Της Ντομινίκ Ανδρεάδου-Μολίν
Κάθε Δευτέρα και Πέμπτη ερχόταν ένα μπουκέτο λουλούδια στο σπίτι της. Ήταν μια αποστολή από το δίκτυο INTERFLORA. Έπαιρνε στα χέρια της τις συνθέσεις που πάντα περιείχαν μικρά τριαντάφυλλα και άνοιγε το άσπρο φακελάκι που τα συνόδευε.
Της Κατερίνας Κονιδάρη
Μόνο να μην έβαζε τα κλάματα, αυτό σκεφτόμουν. Είχα αποφύγει όσο μπορούσα να τη δω χωρίς το παιδί, αλλά μια μέρα πριν φύγω μου είπε «Πρέπει να σε δω οπωσδήποτε, υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να μάθεις, δεν γίνεται επειδή μένεις στον διάολο, να νομίζεις ότι όλα εδώ είναι μια χαρά μόνο και μόνο επειδή στέλνεις δυο χιλιάρικα τον μήνα». Και κανονίσαμε να βρεθούμε το ίδιο απόγευμα.
Της Χριστίνας Ντούση
Κυκλοφορεί φορώντας πορτοκαλί αθλητικά παπούτσια. Τα βρήκε παρατημένα σε έναν κάδο απορριμμάτων. Κρατά ένα κοντάρι με λαχεία. Στην κορυφή του έχει καρφώσει ένα μπουκέτο πλαστικά λουλούδια – άσπρα και κόκκινα. Στην τσέπη του σακακιού παίζει ένα τρανζιστοράκι. Κοιμάται σε μια πάροδο της Πειραιώς, κάτω από την Ομόνοια, σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι.
Της Κατερίνας Ζαρόκωστα
Ρίχνω πετονιά, πιάνω αναμνήσεις. Ανεβαίνουν σπαρταριστές, αστράφτουν σαν κοιλιά ζωντανού ψαριού στον ήλιο.
Δυο κεφαλάκια στριμώχνονται στο ύψος του προσώπου μου, απ’ τη μεριά που κοιμάμαι, στο διπλό κρεβάτι. Ένα ξανθό, ένα μελαχρινό. Ανέβηκαν αθόρυβα τη σκάλα. Γυμνούλικα, όπως τα ’κανε η μάνα τους. Καλοκαίρι.
Του Γιώργου Θάνου
Απόψε το βράδυ όλοι θα λείπουν, θα είμαι μοναχός μου στο σπίτι. Διπλοπάρκαρα έξω από την ψησταριά στις Τρεις Γέφυρες, αγνόησα τις σούβλες με το κοκορέτσι, το κοντοσούβλι και τα υπόλοιπα σφάγια και αγόρασα κεφαλάκια – τρία στο πεντάευρω. Μου κάνει πάντοτε μεγάλη εντύπωση αυτή τους η φτήνια. Δε τα προτιμά φαίνεται ο κόσμος τα αρνίσια κεφαλάκια. Εγώ όμως γνωρίζω καλά πόσο δύσκολο είναι να ετοιμάσεις σωστά το κεφαλάκι, πόσος χρόνος και τι μαστοριά χρειάζεται για τον μεζέ αυτόν.
Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
Όταν σηκώθηκε αργά το απόγεμα, ένιωθε κατάκοπη κ’ εξασθενημένη. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς. Μόνη. Δεν ήταν βέβαιη πως την ενοχλούσε αυτό, μα ’νιωθε περίεργα. Η διάθεσή της ήταν κακή˙ φταιξίματα και κατάρες ενός έτους αισθανόταν να κουτρουβαλούν επάνω της και να τη γονατίζουν: η μοιραία ανασκόπηση που την κάνει ο νους αθέλητα˙ και ο δικός της την έκανε στα πρώτα λεπτά που ξύπνησε, ενόσω βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένη. Ίσως πάλι κι όλα αυτά να ’ταν απλώς δικαιολογίες που γλύκαιναν τη μοναξιά της. Ή ακόμα να ’φταιγε το μεταβατικό στάδιο της ηλικίας της (σε τρεις ημέρες έμπαινε αισίως στα σαράντα). Κι όμως κάτι την κατέτρωγε – μια αδημονία, λίγη λόξα, ένας κόμπος που σφήνωνε στο μέσα της και μάζευε σαν μασούρι απάνω του χαμένα δικά της πρόσωπα. Κ’ έμεινε λίγο να τα σκέφτεται, πριν τραβήξει για τα καλά την κουρτίνα.
Της Άννας Παπαδάκη-Σωτηριάδη
«Ψιψιψι, Γιωργία!» το ανοξείδωτο μπολ ντιντίνισε για πολλοστή φορά, «Γιωργία! Πού στον κόρακα τρύπωσες πάλι, μωρή σουρτούκω;»
Άφαντη η γάτα, Γιωργία απ’ το Τζωρτζ Κλούνεϊ, έρως μέγας και κρυφός, όπως όλοι οι μέγιστοι, «κάτσε συ απάντρευτη, να περιμένεις το Τζωρτζ Κλούνεϊ, μόνο που παντρεύτηκε αυτός, καημένη, εσένα θα περίμενε» της έτριβε ανάλγητα στα μούτρα την πατσαβούρα της χολιγουντιανής παντρειάς η αδερφή της. Η Νέλα δε χαμπάριαζε, Νέλα απ’ το Πηνελόπη, να ορίστε, τι έφταιγε αυτή, ο νονός της έφταιγε ο αρχαιοπαρμένος κι ο τρελός παπάς που τη βάφτιζε, της το μελετήσανε στην κολυμπήθρα, την καταδικάσανε να μείνει εσαεί να καρτερεί τον αόρατο μνηστήρα, νύμφη ανύμφευτος.
Της Βάνιας Σύρμου
Το ραδιόφωνο συντονισμένο στη συχνότητα του τοπικού σταθμού έπαιζε όπως κάθε πρωί σε χαμηλή ένταση. Σκυμμένη πάνω από μια σελίδα λευκού χαρτιού στο τραπέζι της κουζίνας έγραφε απορροφημένη τις σκέψεις της με ρυθμό σταθερό και αποφασιστικό. Οι λέξεις ξεχύνονταν στο χαρτί σπρώχνοντας η μια την άλλη για να χορέσουν στη λευκή κόλλα. Το στυλό δεν άφηνε στιγμή το χαρτί να ξεκουραστεί από την πίεση της γραφίδας. Στο τέλος της σελίδας, οι λέξεις στριμώχτηκαν πλάι σε μια δυνατή τελεία.
Του Δημήτρη Φύσσα
«Ξακουστά είναι τα νορβηγικά φιόρντ. Αλλά όλες οι σκανδιναβικές χώρες έχουνε φιόρντ, κι επίσης η Ιρλανδία κι η Ρωσία. Άμα είσαι ναυτικός, τα βλέπεις όλα αυτά.
Της Δήμητρας Πισκοπάνη
Ο κος Τσάρλυ, ο γιατρός εργασίας, ήταν ένα ανδροειδές με τη φάτσα του Τζορτζ Κλούνεϊ, δημοφιλή σταρ του προηγούμενου αιώνα. Ήταν πολύ όμορφος και η Αλίκη θα ήθελε να κάνει κάτι μαζί του, αν δεν ήταν αντίθετο με την πολιτική της εταιρείας το σεξ ανάμεσα σε υπαλλήλους. Επίσης, εδώ και ώρα πρόσεξε ότι το χρώμα στο αριστερό του μάγουλο είχε ξεθωριάσει, μάλλον γιατί το χτύπαγε ο ήλιος από το παράθυρο του γραφείου του. Αυτό τη ξενέρωσε λίγο. Της χαμογέλασε γοητευτικά δίνοντάς της τη συνταγή. Δεν είχε κάτι σοβαρό, της συνέστησε βιταμίνες και τουλάχιστον εικοσάλεπτη άσκηση τρεις φορές στο ωράριό της. Η απόδοσή της είχε πέσει τον τελευταίο μήνα και οι ανώτεροί της ανησύχησαν με τα συμπτώματά της – το σώμα της κρύωνε απότομα και τα μέλη της μούδιαζαν ανεξήγητα. Με τον ανταγωνισμό που υπήρχε με τα ανδροειδή, δούλευε σχεδόν δεκατέσσερις ώρες τη μέρα. Πριν φύγει ο κος Τσάρλυ της είπε: «Φοβάμαι ότι δεν θα ανέβουν γρήγορα οι δείχτες σου. Δεν μπορώ να στο γράψω, θεωρώ όμως ότι έχεις ανεπάρκεια σε αγάπη». Σούφρωσε λίγο τα χείλη της ειρωνικά αλλά ευτυχώς ο κος Τσάρλυ δεν αντιλαμβανόταν τέτοια πράγματα. Με τα δεδομένα της παγκόσμιας ιατρικής καταχωρημένα στο σκληρό τους δίσκο, οι διαγνώσεις τους συνήθως ήταν σωστές, αλλά καταντούσε πια κλισέ – το ίδιο έλεγαν κάθε φορά που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν κάποιο από τα συμπτώματα των ανθρώπων. Η Αλίκη ένιωσε πάντως ανακουφισμένη. Πόσο δύσκολο θα ήταν να βρει αγάπη;
Της Μέμης Κατσώνη
Δεν ήταν καθόλου έτσι. Δεν ήταν αστείο. Παραθέτω ένα αστείο για να καταλάβετε τη διαφορά.
Της Άννας Μερτζάνη
Η κυρία Ματίνα Πολυχρονοπούλου πάντα πίστευε ότι το επώνυμό της είναι κάποια ειρωνία της τύχης. Γιατί τα πολλά χρόνια, έλεγε, δεν έχουν αξία αν πρόκειται να είναι άσχημα. Κοίταζε πάντα να μην αφήνει το ψαλίδι ανοιχτό, γιατί αυτό έφερνε μεγάλη κακοτυχία στο σπίτι. Και στις μετακομίσεις που έκανε στη ζωή της έλεγχε δύο και τρεις φορές οι καθρέφτες να είναι τυλιγμένοι καλά με ειδικές πλαστικές φολίδες ή αφρολέξ ή στη χειρότερη σεντόνια πολλές φορές τυλιγμένα γύρω από το κρύσταλο.
Του Μάνου Μπονάνου
Το ξύλο μού κάνει καλό. Ό,τι και να ’χω, ό,τι και να μ’ απασχολεί, το δούλεψα μισή, μία ώρα, έφυγε, έγινε πριονίδι, σκόνη μικροσκοπική που τη φυσάς και φεύγει. Όλα τα υλικά, όπως τα μυστικά, άμα τα τρίψεις λειαίνουν. Δεν είναι λίγο πράγμα αυτό. Γι’ αυτό άλλη δουλειά δεν θα ’θελα να κάνω. Και δεύτερη φορά να ’ρχόμουν στη ζωή, πάλι πατώματα θα ’φτιαχνα, κι ας ήθελα μικρός να μάθω το έπιπλο: τα χέρια μου δεν πιάνουν για ομορφιά, μόνο για ομοιομορφία. Να τρίψω το σανίδι ώσπου να φύγει από πάνω του ο χρόνος, όλο το βάρος της ζωής που του ’χει κατσικωθεί στο σβέρκο, να βρω το ξύλο ανέγγιχτο στο εσωτερικό του, να το σκουπίσω και να το βερνικώσω και να το αφήσω αψεγάδιαστο, για μια ζωή. Έτσι νόμιζα πως θα το αντιμετώπιζα και αυτό.
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Στις τρεις τα ξημερώματα. Αυτό θυμόταν. Του το είπε βιαστικά. Στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα και φύγε τώρα μη μας βρει κανένα κακό και πάμε άδικα, σαν τους άλλους. Γιατί τους άλλους δυο τους πιάσανε. Πες από ολιγωρία, πες από κακή εκτίμηση της κατάστασης ή, ακόμα, από κάρφωμα, τους περικύκλωσαν, τους είπαν να μην τολμήσουν να σκεφτούν κάποια ανοησία και τους έριξαν σ’ ένα αυτοκίνητο, που φρενιασμένο χάθηκε μες στη νύχτα.
Της Ντίνας Σαρακηνού
Απολάμβανε το ρόφημά του στη μικρή πλατεία, σε ένα τραπέζι για δύο. Μόνος. Η πρωινή εφημερίδα είχε νοτίσει από τις στάλες του ψιλόβροχου και του πασάλειψε τα δάχτυλα με μελάνι. Έριξε μια ματιά στην πολυκαιρισμένη τέντα από πάνω του, δεν σκέφτηκε όμως να μετακινηθεί.
Της Νατάσας Στεφάνου
Το ταξίδι Αθήνα - Θεσσαλονίκη θέλαμε να το κάνουμε πολύ καιρό μαζί. Αναγκαστήκαμε τώρα. Ξεκινήσαμε μεσημέρι. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Οι δύο άντρες μπροστά, οι δύο γυναίκες πίσω. Όλοι αμίλητοι. Κάπως αλλιώς το είχα σχεδιάσει. Μουσική δεν βάλαμε. Δεν μιλούσαμε παρά μόνο για τα απαραίτητα. Ψιλά για τα διόδια έχει κανείς; Να σταματήσουμε για καφέ;
Της Μέμης Κατσώνη
Δεν την είχε προσέξει ποτέ αυτή την πόρτα. Κι ας ήταν η τρίτη φορά μέσα στο χειμώνα που φωτογράφιζε τους καταυλισμούς. Καλαμωτή καθώς ήταν, θα την είχε περάσει για μέρος του φράχτη. Το αγόρι με το τσέρκι γλιστράει στο άνοιγμά της, η σκιά του σέρνεται φιδίσια, τα λασπόνερα καθρεφτίζουν τη στιγμή που ο πιτσιρικάς χάνεται, η αντιστοιχία απόλυτη – μόνο ένα ελαφρό ρυτίδιασμα.. .αλλά όχι. Στη στιλπνή επιφάνεια διαγράφεται καθαρά ολόσωμη η λιγνή φιγούρα να αιωρείται καθώς πηδάει πάνω απ’ τη λακκούβα, καμιά πόρτα δεν την καταπίνει. Ο ευρυγώνιος θα έκανε πάλι το θαύμα του. Τα νερά αντανακλούν μια εικόνα που στο πάνω μέρος της φωτογραφίας έχει σχεδόν χαθεί. Λες κι έχουν κρατήσει την προηγούμενη στιγμή – τη μνήμη του νερού. Ο Μπρεσόν ξέρει πως έχει στα χέρια του τη φωτογραφία της χρονιάς, βιάζεται να εμφανίσει τις υπόλοιπες λήψεις για να αναλύσει, να συλλάβει και ίσως να επαναλάβει το τυχαίο.
Της Κατερίνας Ζαρόκωστα
Αρυτίδωτη η θάλασσα, αψεγάδιαστος ο ουρανός, στο βάθος πανάκια (τοπικός αγώνας), σπρωγμένα απ’ το μελτέμι, σκίζουν με χάρη τα νερά. Παραλία με χοντρά, λεία βότσαλα, αργασμένα απ’ τους αιώνες, πάνω τους αναπαύεται η νιότη, σάρκα μπρούντζινη, κρουστή, αθώα απ’ το αμάρτημα της φθοράς – ανάμεσά τους, ευθαρσώς, το σαρκίον μου και κάμποσοι άλλοι ομοιοπαθείς. Ο χρόνος, παλιός, νέος κι αιώνιος, παίρνει εκδίκηση για την παραφωνία. Παραπατάω στα βότσαλα, γυρίζει ο αστράγαλος. Μ’ ανεβάζουν στο δωμάτιο –το ξενοδοχείο παρά θιν’ αλός– σπεύδει ο γιατρός, τίποτα, λέει –ωστόσο μου το επιδένει– δυο τρεις μέρες στο κρεβάτι και θα’ σαι περδίκι.
Της Λένας Κομίνη
Τα λουκούμια τοποθετήθηκαν στο μικρό κουτί τους ένα-ένα με προσοχή ώστε να μην χαλάσει το σχήμα τους και να μην φύγει η ζάχαρη που τα περιέβαλε σαν άσπρη ναφθαλίνη. Στη συνέχεια καλύφθηκαν με το ημιδιαφανές χαρτί τους. Το κουτί αφέθηκε απαλά επάνω στο στρογγυλό τραπέζι του σαλονιού δίπλα στο βάζο με τους μπλε υάκινθους.Της Όλγας Κοζάκου Τσιάρα
Στο άκουσμα της κόρνας πεταγόμασταν έξω με λαχτάρα. Ακολουθούσαν χαρούμενες φωνές, ιαχές θριάμβου, αγκαλιές, φιλιά.
Της Δήμητρας Λουκά
Σώπα. Με το μοιρολόι δεν έρχεται πίσω. Άλλα θέλει ο πεθαμένος για να κουβεντιάσει πάλι με τους ζωντανούς. Άμα θέλεις να γυρίσει, άκου με πώς θα κάμεις: την ώρα που θα του σταυρώνεις τα χέρια, θα του βάλεις κερί στο δεξί και λιβάνι στ’ αριστερό. Μ’ αυτά θα βάνει σημάδια καθώς θα ακολουθάει τον Χάροντα κι έτσι θα μπορέσει να σηκωθεί μια νύχτα και να βρει το δρόμο του γυρισμού.
Της Χριστίνας Ντούση
Μετρούσε ήδη δέκα χρόνια στη στενή. Τα μισά στον Κορυδαλλό, τα άλλα μισά στις γυναικείες φυλακές Ελαιώνα Θήβας. Στα σαράντα της πήρε το μαχαίρι της κουζίνας και μαζί με τα φασολάκια που καθάριζε, καθάρισε και τον άντρα της. Στη δίκη αρνήθηκε πεισματικά ν’ ανοίξει το στόμα της και το μόνο που είπε στην απολογία της ήταν ότι του άξιζε. Απουσία αυτόπτων μαρτύρων, έφαγε τελικά είκοσι πέντε χρονάκια για ανθρωποκτονία από πρόθεση, με μοναδικό ελαφρυντικό το βίαιο χαρακτήρα του σκοτωμένου. Γιατί μπορεί να έλειπαν οι αυτόπτες, αλλά όλοι οι άλλοι μάρτυρες που κάλεσε ο συνήγορος υπεράσπισης, ένας μακρινός ξάδελφος που τη λυπήθηκε και την ανέλαβε σχεδόν αμισθί, κατέθεσαν «σεντόνια» για το βαρύ χέρι του μακαρίτη. Ως και το ότι ήταν κουτσή η κατηγορούμενη, σ’ αυτόν οφειλόταν είπαν. Τα παιδιά της σκόρπισαν. Την κόρη την πήρε μια αδελφή της, τον γιo ένας θείος. Στα δέκα χρόνια που ήταν μέσα ήρθαν δυο φορές να την επισκεφθούν. Δεν τα κάκιζε. Με πατέρα στο χώμα και μάνα φόνισσα, αυτό που ήθελαν περισσότερο ήταν να ξεχάσουν.
Της Ντίνας Σαρακηνού
Έπεσε το χέρι του γροθιά πάνω στο τιμόνι, έτσι κόρναρε, με γροθιές, το θεωρούσε πιο αποτελεσματικό. Υπήρχαν κορναρίσματα και κορναρίσματα, άλλα είναι κοφτά και ευγενικά σαν ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο, άλλα σπασμωδικά σαν να συλλαβίζουν το ά-ντε-τι-πε-ρι-μέ-νεις, το δικό του όμως ήταν μια άγρια κραυγή.
Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
Ήταν περασμένες μία όταν ήπιε την τελευταία γουλιά ουίσκι και σήκωσε το μπουκάλι γυρνώντας το ανάποδα. Κ’ έπειτα το άφησε στο πάτωμα και το κλώτσησε. Στ’ αριστερό χέρι του σφιχτοκρατούσε μια παιδική φωτογραφία. Η τηλεόραση έπαιζε στ’ αθόρυβο. Το ράδιο ήταν ανοιγμένο όμως δεν ακουγόταν. Το φωτιστικό απέναντι πάνιαζε τα μάτια του, τον μπόδιζε, αλλά βαριόταν να σηκωθεί· είχε ξαπλώσει στον καναπέ, τα πόδια περίσσευαν απ’ έξω. Έβαλε τη δεξιά παλάμη πάνω από τα πανιασμένα μάτια, ξανακοίταξε τ’ απωθημένο μπουκάλι· τεντώθηκε όσο περισσότερο μπορούσε, τ’ άγγιξε με τα δάχτυλα, το ’φερε πάλι σιγά σιγά στα χέρια του. Το σήκωσε ακόμη μία φορά και το γύρισε ανάποδα στο στόμα του. Ήταν απελπιστικά άδειο. Κ’ έτσι το πήρε απόφαση, σηκώθηκε, έβαλε μια ζακέτα και βγήκε ν’ αγοράσει άλλο. Είχε κρύο, τ’ αμάξι δυσκολεύτηκε να ζεσταθεί, όμως το ’βαλε μπρος και βάλθηκε να βρει ποτό.
Της Κωνσταντίας Σωτηρίου
Το αστυνομικό μουσείο που είχε εγκαινιαστεί στη Λευκωσία δεν έσφυζε τόσο από ευρήματα και επιδείξεις κλοπιμαίων όσο από τη διάταξη των προσωπικών αντικείμενων των υποδίκων και ειδικότερα των σεσημασμένων κακοποιών. Όπλα και φυσίγγια καταλάμβαναν μεγάλο μέρος της συλλογής αλλά και μαχαίρια, μικροί σουγιάδες, ταμπακιέρες καθώς και το περιβόητο κόκκινο μαντήλι του Μεχμέτ Τζαμάλ Μιτάς.
Του Γιώργου Παπαθανασόπουλου
Νέους σάλτα μέσα, δεν πρόλαβες το λεφορείο ε; Βγάλε το δίκοχο ρε ψάρακα, μέσα σ’ αυτοκίνητο μπήκες. Τι ώρα είναι ρε, έξι; Αργήσαμε θα μας πάνε ίσια στην αναφορά τα καρακόλια. Εδώ μόλις μπούμε Τατοΐου έχει ένα μπουρδελόμπαρο, να πιούμε έναν καφέ γιατί είναι φαρμάκι το στόμα μου.
Της Έλσας Κυριακίδου
Μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια περιφερόμουν από λαϊκή σε λαϊκή. Η οικογενειακή μας επιχείρηση ήταν ένας πάγκος με μήλα. Γιαγιάδες στον ορίζοντα δεν υπήρχαν και λεφτά για κοπέλα να με κρατά, ούτε για αστείο… Έτσι οι δικοί μου με έπαιρναν μαζί τους μέχρι τα πέντε που ξεκίνησα το σχολείο και αργότερα κάθε πρωί, τις βδομάδες που ήμουν απογευματινός, με αποτέλεσμα, σχεδόν για τη μισή χρονιά να φτάνω αργοπορημένος και με μάτια που έκλειναν από νύστα και κούραση.
Της Κατερίνας Κονιδάρη
Όταν ξύπνησα η καρδιά μου ήταν ένα κομμάτι τσιμέντο που έσερνα με αλυσίδα. Έβαλα καφέ και άνοιξα την τηλεόραση. Ήταν μέσα φθινοπώρου και οι παρουσιαστές των εκπομπών είχαν γυρίσει. «Είμαστε εδώ και πάλι μαζί, άλλη μια χρονιά». Μέχρι να πάει έντεκα, είχα πιεί άλλους δυο καφέδες, είχα φάει ένα κρουασάν, είχα ανακαλύψει το τυρί, που έψαχνα στο ψυγείο, σε ένα ντουλάπι, την χτένα μου, που έψαχνα στο μπάνιο, σε ένα συρτάρι του υπνοδωματίου, ενώ μου είχαν πέσει από τα χέρια ένα πιάτο, που έσπασε και μάζεψα, το νεσεσέρ με τα φάρμακα και ένα ψαλίδι. Αυτή η παράδοξη δραστηριοποίηση γύρω από τον άξονά μου δεν κατόρθωσε παρόλα αυτά να ελαφρύνει το βάρος της καρδιάς-τσιμέντου και αποφάσισα να βγω έξω. Δεν είχα κάτι να κάνω.
Της Μέμης Κατσώνη
Το τραγούδι των Κλοντ Φρανσουά και Ζακ Ρεβό Comme d'habitude (Όπως Συνήθως) ξεκίνησε την πορεία του το 1967 με στίχους πρωινής μίρλας: σηκώνομαι, δεν ξυπνάς, πίνω καφέ μόνος στην κουζίνα, μου γυρνάς την πλάτη όπως συνήθως, όλα είναι γκρίζα, έχω αργήσει, κρυώνω, σηκώνω τον γιακά μου όπως συνήθως, κλπ. Ο Πολ Άνκα άκουσε το τραγούδι, κατάλαβε πως στη δυναμική της μελωδίας δεν άξιζε τόση μιζέρια, γράφει νέους στίχους για τον Φρανκ Σινάτρα και το 1969 κυκλοφορεί το My Way. Τον επόμενο χρόνο το ακούει ο Ανδρέας Παπανδρέου, εμπνέεται και επεκτείνει την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΚ, προάγγελο του ΠΑΣΟΚ, που το 1981 γίνεται κυβέρνηση, ήγουν ο Πολ Άνκα έφερε την Αλλαγή στην Ελλάδα, με τον τρόπο του.
Του Μιχάλη Πιτένη
Με το πρώτο σκοτάδι φάνηκε η Κοζάνη. Σε λίγα σπίτια άναβαν ηλεκτρικοί γλόμποι. Στα περισσότερα έκαιγαν εδώ και ώρα γκαζόλαμπες. Ο Γιώργος ο Κοκκαλιάρης πήρε μια βαθιά ανάσα. Του ΄φυγε το βάρος που ΄χε στο στήθος. Πρόκανε τη νύχτα πριν τον βρει στην ανοιχτή στράτα.
11 Οκτωβρίου 2024 ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ
Μια συζήτηση που άνοιξε με μια σειρά δημοσιευμάτων κλείνει με μια δήλωση της Έρσης Σωτηροπούλου μετά την ανακοίνωση του Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024. Αν και ίσως, το πιο ται
15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book
19 Δεκεμβρίου 2023 ΣΙΝΕΜΑ
03 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ