Διαφέραμε πολύ. Εγώ κοινωνικός και με εμπιστοσύνη στις επόμενες στροφές της ζωής, αυτός μαζεμένος, επιφυλακτικός και με περισσότερη σύνεση.
Της Γεωργίας Δρακάκη
Ο Τ. είχε προέλθει από μια παράξενη στροφή της γης, λίγο πιο χορευτική απ' τις συνηθισμένες. Ο τρόπος που κάπνιζε ήταν από μόνος του καλλιτεχνική πράξη. Είχε φτάσει τριάντα χρόνων κι είχε καταφέρει να βγάζει λίγα λεφτά παίζοντας μπουζούκι σε ταβέρνες και κέντρα διασκέδασης. Ντυνόταν σχετικά εκκεντρικά και ήταν πολύ, πολύ αδύνατος, σαν καπνός φουγάρου, με ένα όμορφο, μελένιο πρόσωπο, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν τα τεράστια μαύρα μάτια του – μάτια ζώου απείθαρχου.
Τον γνώρισα μέσω ενός πολύ κακού ανθρώπου, από αυτούς που καμιά φορά κάνουν άθελά τους μεγάλο καλό. Μεγάλο καλό, εν προκειμένω, κρίνω πως στάθηκε η γνωριμία μου με τον εξωπραγματικό Τ.
Είναι φορές που διστάζω να διηγούμαι αληθινές ιστορίες της ζωής μου, γιατί συχνά, ο κόσμος πιστεύει ότι τις κατεβάζω από το κεφάλι μου, ή από την κοιλιά μου, όπως έλεγε η προγιαγιά μου. Ακόμα χειρότερα, κάποιοι πιστεύουν ότι αλατίζω τις ιστορίες μου με λογοτεχνία, άρα ότι είμαι ψεύτης. Ψεύτης, όμως, εγώ δεν γίνομαι, παρά μόνο στις περιπτώσεις που κρύβω μερικές ποιητικές λεπτομέρειες από τις ιστορίες μου, για να φαίνονται πιο αληθινές. Αλλιώτικα, πραγματικά, πολλές, πάρα πολλές από τις ιστορίες μου φαντάζουν ψεύτικες και πλαστές και είναι κρίμα, ενώ καθόλου τέτοιες δεν είναι, να τις αφήνω εκτεθειμένες μες στην παραμυθένια καλλονή τους, αυτή που για να γίνει κατανοητή και να συγχωρεθεί, πρέπει να κρυφτεί και ν' ασχημύνει λιγάκι. Γι’ αυτό, από τα μικρά μου χρόνια, αποφάσισα να γράφω σε αυτή την πολύ καλή φίλη και ακροάτρια, την κυρία Κόλλα Χαρτί, που ποτέ, βέβαια, δεν κατάλαβα γιατί τη λένε Κόλλα, αλλά πάντοτε λάτρευα το κενό της, το λευκό της και τους απίθανους συνδυασμούς που μπορούν να προκύψουν από είκοσι τέσσερα μόνο υλικά.
Μια φορά, καθόμασταν με τον Τ. γυμνοί στο κρεβάτι, χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτε σωματικό μεταξύ μας βέβαια, και ήταν η στιγμή που αποφάσισα να του διαβάσω κάτι δικό μου. Να μου πει, ας πούμε τη γνώμη του. Αν με θεωρεί καλό συγγραφέα.
Μια φορά, καθόμασταν με τον Τ. γυμνοί στο κρεβάτι, χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτε σωματικό μεταξύ μας βέβαια, και ήταν η στιγμή που αποφάσισα να του διαβάσω κάτι δικό μου. Να μου πει, ας πούμε τη γνώμη του. Αν με θεωρεί καλό συγγραφέα. Είχα γράψει εντελώς πρόχειρα και σχεδόν αυτόματα μια λίστα πραγμάτων – πάντα αγαπούσα να στρώνομαι και να εφευρίσκω έξυπνες, ωραίες λίστες, του τύπου «δέκα πράγματα που πάντα θα ήθελες να είσαι, αλλά επειδή είσαι άνθρωπος δεν μπόρεσες», «πενήντα προορισμοί του κόσμου για να πας όταν έχεις χωρίσει», «τέσσερις άνθρωποι που θα μπορούσες να δολοφονήσεις» και τέτοια. Αυτή η λίστα που προοριζόταν για τα όμορφα –στ’ αλήθεια όμορφα–, αυτιά του Τ. είχε τον εξής τίτλο: «Μερικές αληθινά παράξενες πλην γοητευτικές συνήθειες ανθρώπων». Δηλαδή, δεν είχα καν επιλέξει νούμερο, σαν κάτι μέσα μου, να μου έλεγε τη στιγμή που έγραφα, πως αυτή η λίστα μπορεί να γράφεται μέχρι να πεθάνω κι ύστερα να συνεχιστεί από τους υποτιθέμενους απογόνους μου και πάει λέγοντας.
1. Η Γ. θέλει να μπαίνει στις πιλοτές των πολυκατοικιών και να τραγουδά δυνατά και αντιλαλιστά, εκμεταλλευόμενη στο έπακρον την άριστη ακουστική τους, ενίοτε και την ανακουφιστική δροσιά τους.
2. Ο Π. γουστάρει να στέλνει λουλούδια στον εαυτό του και να εκπλήσσεται κάθε φορά που του χτυπά ο ανθοπώλης την πόρτα.
3. Ο Σ. έχει μάθει να ερωτεύεται με την εκατομμυριοστή ματιά, ποτέ με την πρώτη: θέλει να ζει και όχι να φαντάζεται.
4. Εγώ αγαπώ να καταγράφω τις παράξενες συνήθειες των ανθρώπων, αποκρύπτοντας επιμελώς τις δικές μου, εκτός κι αν θεωρείται παράξενο να καταγράφεις τις παραξενιές.
5. Η Α. δεν καπνίζει ποτέ πριν βραδιάσει και η αγαπημένη της ώρα ν’ ανάβει τσιγάρο είναι η ενάτη βραδινή.
Εξήγησα στον Τ., χαϊδεύοντάς τον στρογγυλά γύρω από το γόνατό του, ότι αυτές οι παράξενες συνήθειες είναι αληθινές και οι άνθρωποί τους, φυσικά. Στην ερώτησή του γιατί δεν γράφω ολόκληρα τα ονόματά τους ή έστω γιατί δεν βάζω ψεύτικα, του απάντησα ότι κάτι τέτοιο θα το έβρισκα πολύ μπανάλ, έπειτα με ρώτησε τι είναι μπανάλ και εγώ με αυτή την ερώτηση άναψα χωρίς να το θέλω και γέλασα και του άρπαξα το πρόσωπο κι άρχισα να τον φιλώ κι αυτός ενέδωσε κι έτσι η αντικριστή γύμνια μας τελικά δεν στάθηκε και τόσο αθώα.
Ο Τ. και ο τρόπος που μου έκανε έρωτα ήταν για μένα έξω από τα συνηθισμένα. Δεν ήξερα αν πήγαινε και με άντρες και με γυναίκες, πάντως η χημεία μας ήταν το κάτι άλλο. Ο ρυθμός του επηρεαζόταν από το χασίς που κάπνιζε σε μεγάλες ποσότητες, ικανές να του γλαρώνουν τα τεράστια, γαϊδάρου μάτια του και να τον κάνουν να τραβά μακρείς δρόμους επάνω στο κορμί μου και μέσα στο κορμί μου. Έπειτα, δεν έπεφτε αμέσως για ύπνο, αλλά κάπνιζε άλλο ένα τσιγάρο, ήθελε μπάνιο και λίγη συζήτηση ακόμα. Έκλεινε τα μάτια κι έπειτα ξύπναγε. Ζήταγε καφέ νωρίς, πολύ νωρίς το πρωί. Τον έφτιαχνε μόνος του ή τον αγόραζε απ’ έξω.
Κλεινόταν στο κουζινάκι μου, το οποίο και ντουμάνιαζε, και κούρντιζε το μπουζούκι του. Ο Τ. έπαιζε εκπληκτικό μπουζούκι. Άφηνε μουστάκι και κυκλοφορούσε ξυπόλητος με το τζιν του μες στα στριμωγμένα δωμάτια του σπιτιού μου, κάνοντάς με να αναστενάζω σχεδόν κάθε φορά που τον έβλεπα. Ο Τ. γελούσε κελαρυστά και βροντερά, σαν θεός του Ολύμπου που παρακολουθεί σκηνές διαμάχης ανθρώπων, από πολύ, πολύ ψηλά. Έτσι βαλμένος στον δικό του, άκακο και δίχως επιθετική έπαρση θρόνο, ο Τ. παρακολουθούσε κι ερμήνευε τον κόσμο.
Δύο άντρες φίλοι, συγκάτοικοι, εραστές. Ο ένας ερωτευμένος και λιγωμένος. Ο άλλος όμορφος και αυτόφωτος. Εγώ το είχα ονειρευτεί αυτό το σκηνικό πολλές, πολλές φορές και μου ήρθε τόσο ξαφνικά που δεν νομίζω να πρόλαβα να το πανηγυρίσω.
Διαφέραμε πολύ. Εγώ κοινωνικός και με εμπιστοσύνη στις επόμενες στροφές της ζωής, αυτός μαζεμένος, επιφυλακτικός και με περισσότερη σύνεση. Τον Τ. δεν τον ενδιέφερε ποτέ να κερδίσει την εύνοια των ανθρώπων. Ποθούσε όμως τη συμπάθεια των μουσικών και τα βλέμματα των γυναικών, εξ ου και με μπέρδευε η ιστορία μας, καθώς έπειτα από εκείνη την πρώτη βραδιά έρωτα και απαγγελίας, εγκαταστάθηκε σχεδόν απρόσκλητος στο τσαρδί μου και συμπεριφερόταν λες και τα είχαμε. Δύο άντρες φίλοι, συγκάτοικοι, εραστές. Ο ένας ερωτευμένος και λιγωμένος. Ο άλλος όμορφος και αυτόφωτος. Εγώ το είχα ονειρευτεί αυτό το σκηνικό πολλές, πολλές φορές και μου ήρθε τόσο ξαφνικά που δεν νομίζω να πρόλαβα να το πανηγυρίσω.
Του μαγείρευα. Τους χειμώνες αυτός κουβάλαγε κάστανα. Κάτι διήμερα χανόταν. Μετά τα παιξίματά του αποδώ κι αποκεί, μάλλον θα μπλεκόταν με γυναίκες. Τι με ήθελε εμένα τότε; Μα δεν ζήλευα. Δεν μπορούσα. Ερχόταν σπίτι με σοκολάτες και ρακή, με βούταγε και με άρχιζε στις δαγκωματιές. Έπειτα, μου χάριζε τις πενιές του και τα τραγούδια που σκάρωνε. Εγώ καμάρωνα και κοκκίνιζα και συνέχιζα να ζω έτσι, μαζί του, χώρια του, μαζί του, μόνος μου, μαζί του, χώρια του.
Κάποια στιγμή, είχαν περάσει δύο εβδομάδες και ήταν άφαντος. Ούτε στο κινητό μπορούσα να τον βρω. Την ψυχή μου γιάτρεψε ο Οδυσσέας του Τζόυς, που είχα πει να ξεκινήσω να διαβάζω μόνο αν ήμουν σίγουρος πως θα έβρισκα πολύ χρόνο. Κλεισμένος μες στο σπίτι και πεθυμώντας τη στυφή μυρωδιά των τσιγάρων του, που είχαν πια ποτίσει τα ριχτάρια και τις κουρτίνες μας, διάβαζα και έπινα καφέδες, τους δικούς του καφέδες, τους εσπρέσο μέτριους. Κι από δίπλα είχα δικούς του θησαυρούς: μουστοκούλουρα, λιόσπορους, μπάρες δημητριακών κι άλλες τέτοιες αηδίες, καθώς ο Τ. δεν έβαζε εύκολα κανονικό μαγειρεμένο φαγητό στο στόμα του, παρά κρατιόταν όλη μέρα με αυτά τα τσιμπολογήματα – με καφέδες, με τσιγάρα, με το μπουζούκι, ίσως λίγο με μένα, ίσως πολύ με την ατόφια του τρέλα.
Οι δύο εβδομάδες έγιναν τρεις κι ύστερα αφήσαμε πίσω μας τον μήνα. Εγώ τότε πήγα Άμστερνταμ μ' έναν ξέμπαρκο εραστή χωρίς ιδιαίτερο προγραμματισμό, κι ένα πρωί που ξύπνησα νωρίτερα απ' αυτόν, κάθισα κι έγραψα για τον Τ., τον οποίο σκεφτόμουν πυρετωδώς όλες τις μέρες και όλες τις ώρες κάθε μέρας:
«Κρεμασμένος σαν πίνακας ζωγραφικής πάνω στο ίδιο του το σώμα, διακριτός από μακριά, βαδίζει περιπετειώδης και αποτραβηγμένος. Μες στο κεφάλι του το μακρόστενο κατοικούν ευτυχισμένες οι δικές του εικόνες. Εικόνες που δείχνουν τον κόσμο, όπως θα έπρεπε να είναι ο κόσμος, εικόνες που του πήρε χρόνια να σχεδιάσει, να ολοκληρώσει και, τελικά, να καρφιτσώσει για τα καλά πάνω στον παχύ, βελουδένιο ουρανό του μυαλού του. Ο Τ., ο Τ. μου, σε εκατομμύρια χρόνια από τώρα, δεν θα είναι. Θα γίνει κόκκος αόρατος μέσα σε αέρα δίχως οξυγόνο, θα είναι κάτι που κάποτε υπήρξε όμορφα, θα είναι πολύ ψηλά, πολύ μακριά από τους ανθρώπους – θα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Τι κι αν κράτησε αισθητά λιγότερο, η ύπαρξη του Τ. μου σημαίνει πολλά περισσότερα από τα εκατομμύρια χρόνια ανυπαρξίας που θα βρίσκεται».
Στους δρόμους του Άμστερνταμ το ίδιο βράδυ, ενώ αλώνιζα μόνος, όσο ο άλλος τελείωνε την έβδομη μπίρα του, με τσάκωσα να καπνίζω όπως ο Τ. Σημάδι πως, τελικά, τον είχα αγαπήσει όσο μπορούσα, όπως μπορούσα. Και πως δεν έφταιγα εγώ που είχε εξαφανιστεί.
Έτσι, δεν στεναχωρέθηκα όταν, μερικές εβδομάδες μετά, έμαθα ότι ο Τ. δεν ζει πια, γιατί τον χτύπησε αυτοκίνητο, αφηρημένος καθώς οδηγούσε το μηχανάκι του. Τι το ήθελε το μηχανάκι δύο μέτρα άντρας ποτέ δεν κατάλαβα και πάντα ντρεπόμουν να του το πω. Δεν στεναχωρέθηκα δεν θα πει πως χάρηκα, φυσικά. Έκανα να φάω μια εβδομάδα. Και να κοιμηθώ. Όμως, λύθηκε η απορία μου για τον λόγο της εξαφάνισής του.
Την τελευταία φορά που ιδωθήκαμε, δεν μπορούσα να την επαναφέρω στη μνήμη μου με όση ακρίβεια ήθελα. Το σώμα του μύριζε όμορφα, θυμάμαι τα παπούτσια του τακτοποιημένα κοντά στην εξώπορτα, τα μακριά του μαλλιά να ενοχλούν τα μάτια του. Εγώ είχα νεύρα.
Την τελευταία φορά που ιδωθήκαμε, δεν μπορούσα να την επαναφέρω στη μνήμη μου με όση ακρίβεια ήθελα. Το σώμα του μύριζε όμορφα, θυμάμαι τα παπούτσια του τακτοποιημένα κοντά στην εξώπορτα, τα μακριά του μαλλιά να ενοχλούν τα μάτια του. Εγώ είχα νεύρα. Μου είχαν κόψει το σταθερό και το Internet γιατί είχα ξεχάσει να τα πληρώσω. Ο Τ. το είχε πάρει στην πλάκα. Σε κάποια φάση ίσως και να μου είπε πως καλύτερα να μας έκοβαν και το ρεύμα. Δεν κάναμε έρωτα την τελευταία φορά. Γιατί; Γιατί δεν κάναμε;
Ο Τ. δεν ζει πια. Όμως, άφησε πίσω του μερικά τραγούδια που τα ξέρουν και τα τραγουδούν έξι εφτά άνθρωποι, άφησε πίσω του μια στυφή μυρωδιά χασίς και άφησε πίσω του εμένα που τον επιθύμησα τόσο πολύ και που τον ντράπηκα τόσο πολύ, γιατί δεν είχα καταλάβει αν ήμασταν ή όχι ζευγάρι, παρίστανα τον άνετο. Τον παριστάνω ακόμα στο άκουσμα του ονόματός του. Το όνομά του το γράφω λειψό. Και πίνω καφέ. Και τρώω αηδίες υγιεινές. Και θέλω να ξαναπάω Άμστερνταμ, μόνος μου. Να γράψω μια λίστα με τα εκατό πράγματα που έκανε ο Τ. καλύτερα από όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους του κόσμου:
1. Φίλαγε.
2. Τραγουδούσε.
3. Υπήρχε.
4. Έπαψε να υπάρχει.
5.
Info
|
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.