Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
Πάρκαρε το μπλε Φίατ επάνω στη στροφή. Η πολυκατοικία ήταν ακριβώς απέναντι. Το διαμέρισμά της ξεχώριζε ανάμεσα στ’ άλλα: γλάστρες και φυτά πεταμένα τριγύρω – σωρός π’ έπνιγε τα τείχια και γονάτιζε τα πλακάκια. Ήταν στον δεύτερο όροφο και το μπαλκόνι είχε τόση σκόνη π’ ένας ελαφρύς βοριάς τη σήκωνε και τη σκόρπιζε στον αέρα σαν χνούδι. Προχώρησε κ’ ένιωσε το πεζοδρόμιο να καίει τη σόλα του παπουτσιού τούτη την πρωινή ώρα. Η πόρτα στην είσοδο ήταν πάντα ανοιχτή και το ασανσέρ δεν δούλευε. Τα σκαλιά τού φάνηκαν πολλά.
Της Ιώς Κούκη
Κοιτούσες επίμονα το γυμνό σου στέρνο στον καθρέφτη για χρόνια. Βρίσκονταν εκεί από τη στιγμή της γέννησής σου, οι δυο συμμετρικές σου ελιές. Δεν τις κληρονόμησες από κανέναν, γεννήθηκαν μαζί με σένα. Η απόσταση ανάμεσά τους πάντα η ίδια. Δεν είδες ποτέ καμία διαφορά στο μέγεθος ή στο χρώμα τους, ούτε καν όταν ερωτεύτηκες συνειδητά τη μία και μοναδική φορά.
Της Χριστίνας Ντούση
«Θα περάσουμε θαυμάσια, θα δεις». Η αεροσυνοδός με παίρνει από το ένα χέρι. Η μάνα μου αφήνει διστακτικά το άλλο. Το καρτελάκι με τη λέξη «ασυνόδευτο» χοροπηδά στο λαιμό μου. Στο αεροπλάνο, τη σκέφτομαι για λίγο, τη λέξη εννοώ –και τη μάνα μου, εντάξει–, και πάω να κλάψω, αλλά η χαμογελαστή δεσποινίς έρχεται τρέχοντας με ένα κουτί κραγιόνια και μπόλικα άσπρα χαρτιά.
Της Τασούλας Τσιλιμένη
Μπήκε, γύρισε το κλειδί στην πόρτα και έβγαλε τα παπούτσια. Τρεις μέρες έλειπε. Όχι, δεν επέστρεφε από ταξίδι. Ήταν το συνηθισμένο δρομολόγιο κάθε βδομάδας. Είκοσι χρόνια τώρα. Δευτέρα με Τετάρτη, εκτός. Αγαπούσε την οδήγηση. Κάθε φορά έβρισκε κάτι ενδιαφέρον στη διαδρομή. Αλλαγές χρωμάτων σε δέντρα και θάμνους της εθνικής, αποχρώσεις του πράσινου στον θεσσαλικό κάμπο, αγγελοπούπουλα τον Νοέμβρη –πώς να φυλακίσεις το βαμβάκι σε φορτηγό;– σχηματισμοί πουλιών, το ροζ ή μολυβί του ουρανού και σύννεφα, σύννεφα… αυτά ήταν τα αγαπημένα...
Της Θεοδοσίας Σαρδελή
Προσγειώθηκε στην Αθήνα μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Είχε έρθει για να υπογράψει και να φύγει το επόμενο βράδυ. Δεν είχε ειδοποιήσει κανέναν και έτσι με τη χειραποσκευή του κατευθύνθηκε στην πιάτσα των ταξί και έδωσε τη διεύθυνση του ξενοδοχείου. Στον ταξιτζή απάντησε λακωνικά ότι ερχόταν από Θεσσαλονίκη για μια επείγουσα δουλειά. Aποποιήθηκε έτσι την αίγλη, που θα του έδινε η άφιξη από το εξωτερικό. Δεν ήταν έτοιμος για μια βραδινή συζήτηση μέσα σε καπνούς τσιγάρων και διαφωνίες.
Της Ειρήνης Γαβαλά
Αποθήκη. Εκεί όπου συνωστίζονται πράγματα, άλλα χρήσιμα, άλλα αφημένα από καιρό, τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, όμως όλα μαζί στη λήθη της καθημερινότητας.
Της Ηλιάνας Κωτσίλα
Α. Λινόρ Μπραίηθγουέητ
Πέμπτη 23 Μαΐου 1937
Αξιότιμε Κύριε Σταμπς,
Λαμβάνω το θάρρος να σας γράψω και να διακόψω τις ομολογουμένως πολυήμερες διακοπές σας στο βουνό καθότι κρίνω απαραίτητο να σας ενημερώσω για τις πρόσφατες εξελίξεις στο τμήμα προσωπικού που έχουν ταράξει την συνήθως εύρυθμη λειτουργία του Μουσείου μας όσο και την λουτρόπολη την ίδια.
Της Βάσως Χόντου
Μερικά βράδια, όταν τα φώτα από τα απέναντι διαμερίσματα σβήνουν, όταν απ' το στρατόπεδο ακούγεται το σιλένσιο, όταν τα σκυλιά αρχίζουν να αλυχτάνε, ο Χρήστος κλείνει τα μάτια και μόλις αποκοιμιέται βλέπει στον ύπνο του το παγώνι.
Της Αλεξίας Κομματά
Λίγες ώρες νωρίτερα, είχε δύο πόδια. Δύο γυναικεία πόδια. Με λευκή επιδερμίδα, λεπτές γάμπες, μακριά δάχτυλα και περιποιημένα νύχια. Τώρα έχει τέσσερα. Τέσσερα λευκά, πλαστικά πόδια που δεν μπορεί να κουνήσει ούτε μπρος ούτε πίσω. Τουλάχιστον έχει στητά μπράτσα, πλαστικά μεν, αλλά στητά. Όσο ήταν ακόμη άνθρωπος δεν μπορούσε να υποφέρει τα «ζελεδένια» μπράτσα της.
Της Ayse Orlandi
Το κινητό δονείται για ώρα στο πάτωμα δίπλα σ' ένα μπουκάλι Haig. Ο Στάθης στριφογυρίζει στο κρεβάτι σαν κορμός δέντρου. Είναι η πρώτη νύχτα που κατάφερε να κοιμηθεί εδώ και μια βδομάδα. Κλείνει το κινητό ψηλαφώντας, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια. Το σώμα του βαρίδι, δε λέει να ξεκολλήσει απ' το στρώμα. Έξω έχει χαράξει εδώ και ώρα. Αν δεν είχε χάσει τόσα μεροκάματα απ' την περασμένη Τετάρτη, θα κοιμόταν όλη μέρα. Ξέρει όμως ότι δεν τον παίρνει. Σήμερα είναι το ραντεβού με τον δικηγόρο. Του λείπουν άλλα εκατό ευρώ για να τον πληρώσει.
Του Δημήτρη Αδαμίδη
Παντρεύτηκε τις καταθέσεις της. Από έρωτα που φούντωσε στα χρόνια. Έρωτας πιστό σκυλί. Ούτε αμφιθυμίες ούτε βάσανα για λίγη χαρά που την πληρώνεις ακριβά.
Του Δημήτρη Φύσσα
Όπου όμως είναι φανερό ότι θα μείνουμε μόνο σε διήγημα
Στον Δημήτρη Παπακώστα
Της Μάρως Κακαβέλα
Το γεύμα είχε πάρει τέλος εδώ και ώρες, στο τραπεζομάντιλο είχαν απομείνει κάποια τελευταία ψίχουλα από τις λαγάνες, ένα μεγαλοπρεπής λεκές από κρασάτο χταπόδι και τα γεμάτα αποτσίγαρα σταχτοδοχεία. Χάιδεψε αφηρημένα την κολλαριστή άκρη και το βλέμμα του ταξίδεψε στην απέναντι πολυκατοικία. Κατεβασμένα ρολά. Στράγγιξε το τελευταίο τσίπουρο από το μπουκάλι και άναψε ένα ακόμα άφιλτρο.
Της Αδαμαντινής Καβαλλιεράτου
Σήμερα βγήκα στον δρόμο νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθιζα· ίσα που είχε αρχίσει να χαράζει. Οδήγησα για διακόσια μέτρα πάνω στον χωματόδρομο με κομμένη ανάσα, ώσπου βγήκα στον επαρχιακό Κυλλήνης-Πάτρας και προχώρησα. Τότε παρατήρησα ένα πηχτό σύννεφο πάνω απ’ το κεφάλι μας· όλα τα φρόντισα, όμως τον καιρό δεν τον κοίταξα.
Της Έφη Γεωργάκη
Μαρία… Φτιάξε μου εκείνον τον καφέ, μωρέ Μαρία.
Σήμερα είχα μια δύσκολη μέρα. Ξεκίνησα από τον πρώτο πελάτη που υποτίθεται ότι πήγα συστημένος. Είχα κλείσει και ραντεβού. Περίμενα περισσότερο από μία ώρα. Σε μια άβολη καρέκλα, σε ένα ψυχρό γραφείο. Διψούσα αλλά δεν ήταν κανείς να μου δώσει ένα ποτήρι νερό. Για καφέ, ούτε συζήτηση. Μετά ήρθε ο υπεύθυνος μαζί με άλλους δύο και ξεκίνησα την παρουσίαση. Άδειασα όλη την τσάντα. Ένα, δύο, τρία προϊόντα… Ο υπεύθυνος των υπευθύνων στριφνός. Το ένα του βρόμαγε το άλλο του ξίνιζε. Επέμεινα αρκετά.
Tης Βίκυς Σπυροπούλου
Πήρε τον κατηφορικό δρόμο ανάμεσα στα μνήματα και στις αυστηρά στοιχημένες σειρές από κυπαρίσσια, σκυφτή απ’ τα χρόνια, τα φαρμάκια και τις έγνοιες. Δέκα ευρώ το κάθε καντήλι για έναν μήνα, τόσο φτηνά εξιλεώνονται οι πενθούντες συγγενείς για όσα έκαναν κι όσα δεν έκαναν στο «εν ζωή». Κι αυτό για κανά χρόνο το πολύ, μετά τα καντήλια σβήνουν και οι τάφοι χορταριάζουν, βρόμικοι από λάσπες και περιττώματα περιστεριών. Ο θάνατος γίνεται συνήθεια και για τους «εν ζωή» – και για κείνον που θάφτηκε στο χώμα, υποθέτω. Το μόνο που τους απέμεινε, δύο μέτρα γης κι ένα όνομα με μια ημερομηνία χαραγμένα πάνω σε σταυρό από μάρμαρο.
Της Μυρτώς Σεϊζάνη
Κάθε πρωί την ίδια ώρα ακριβώς έμπαινα στη μεγάλη αίθουσα μαζί του. Μπροστά εκείνος, με το ηγεμονικό παράστημα και πίσω εγώ να σπρώχνω το τρόλεϊ με τα σύνεργα. Κρέμες γυαλίσματος και λιπαντικές, νήματα, τσόχες, δείκτες, βελόνες και άλλα. Οι βελούδινες κουρτίνες, τραβηγμένες στην άκρη και πιασμένες με τα χρυσά αμπράς, άφηναν το αδύναμο φως να μπαίνει στις αίθουσες. Το παρκέ γυάλιζε.
Της Ντομινίκ Ανδρεάδου-Μολίν
Κάθε Δευτέρα και Πέμπτη ερχόταν ένα μπουκέτο λουλούδια στο σπίτι της. Ήταν μια αποστολή από το δίκτυο INTERFLORA. Έπαιρνε στα χέρια της τις συνθέσεις που πάντα περιείχαν μικρά τριαντάφυλλα και άνοιγε το άσπρο φακελάκι που τα συνόδευε.
Της Κατερίνας Κονιδάρη
Μόνο να μην έβαζε τα κλάματα, αυτό σκεφτόμουν. Είχα αποφύγει όσο μπορούσα να τη δω χωρίς το παιδί, αλλά μια μέρα πριν φύγω μου είπε «Πρέπει να σε δω οπωσδήποτε, υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να μάθεις, δεν γίνεται επειδή μένεις στον διάολο, να νομίζεις ότι όλα εδώ είναι μια χαρά μόνο και μόνο επειδή στέλνεις δυο χιλιάρικα τον μήνα». Και κανονίσαμε να βρεθούμε το ίδιο απόγευμα.
Της Χριστίνας Ντούση
Κυκλοφορεί φορώντας πορτοκαλί αθλητικά παπούτσια. Τα βρήκε παρατημένα σε έναν κάδο απορριμμάτων. Κρατά ένα κοντάρι με λαχεία. Στην κορυφή του έχει καρφώσει ένα μπουκέτο πλαστικά λουλούδια – άσπρα και κόκκινα. Στην τσέπη του σακακιού παίζει ένα τρανζιστοράκι. Κοιμάται σε μια πάροδο της Πειραιώς, κάτω από την Ομόνοια, σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι.
Της Κατερίνας Ζαρόκωστα
Ρίχνω πετονιά, πιάνω αναμνήσεις. Ανεβαίνουν σπαρταριστές, αστράφτουν σαν κοιλιά ζωντανού ψαριού στον ήλιο.
Δυο κεφαλάκια στριμώχνονται στο ύψος του προσώπου μου, απ’ τη μεριά που κοιμάμαι, στο διπλό κρεβάτι. Ένα ξανθό, ένα μελαχρινό. Ανέβηκαν αθόρυβα τη σκάλα. Γυμνούλικα, όπως τα ’κανε η μάνα τους. Καλοκαίρι.
Του Γιώργου Θάνου
Απόψε το βράδυ όλοι θα λείπουν, θα είμαι μοναχός μου στο σπίτι. Διπλοπάρκαρα έξω από την ψησταριά στις Τρεις Γέφυρες, αγνόησα τις σούβλες με το κοκορέτσι, το κοντοσούβλι και τα υπόλοιπα σφάγια και αγόρασα κεφαλάκια – τρία στο πεντάευρω. Μου κάνει πάντοτε μεγάλη εντύπωση αυτή τους η φτήνια. Δε τα προτιμά φαίνεται ο κόσμος τα αρνίσια κεφαλάκια. Εγώ όμως γνωρίζω καλά πόσο δύσκολο είναι να ετοιμάσεις σωστά το κεφαλάκι, πόσος χρόνος και τι μαστοριά χρειάζεται για τον μεζέ αυτόν.
Του Αχιλλέα Τζορμακλιώτη
Όταν σηκώθηκε αργά το απόγεμα, ένιωθε κατάκοπη κ’ εξασθενημένη. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς. Μόνη. Δεν ήταν βέβαιη πως την ενοχλούσε αυτό, μα ’νιωθε περίεργα. Η διάθεσή της ήταν κακή˙ φταιξίματα και κατάρες ενός έτους αισθανόταν να κουτρουβαλούν επάνω της και να τη γονατίζουν: η μοιραία ανασκόπηση που την κάνει ο νους αθέλητα˙ και ο δικός της την έκανε στα πρώτα λεπτά που ξύπνησε, ενόσω βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένη. Ίσως πάλι κι όλα αυτά να ’ταν απλώς δικαιολογίες που γλύκαιναν τη μοναξιά της. Ή ακόμα να ’φταιγε το μεταβατικό στάδιο της ηλικίας της (σε τρεις ημέρες έμπαινε αισίως στα σαράντα). Κι όμως κάτι την κατέτρωγε – μια αδημονία, λίγη λόξα, ένας κόμπος που σφήνωνε στο μέσα της και μάζευε σαν μασούρι απάνω του χαμένα δικά της πρόσωπα. Κ’ έμεινε λίγο να τα σκέφτεται, πριν τραβήξει για τα καλά την κουρτίνα.
Της Άννας Παπαδάκη-Σωτηριάδη
«Ψιψιψι, Γιωργία!» το ανοξείδωτο μπολ ντιντίνισε για πολλοστή φορά, «Γιωργία! Πού στον κόρακα τρύπωσες πάλι, μωρή σουρτούκω;»
Άφαντη η γάτα, Γιωργία απ’ το Τζωρτζ Κλούνεϊ, έρως μέγας και κρυφός, όπως όλοι οι μέγιστοι, «κάτσε συ απάντρευτη, να περιμένεις το Τζωρτζ Κλούνεϊ, μόνο που παντρεύτηκε αυτός, καημένη, εσένα θα περίμενε» της έτριβε ανάλγητα στα μούτρα την πατσαβούρα της χολιγουντιανής παντρειάς η αδερφή της. Η Νέλα δε χαμπάριαζε, Νέλα απ’ το Πηνελόπη, να ορίστε, τι έφταιγε αυτή, ο νονός της έφταιγε ο αρχαιοπαρμένος κι ο τρελός παπάς που τη βάφτιζε, της το μελετήσανε στην κολυμπήθρα, την καταδικάσανε να μείνει εσαεί να καρτερεί τον αόρατο μνηστήρα, νύμφη ανύμφευτος.
Της Βάνιας Σύρμου
Το ραδιόφωνο συντονισμένο στη συχνότητα του τοπικού σταθμού έπαιζε όπως κάθε πρωί σε χαμηλή ένταση. Σκυμμένη πάνω από μια σελίδα λευκού χαρτιού στο τραπέζι της κουζίνας έγραφε απορροφημένη τις σκέψεις της με ρυθμό σταθερό και αποφασιστικό. Οι λέξεις ξεχύνονταν στο χαρτί σπρώχνοντας η μια την άλλη για να χορέσουν στη λευκή κόλλα. Το στυλό δεν άφηνε στιγμή το χαρτί να ξεκουραστεί από την πίεση της γραφίδας. Στο τέλος της σελίδας, οι λέξεις στριμώχτηκαν πλάι σε μια δυνατή τελεία.
Του Δημήτρη Φύσσα
«Ξακουστά είναι τα νορβηγικά φιόρντ. Αλλά όλες οι σκανδιναβικές χώρες έχουνε φιόρντ, κι επίσης η Ιρλανδία κι η Ρωσία. Άμα είσαι ναυτικός, τα βλέπεις όλα αυτά.
Της Δήμητρας Πισκοπάνη
Ο κος Τσάρλυ, ο γιατρός εργασίας, ήταν ένα ανδροειδές με τη φάτσα του Τζορτζ Κλούνεϊ, δημοφιλή σταρ του προηγούμενου αιώνα. Ήταν πολύ όμορφος και η Αλίκη θα ήθελε να κάνει κάτι μαζί του, αν δεν ήταν αντίθετο με την πολιτική της εταιρείας το σεξ ανάμεσα σε υπαλλήλους. Επίσης, εδώ και ώρα πρόσεξε ότι το χρώμα στο αριστερό του μάγουλο είχε ξεθωριάσει, μάλλον γιατί το χτύπαγε ο ήλιος από το παράθυρο του γραφείου του. Αυτό τη ξενέρωσε λίγο. Της χαμογέλασε γοητευτικά δίνοντάς της τη συνταγή. Δεν είχε κάτι σοβαρό, της συνέστησε βιταμίνες και τουλάχιστον εικοσάλεπτη άσκηση τρεις φορές στο ωράριό της. Η απόδοσή της είχε πέσει τον τελευταίο μήνα και οι ανώτεροί της ανησύχησαν με τα συμπτώματά της – το σώμα της κρύωνε απότομα και τα μέλη της μούδιαζαν ανεξήγητα. Με τον ανταγωνισμό που υπήρχε με τα ανδροειδή, δούλευε σχεδόν δεκατέσσερις ώρες τη μέρα. Πριν φύγει ο κος Τσάρλυ της είπε: «Φοβάμαι ότι δεν θα ανέβουν γρήγορα οι δείχτες σου. Δεν μπορώ να στο γράψω, θεωρώ όμως ότι έχεις ανεπάρκεια σε αγάπη». Σούφρωσε λίγο τα χείλη της ειρωνικά αλλά ευτυχώς ο κος Τσάρλυ δεν αντιλαμβανόταν τέτοια πράγματα. Με τα δεδομένα της παγκόσμιας ιατρικής καταχωρημένα στο σκληρό τους δίσκο, οι διαγνώσεις τους συνήθως ήταν σωστές, αλλά καταντούσε πια κλισέ – το ίδιο έλεγαν κάθε φορά που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν κάποιο από τα συμπτώματα των ανθρώπων. Η Αλίκη ένιωσε πάντως ανακουφισμένη. Πόσο δύσκολο θα ήταν να βρει αγάπη;
Της Μέμης Κατσώνη
Δεν ήταν καθόλου έτσι. Δεν ήταν αστείο. Παραθέτω ένα αστείο για να καταλάβετε τη διαφορά.
Της Άννας Μερτζάνη
Η κυρία Ματίνα Πολυχρονοπούλου πάντα πίστευε ότι το επώνυμό της είναι κάποια ειρωνία της τύχης. Γιατί τα πολλά χρόνια, έλεγε, δεν έχουν αξία αν πρόκειται να είναι άσχημα. Κοίταζε πάντα να μην αφήνει το ψαλίδι ανοιχτό, γιατί αυτό έφερνε μεγάλη κακοτυχία στο σπίτι. Και στις μετακομίσεις που έκανε στη ζωή της έλεγχε δύο και τρεις φορές οι καθρέφτες να είναι τυλιγμένοι καλά με ειδικές πλαστικές φολίδες ή αφρολέξ ή στη χειρότερη σεντόνια πολλές φορές τυλιγμένα γύρω από το κρύσταλο.
Του Μάνου Μπονάνου
Το ξύλο μού κάνει καλό. Ό,τι και να ’χω, ό,τι και να μ’ απασχολεί, το δούλεψα μισή, μία ώρα, έφυγε, έγινε πριονίδι, σκόνη μικροσκοπική που τη φυσάς και φεύγει. Όλα τα υλικά, όπως τα μυστικά, άμα τα τρίψεις λειαίνουν. Δεν είναι λίγο πράγμα αυτό. Γι’ αυτό άλλη δουλειά δεν θα ’θελα να κάνω. Και δεύτερη φορά να ’ρχόμουν στη ζωή, πάλι πατώματα θα ’φτιαχνα, κι ας ήθελα μικρός να μάθω το έπιπλο: τα χέρια μου δεν πιάνουν για ομορφιά, μόνο για ομοιομορφία. Να τρίψω το σανίδι ώσπου να φύγει από πάνω του ο χρόνος, όλο το βάρος της ζωής που του ’χει κατσικωθεί στο σβέρκο, να βρω το ξύλο ανέγγιχτο στο εσωτερικό του, να το σκουπίσω και να το βερνικώσω και να το αφήσω αψεγάδιαστο, για μια ζωή. Έτσι νόμιζα πως θα το αντιμετώπιζα και αυτό.
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Στις τρεις τα ξημερώματα. Αυτό θυμόταν. Του το είπε βιαστικά. Στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα και φύγε τώρα μη μας βρει κανένα κακό και πάμε άδικα, σαν τους άλλους. Γιατί τους άλλους δυο τους πιάσανε. Πες από ολιγωρία, πες από κακή εκτίμηση της κατάστασης ή, ακόμα, από κάρφωμα, τους περικύκλωσαν, τους είπαν να μην τολμήσουν να σκεφτούν κάποια ανοησία και τους έριξαν σ’ ένα αυτοκίνητο, που φρενιασμένο χάθηκε μες στη νύχτα.
22 Σεπτεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Επιλογές από τις προσεχείς εκδόσεις ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας, ποίησης, βιογραφιών, θεάτρου, δοκιμίων, μελετών και γκράφικ νόβελ. Επιμέλεια: Κώστας Αγορα
10 Σεπτεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
17 Σεπτεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
13 Δεκεμβρίου 2022 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Έφτασε η στιγμή και φέτος για την καθιερωμένη εδώ και χρόνια επιλογή των εκατό από τα καλύτερα βιβλία λογοτεχνίας της χρονιάς που φτάνει σε λίγες μέρες στο τέλος της. Ε