Της Ντίνας Σαρακηνού
Απολάμβανε το ρόφημά του στη μικρή πλατεία, σε ένα τραπέζι για δύο. Μόνος. Η πρωινή εφημερίδα είχε νοτίσει από τις στάλες του ψιλόβροχου και του πασάλειψε τα δάχτυλα με μελάνι. Έριξε μια ματιά στην πολυκαιρισμένη τέντα από πάνω του, δεν σκέφτηκε όμως να μετακινηθεί.
Της Νατάσας Στεφάνου
Το ταξίδι Αθήνα - Θεσσαλονίκη θέλαμε να το κάνουμε πολύ καιρό μαζί. Αναγκαστήκαμε τώρα. Ξεκινήσαμε μεσημέρι. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Οι δύο άντρες μπροστά, οι δύο γυναίκες πίσω. Όλοι αμίλητοι. Κάπως αλλιώς το είχα σχεδιάσει. Μουσική δεν βάλαμε. Δεν μιλούσαμε παρά μόνο για τα απαραίτητα. Ψιλά για τα διόδια έχει κανείς; Να σταματήσουμε για καφέ;
Της Μέμης Κατσώνη
Δεν την είχε προσέξει ποτέ αυτή την πόρτα. Κι ας ήταν η τρίτη φορά μέσα στο χειμώνα που φωτογράφιζε τους καταυλισμούς. Καλαμωτή καθώς ήταν, θα την είχε περάσει για μέρος του φράχτη. Το αγόρι με το τσέρκι γλιστράει στο άνοιγμά της, η σκιά του σέρνεται φιδίσια, τα λασπόνερα καθρεφτίζουν τη στιγμή που ο πιτσιρικάς χάνεται, η αντιστοιχία απόλυτη – μόνο ένα ελαφρό ρυτίδιασμα.. .αλλά όχι. Στη στιλπνή επιφάνεια διαγράφεται καθαρά ολόσωμη η λιγνή φιγούρα να αιωρείται καθώς πηδάει πάνω απ’ τη λακκούβα, καμιά πόρτα δεν την καταπίνει. Ο ευρυγώνιος θα έκανε πάλι το θαύμα του. Τα νερά αντανακλούν μια εικόνα που στο πάνω μέρος της φωτογραφίας έχει σχεδόν χαθεί. Λες κι έχουν κρατήσει την προηγούμενη στιγμή – τη μνήμη του νερού. Ο Μπρεσόν ξέρει πως έχει στα χέρια του τη φωτογραφία της χρονιάς, βιάζεται να εμφανίσει τις υπόλοιπες λήψεις για να αναλύσει, να συλλάβει και ίσως να επαναλάβει το τυχαίο.
Της Κατερίνας Ζαρόκωστα
Αρυτίδωτη η θάλασσα, αψεγάδιαστος ο ουρανός, στο βάθος πανάκια (τοπικός αγώνας), σπρωγμένα απ’ το μελτέμι, σκίζουν με χάρη τα νερά. Παραλία με χοντρά, λεία βότσαλα, αργασμένα απ’ τους αιώνες, πάνω τους αναπαύεται η νιότη, σάρκα μπρούντζινη, κρουστή, αθώα απ’ το αμάρτημα της φθοράς – ανάμεσά τους, ευθαρσώς, το σαρκίον μου και κάμποσοι άλλοι ομοιοπαθείς. Ο χρόνος, παλιός, νέος κι αιώνιος, παίρνει εκδίκηση για την παραφωνία. Παραπατάω στα βότσαλα, γυρίζει ο αστράγαλος. Μ’ ανεβάζουν στο δωμάτιο –το ξενοδοχείο παρά θιν’ αλός– σπεύδει ο γιατρός, τίποτα, λέει –ωστόσο μου το επιδένει– δυο τρεις μέρες στο κρεβάτι και θα’ σαι περδίκι.
Της Λένας Κομίνη
Τα λουκούμια τοποθετήθηκαν στο μικρό κουτί τους ένα-ένα με προσοχή ώστε να μην χαλάσει το σχήμα τους και να μην φύγει η ζάχαρη που τα περιέβαλε σαν άσπρη ναφθαλίνη. Στη συνέχεια καλύφθηκαν με το ημιδιαφανές χαρτί τους. Το κουτί αφέθηκε απαλά επάνω στο στρογγυλό τραπέζι του σαλονιού δίπλα στο βάζο με τους μπλε υάκινθους.Της Όλγας Κοζάκου Τσιάρα
Στο άκουσμα της κόρνας πεταγόμασταν έξω με λαχτάρα. Ακολουθούσαν χαρούμενες φωνές, ιαχές θριάμβου, αγκαλιές, φιλιά.
Της Δήμητρας Λουκά
Σώπα. Με το μοιρολόι δεν έρχεται πίσω. Άλλα θέλει ο πεθαμένος για να κουβεντιάσει πάλι με τους ζωντανούς. Άμα θέλεις να γυρίσει, άκου με πώς θα κάμεις: την ώρα που θα του σταυρώνεις τα χέρια, θα του βάλεις κερί στο δεξί και λιβάνι στ’ αριστερό. Μ’ αυτά θα βάνει σημάδια καθώς θα ακολουθάει τον Χάροντα κι έτσι θα μπορέσει να σηκωθεί μια νύχτα και να βρει το δρόμο του γυρισμού.
Της Χριστίνας Ντούση
Μετρούσε ήδη δέκα χρόνια στη στενή. Τα μισά στον Κορυδαλλό, τα άλλα μισά στις γυναικείες φυλακές Ελαιώνα Θήβας. Στα σαράντα της πήρε το μαχαίρι της κουζίνας και μαζί με τα φασολάκια που καθάριζε, καθάρισε και τον άντρα της. Στη δίκη αρνήθηκε πεισματικά ν’ ανοίξει το στόμα της και το μόνο που είπε στην απολογία της ήταν ότι του άξιζε. Απουσία αυτόπτων μαρτύρων, έφαγε τελικά είκοσι πέντε χρονάκια για ανθρωποκτονία από πρόθεση, με μοναδικό ελαφρυντικό το βίαιο χαρακτήρα του σκοτωμένου. Γιατί μπορεί να έλειπαν οι αυτόπτες, αλλά όλοι οι άλλοι μάρτυρες που κάλεσε ο συνήγορος υπεράσπισης, ένας μακρινός ξάδελφος που τη λυπήθηκε και την ανέλαβε σχεδόν αμισθί, κατέθεσαν «σεντόνια» για το βαρύ χέρι του μακαρίτη. Ως και το ότι ήταν κουτσή η κατηγορούμενη, σ’ αυτόν οφειλόταν είπαν. Τα παιδιά της σκόρπισαν. Την κόρη την πήρε μια αδελφή της, τον γιo ένας θείος. Στα δέκα χρόνια που ήταν μέσα ήρθαν δυο φορές να την επισκεφθούν. Δεν τα κάκιζε. Με πατέρα στο χώμα και μάνα φόνισσα, αυτό που ήθελαν περισσότερο ήταν να ξεχάσουν.
Της Ντίνας Σαρακηνού
Έπεσε το χέρι του γροθιά πάνω στο τιμόνι, έτσι κόρναρε, με γροθιές, το θεωρούσε πιο αποτελεσματικό. Υπήρχαν κορναρίσματα και κορναρίσματα, άλλα είναι κοφτά και ευγενικά σαν ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο, άλλα σπασμωδικά σαν να συλλαβίζουν το ά-ντε-τι-πε-ρι-μέ-νεις, το δικό του όμως ήταν μια άγρια κραυγή.
Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
Ήταν περασμένες μία όταν ήπιε την τελευταία γουλιά ουίσκι και σήκωσε το μπουκάλι γυρνώντας το ανάποδα. Κ’ έπειτα το άφησε στο πάτωμα και το κλώτσησε. Στ’ αριστερό χέρι του σφιχτοκρατούσε μια παιδική φωτογραφία. Η τηλεόραση έπαιζε στ’ αθόρυβο. Το ράδιο ήταν ανοιγμένο όμως δεν ακουγόταν. Το φωτιστικό απέναντι πάνιαζε τα μάτια του, τον μπόδιζε, αλλά βαριόταν να σηκωθεί· είχε ξαπλώσει στον καναπέ, τα πόδια περίσσευαν απ’ έξω. Έβαλε τη δεξιά παλάμη πάνω από τα πανιασμένα μάτια, ξανακοίταξε τ’ απωθημένο μπουκάλι· τεντώθηκε όσο περισσότερο μπορούσε, τ’ άγγιξε με τα δάχτυλα, το ’φερε πάλι σιγά σιγά στα χέρια του. Το σήκωσε ακόμη μία φορά και το γύρισε ανάποδα στο στόμα του. Ήταν απελπιστικά άδειο. Κ’ έτσι το πήρε απόφαση, σηκώθηκε, έβαλε μια ζακέτα και βγήκε ν’ αγοράσει άλλο. Είχε κρύο, τ’ αμάξι δυσκολεύτηκε να ζεσταθεί, όμως το ’βαλε μπρος και βάλθηκε να βρει ποτό.
Της Κωνσταντίας Σωτηρίου
Το αστυνομικό μουσείο που είχε εγκαινιαστεί στη Λευκωσία δεν έσφυζε τόσο από ευρήματα και επιδείξεις κλοπιμαίων όσο από τη διάταξη των προσωπικών αντικείμενων των υποδίκων και ειδικότερα των σεσημασμένων κακοποιών. Όπλα και φυσίγγια καταλάμβαναν μεγάλο μέρος της συλλογής αλλά και μαχαίρια, μικροί σουγιάδες, ταμπακιέρες καθώς και το περιβόητο κόκκινο μαντήλι του Μεχμέτ Τζαμάλ Μιτάς.
Του Γιώργου Παπαθανασόπουλου
Νέους σάλτα μέσα, δεν πρόλαβες το λεφορείο ε; Βγάλε το δίκοχο ρε ψάρακα, μέσα σ’ αυτοκίνητο μπήκες. Τι ώρα είναι ρε, έξι; Αργήσαμε θα μας πάνε ίσια στην αναφορά τα καρακόλια. Εδώ μόλις μπούμε Τατοΐου έχει ένα μπουρδελόμπαρο, να πιούμε έναν καφέ γιατί είναι φαρμάκι το στόμα μου.
Της Έλσας Κυριακίδου
Μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια περιφερόμουν από λαϊκή σε λαϊκή. Η οικογενειακή μας επιχείρηση ήταν ένας πάγκος με μήλα. Γιαγιάδες στον ορίζοντα δεν υπήρχαν και λεφτά για κοπέλα να με κρατά, ούτε για αστείο… Έτσι οι δικοί μου με έπαιρναν μαζί τους μέχρι τα πέντε που ξεκίνησα το σχολείο και αργότερα κάθε πρωί, τις βδομάδες που ήμουν απογευματινός, με αποτέλεσμα, σχεδόν για τη μισή χρονιά να φτάνω αργοπορημένος και με μάτια που έκλειναν από νύστα και κούραση.
Της Κατερίνας Κονιδάρη
Όταν ξύπνησα η καρδιά μου ήταν ένα κομμάτι τσιμέντο που έσερνα με αλυσίδα. Έβαλα καφέ και άνοιξα την τηλεόραση. Ήταν μέσα φθινοπώρου και οι παρουσιαστές των εκπομπών είχαν γυρίσει. «Είμαστε εδώ και πάλι μαζί, άλλη μια χρονιά». Μέχρι να πάει έντεκα, είχα πιεί άλλους δυο καφέδες, είχα φάει ένα κρουασάν, είχα ανακαλύψει το τυρί, που έψαχνα στο ψυγείο, σε ένα ντουλάπι, την χτένα μου, που έψαχνα στο μπάνιο, σε ένα συρτάρι του υπνοδωματίου, ενώ μου είχαν πέσει από τα χέρια ένα πιάτο, που έσπασε και μάζεψα, το νεσεσέρ με τα φάρμακα και ένα ψαλίδι. Αυτή η παράδοξη δραστηριοποίηση γύρω από τον άξονά μου δεν κατόρθωσε παρόλα αυτά να ελαφρύνει το βάρος της καρδιάς-τσιμέντου και αποφάσισα να βγω έξω. Δεν είχα κάτι να κάνω.
Της Μέμης Κατσώνη
Το τραγούδι των Κλοντ Φρανσουά και Ζακ Ρεβό Comme d'habitude (Όπως Συνήθως) ξεκίνησε την πορεία του το 1967 με στίχους πρωινής μίρλας: σηκώνομαι, δεν ξυπνάς, πίνω καφέ μόνος στην κουζίνα, μου γυρνάς την πλάτη όπως συνήθως, όλα είναι γκρίζα, έχω αργήσει, κρυώνω, σηκώνω τον γιακά μου όπως συνήθως, κλπ. Ο Πολ Άνκα άκουσε το τραγούδι, κατάλαβε πως στη δυναμική της μελωδίας δεν άξιζε τόση μιζέρια, γράφει νέους στίχους για τον Φρανκ Σινάτρα και το 1969 κυκλοφορεί το My Way. Τον επόμενο χρόνο το ακούει ο Ανδρέας Παπανδρέου, εμπνέεται και επεκτείνει την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΚ, προάγγελο του ΠΑΣΟΚ, που το 1981 γίνεται κυβέρνηση, ήγουν ο Πολ Άνκα έφερε την Αλλαγή στην Ελλάδα, με τον τρόπο του.
Του Μιχάλη Πιτένη
Με το πρώτο σκοτάδι φάνηκε η Κοζάνη. Σε λίγα σπίτια άναβαν ηλεκτρικοί γλόμποι. Στα περισσότερα έκαιγαν εδώ και ώρα γκαζόλαμπες. Ο Γιώργος ο Κοκκαλιάρης πήρε μια βαθιά ανάσα. Του ΄φυγε το βάρος που ΄χε στο στήθος. Πρόκανε τη νύχτα πριν τον βρει στην ανοιχτή στράτα.
Του Χρόνη Καλοκαιρίδη
Όχι, ο Ευθύμης Ευγενίδης δεν έχει την καλύτερη σχέση με το γραπτό λόγο ούτε ποτέ ενδιαφέρθηκε να δημοσιεύσει άρθρο του σε κάποια εφημερίδα.
Της Αλεξάνδρας Σάνδη
Έφυγε πλήρης ημερών. Αυτό είπαν όλοι. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι. Εν πάση περιπτώσει το είπαν αρκετοί κι εγώ το άκουγα και ήθελα να τους πω ότι κάνουν λάθος, ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συνέβη, όχι σε αυτήν, ότι δεν την ήξεραν καθόλου, ότι 94 χρόνια ήταν πολλά, αλλά ίσως όχι αρκετά για να τη μάθουν.
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Μου ζήτησαν να μιλήσω για σας, γενναίοι μάρτυρες του Ισλάμ.
Του Γιώργου Μπίζα
Έλα, ρε φίλε, μια ώρα σε καλώ να σου μιλήσω και έχεις πιάσει την πάρλα με την άλλη;
Του Γιάννη Νικολούδη
Το σενάριο, όπως συνήθως, ήταν πολύ απλό. Το είχε λάβει πριν δυο μέρες με μέιλ· μια πυκνογραμμένη παράγραφος με κάμποσες λέξεις υπογραμμισμένες, όπως εξυπηρέτηση, ευγένεια, απόδειξη, καθαρό wc. Λέξεις κλειδιά, λέξεις που καθόριζαν το πεδίο δράσης του. Στο τέλος του μέιλ αναφερόταν και ο προϋπολογισμός: 50 ευρώ, τα οποία είχαν κατατεθεί ήδη στον τραπεζικό του λογαριασμό και τώρα έτριζαν στις τσέπες του με τη μορφή ενός κολαριστού πενηντάρικου.
Του Αντώνη Τζήμα
Μόλις είδε την στοίβα από τα άπλυτα στο νεροχύτη ένιωσε ένα βάρος να πέφτει και να κάθεται στους ώμους της. Άνοιξε τη βρύση, έβαλε σαπούνι στο σφουγγάρι και ξεκίνησε να πλένει τα πιάτα.
Της Φίλιας Μητρομάρα
Ήταν ένα κυριακάτικο πρωινό όταν ξαφνικά το κατάπια. Έτσι, στα καλά καθούμενα. Σχήμα, μορφή, υφή, μη με ρωτάτε, δεν πρόλαβα να δω, δεν ξέρω. Ένα γκλουπ άκουσα μόνον και αυτό πήγε και μου έκατσε κατευθείαν στον οισοφάγο −λίγο πιο πάνω από το διάφραγμα− και κόλλησε σαν στρείδι. Όσα κι αν κατάπια από τότε παρακάτω δεν πήγανε. Μέρα με τη μέρα, αυτό απορροφούσε τα πάντα κι εγώ στένευα, μάζευα, αφυδατωνόμουν, γινόμουν πλανήτης άνυδρος, ακατάλληλος για ζωή.
Του Γιώργου Δουατζή
Ποτέ δεν τόλμησε ανοιχτά κάτι στη ζωή του. Ήταν η προσωποποίηση της δειλίας. Έτρεμε την έκθεση και κυρίως την κριτική. Όλα στη ζωή του προσπαθούσε να γίνονται εν κρυπτώ. Ως και ειδικό λογαριασμό με ψεύτικα στοιχεία είχε ανοίξει για να στέλνει με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τις κριτικές βιβλίου που έγραφε εβδομαδιαίως στην εφημερίδα. Είχε αποκτήσει τη φήμη του αυστηρότερου κριτικού λογοτεχνίας, αλλά και πολλούς εχθρούς, των οποίων το έργο είχε κατακρίνει. Ήταν ένα μισητό, άγνωστο όμως πρόσωπο για δεκάδες συγγραφείς.
Της Μαρίας Κώτσια
Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο∙ έπρεπε ν' ανέβει τόσους ορόφους με τα πόδια. Ο γιατρός την προηγούμενη βδομάδα του το είχε πει ξεκάθαρα – η καρδιά του βρισκόταν σε οριακό σημείο, μια ελάχιστη παρασπονδία και δεν θα γλίτωνε το δεύτερο έμφραγμα.
Της Νούλης Τσαγκαράκη
Ο Διονύσης βγήκε κτυπώντας την πόρτα με δύναμη. Ανέβηκε στην ταράτσα ν' ανασάνει. Το σπίτι τον έπνιγε. Νόμιζε πως θα σκάσει από το βάρος που 'χε θρονιαστεί στην ψυχή του, προσπαθώντας να βγάλει από τη μύγα ξύγκι. Δεν άντεχε άλλο. Δεν άντεχε άλλο το άγχος, την αγωνία, τον πανικό, τους λογαριασμούς, τα χρέη, τις δόσεις, τα δάνεια, τους ανέλπιδους κόπους, τη ζωή χωρίς αύριο, την γκρίνια και την ανασφάλεια της Λίτσας. Αυτή η αγκομαχούσα καθημερινότητα τον τρέλαινε. Θα 'θελε τόσο πολύ να γλιτώσει, να δραπετεύσει αδιαφορώντας για το κόστος. Άναψε ένα τσιγάρο ατενίζοντας το κενό που απλωνόταν μπροστά του.
Του Γιάννη Καρκανέβατου
Το είχε φιλοσοφήσει το θέμα. Μια δύσκολη κατάσταση που παρατείνεται για καιρό είτε σε κάνει μαλθακό είτε σε ατσαλώνει. Μοίρα, τύχη, πεπρωμένο, όπως κι αν λέγεται. Και η τελευταία θέση αποτελούσε επώδυνη κληρονομιά για να την αψηφήσει. Πλησίασε τη μάνα. Στην αγαπημένη της θέση στο παράθυρο, παρατηρούσε τη λιγοστή κίνηση του δρόμου. Μάνα, δεν μπορώ άλλο. Το χρώμα του προσώπου κι η φωνή δεν μαρτυρούσαν ένταση. Δεν αντέχω να είμαι ο τελευταίος των τελευταίων. Δεν μας επισκέπτεται ποτέ κανείς· κι αυτός που μόλις εμφανίστηκε, το κάνει, λέει, για μια ιστορία και μετά θα μας ξεχάσει. Παιδί μου... δεν βλέπεις την αδερφή σου την Ωχρόλευκη που δεν παραπονιέται; Το όνομά της μάνα, έχει ήδη δοθεί σ' ένα μανιτάρι. Κι αν ήθελες, ας ονόμαζες αυτήν Ωχρόφαια κι εμένα Ωχρόλευκο. Έτσι θα ήμουν πιο κοντά στην οικογένεια των Ωφέλιμων. Πώς μπορείς να αποδεχτείς, χωρίς να κάνεις κάτι γι' αυτό, ότι οι αιώνες που έρχονται θα μας βρίσκουν πάντα εδώ, στην τελευταία σελίδα πριν από το λευκό της ανυπαρξίας; Κι αν ήταν προδιαγεγραμμένο, ας μη με γεννούσες. Η Ωχρότητα χλόμιασε. Κοίταξε το στρίφωμα του φορέματος, λίγο πιο πάνω από τα λεπτά της γόνατα.
22 Σεπτεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Επιλογές από τις προσεχείς εκδόσεις ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας, ποίησης, βιογραφιών, θεάτρου, δοκιμίων, μελετών και γκράφικ νόβελ. Επιμέλεια: Κώστας Αγορα
10 Σεπτεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
17 Σεπτεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
13 Δεκεμβρίου 2022 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Έφτασε η στιγμή και φέτος για την καθιερωμένη εδώ και χρόνια επιλογή των εκατό από τα καλύτερα βιβλία λογοτεχνίας της χρονιάς που φτάνει σε λίγες μέρες στο τέλος της. Ε