Ο Θωμάς σπρώχνει το καρότσι με το μωρό στον πλακόστρωτο πεζόδρομο.
Διήγημα του Γιάννη Γορανίτη
Και ενώ ένιωθα το παγωμένο άγγιγμα της κάννης στο γυμνό μου κεφάλι θυμήθηκα τη μητέρα μου να λέει: «Ήταν δύσκολοι καιροί τότε». Πότε, όμως, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση;
Διήγημα του Θοδωρή Τσαπακίδη
Σου είχα πει κάποτε: Αν ποτέ το σκεφτείς στα σοβαρά, αν δεν την παλεύεις άλλο, πάρε με να περάσω. Ό,τι και να γίνει.
Διήγημα του Χρήστου Μπουραντά
Στα μέρη μας, στα ανατολικά οροπέδια, τα παιδιά παίρνουν τα ονόματά τους από τον κινηματογράφο.
Διήγημα της Μέμης Κατσώνη
Ξεκίνησαν ψηλοί, γινήκανε νάνοι. Καιρό τώρα το παλεύουνε. Τι το παλεύουνε δηλαδή, που κάθε φορά το πάνε και πιο κάτω. Πόσο πιο κάτω;
Διήγημα της Μελίνας Πετροπούλου
Αρχές του φετινού Απρίλη ήτανε, απόγευμα υγρό, που ανέβαινα με τα πόδια την Κηφισίας στο ύψος της Αγίας Τριάδας.
Διήγημα του Γιάννη Δενδρινού
Της Μαρίας Ιωαννίδου
Όταν κοιμάσαι μες τη πόλη, ακούς πολλά, διάφορα. Κοιμάσαι μέσα στο στομάχι της κι ακούς αυτά που καταπίνει, άλλα τα χωνεύει και άλλα όχι. Ό,τι δεν αντιλαμβάνονται όποιοι έρχονται με τζιπ και μπράβους για τα εστιατόρια πολυτελείας, ούτε τα κορίτσια με τις δωδεκάποντες. Ούτε οι τουρίστες ούτε οι υποψήφιοι δήμαρχοι μία φορά στα τόσα.
Της Γεωργίας Γιαννοπούλου
Κουλουριασμένη σε μια άκρη του κελιού δίπλα στον σπασμένο νιπτήρα χώνει το κεφάλι όσο πιο βαθιά μπορεί στα πόδια. Οι λυγμοί της αθόρυβοι. Διάφανοι και επαναλαμβανόμενοι σαν τις σταγόνες που εδώ και τέσσερα χρόνια χάνονται στον οχετό, τη μόνη σύνδεση με τον έξω κόσμο. Τώρα δε θα την ακούσει κανείς. Η ευχαρίστηση θα είναι όλη δική της.
Της Δήμητρας Λουκά
που δεν είχε θέρμανση μόνο μια σόμπα στην κουζίνα όπου η γιαγιά ζέσταινε νερό και έβραζε φακές κάθε Τετάρτη και που έβαλα στοίχημα με τον αδερφό μου ότι μπορώ να ανέβω πάνω της και να χορέψω και έκαψα τις πατούσες μου
Της Μαρίας Βέρρου
Ο Ιάσων ήταν ξαπλωμένος στο ήσυχο ακόμα κρεβάτι του και περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τις τρίχες του κορμιού του, μαύρες, σκληρές και κατσαρές, όχι όλες, μόνο όσες τύλιγαν τα χέρια του. Αυτό βέβαια δεν τον έκανε λιγότερο δασύτριχο. Ήξερε επίσης ότι οι τρίχες του ήταν επιπόλαιες κι έτσι έψαχνε να τις βρει πάνω στο στρώμα και όσες από αυτές ξέφευγαν, κάτω στο πάτωμα.
Του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι και το υπουργικό αυτοκίνητο παρκαρισμένο έξω απ’ το σπίτι μας και τον Σταύρο τον οδηγό, μ’ ένα τεράστιο πουπουλένιο καθαριστήρι, να το ξεσκονίζει και να το γυαλίζει για να ’ναι πάντα στην τρίχα, όταν θα μπει μέσα ο Υπουργός. Δεν θυμάμαι όμως ποτέ να μπαίνει κανείς άλλος ή να βγαίνει απ’ αυτό το αυτοκίνητο, εκτός απ’ τον θείο Κωνσταντίνο· και μάλιστα μόνο για να πάει στο Υπουργείο, πουθενά αλλού. Ακόμα και το καλοκαίρι που πηγαίναμε διακοπές, στο πατρικό· στο σπίτι του Υπουργού, με το τραίνο πηγαίναμε· δεν μας είχε πάει ποτέ ο Σταύρος. Θυμάμαι τον Σταύρο να μπαίνει ελεύθερα στο σπίτι, να κουβεντιάζει με τη θεία Κατρίνα, να τρώει καμιά φορά μαζί μας, εγώ όμως δεν είχα μπει ποτέ στο αυτοκίνητο να δω τον Σταύρο να οδηγάει. Δεν είχα πατήσει καν το πόδι μου μέσα στο υπουργικό. Ούτε γι’ αστείο. Ποτέ.
Της Μιλένας Ζαφειροπούλου
Ξύπνησε το πρωί και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τα χέρια του το ίδιο σχήμα, μέγεθος, χρώμα που είχαν και χθες όταν αποκαμωμένος αποκοιμήθηκε στο κάθισμά του. Τα πόδια στη θέση τους. Κανένας πόνος δεν ταλαιπωρούσε το κορμί του. Έβγαλε μία κραυγή να σιγουρευτεί ότι δεν είχε απωλέσει βασικές λειτουργίες. Βραχνή, αλλά με το δικό του ηχόχρωμα, ακόμα. Σηκώθηκε και έκανε μερικά βήματα κυκλικά μέσα στο δωμάτιο-σπηλιά. Σκεφτόταν τι είχε πάει στραβά.
Της Εύας Πιάδη
…μου έδωσε το ίδιο όνομα με εκείνη. Μου φόρεσε ίδια ρούχα, ίδια όνειρα. Με έντυσε με το χαμόγελό της, με πέταξε στα ίδια αδιέξοδα. Μου ζήτησε να κάνω τις ίδιες χειραψίες, να αντικρύσω τα ίδια μάτια. Με μίσησε, με αγάπησε και τούμπαλιν. Με λάτρεψε. Έπλυνε τα πονεμένα μου πόδια· που πονούσαν εξαιτίας της. Μου έκλεψε την ταυτότητα. Μου γέμισε το διαβατήριο. Με εκτίναξε στο διάστημα και μου έδωσε την ευκαιρία να ζήσω στη μοναξιά του.
Της Νίκης Μπλούτη
Άσι, απόψ' του βράδ' δεν έκλεισα μάτ' ούλ' τη νύχτα. Τρόμαξα να ξημιρώσου. Ούτι ζανάξ μι πιάναν ούτι κείνα τ' άλλα που πίνου για του άγχους. Είδα απού βραδύς αυτό του πακέτου μι τη Χατζηβασιλείου κι πλάνταξα στου κλάμα μι μια μάνα που την βρήκι του παιδί τ'ς μιτά από πινήντα χρόνια! Τη ξέρ'ς αυτή την εκπουμπή; Θα την έχ'ς δει, δε μπουρεί... Τη παίζ'νι χρόνια τώρα. Είνι μι αληθινές ιστουρίες απ' τη ζουή βγαλμένις.
Αναδημοσίευση του διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν» (1901) από τον 3ο τόμο της κριτικής έκδοσης των απάντων, σε επιμέλεια του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου (εκδ. Δομός).
Επιμέλεια: Book Press
Της Μυρτώς Σεϊζάνη
Ανεβασμένη στην κούνια λίγο πιο χαμηλά από την τέντα του τσίρκου, τρίβω τις παλάμες μου με ταλκ. Κοιτάζω τον αδελφό μου που στέκεται δίπλα και στραφταλίζει μέσα στο λευκό ρούχο με τις πούλιες.Της Βάνας Πεφάνη
Εμείς ήμασταν οι Λύκοι. Αυτοί που γράφει το σημείωμα. Καμιά σχέση με τη Μεταμόρφωση του Κάφκα. Μη μπερδεύεστε. Δεν εννοώ ότι ξυπνήσαμε ένα πρωί, βγάλαμε τρίχωμα και αρχίσαμε να περπατάμε στα τέσσερα. Η μεταμόρφωσή μας κράτησε περίπου ένα χρόνο. Σιγά και σταδιακά σε όλη την Α’ Γυμνασίου. Λέγαμε μεταξύ μας πως το ξεκίνησαν οι μεγαλύτεροι. Ευτυχώς κανείς δεν το συνδύασε μέχρι και σήμερα με την άφιξή μου στο σχολείο.
Του Γιάννη Δενδρινού
Για την Ελένη, το μικρό τριάρι στην Σκοπέλου ήταν ένα βάσανο. Ανήκε στη μάνα της, μεγάλη γυναίκα πια, και έτσι κάθε φορά που άδειαζε έπρεπε αυτή να βρει νέο ενοικιαστή. Να το δείξει πρώτα σε ενδιαφερόμενους, να επιλέξει κάποιον που να φαίνεται αξιόπιστος, με οικογένεια αν γίνεται, να πετύχει και ένα καλό μίσθωμα. Δύσκολα πράγματα. Δεν ήταν καπάτσα, όπως της το χτύπαγε συχνά η μάνα της. «Σε τρέφει ο άντρας σου», της έλεγε.
Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
Πάρκαρε το μπλε Φίατ επάνω στη στροφή. Η πολυκατοικία ήταν ακριβώς απέναντι. Το διαμέρισμά της ξεχώριζε ανάμεσα στ’ άλλα: γλάστρες και φυτά πεταμένα τριγύρω – σωρός π’ έπνιγε τα τείχια και γονάτιζε τα πλακάκια. Ήταν στον δεύτερο όροφο και το μπαλκόνι είχε τόση σκόνη π’ ένας ελαφρύς βοριάς τη σήκωνε και τη σκόρπιζε στον αέρα σαν χνούδι. Προχώρησε κ’ ένιωσε το πεζοδρόμιο να καίει τη σόλα του παπουτσιού τούτη την πρωινή ώρα. Η πόρτα στην είσοδο ήταν πάντα ανοιχτή και το ασανσέρ δεν δούλευε. Τα σκαλιά τού φάνηκαν πολλά.
Της Ιώς Κούκη
Κοιτούσες επίμονα το γυμνό σου στέρνο στον καθρέφτη για χρόνια. Βρίσκονταν εκεί από τη στιγμή της γέννησής σου, οι δυο συμμετρικές σου ελιές. Δεν τις κληρονόμησες από κανέναν, γεννήθηκαν μαζί με σένα. Η απόσταση ανάμεσά τους πάντα η ίδια. Δεν είδες ποτέ καμία διαφορά στο μέγεθος ή στο χρώμα τους, ούτε καν όταν ερωτεύτηκες συνειδητά τη μία και μοναδική φορά.
Της Χριστίνας Ντούση
«Θα περάσουμε θαυμάσια, θα δεις». Η αεροσυνοδός με παίρνει από το ένα χέρι. Η μάνα μου αφήνει διστακτικά το άλλο. Το καρτελάκι με τη λέξη «ασυνόδευτο» χοροπηδά στο λαιμό μου. Στο αεροπλάνο, τη σκέφτομαι για λίγο, τη λέξη εννοώ –και τη μάνα μου, εντάξει–, και πάω να κλάψω, αλλά η χαμογελαστή δεσποινίς έρχεται τρέχοντας με ένα κουτί κραγιόνια και μπόλικα άσπρα χαρτιά.
11 Ιουλίου 2025 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
20 αστυνομικά βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, ελληνικά και μεταφρασμένα, συν το γνωστό μας Κάσκο του Σέργιου Γκάκα, που είναι επανέκδοση. Για ένα καλοκαίρι γεμάτο μυσ
12 Δεκεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα: Εκατό καλά λογοτεχνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024 από τα πολλά περισσότερα που έπεσαν στα χέρια μας, με τη μεταφρασμένη πεζογρα
23 Σεπτεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ