σημείο να διεκπεραιώνει τις υποχρεώσεις του χωρίς να έχει πραγματική επαφή με αυτό που συμβαίνει μπροστά τα μάτια του.
Στα απόνερα της μεγάλης ευημερίας
Ο Ιωάννης Πάππος, σ’ αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα επιχείρησε να αποτυπώσει το άγχος, τον ανταγωνισμό και την ηθική ενός επαγγελματικού χώρου που γνωρίζει πολύ καλά. Μια δεκαετία οικονομικής ευημερίας, η οποία αποτυπώθηκε σ’ αυτούς τους χώρους στο έπακρον, χωρίς να καταφέρει να αφήσει πίσω της τίποτα το ουσιαστικό. Επιχειρηματικά παιχνίδια, πλούτος, υποσχέσεις κι εφήμερη λάμψη.
Ο Ιωάννης Πάππος
Φωτογραφία Alexandra Stonehill
|
Κυρίως όμως, το Hotel Living είναι ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων. Δύο ανταγωνιστικών χαρακτήρων, οι οποίοι με πρόσχημα την εποχή, και ίσως τον έρωτα, βάλθηκαν να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον. Ο Πάππος χρησιμοποιεί σε μεγάλη έκταση στο βιβλίο την τεχνική των διαλόγων. Διάλογοι κοφτεροί και γεμάτοι ζωντάνια. Διάλογοι-μέσο επιβολής της προσωπικότητας και της κοσμοθεωρίας του κάθε ήρωα. Διάλογοι που αξίζουν, κυρίως, για όσα δεν λένε, όσα αποσιωπούν, όσα εντέχνως κρύβουν κάτω από υπονοούμενα, χαρακτηρισμούς, καθημερινές φλυαρίες. Διάλογοι με στόχο να ακινητοποιήσουν, να πληγώσουν και να αλώσουν το σώμα και την ψυχή.
Ο τρόπος με τον οποίο «χτίζεται» και «γκρεμίζεται» ο ψυχισμός των ηρώων είναι εντυπωσιακός. Σε κάθε τους φράση κυριαρχεί η ματαίωση για όσα δεν κατάφεραν να γίνουν. Πόνος, κάποιες φορές αίμα, συχνά θυμός και εμμονή να αποδείξει ο ένας στον άλλον κάτι που δεν είναι. Κάτι που ίσως ποτέ δεν θέλησαν να είναι. Οι ήρωες του μυθιστορήματος του Πάππου συνεχώς υποδύονται ρόλους. Του πετυχημένου, του ανεξάρτητου, του αντισυμβατικού, του επιβήτορα. Ρόλοι που τους εγκλωβίζουν σε συμπεριφορές χάνοντας ή κρύβοντας βαθύτερα τον πραγματικό τους εαυτό.
Το να μην ανήκεις σε ένα σπίτι, σε ένα επάγγελμα, σε μια πατρίδα, σε έναν έρωτα, κάποιες φορές μπορεί να μοιάζει λυτρωτικό. Συνήθως όμως σε αφήνει μετέωρο.
Ο «αληθινός» όμως Στάθης βρίσκεται στις αφηγήσεις και στις αναμνήσεις του, λίγο πριν φύγει από το Τρίκερι. Εκεί, ο συγγραφέας γίνεται πιο περιγραφικός και λυρικός με έναν τρόπο όμως λιτό και απογυμνωμένο από αισθηματολογία. «Έκανα μια τζούρα και θυμήθηκα τη νύχτα όταν έμαθα πως είχα πάρει υποτροφία για την Καλιφόρνια. Είχα καταλήξει στην κορυφή του βουνού, στα Χάνια, τα φώτα του Βόλου κάτω στον κόλπο να σβήνουν στην αυγή. Μια από τις λίγες φορές στη ζωή μου που νόμιζα πως ξεκαθάρισαν όλα. Θα ’φευγα από το σπίτι –απ’ το νησί, απ’ την απομόνωση, απ’ το δυνατό αέρα που δε σ’ άφηνε ν’ ακούσεις και ν’ ακουστείς–, θα ’βρισκα τον εαυτό μου. Θα μάθαινα, θα κέρδιζα, μπορεί και να ’χανα. Θα ’κανα ό,τι κάνουν οι Έλληνες, μια πάνω και μια κάτω εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Έναν ωκεανό μακριά, παρασυρμένος από τους Έρικ του Νέου (μου) Κόσμου –εξίσου έρημα νησιά–, απ’ την κληρονομιά τους, απ’ τα μερίσματα, είχα γίνει κι εγώ στέλεχος, σε κάποιο βαθμό ένα μ’ αυτούς, ανταλλάσσοντας τη σιωπή στο Τρικέρι μ’ αυτή της Βοστόνης. Ήταν αστείο: Τώρα που ’χα τ’ αρχίδια να μιλήσω, δεν υπήρχε κανείς τριγύρω να μ’ ακούσει».
Το Hotel Living είναι ένα μυθιστόρημα για το αίσθημα του μη ανήκειν. Το να μην ανήκεις σε ένα σπίτι, σε ένα επάγγελμα, σε μια πατρίδα, σε έναν έρωτα, κάποιες φορές μπορεί να μοιάζει λυτρωτικό. Συνήθως όμως σε αφήνει μετέωρο. Το αίσθημα του προσωρινού, του εφήμερου και του καταναλώσιμου κινεί τις πράξεις όλων των ηρώων του βιβλίου. Ο Στάθης, περνώντας μέσα από την κόλαση των άλλων αλλά και αντιμετωπίζοντας τη βία ενός έρωτα, καταφέρνει να σταθεί στα πόδια του και να δει για μια στιγμή καθαρά και ψύχραιμα την άκρη του δρόμου στον οποίο βαδίζει.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε την περασμένη χρονιά, από έναν από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους των Ηνωμένων Πολιτειών, τη Harper Collins, κερδίζοντας επαινετικές κριτικές. Η ελληνική μετάφραση από τον Χρήστο Καψάλη, με την επιμέλεια του Ιωάννη Πάππου, μεταδίδει με ακρίβεια και σαφήνεια το κλίμα και την επαγγελματική ορολογία του πρωτότυπου κειμένου.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
Hotel Living
Ιωάννης Πάππος
Μτφρ. Χρήστος Καψάλης, Ιωάννης Πάππος
Εκδ. Λιβάνη 2016
Σελ. 375, τιμή εκδότη €17,00