eksesios iliggos kentriki

Έφτασε στο Παρίσι στις δώδεκα το μεσημέρι. Ο καιρός ήταν καλός, ο ήλιος έλαμπε αλλά το κρύο ήταν τσουχτερό. Με το που κατέβηκε στην αποβάθρα του σταθμού έβγαλε τον χάρτη από τον σάκο της για να προσανατολιστεί.

Της Νατάσας Χολιβάτου

Στη μνήμη του Βασίλη Αλεξάκη

Είχε ξαναπάει στο Παρίσι αλλά πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια. Βρήκε την έξοδο και αποφάσισε να πάει με τα πόδια μέχρι το ξενοδοχείο, γιατί όπως διαπίστωσε στον χάρτη δεν απείχε πολύ από το σημείο που βρισκόταν, και δεν υπήρχε και μετρό που να βολεύει. Αισθανόταν κουρασμένη, σα να ζαλιζόταν, ένας έντονος ίλιγγος την κυρίευσε απότομα, σαν να την είχε ξαφνικά κουράσει υπερβολικά το ταξίδι. Βέβαια δεν είχε κοιμηθεί καλά το προηγούμενο βράδυ, είχε άγχος για τη συνάντηση με τον συγγραφέα. Την τελευταία εβδομάδα σκεφτόταν συνεχώς τι θα τον ρωτούσε. Είχε πάθει εμμονή που της προκαλούσε έξαψη. Είχε ετοιμάσει ερωτήσεις, είχε κρατήσει επιμελώς σημειώσεις και τις είχε βάλει σε ένα μεγάλο πράσινο ντοσιέ. Ανάμεσα στα γράμματα έβλεπες αστεράκια, ερωτηματικά, θαυμαστικά και παρενθέσεις. Κάποιες λέξεις τις είχε χρωματίσει με κίτρινο, κάποιες με πράσινο και άλλες πάλι με μπλε μαρκαδόρο. Έτσι όπως τα γράμματα φωσφόριζαν παράξενα, έμοιαζαν λες και οι λέξεις ήταν μασκαρεμένες σε αποκριάτικο πάρτυ και πάνω από τα μαύρα κοστούμια τους είχαν φορέσει φανταχτερές φορεσιές. «Θα σας περιμένω βραδωπά» της είχε πει στο τηλέφωνο.

Η Κίττυ είχε προετοιμαστεί πολύ καλά για τη συνέντευξη, ωστόσο αυτό δεν την έκανε να νιώθει καλύτερα. Ο ίλιγγός της επιδεινωνόταν, ώσπου σε κάποιο σημείο που στένευε κατά πολύ ο δρόμος και από την άλλη πλευρά έτρεχαν με δύναμη τα αυτοκίνητα, έχασε τον έλεγχο του κορμιού της και έπεσε σχεδόν επάνω σε έναν καμπούρη γεράκο που είχε σταματήσει στο πεζοδρόμιο και διάβαζε προσεκτικά τη Λε Μοντ. Εκείνος νεύριασε πραγματικά και καθώς η Κίττυ τον είχε ήδη προσπεράσει, άρχιζε να της φωνάζει, γύρισε μάλιστα το κεφάλι του προς το μέρος της και την κοιτούσε μ' ένα βλέμμα άγριο και παγωμένο. Ποιος από τους δύο άραγε να είναι ο πιο γερασμένος, αναρωτήθηκε εκείνη τη στιγμή κι ύστερα συνέχισε τον δρόμο της. Προς τα επάνω, διέκρινε μια αψίδα στο βάθος του δρόμου, βαρέθηκε όμως να ψάξει για το όνομά της. Εξακρίβωσε ωστόσο στον χάρτη ότι πήγαινε σωστά. Θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή τη μαμά της που της έλεγε συχνά ότι δεν μπορούσε να ελέγξει καλά το κορμί της όταν περπατούσε, γι’ αυτό και κάποιες φορές παραπατούσε ή καρφωνόταν στα πλευρά, στους ώμους ή στα δάχτυλα των ποδιών ανυποψίαστων περαστικών.

Το ξενοδοχείο της βρισκόταν σε ένα στενό, στην ρυ ντε Τρεβίζ. Στην αρχή δεν της άρεσε η περιοχή, της φάνηκε κάπως περίεργη και υποβαθμισμένη, αλλά τελικά διαπίστωσε ότι είχε κάνει λάθος και ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος για να ανησυχεί. Το δωμάτιο ήταν μικρό αλλά προσεγμένο. Με το που μπήκε μέσα σωριάστηκε στο κρεβάτι. Το στρώμα του ήταν σκληρό αλλά το μαξιλάρι χαμηλό και πουπουλένιο. Με δυσκολία το εγκατέλειψε, έκανε ένα ντους και σκέφτηκε ότι είχε πολύ χρόνο μέχρι την ώρα του ραντεβού, οπότε θα μπορούσε να πάει προηγουμένως κάπου να γευματίσει. Η ώρα ήταν δύο και το ραντεβού της με τον συγγραφέα ήταν στις εφτά το απόγευμα. Πήρε το τραμ από τη στάση Γκραν Μπουλβάρ, στην κεντρική λεωφόρο μπροστά από το ξενοδοχείο, δίχως να ’χει αποφασίσει ποια κατεύθυνση ν’ ακολουθήσει. Τελικά το αποφάσισε τυχαία, την ώρα που κατέβαινε τις σκάλες και άκουσε το βουητό του συρμού που κατέφτανε γρυλλίζοντας σαν μανιασμένο ζώο. Η μέρα ήταν όμορφη και το Παρισάκι την υποδέχτηκε ντυμένο στα ανοιξιάτικά του. Τελικά είδε στον πίνακα των διαδρομών μες στο βαγόνι ότι κατευθυνόταν προς τον πύργο του Άιφελ και τότε σκέφτηκε ότι θα ήταν καλό να κατέβει στο Τροκαντερό.

Η ώρα ήταν δύο και το ραντεβού της με τον συγγραφέα ήταν στις εφτά το απόγευμα. Πήρε το τραμ από τη στάση Γκραν Μπουλβάρ, στην κεντρική λεωφόρο μπροστά από το ξενοδοχείο, δίχως να ’χει αποφασίσει ποια κατεύθυνση ν’ ακολουθήσει.

Βγαίνοντας στον δρόμο, ο πύργος του Άιφελ ορθώθηκε μπροστά της σαν σε καρτ ποστάλ. Την κυρίευσε τότε μια ξαφνική επιθυμία να ξανανέβει. Παρά το κρύο, ήθελε να νιώσει τον ίλιγγο του ύψους βαθιά μες στα κύτταρά της, να νιώσει τη γλυκιά ανατριχίλα. Η ουρά ήταν μεγάλη και περίμενε περίπου ένα εικοσάλεπτο μέχρι να φτάσει στα ταμεία των εισιτηρίων. Πολλοί τουρίστες μαζεύτηκαν έξω από το γυάλινο κουβούκλιο που θα τους ανέβαζε ψηλά. Με το που αυτό κατέβηκε όλοι στριμώχτηκαν για να προλάβουν να μπουν. Η υπεύθυνη μέσα στο μικρό ασανσέρ μίλησε στα γαλλικά, στα αγγλικά και στα ισπανικά, λέγοντας ότι όσοι ήθελαν μπορούσαν να κατέβουν στον δεύτερο όροφο και ότι οι υπόλοιποι –και οι πιο τολμηροί, σκέφτηκε η Κίττυ– θα συνέχιζαν μέχρι τον τελευταίο. Η Κίττυ το αποφάσισε. Θα ανέβαινε μέχρι την κορυφή. Ο εξαίσιος ίλιγγος της ανάβασης την ανατρίχιαζε σε όλο της το κορμί. Έκλεισε τα μάτια και χάθηκε σε ένα ξαφνικό ανέβασμα στα ουράνια. Κάποιες στιγμές άνοιγε τα βλέφαρα και κοιτούσε από τα τζάμια τη γη που χανόταν όλο και πιο μακριά. Αίφνης, ένιωσε σαν μέσα σε αεροπλάνο που ξεκολλά από το έδαφος με ορμή. Τα σπίτια μπερδεύονταν με τα σύννεφα, τα δέντρα με τους ανθρώπους και τα αυτοκίνητα. Επάνω σε ένα θεσπέσιο κενό αέρος η αεροσυνοδός τούς είπε να κατέβουν και τότε οι πόρτες άνοιξαν. Η Κίττυ άνοιξε κι αυτή τα μάτια της. Είχε φτάσει στην κορυφή. Όλα έμοιαζαν τόσο μικρά. Έβλεπε το Λούβρο, την αψίδα του Θριάμβου και τη Σακρέ Κερ στη Μονμάρτη. Ένας νεαρός Ισπανός που στεκόταν δίπλα της τη ρώτησε αν τη λένε Εσπεράντζα και όταν του αποκρίθηκε αρνητικά, της ζήτησε συγγνώμη και της είπε ότι έκανε λάθος και πως την πέρασε για κάποια άλλη. Κρίμα, σκέφτηκε τότε η Κίττυ, λέγοντας του στα ελληνικά πως δεν πειράζει, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, αλλά εκείνος είχε ήδη γυρίσει το κεφάλι του και είχε απομακρυνθεί.

Το κατέβασμα δεν ήταν εξίσου απολαυστικό. Η Κίττυ, όσο και αν τη φοβόταν, προτιμούσε την απογείωση. Δεν της άρεσαν οι ομαλές επιφάνειες και οι ευθείες, αλλά οι ανηφόρες και οι καμπύλες, οι λοξοδρομήσεις και τα σκαμπανεβάσματα. Πάντα κοιτούσε στα σύννεφα και το έδαφος της έμοιαζε μικρό, μουντό, στενάχωρο. Πόσο τη συγκινούσε αυτό το υπέροχο κενό στο στομάχι που την έκανε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της και μαζί με αυτήν και όλες τις στενωπούς που της έκρυβαν την έξοδο! Είχε περάσει αρκετά η ώρα και υπολόγισε ότι ίσα ίσα προλάβαινε να γευματίσει κάπου με την ησυχία της και να μελετήσει τον χάρτη για να δει πώς θα έφτανε στο σπίτι του συγγραφέα.

Πρώτα αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στους κήπους του Λουξεμβούργου. Πήρε το τραμ και ύστερα περπάτησε λίγο μέχρι να φτάσει. Το πάρκο ήταν γεμάτο παιδιά που φώναζαν και έπαιζαν στις κούνιες. Πού και πού έβλεπε κανένα ζευγαράκι να περπατάει αγκαλιασμένο κι ύστερα πάλι γύρω από το σιντριβάνι άνθρωποι λιάζονταν διαβάζοντας ένα βιβλίο ή τρώγοντας ένα φρούτο. Διέσχισε τους κήπους και πήρε τον δρόμο ίσια επάνω για το Πάνθεον. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου διέκρινε ένα ήσυχο καφέ και αποφάσισε να καθίσει. Παρήγγειλε μια σαλάτα και πέννες με τέσσερα τυριά. Έφαγε αργά και ύστερα παρήγγειλε ένα σουφλέ σοκολάτας και έναν καφέ. Γευμάτισε σαν γνήσια Παριζιάνα για να μπει κάπως στο πετσί του ρόλου και να χαλαρώσει. Στο μαγαζί είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος. Το γκαρσόνι άνοιξε τη μεγάλη τηλεόραση στον τοίχο και έβαλε ένα από τα κρατικά δημόσια κανάλια. Έδειχνε τον τελικό Αγγλίας-Γαλλίας στο χάντμπολ. Όλο και πιο πολύς κόσμος μαζευόταν ξαφνικά στο καφέ για να παρακολουθήσει τον επίμαχο αγώνα. Πού και πού ακούγονταν χειροκροτήματα και κραυγές επευφημίας. Σε μια μεγάλη παρέα, στο τραπέζι απέναντι από την Κίττυ, ένας ψηλός άντρας με γκρίζα κοτσίδα και μακρύ μούσι έκοβε ένα χοντρό κομμάτι ζαμπόν την ώρα που κάποιος από τους παίκτες επιχείρησε να βάλει ένα ομολογουμένως δύσκολο σουτ. Τότε, ο ψηλός άντρας με το μούσι πετάχτηκε απότομα και σήκωσε το δεξί του χέρι ψηλά σε γροθιά αρχίζοντας να φωνάζει κάτι που η Κίττυ δεν μπόρεσε να καταλάβει. Το μαγαζί ήταν φίσκα, blindé όπως θα έλεγαν και οι Γάλλοι, όταν η Κίττυ φόρεσε το κυπαρισσί παλτό της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

Σε λίγο, άρχισε να ψιλοβρέχει. Περπάτησε με τα πόδια ως το Τροκαντερό κι από εκεί πήρε το Μετρό για τη στάση Ντυπλέξ. O ουρανός ήταν χλωμός. Κάθισε δίπλα σε έναν μεσήλικα με χαμογελαστά μάτια που διάβαζε ένα βιβλίο στα αραβικά. Είχε ευγενική φυσιογνωμία και φορούσε κάτι σαν κελεμπία στο χρώμα του πορτοκαλιού. H Kίττυ τον ρώτησε αν ήξερε πού βρισκόταν ένα αραβικό βιβλιοπωλείο –έψαχνε ένα βιβλίο για μια φίλη της που μάθαινε αραβικά– κι εκείνος έβγαλε έναν χάρτη από το χαρτοφύλακά του και έκανε τα πάντα για να της εξηγήσει όσο καλύτερα μπορούσε και να την κατατοπίσει με κάθε λεπτομέρεια, σε ποια στάση έπρεπε να κατέβει και ποιον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει. Τον ευχαρίστησε χαρίζοντάς του ένα πλατύ χαμόγελο και στην επόμενη στάση προσπέρασε ένα πλήθος από μαθητές που είχαν στριμωχτεί μπροστά από την πόρτα και την εμπόδιζαν να περάσει. Μια έντονη ανάμνηση αναδύθηκε εκείνη την ώρα από τα υπόγεια ρεύματα του εγκεφάλου της. Η σκηνή είχε συμβεί πριν από λίγο καιρό στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης και τότε μάλλον δεν της είχε δώσει και πολλή σημασία. Είχε γίνει έτσι ακριβώς: Eνώ καθόταν σε ένα κάθισμα στα duty free εν αναμονή της πτήσης της, έβγαλε από τον σάκο της και άρχιζε να ξεφυλλίζει ένα επιστημονικό αραβικό περιοδικό που της είχε δανείσει η φίλη της για να το δείξει αργότερα στο βιβλιοπωλείο του Παρισιού όπου θα της αγόραζε τα αραβικά βιβλία που της είχε παραγγείλει. Ένας αστυνομικός έκανε βόλτες εκεί κοντά και φάνηκε εκείνη την στιγμή στην Κίττυ πως την κοιτούσε κάπως περίεργα και περιεργαζόταν με ύφος καχύποπτο το εξώφυλλο του περιοδικού της, σαν να προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τι έκρυβαν πίσω τους τα γυαλιστερά πλαγιαστά γράμματα. Σε ένα λεπτό ο αστυνόμος άρχισε να μιλάει στον ασύρματό του και αίφνης εμφανίστηκε και ένας ακόμη ένστολος και ο πρώτος του ψιθύρισε κάτι στο αυτί εξακολουθώντας να καρφώνει μ' ένα βλέμμα βαρύ και εξεταστικό την Κίττυ. Τότε, ασυναίσθητα, δίχως να το καταλάβει, η Κίττυ δίπλωσε με βιαστικές και ελαφριές κινήσεις το περιοδικό και το φυγάδεψε αμέσως στον σάκο της. Ξαναφέρνοντας τώρα στο μυαλό της τούτο το επεισόδιο, κοκκίνισε από ντροπή κι ένιωσε ανάξια μπροστά στην ευγένεια και την καλοσύνη τούτου του ανθρώπου στο μετρό με την πορτοκαλί κελεμπία.

Της μίλησε για τα γαλλικά και τα ελληνικά, το ταξίδι ανάμεσα σε δύο χώρες, σε δύο γλώσσες, σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Της μίλησε για τα βιβλία του και την ανταπόκριση του κοινού τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία. Κουβέντιασαν ακόμα γύρω από τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία, την κριτική, το γράψιμο και τους δαίμονές του.

Είχε έρθει η ώρα που έπρεπε να κατέβει. Με το που βγήκε στον δρόμο, ρώτησε έναν περαστικό μήπως ήξερε ποιος ήταν ο δρόμος που έψαχνε. Τελικά ήταν πολύ κοντά στη στάση του μετρό. Έπρεπε να στρίψει αριστερά, να πάρει όλο τον δρόμο ευθεία και ύστερα να στρίψει και πάλι αριστερά στο πρώτο στενό που θα συναντούσε. Επικίνδυνη αποστολή η συνάντηση με τον συγγραφέα, σκέφτηκε τότε η Κίττυ αγωνιώντας να διαπιστώσει αν το διαμέρισμά του ήταν όπως το περιέγραφε στα μυθιστορήματά του.

Η γειτονιά ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς spooky. Σου προκαλούσε φόβο έτσι όπως ο δρόμος ήταν ασφυκτικά στενός και απόμερος. Αν και στη γωνία του υπήρχε ένα καφενείο, ωστόσο η ύπαρξή του καθόλου δεν καθησύχαζε, καθώς όταν το πλησίασε καλύτερα, διέκρινε μέσα έναν και μοναδικό θαμώνα. Ένας παππούς με μακριά γκριζωπά μαλλιά και τεράστια μαύρα φρύδια κρατούσε ένα άδειο ποτήρι μπίρας και καθόταν σκυφτός μπρος στο τραπέζι, με το πρόσωπό του σχεδόν να ακουμπάει πάνω του, σαν να μιλούσε, να ψιθύριζε, κάποιο τρομερό μυστικό στο λεκιασμένο τραπεζομάντιλο, ωστόσο εκείνο παρέμενε ατάραχο. Η πολυκατοικία απέναντι από το καφενείο ξαφνικά φάνηκε στην Κίττυ ακόμη πιο απόμερη απ’ ότι προηγουμένως. Πληκτρολόγησε βιαστικά τον μυστικό κωδικό που της είχε πει ο συγγραφέας και η πόρτα αίφνης άνοιξε σαν κάποιος να κρυβόταν από πίσω και να την τράβηξε με δύναμη. Φως μέσα δεν υπήρχε και η Κίττυ δεν μπόρεσε να βρει πουθενά τον διακόπτη. Ασανσέρ επίσης δεν υπήρχε και έτσι άρχισε με βαριά καρδιά να ανεβαίνει τις σκάλες για να φτάσει στον πέμπτο όροφο που ήταν το διαμέρισμα του συγγραφέα. Σε κάποιο σημείο της σκάλας μπέρδεψε τους ορόφους. «Μήπως είμαι στον τέταρτο ή μήπως στον έκτο; Και πώς θα βρω την μπλε πόρτα που μου είπε, αφού δεν μπορώ να δω ούτε τη μύτη μου; Δεν θα μπορέσω να βγω ποτέ από εδώ μέσα. Και ποιος θα με ψάξει; Σαν να μην υπήρξα ποτέ... Βλέπουμε τα αστέρια μας να σβήνουν, δίχως να μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Πού τη θυμήθηκε αυτή τη φράση; Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιανού ήταν. Και γιατί τη θυμήθηκε τώρα; Τι στα κομμάτια; Δεν πρόλαβε να βρει την απάντηση. Η πόρτα άνοιξε και ένας συμπαθητικός κύριος άνοιξε το φως και στήθηκε περήφανα μπροστά της.

— Καλησπέρα δεσποινίς, είπε. Πρέπει να είστε η κοπέλα που περιμένω για τη συνέντευξη.

Της έδωσε το χέρι και τη σήκωσε. Η Κίττυ είχε σκοντάψει και είχε ξαπλωθεί επάνω στα σκονισμένα σκαλοπάτια με το κεφάλι μπροστά στο χαλάκι της πόρτας. Εκείνη τη στιγμή πρόσεξε ότι η πόρτα ήταν μπλε. Μπλε βαθύ, νησιώτικο.

— Ευχαριστώ, απάντησε και άρχισε να ξεσκονίζει με μανία το παλτό της. Ξέρετε ποιος έγραψε ότι «Βλέπουμε τα αστέρια μας να σβήνουν, δίχως να μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’αυτό»;

— Ο Χένρι Μίλλερ στο Ήταν όλοι τους παιδιά μου, της απάντησε ο συγγραφέας τη στιγμή που έκλεινε την πόρτα και η Κίττυ σκέφτηκε ότι θα τα πήγαιναν εξαιρετικά οι δυο τους.

Το διαμέρισμα ήταν ακριβώς όπως το περιέγραφε στα βιβλία του. Μια μικρή γκαρσονιέρα με μια σκάλα που ανέβαινε επάνω σε ένα μικρό δώμα όπου βρισκόταν το κρεβάτι. Στα δεξιά της εισόδου ένας ξύλινος πάγκος και μια κουζίνα με δύο μάτια. Ξαφνικά, ήρθε στην Κίττυ η εικόνα του συγγραφέα να μαγειρεύει σε κείνη την κουζίνα γιουβαρλάκια. Δεν θυμόταν πού είχε διαβάσει τη συνέντευξή του, στη Liberation ίσως, όπου μαζί με τα μυστικά της συγγραφής αποκάλυπτε και τα μυστικά για τα πιο λαχταριστά και εξαίσια ελληνικά γιουβαρλάκια. Την ώρα που έλεγε στην Κίττυ να καθήσει στον καναπέ, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο συγγραφέας το σήκωσε και μιλούσε πότε στα ελληνικά, πότε στα γαλλικά. Όση ώρα μιλούσε και πρέπει να ήταν κάμποση –γύρω στο 20λεπτο– η Κίττυ παρατηρούσε τη θέα από το ορθογώνιο παράθυρο απέναντί της. Πράγματι ήταν ακριβώς έτσι! Όπως το φανταζόταν! Ο Πύργος του Άιφελ από την μέση και πάνω υψωνόταν στο βάθος του ορίζοντα. Το θέαμα ήταν υπέροχο, καθώς είχε βραδιάσει και ο Πύργος φωτιζόταν από αμέτρητα χρωματιστά λαμπιόνια. Πίσω από το γραφείο του συγγραφέα, ακουμπισμένη στο πάτωμα μια προσωπογραφία του Μακρυγιάννη. Και παρακεί, ένα ξύλινο γράμμα, το γράμμα Ε, στεκόταν και αυτό αγέρωχο στη γωνία. Ο συγγραφέας τελείωσε με τη συνομιλία του και είπε στην Κίττυ ότι μπορούσαν να αρχίσουν τη συνέντευξη. Τότε η Κίττυ πρόσεξε πως φορούσε κάτι περίεργες τριγωνικές καφετί παντόφλες που έμοιαζαν με ανατολίτικες. Άθελα της και μην μπορώντας να το ελέγξει, της ξέφυγε ένα χαμόγελο αλλά αμέσως ντράπηκε και ανασκουμπώθηκε, πριν προλάβει να την πάρει χαμπάρι ο συγγραφέας. Η συνέντευξη ξεκίνησε. Eυτυχώς ήταν πολύ ομιλητικός. Της μίλησε για τα γαλλικά και τα ελληνικά, το ταξίδι ανάμεσα σε δύο χώρες, σε δύο γλώσσες, σε δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Της μίλησε για τα βιβλία του και την ανταπόκριση του κοινού τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία. Κουβέντιασαν ακόμα γύρω από τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία, την κριτική, το γράψιμο και τους δαίμονές του. Τον Ζακ Λακαριέρ, το ρεμπέτικο και τον Καραγκιόζη. Τη μετανάστευση, την αναζήτηση και τον διχασμό της προσωπικής ταυτότητας, τον διάλογο μεταξύ των πολιτισμών, την προγονολατρεία αλλά και τα ταξίδια. Στο τέλος της συνομιλίας τους και λίγο πριν την αποχαιρετήσει της χάρισε τρία βιβλία του στα γαλλικά. Της έγραψε και μια αφιέρωση.

Στην Κίττυ
Να αγαπήσει τις λέξεις και τη σιωπή.

Τι όμορφο, σκέφτηκε η Κίττυ, και τι δύσκολο ταυτόχρονα. Να αγαπήσεις τις λέξεις. Να αγαπήσεις τη σιωπή. Να μάθεις πότε να σωπαίνεις και πότε να μιλάς. Η Κίττυ ευχαρίστησε τον συγγραφέα και τον αποχαιρέτησε. Η μπλε νησιώτικη πόρτα έκλεισε πίσω της μαλακά. Το φωταγωγημένο Παρισάκι την περίμενε με ανυπομονησία. Ένα τεράστιο και φανταχτερό παιχνίδι, φοβερό και την ίδια στιγμή γοητευτικό, την καλούσε κοντά του. Την καλούσε να ζήσει και να αγγίξει ακόμη και τα πιο μακρινά αστέρια.


cholibatouInfo
H Νατάσα Χολιβάτου γεννήθηκε το 1982 στη Θεσσαλονίκη όπου ζει και εργάζεται. Έχει σπουδάσει Δημοσιογραφία & ΜΜΕ στο ΑΠΘ, Συγκριτική Γραμματολογία στη Γαλλία και έχει κάνει το διδακτορικό της στη λογοτεχνική δημοσιογραφία στο τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο ίδιο τμήμα, ενώ σήμερα διδάσκει δημοσιογραφικό λόγο (ΜΜΕ, Διαφήμιση) στο κοινό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών Δημοσιογραφική Δημιουργική Γραφή της σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.

 

 

 

 

 

 

 

 

***

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική κι εκφραστική επιμέλεια.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σαν σήμερα (διήγημα)

Σαν σήμερα (διήγημα)

«Ξεκούμπωσες το μεσαίο κουμπί του πουκαμίσου σου και πέρασες το χέρι σου κάτω από την μπανέλα του σουτιέν. Αναζήτησες τα δύο εξογκώματα στο στέρνο και στη μασχάλη σου, λες και θα μπορούσαν να είχαν εξαφανιστεί από μόνα τους, και στη συνέχεια άνοιξες την κάμερα του κινητού και κοίταξες το είδωλό σου στην οθόνη». ...

Sleepwalk (διήγημα)

Sleepwalk (διήγημα)

«Ούτε καν με τον Άντριου, τον οποίο θεωρούσε, έστω, καλό του φίλο, δεν μπορούσε να ταυτιστεί, παρόλο που ήταν ο μόνος άντρας με τον οποίο μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του, εκτός από σεξουαλικά, και ρομαντικά. Είχε τολμήσει να πλάσει μέχρι και τρυφερές στιγμές μεταξύ τους σε βιαστικά ονειροπολήματα της ημέρας». ...

Εγκόρ Σόλοδοβ (διήγημα)

Εγκόρ Σόλοδοβ (διήγημα)

«Από το πλήθος των ψυχών σχηματίστηκε μια φαρμακερή αντάρα. Ανέβηκε μέχρι τη σέλα του αλόγου μου, σαν σμάρι άγριων μελισσών έτοιμο να χιμήξει». 

Της Ελένης Μουσάτοβα

Στήριξα τα πόδια μου στους αναβολείς, ίσιωσα την πλά...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Πώς φωσφορίζει η ομορφιά – Φιλικό ραβασάκι προς τον Διονύση Σαββόπουλο

Πώς φωσφορίζει η ομορφιά – Φιλικό ραβασάκι προς τον Διονύση Σαββόπουλο

Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης έρχεται και πάλι με τον «Σάκο Εκστρατείας» του μιλώντας μας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, με αφορμή την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του Διονύση Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδ. Πατάκη), γράφει στον Νιόνιο ένα ραβασ...

Διαβάζοντας με τη Φραντσέσκα Μινουτόλι

Διαβάζοντας με τη Φραντσέσκα Μινουτόλι

Πρόσωπα από τον χώρο των τεχνών, των ιδεών και του πολιτισμού, αποκαλύπτουν τον δικό τους αναγνωστικό χαρακτήρα, τη μύχια σχέση τους με το βιβλίο και την ανάγνωση. Σήμερα, η ηθοποιός και σκηνοθέτιδα Francesca Minutoli.

Επιμέλεια: Book Press

Ποι...

Ο συγγραφέας και η εποχή του – Τι αναζητάμε σε ένα λογοτεχνικό έργο;

Ο συγγραφέας και η εποχή του – Τι αναζητάμε σε ένα λογοτεχνικό έργο;

Υφίσταται ο διαχωρισμός μορφής / περιεχομένου; Τι αναζητάμε στο έργο ενός συγγραφέα; Ταυτιζόμαστε με τους χαρακτήρες και τις κοινωνικές συνθήκες ή είμαστε «ανοιχτοί» στην αποδόμηση της τρέχουσας ηθικής και αισθητικής;

Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Γερτρούδη» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο Ίμτχορ ήταν χήρος, ζούσε σε ένα από τα παλι...

«Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» της Γιάρα Μοντέιρο (προδημοσίευση)

«Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» της Γιάρα Μοντέιρο (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Γιάρα Μοντέιρο [Yara Monteiro] «Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» (μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

22 ...

«Βαλτιμόρη» της Γελένα Λένγκολντ (προδημοσίευση)

«Βαλτιμόρη» της Γελένα Λένγκολντ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Γελένα Λένγκολντ [Jelena Lengold] «Βαλτιμόρη» (μτφρ. Γιούλη Σταματίου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΕΞΙ

...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

Εξήντα ποιητικές συλλογές, δέκα από τις οποίες είναι ποίηση μεταφρασμένη στα ελληνικά: Μια επιλογή από τις εκδόσεις του 2024.

Επιλογή: Κώστας Αγοραστός, Διονύσης Μαρίνος

...

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού (1996-2004) και πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, στις 5 Ιανουρίου 2025 σε ηλικία 88 ετών (1936-2025), μας οδηγεί και στα βιβλία του στα οποία διαφυλάσσεται η πολιτική του παρακαταθήκη αλλά και η προσωπική του διαδρομή. 

Επιμέλεια: Ελένη Κορόβηλα ...

«Το αγαπημένο μου του 2024»: 20 συντάκτες της Book Press ξεχωρίζουν ένα βιβλίο

«Το αγαπημένο μου του 2024»: 20 συντάκτες της Book Press ξεχωρίζουν ένα βιβλίο

Ρωτήσαμε τους συντάκτες και σταθερούς συνεργάτες της Book Press ποιο ήταν το αγαπημένο τους βιβλίο από τη χρονιά που μόλις αφήσαμε πίσω μας. Οκτώ βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας και επτά μεταφρασμένης είναι οι κατηγορίες που κυριαρχούν, αλλά δεν λείπουν και τα δοκίμια ή κι ένα βιβλίο-έκπληξη για αναγνώστες κάθε ηλικίας...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

05 Ιανουαρίου 2025 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Το αγαπημένο μου του 2024»: 20 συντάκτες της Book Press ξεχωρίζουν ένα βιβλίο

Ρωτήσαμε τους συντάκτες και σταθερούς συνεργάτες της Book Press ποιο ήταν το αγαπημένο τους βιβλίο από τη χρονιά που μόλις αφήσαμε πίσω μας. Οκτώ βιβλία ελληνικής λογοτ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ