![fish kanakaris](/images/stories/2020_ALL/DHIGIMATA/fish-kanakaris.jpg)
- Δεν ήμουν εγώ!
Διήγημα του Γιώργου Κανακάρη
Μάταια το βλέμμα του γυρίζει μία σε μένα και μία στη μάνα του και πουθενά δεν βρίσκει παρηγοριά. Τα μάγουλά του έχουν πασαλειφτεί από τα δάκρυα και τα μαλλιά. Στα μάτια του γυαλίζει το φως της τηλεόρασης. Η παλάμη μου τρέμει αλλά αυτή τη φορά συγκρατιέμαι. Μια μέρα θα έρθει η σειρά μου. Η Μαίρη καπνίζει και κρυφοχαζεύει τις ειδήσεις.
- Θα πεις την αλήθεια; Γιατί σκότωσες το ψάρι;
- Δεν ήμουν εγώ.
- Σκατόπαιδο!
Σηκώνω το χέρι αλλά διστάζω, το αφήνω μετέωρο. Η Μαίρη με κοιτάζει ανέκφραστη. Ο μικρός καλύπτει το πρόσωπό του και τσιρίζει:
- Μη! Εγώ ήμουν! Μη!
- Γιατί; Πες μου, γιατί!
- Γιατί τσίμπησε το κορίτσι.
- Ποιο κορίτσι; Τι είναι αυτά που λες!
Το τρεμάμενο χέρι του δείχνει προς την τηλεόραση. Μια γυναίκα με μαντήλα κλαίει στην αμμουδιά. Προς στιγμήν αφαιρούμαι. Έχω πάει σε αυτή την παραλία. Όταν ήμουν φοιτητής. Πριν από όλα αυτά. Κοιτάζω τη Μαίρη να σκουπίζει τα γυαλιά από το πάτωμα με το τσιγάρο στο στόμα. Δεν έχω πια ανάσα, τίποτα δεν βγάζει νόημα. Πιάνω τα κλειδιά και βγαίνω έξω, τραντάζω την πόρτα και από μέσα ακούγονται πνιχτά κλάματα. Στο διάολο!
Περπατώ μέσα στη νύχτα και η βροχή νοτίζει τα μαλλιά μου. Η Πατησίων βρωμάει καυσαέριο από τα κολλημένα αμάξια. Σκατά τα έχω κάνει. Το χρειάζομαι σήμερα. Το έχω ανάγκη. Θα είναι γλυκό μετά από τόσους μήνες. Το μηνιάτικο φουσκώνει στην τσέπη μου. Μπαίνω μέσα και κάθομαι στην μπάρα. Ωραία, αυτός είναι καινούριος, δεν τον ξέρω δεν με ξέρει. Του κάνω νόημα, ένα διπλό. Το φέρνω κάτω από τη μύτη μου αργά και χαζεύω το κεχριμπαρένιο χρώμα μέσα από το γυαλί. Διστάζω. Μήπως να το αφήσω και να φύγω τρέχοντας; Έρχεται στο νου μου η παραλία από τις ειδήσεις και το αφήνω να γλιστρήσει αργά στο στόμα μου. Κύματα απόλαυσης μου πλημμυρίζουν τα μηνίγγια. Κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι. Όταν τα ξανανοίγω βλέπω μια γκόμενα να με κοιτάζει από την άκρη της μπάρας. Αυτή την ξέρω. Όλοι την ξέρουν. Έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Θες παρέα; Εγώ αδειάζω το ποτήρι μου και κάνω νόημα στον μπάρμαν, άλλα δύο. Κοιτάζω τα χείλη της να σχηματίζουν ένα κατάξερο χαμόγελο, φθαρμένο από τη χρήση. Ίσως κάποτε ήταν όμορφη. Ίσως πριν έρθει εδώ. Τσουγκράμε τα ποτήρια μας και της πιάνω το μπούτι. Αυτή το πιέζει προκλητικά πάνω μου. Μετανιώνω αλλά τώρα είναι αργά.
Δύο ώρες μετά, στην αλάνα πίσω από το μαγαζί, σηκώνει το βρακί της ενώ με κοιτάζει βαριεστημένα. Γύρω είναι σκοτεινά. Δυο παρκαρισμένα αμάξια αντανακλούν τα φώτα του δρόμου. Προσπαθώ να μετρήσω τα λεφτά τρεκλίζοντας. Τελικά τα τσαλακώνω στη χούφτα μου και τα πετάω κάτω. Μουρμουρίζει κάποια βρισιά στη γλώσσα της, σκύβει και τα μαζεύει.
Γιατί σκότωσε το ψάρι ο μικρός; Το κεφάλι μου πάει να σπάσει από την πίεση. Ζαλίζομαι και ψάχνω κάτι να κρατηθώ αλλά δεν υπάρχει τίποτα.
Φεύγω παραπατώντας προς την Πατησίων. Η βροχή έχει σταματήσει από ώρα. Σκέψεις μου σφίγγουν τον αυχένα. Ξανακύλησα. Έχασα και το μηνιάτικο. Αυτή η παραλία. Πόσο να ήμασταν, είκοσι, άντε εικοσιένα. Η Μαίρη έπιανε την άμμο με τις χούφτες και την άδειαζε σαν κλεψύδρα στα δάχτυλά μου. Τα απογεύματα άναβα φωτιά και κάναμε έρωτα κοιτάζοντας τις φλόγες. Κοντοστέκομαι στο φανάρι. Η Μαίρη τώρα θα τελειώνει το δεύτερο πακέτο της. Γιατί σκότωσε το ψάρι ο μικρός; Το κεφάλι μου πάει να σπάσει από την πίεση. Ζαλίζομαι και ψάχνω κάτι να κρατηθώ αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Σωριάζομαι και ακούω το κρανίο μου να χτυπάει στο τσιμέντο.
Όταν ανακτώ τις αισθήσεις μου είναι ακόμα νύχτα. Νιώθω έναν βουβό πόνο πάνω από το μάτι. Η θερμοκρασία πρέπει να έπεσε πολύ γιατί βλέπω το χνώτο μου με κάθε ανάσα. Γύρω επικρατεί μια παράξενη ησυχία. Δεν υπάρχουν ούτε αμάξια, ούτε άνθρωποι, μόνο η λάμπα του δρόμου από πάνω είναι ακόμα αναμμένη. Στο πεζοδρόμιο, μια μικρή σχισμή έχει ανοίξει εκεί που χτύπησα. Την κοιτάζω παραξενεμένος, ακόμα ζαλίζομαι. Γονατίζω και βάζω μέσα το δάχτυλό μου. Με έκπληξη βλέπω το πεζοδρόμιο να σκίζεται σα να είναι χαρτόνι. Πιάνω την άκρη της τσιμεντόπλακας, την τραβάω και νιώθω το έδαφος να δονείται ενώ το αποφλοιώνω. Σηκώνω το κομμάτι που έσκισα στο αέρα, από πάνω μοιάζει όπως όλες οι τσιμεντόπλακες, όμως στην πραγματικότητα είναι λεπτό σαν δέρμα. Είναι λες και τρύπησα κατά λάθος την πέτσα αυτού του κόσμου. Από μέσα ακούγεται παφλασμός νερού και νιώθω κρύο ιδρώτα στους κροτάφους μου. Σκύβω διστακτικά αλλά καθώς πλησιάζω προς το άνοιγμα, παγωμένες στάλες μου πιτσιλίζουν το πρόσωπο, ενστικτωδώς κλείνω τα μάτια. Νιώθω την αλμυρή γεύση στην άκρη των χειλιών μου και μυρίζω τη θαλασσινή αύρα. Ανοίγω τα μάτια και μου κόβεται η αναπνοή. Κάτω από το νερό που υπερχειλίζει ένα κορίτσι λικνίζεται αργά μαζί με το κύμα. Φύκια είναι μπλεγμένα στα μαλλιά της. Στο στόμα της φύκια. Εκατοντάδες μικρά, ασημένια ψαράκια την κυκλώνουν. Κάθε τόσο ένα από αυτά ορμάει με μικρές σβέλτες κινήσεις και τσιμπάει τις άκρες των δακτύλων της.
Info
Ο Γιώργος Κανακάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Εργάζεται ως μηχανολόγος μηχανικός στη βιομηχανία. Παρακολουθεί μαθήματα δημιουργικής γραφής στο εργαστήριο του Κ.B. Κατσουλάρη.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.