Της Δήμητρας Λουκά
που δεν είχε θέρμανση μόνο μια σόμπα στην κουζίνα όπου η γιαγιά ζέσταινε νερό και έβραζε φακές κάθε Τετάρτη και που έβαλα στοίχημα με τον αδερφό μου ότι μπορώ να ανέβω πάνω της και να χορέψω και έκαψα τις πατούσες μου
Της Μαρίας Βέρρου
Ο Ιάσων ήταν ξαπλωμένος στο ήσυχο ακόμα κρεβάτι του και περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τις τρίχες του κορμιού του, μαύρες, σκληρές και κατσαρές, όχι όλες, μόνο όσες τύλιγαν τα χέρια του. Αυτό βέβαια δεν τον έκανε λιγότερο δασύτριχο. Ήξερε επίσης ότι οι τρίχες του ήταν επιπόλαιες κι έτσι έψαχνε να τις βρει πάνω στο στρώμα και όσες από αυτές ξέφευγαν, κάτω στο πάτωμα.
Του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι και το υπουργικό αυτοκίνητο παρκαρισμένο έξω απ’ το σπίτι μας και τον Σταύρο τον οδηγό, μ’ ένα τεράστιο πουπουλένιο καθαριστήρι, να το ξεσκονίζει και να το γυαλίζει για να ’ναι πάντα στην τρίχα, όταν θα μπει μέσα ο Υπουργός. Δεν θυμάμαι όμως ποτέ να μπαίνει κανείς άλλος ή να βγαίνει απ’ αυτό το αυτοκίνητο, εκτός απ’ τον θείο Κωνσταντίνο· και μάλιστα μόνο για να πάει στο Υπουργείο, πουθενά αλλού. Ακόμα και το καλοκαίρι που πηγαίναμε διακοπές, στο πατρικό· στο σπίτι του Υπουργού, με το τραίνο πηγαίναμε· δεν μας είχε πάει ποτέ ο Σταύρος. Θυμάμαι τον Σταύρο να μπαίνει ελεύθερα στο σπίτι, να κουβεντιάζει με τη θεία Κατρίνα, να τρώει καμιά φορά μαζί μας, εγώ όμως δεν είχα μπει ποτέ στο αυτοκίνητο να δω τον Σταύρο να οδηγάει. Δεν είχα πατήσει καν το πόδι μου μέσα στο υπουργικό. Ούτε γι’ αστείο. Ποτέ.
Της Μιλένας Ζαφειροπούλου
Ξύπνησε το πρωί και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τα χέρια του το ίδιο σχήμα, μέγεθος, χρώμα που είχαν και χθες όταν αποκαμωμένος αποκοιμήθηκε στο κάθισμά του. Τα πόδια στη θέση τους. Κανένας πόνος δεν ταλαιπωρούσε το κορμί του. Έβγαλε μία κραυγή να σιγουρευτεί ότι δεν είχε απωλέσει βασικές λειτουργίες. Βραχνή, αλλά με το δικό του ηχόχρωμα, ακόμα. Σηκώθηκε και έκανε μερικά βήματα κυκλικά μέσα στο δωμάτιο-σπηλιά. Σκεφτόταν τι είχε πάει στραβά.
Της Εύας Πιάδη
…μου έδωσε το ίδιο όνομα με εκείνη. Μου φόρεσε ίδια ρούχα, ίδια όνειρα. Με έντυσε με το χαμόγελό της, με πέταξε στα ίδια αδιέξοδα. Μου ζήτησε να κάνω τις ίδιες χειραψίες, να αντικρύσω τα ίδια μάτια. Με μίσησε, με αγάπησε και τούμπαλιν. Με λάτρεψε. Έπλυνε τα πονεμένα μου πόδια· που πονούσαν εξαιτίας της. Μου έκλεψε την ταυτότητα. Μου γέμισε το διαβατήριο. Με εκτίναξε στο διάστημα και μου έδωσε την ευκαιρία να ζήσω στη μοναξιά του.
Της Νίκης Μπλούτη
Άσι, απόψ' του βράδ' δεν έκλεισα μάτ' ούλ' τη νύχτα. Τρόμαξα να ξημιρώσου. Ούτι ζανάξ μι πιάναν ούτι κείνα τ' άλλα που πίνου για του άγχους. Είδα απού βραδύς αυτό του πακέτου μι τη Χατζηβασιλείου κι πλάνταξα στου κλάμα μι μια μάνα που την βρήκι του παιδί τ'ς μιτά από πινήντα χρόνια! Τη ξέρ'ς αυτή την εκπουμπή; Θα την έχ'ς δει, δε μπουρεί... Τη παίζ'νι χρόνια τώρα. Είνι μι αληθινές ιστουρίες απ' τη ζουή βγαλμένις.
Αναδημοσίευση του διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν» (1901) από τον 3ο τόμο της κριτικής έκδοσης των απάντων, σε επιμέλεια του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου (εκδ. Δομός).
Επιμέλεια: Book Press
Της Μυρτώς Σεϊζάνη
Ανεβασμένη στην κούνια λίγο πιο χαμηλά από την τέντα του τσίρκου, τρίβω τις παλάμες μου με ταλκ. Κοιτάζω τον αδελφό μου που στέκεται δίπλα και στραφταλίζει μέσα στο λευκό ρούχο με τις πούλιες.Της Βάνας Πεφάνη
Εμείς ήμασταν οι Λύκοι. Αυτοί που γράφει το σημείωμα. Καμιά σχέση με τη Μεταμόρφωση του Κάφκα. Μη μπερδεύεστε. Δεν εννοώ ότι ξυπνήσαμε ένα πρωί, βγάλαμε τρίχωμα και αρχίσαμε να περπατάμε στα τέσσερα. Η μεταμόρφωσή μας κράτησε περίπου ένα χρόνο. Σιγά και σταδιακά σε όλη την Α’ Γυμνασίου. Λέγαμε μεταξύ μας πως το ξεκίνησαν οι μεγαλύτεροι. Ευτυχώς κανείς δεν το συνδύασε μέχρι και σήμερα με την άφιξή μου στο σχολείο.
Του Γιάννη Δενδρινού
Για την Ελένη, το μικρό τριάρι στην Σκοπέλου ήταν ένα βάσανο. Ανήκε στη μάνα της, μεγάλη γυναίκα πια, και έτσι κάθε φορά που άδειαζε έπρεπε αυτή να βρει νέο ενοικιαστή. Να το δείξει πρώτα σε ενδιαφερόμενους, να επιλέξει κάποιον που να φαίνεται αξιόπιστος, με οικογένεια αν γίνεται, να πετύχει και ένα καλό μίσθωμα. Δύσκολα πράγματα. Δεν ήταν καπάτσα, όπως της το χτύπαγε συχνά η μάνα της. «Σε τρέφει ο άντρας σου», της έλεγε.
Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
Πάρκαρε το μπλε Φίατ επάνω στη στροφή. Η πολυκατοικία ήταν ακριβώς απέναντι. Το διαμέρισμά της ξεχώριζε ανάμεσα στ’ άλλα: γλάστρες και φυτά πεταμένα τριγύρω – σωρός π’ έπνιγε τα τείχια και γονάτιζε τα πλακάκια. Ήταν στον δεύτερο όροφο και το μπαλκόνι είχε τόση σκόνη π’ ένας ελαφρύς βοριάς τη σήκωνε και τη σκόρπιζε στον αέρα σαν χνούδι. Προχώρησε κ’ ένιωσε το πεζοδρόμιο να καίει τη σόλα του παπουτσιού τούτη την πρωινή ώρα. Η πόρτα στην είσοδο ήταν πάντα ανοιχτή και το ασανσέρ δεν δούλευε. Τα σκαλιά τού φάνηκαν πολλά.
Της Ιώς Κούκη
Κοιτούσες επίμονα το γυμνό σου στέρνο στον καθρέφτη για χρόνια. Βρίσκονταν εκεί από τη στιγμή της γέννησής σου, οι δυο συμμετρικές σου ελιές. Δεν τις κληρονόμησες από κανέναν, γεννήθηκαν μαζί με σένα. Η απόσταση ανάμεσά τους πάντα η ίδια. Δεν είδες ποτέ καμία διαφορά στο μέγεθος ή στο χρώμα τους, ούτε καν όταν ερωτεύτηκες συνειδητά τη μία και μοναδική φορά.
Της Χριστίνας Ντούση
«Θα περάσουμε θαυμάσια, θα δεις». Η αεροσυνοδός με παίρνει από το ένα χέρι. Η μάνα μου αφήνει διστακτικά το άλλο. Το καρτελάκι με τη λέξη «ασυνόδευτο» χοροπηδά στο λαιμό μου. Στο αεροπλάνο, τη σκέφτομαι για λίγο, τη λέξη εννοώ –και τη μάνα μου, εντάξει–, και πάω να κλάψω, αλλά η χαμογελαστή δεσποινίς έρχεται τρέχοντας με ένα κουτί κραγιόνια και μπόλικα άσπρα χαρτιά.
Της Τασούλας Τσιλιμένη
Μπήκε, γύρισε το κλειδί στην πόρτα και έβγαλε τα παπούτσια. Τρεις μέρες έλειπε. Όχι, δεν επέστρεφε από ταξίδι. Ήταν το συνηθισμένο δρομολόγιο κάθε βδομάδας. Είκοσι χρόνια τώρα. Δευτέρα με Τετάρτη, εκτός. Αγαπούσε την οδήγηση. Κάθε φορά έβρισκε κάτι ενδιαφέρον στη διαδρομή. Αλλαγές χρωμάτων σε δέντρα και θάμνους της εθνικής, αποχρώσεις του πράσινου στον θεσσαλικό κάμπο, αγγελοπούπουλα τον Νοέμβρη –πώς να φυλακίσεις το βαμβάκι σε φορτηγό;– σχηματισμοί πουλιών, το ροζ ή μολυβί του ουρανού και σύννεφα, σύννεφα… αυτά ήταν τα αγαπημένα...
Της Θεοδοσίας Σαρδελή
Προσγειώθηκε στην Αθήνα μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Είχε έρθει για να υπογράψει και να φύγει το επόμενο βράδυ. Δεν είχε ειδοποιήσει κανέναν και έτσι με τη χειραποσκευή του κατευθύνθηκε στην πιάτσα των ταξί και έδωσε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου. Στον ταξιτζή απάντησε λακωνικά ότι ερχόταν από Θεσσαλονίκη για μια επείγουσα δουλειά. Aποποιήθηκε έτσι την αίγλη, που θα του έδινε η άφιξη από το εξωτερικό. Δεν ήταν έτοιμος για μια βραδινή συζήτηση μέσα σε καπνούς τσιγάρων και διαφωνίες.
Της Ειρήνης Γαβαλά
Αποθήκη. Εκεί όπου συνωστίζονται πράγματα, άλλα χρήσιμα, άλλα αφημένα από καιρό, τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όμως όλα μαζί στη λήθη της καθημερινότητας.
Της Ηλιάνας Κωτσίλα
Α. Λινόρ Μπραίηθγουέητ
Πέμπτη 23 Μαΐου 1937
Αξιότιμε Κύριε Σταμπς,
Λαμβάνω το θάρρος να σας γράψω και να διακόψω τις ομολογουμένως πολυήμερες διακοπές σας στο βουνό καθότι κρίνω απαραίτητο να σας ενημερώσω για τις πρόσφατες εξελίξεις στο τμήμα προσωπικού που έχουν ταράξει την συνήθως εύρυθμη λειτουργία του Μουσείου μας όσο και την λουτρόπολη την ίδια.
Της Βάσως Χόντου
Μερικά βράδια, όταν τα φώτα από τα απέναντι διαμερίσματα σβήνουν, όταν απ' το στρατόπεδο ακούγεται το σιλένσιο, όταν τα σκυλιά αρχίζουν να αλυχτάνε, ο Χρήστος κλείνει τα μάτια και μόλις αποκοιμιέται βλέπει στον ύπνο του το παγώνι.
Της Αλεξίας Κομματά
Λίγες ώρες νωρίτερα, είχε δύο πόδια. Δύο γυναικεία πόδια. Με λευκή επιδερμίδα, λεπτές γάμπες, μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια. Τώρα έχει τέσσερα. Τέσσερα λευκά, πλαστικά πόδια που δεν μπορεί να κουνήσει ούτε μπρος ούτε πίσω. Τουλάχιστον έχει στητά μπράτσα, πλαστικά μεν, αλλά στητά. Όσο ήταν ακόμη άνθρωπος δεν μπορούσε να υποφέρει τα «ζελεδένια» μπράτσα της.
Της Ayse Orlandi
Το κινητό δονείται για ώρα στο πάτωμα δίπλα σ' ένα μπουκάλι Haig. Ο Στάθης στριφογυρίζει στο κρεβάτι σαν κορμός δέντρου. Είναι η πρώτη νύχτα που κατάφερε να κοιμηθεί εδώ και μια βδομάδα. Κλείνει το κινητό ψηλαφώντας, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια. Το σώμα του βαρίδι, δε λέει να ξεκολλήσει απ' το στρώμα. Έξω έχει χαράξει εδώ και ώρα. Αν δεν είχε χάσει τόσα μεροκάματα απ' την περασμένη Τετάρτη, θα κοιμόταν όλη μέρα. Ξέρει όμως ότι δεν τον παίρνει. Σήμερα είναι το ραντεβού με τον δικηγόρο. Του λείπουν άλλα εκατό ευρώ για να τον πληρώσει.
Του Δημήτρη Αδαμίδη
Παντρεύτηκε τις καταθέσεις της. Από έρωτα που φούντωσε στα χρόνια. Έρωτας πιστό σκυλί. Ούτε αμφιθυμίες ούτε βάσανα για λίγη χαρά που την πληρώνεις ακριβά.
Του Δημήτρη Φύσσα
Όπου όμως είναι φανερό ότι θα μείνουμε μόνο σε διήγημα
Στον Δημήτρη Παπακώστα
Της Μάρως Κακαβέλα
Το γεύμα είχε πάρει τέλος εδώ και ώρες, στο τραπεζομάντιλο είχαν απομείνει κάποια τελευταία ψίχουλα από τις λαγάνες, ένα μεγαλοπρεπής λεκές από κρασάτο χταπόδι και τα γεμάτα αποτσίγαρα σταχτοδοχεία. Χάιδεψε αφηρημένα την κολλαριστή άκρη και το βλέμμα του ταξίδεψε στην απέναντι πολυκατοικία. Κατεβασμένα ρολά. Στράγγιξε το τελευταίο τσίπουρο από το μπουκάλι και άναψε ένα ακόμα άφιλτρο.
Της Αδαμαντινής Καβαλλιεράτου
Σήμερα βγήκα στον δρόμο νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθιζα· ίσα που είχε αρχίσει να χαράζει. Οδήγησα για διακόσια μέτρα πάνω στον χωματόδρομο με κομμένη ανάσα, ώσπου βγήκα στον επαρχιακό Κυλλήνης-Πάτρας και προχώρησα. Τότε παρατήρησα ένα πηχτό σύννεφο πάνω απ’ το κεφάλι μας· όλα τα φρόντισα, όμως τον καιρό δεν τον κοίταξα.
Της Έφη Γεωργάκη
Μαρία… Φτιάξε μου εκείνον τον καφέ, μωρέ Μαρία.
Σήμερα είχα μια δύσκολη μέρα. Ξεκίνησα από τον πρώτο πελάτη που υποτίθεται ότι πήγα συστημένος. Είχα κλείσει και ραντεβού. Περίμενα περισσότερο από μία ώρα. Σε μια άβολη καρέκλα, σε ένα ψυχρό γραφείο. Διψούσα αλλά δεν ήταν κανείς να μου δώσει ένα ποτήρι νερό. Για καφέ, ούτε συζήτηση. Μετά ήρθε ο υπεύθυνος μαζί με άλλους δύο και ξεκίνησα την παρουσίαση. Άδειασα όλη την τσάντα. Ένα, δύο, τρία προϊόντα… Ο υπεύθυνος των υπευθύνων στριφνός. Το ένα του βρόμαγε το άλλο του ξίνιζε. Επέμεινα αρκετά.
Tης Βίκυς Σπυροπούλου
Πήρε τον κατηφορικό δρόμο ανάμεσα στα μνήματα και στις αυστηρά στοιχημένες σειρές από κυπαρίσσια, σκυφτή απ’ τα χρόνια, τα φαρμάκια και τις έγνοιες. Δέκα ευρώ το κάθε καντήλι για έναν μήνα, τόσο φτηνά εξιλεώνονται οι πενθούντες συγγενείς για όσα έκαναν κι όσα δεν έκαναν στο «εν ζωή». Κι αυτό για κανά χρόνο το πολύ, μετά τα καντήλια σβήνουν και οι τάφοι χορταριάζουν, βρόμικοι από λάσπες και περιττώματα περιστεριών. Ο θάνατος γίνεται συνήθεια και για τους «εν ζωή» – και για κείνον που θάφτηκε στο χώμα, υποθέτω. Το μόνο που τους απέμεινε, δύο μέτρα γης κι ένα όνομα με μια ημερομηνία χαραγμένα πάνω σε σταυρό από μάρμαρο.
Της Μυρτώς Σεϊζάνη
Κάθε πρωί την ίδια ώρα ακριβώς έμπαινα στη μεγάλη αίθουσα μαζί του. Μπροστά εκείνος, με το ηγεμονικό παράστημα και πίσω εγώ να σπρώχνω το τρόλεϊ με τα σύνεργα. Κρέμες γυαλίσματος και λιπαντικές, νήματα, τσόχες, δείκτες, βελόνες και άλλα. Οι βελούδινες κουρτίνες, τραβηγμένες στην άκρη και πιασμένες με τα χρυσά αμπράς, άφηναν το αδύναμο φως να μπαίνει στις αίθουσες. Το παρκέ γυάλιζε.
Της Ντομινίκ Ανδρεάδου-Μολίν
Κάθε Δευτέρα και Πέμπτη ερχόταν ένα μπουκέτο λουλούδια στο σπίτι της. Ήταν μια αποστολή από το δίκτυο INTERFLORA. Έπαιρνε στα χέρια της τις συνθέσεις που πάντα περιείχαν μικρά τριαντάφυλλα και άνοιγε το άσπρο φακελάκι που τα συνόδευε.
01 Οκτωβρίου 2024 ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ
Μια ανάρτηση στη σελίδα της συγγραφέα και τα στοιχεία των στοιχηματικών που δίνουν προβλέψεις και αποδόσεις για το ποιος είναι πιθανότερο να βραβευτεί φέτος με το Νόμπε
23 Σεπτεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
08 Σεπτεμβρίου 2024 ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book
19 Δεκεμβρίου 2023 ΣΙΝΕΜΑ
03 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ