Ευτυχία Γιαννάκη, Χρύσα Σπυροπούλου, Έλενα Χουσνή, Κωνταντίνα Μόσχου: Τέσσερα αστυνομικά μυθιστορήματα γραμμένα από Ελληνίδες συγγραφείς.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Πόλη στο Φως, της Ευτυχίας Γιαννάκη (εκδ. Ίκαρος)
«Πριν να χαράξει τρύπωσε στο δάσος και για ώρες έτρεχε σκυφτός, ανάμεσα σε κορμούς και σπασμένα κλαδιά, σ' έναν λαβύρινθο που τον ρουφούσε μακριά από τη ζωή που ήξερε μέχρι τότε. Παρά το πηχτό σκοτάδι, τα πουλιά κελαηδούσαν ανάμεσα στους κρότους των όπλων. Τα πιο αδύναμα ξεψυχούσαν, προτού προλάβουν να βγάλουν άχνα. Η καρδιά τους έσπαγε κι έπεφταν γύρω του. Την πτώση στα ξεραμένα χόρτα συνόδευε ένας ήσυχος γδούπος ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν. Ήταν σαν να είχε διαπεράσει το στήθος τους σφαίρα, όμως όταν τα πλησίαζε διαπίστωνε ότι το στήθος τους ήταν άθικτο. Τα πουλιά γύρω του κελαηδούσαν ή πέθαιναν διακριτικά, σαν πουλιά».
Το καινούργιο μυθιστόρημα της Ευτυχίας Γιαννάκη, Πόλη στο Φως, το οποίο ολοκληρώνει την αθηναϊκή τριλογία με ήρωα τον αστυνόμο Κόκκινο, ξεκινάει με γραφή που κόβει την ανάσα και προκαλεί ρίγη στον αναγνώστη. Τη φρίκη και τα εγκλήματα του πολέμου διαδέχεται η ηρεμία της ειρηνικής ζωής, σ' ένα παραθαλάσσιο προάστιο της Αθήνας. Και τότε μας περιμένει μια καινούργια γροθιά στο στομάχι· πόσο γαλήνια μπορεί να είναι η ζωή την άνοιξη του 2014, όταν σε μια πολυτελή μονοκατοικία στο Καβούρι ανακαλύπτεται το σφαγμένο πτώμα μιας εγκύου; Μέσα στον κυκεώνα των δικών του προβλημάτων, ο αστυνόμος Κόκκινος θα αναλάβει την εξιχνίαση της δολοφονίας συγκεντρώνοντας στοιχεία και λεπτομέρειες που δημιουργούν ομόκεντρους αφηγηματικούς κύκλους, αδιάκοπα διευρυνόμενους.
Ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος σε μια ιστορία αλλεπάλληλων κακοποιήσεων, ψυχολογικών και σωματικών; Οι ύποπτοι για τον φόνο είναι πολλοί: ο γείτονας που ανακάλυψε το πτώμα, ο βίαιος μεγαλοεπιχειρηματίας σύζυγος που διακινεί αναβολικά και ο σκληροτράχηλος κι επικίνδυνος συνεταίρος του, το ζευγάρι των αλλοδαπών που εργάζεται στο σπίτι… και ο κύκλος ανοίγει κι άλλο.
Ίσως ο μόνος τρόπος να βρούμε την κάθαρση του φωτός είναι η απαλλαγή από μυστικά και αμαρτίες, η παραδοχή των μικρών και μεγάλων εγκλημάτων που διαπράττει ο κάθε «αθώος» πολίτης αυτής της πόλης.
Το τρίτο βιβλίο της Γιαννάκη εντυπωσιάζει με το στήσιμο της ιστορίας και τη γραφή του. Σφιχτό και καλά δουλεμένο, δένει την κεντρική πλοκή με μικρές ιστορίες που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν άσχετες, αλλά λειτουργούν ενισχυτικά στη βασική ιστορία. Η κατακόκκινη πινελιά που μένει στην κουζίνα μετά τον φόνο αλλά και μια σκηνή αληθινής βίας στο ίδιο δωμάτιο δείχνουν πόσο η καθημερινή βία εισβάλει παντού, δεν υπάρχει άσυλο για κανέναν ικέτη, πουθενά.
Το βιβλίο κλείνει με σπαρακτικό και συγχρόνως καθαρτικό τρόπο. Ίσως ο μόνος τρόπος να βρούμε την κάθαρση του φωτός είναι η απαλλαγή από μυστικά και αμαρτίες, η παραδοχή των μικρών και μεγάλων εγκλημάτων που διαπράττει ο κάθε «αθώος» πολίτης αυτής της πόλης που μας τιμωρεί και μας βασανίζει, μας αγκαλιάζει και μας παρηγορεί όλους.
Ταραγμένα Νερά, της Χρύσας Σπυροπούλου (εκδ. Μεταίχμιο)
«Η υγρασία κολλούσε στα πρόσωπά τους καθώς η βενζίνα έσκιζε τα ακύμαντα νερά της λίμνης. Πουλιά με ψηλό λαιμό πετούσαν κοντά στην ακτή, αλλά μόλις άκουγαν τον θόρυβο της μηχανής απομακρύνονταν και εξαφανίζονταν πίσω από τις καλαμιές και τις ιτιές, τα κλαδιά των οποίων εισχωρούσαν στο νερό. Μόλις ακούμπησε στην όχθη η βενζίνα, ο οδηγός με τη βοήθεια του Μάνου την τράβηξαν έξω· η σιωπή απλωνόταν παντού, δεν ακουγόταν τίποτε, παρά μονάχα ένα ακαθόριστο βουητό που ερχόταν διακεκομμένα από μακριά. Γαλήνη. Και πού και πού κάποια κρωξίματα έφταναν σαν παράπονο στα αυτιά τους και διατάρασσαν την ησυχία».
Σε τελείως διαφορετικό τοπίο διαδραματίζεται το μυθιστόρημα της Χρύσας Σπυροπούλου, το οποίο μας μεταφέρει αρχικά στις όχθες της λίμνης Δοϊράνης και στη συνέχεια σε πολλές περιοχές του νομού Σερρών και των γειτονικών νομών, αγροτικές και δασικές. Παρακλάδια της ιστορίας φτάνουν ως την Κωνσταντινούπολη και τη Σόφια, αφού οι ήρωες, ακολουθώντας τις πανάρχαιες συνήθειες των λαών της περιοχής, περιφέρονται ελεύθερα αδιαφορώντας για σύνορα και ονομασίες. Η ιστορία ξεκινάει με την εξαφάνιση της συγγραφέως Σάρας Ανδρέου, ενώ κολυμπάει στη λίμνη. Μοναδικός μάρτυρας ο σύντροφός της Γιάννης Ιωάννου — και ενδεχομένως, ο κύριος ύποπτος; Ο μικρόκοσμος του ξενοδοχείου «Το Μαργαριτάρι της Λίμνης» υποδέχεται με ανακούφιση τον αστυνόμο Ηλιού και τη βοηθό του υπαστυνόμο Γεωργίου. Σταδιακά, οι ύποπτοι πολλαπλασιάζονται: ο πρώην εραστής της Σάρας, ο Αράμ, η παλιά ερωμένη του Ιωάννου, η Κορίνα, αλλά και κάποιοι στενοί συγγενείς της Σάρας που εποφθαλμιούν το μερίδιό της από την οικογενειακή περιουσία.
Χλωροφύλλη και υγρασία, λιμνάζοντα νερά και εγκαταλειμμένοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, η πόλη των Σερρών και οι γάτες της Κωνσταντινούπολης πλέκουν ένα πολυεπίπεδο ψυχολογικό/αστυνομικό μυθιστόρημα, με σασπένς και πολλές ανατροπές.
Σύντομα, θα ακολουθήσει η δολοφονία της μητέρας της Σάρας, της Φαίδρας, αλλά και του ετεροθαλούς αδελφού της, του Μάρκου. Η Σπυροπούλου σχεδιάζει με ακρίβεια το ψυχολογικό προφίλ όλων των ηρώων, σχολιάζει εμμέσως τη διακίνηση προϊόντων και ανθρώπων ανάμεσα στις χώρες των Βαλκανίων, στιγματίζει τους αδίστακτους μαφιόζους που ασχολούνται με όλα αυτά αλλά και τη μανία εύκολου πλουτισμού που μοιάζει να έχει εισχωρήσει στο dna των σύγχρονων συμπατριωτών μας. Από την εικόνα δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα παλαιότερα και νεότερα οικογενειακά μυστικά, η αποκάλυψη των οποίων ρίχνει φως στις πολύπλοκες σχέσεις των ηρώων.
Τα Ταραγμένα Νερά στηρίζονται σε μια νουβέλα που είχε γράψει η συγγραφέας στα τέλη της δεκαετίας του '90, και η οποία στην τωρινή μορφή της αποκτά τις διαστάσεις που της άξιζαν. Χλωροφύλλη και υγρασία, λιμνάζοντα νερά και εγκαταλειμμένοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, η πόλη των Σερρών και οι γάτες της Κωνσταντινούπολης πλέκουν ένα πολυεπίπεδο ψυχολογικό/αστυνομικό μυθιστόρημα, με σασπένς και πολλές ανατροπές.
Το Παιδί με τη Ριγέ Μπλούζα, της Έλενας Χουσνή (εκδ. Κύφαντα)
«Το πρόσωπό της κέρινο και μπλαβιασμένο, είχε αποτυπώσει πάνω του την τελευταία της έκφραση. Την έκφραση του απόλυτου τρόμου που είχε σμιλέψει η απόγνωση και ο φόβος στο μισάνοιχτο στόμα της. Τα μαλλιά της, μουσκεμένα στον ιδρώτα, το αίμα, αλλά και την πρωινή πάχνη, έπεφταν άτακτα πάνω στο μέτωπο και το αριστερό της μάγουλο. Το κεφάλι ήταν γυρισμένο προς το πλάι, ενώ το σώμα ήταν κουλουριασμένο σε εμβρυική στάση. Ήταν ίσως η τελευταία και απέλπιδα προσπάθεια της γυναίκας να αισθανθεί ασφάλεια».
Μ' αυτή την εικόνα απόγνωσης και ανημποριάς ξεκινάει το τρίτο μυθιστόρημα της Έλενας Χουσνή, σκιαγραφώντας αμέσως την αίσθηση του βιβλίου: τη φρίκη της σεξουαλικής κακοποίησης κι εκμετάλλευσης των παιδιών από τον σκοτεινό κόσμο της παιδικής πορνογραφίας που ανθεί στο ιντερνέτ. Πολύ σκληρό κι αποτρόπαιο θέμα, το οποίο η συγγραφέας χειρίζεται με γνώση και προσοχή, κάτι που δείχνει ότι το έχει μελετήσει σοβαρά. Λέει, για παράδειγμα, σε μια συνέντευξή της στον Δρόμο της Αριστεράς: «Το ηλεκτρονικό έγκλημα έχει την ιδιομορφία ότι δεν έχει τα χαρακτηριστικά του συμβατικού εγκλήματος. Μπορεί να ξεκινά σε μια χώρα και να καταλήγει σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ειδικά σε ό,τι αφορά την παραγωγή και διακίνηση του πορνογραφικού υλικού. Από την άλλη όμως ο καθένα μας δεν είναι ποτέ έτοιμος να αντιμετωπίσει, και άρα δεν είναι αρκετά θωρακισμένος απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή βίας υπερβαίνει το προσωπικό του αξιακό σύστημα. Ούτε μια επίθεση είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ούτε έναν βιασμό, ούτε ένα φόνο. Στο ηλεκτρονικό έγκλημα είναι ακόμη πιο συγκεχυμένα τα πράγματα γιατί η μορφή του είναι κατά κάποιο τρόπο άυλη, μη ορατή και άρα οι κίνδυνοί του λιγότερο προφανείς».
Το χτίσιμο της πλοκής και η εναλλαγή των ιστοριών δεν σου επιτρέπει να το αφήσεις από τα χέρια σου, αν δεν φτάσεις στην τελευταία σελίδα.
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο αστυνόμος Φωκίων Μυτούσης, ο οποίος εργάζεται στη Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, μετά από σπουδές νομικής και μεταπτυχιακά στην Αμερική. Σε μια ημερίδα ο δρόμος του θα συναντηθεί με τη δημοσιογράφο Νάνσυ Καρβούνη, μια δυναμική γυναίκα που αδυνατεί να αποδεχτεί την τύχη των κακοποιημένων παιδιών και θα αναζητήσει τις ρωγμές στο σύστημα του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Η συγγραφέας διηγείται παράλληλα την προσωπική ιστορία, μιας αδύναμης γυναίκας που η απάθειά της την οδηγεί στα βάθη της Κόλασης, όταν θα προσπαθήσει να σώσει το παιδί της από τη φρίκη. Οι δυο ιστορίες συναντιούνται προς το τέλος, η δημοσιογράφος βάζει το λιθαράκι της σ' αυτό, κινδυνεύοντας να είναι το επόμενο θύμα ενός σκληρού κυκλώματος. Ο Μυτούσης και οι συνεργάτες του μπορεί να έσωσαν «αυτή τη φορά το παιδί με τη ριγέ μπλούζα», αλλά δεκάδες άλλα «παιδιά με τη ριγέ μπλούζα» χάθηκαν οριστικά ή κινδυνεύουν να χαθούν.
Η αστυνομική δράση του βιβλίου είναι πιο περιορισμένη απ' ό,τι στα κλασικά μυθιστορήματα του είδους, αφού η δουλειά της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος έχει να κάνει με ατελείωτες αναμονές, συλλογή σκόρπιων και φαινομενικά ασήμαντων στοιχείων. Ωστόσο, το χτίσιμο της πλοκής και η εναλλαγή των ιστοριών δεν σου επιτρέπει να το αφήσεις από τα χέρια σου, αν δεν φτάσεις στην τελευταία σελίδα.
Λέμον Πάι, της Κωνσταντίνας Μόσχου (εκδ. Σιδέρη)
Ο Στάθης Παντελιάς, ιδιωτικός ερευνητής, δέχεται στο γραφείο του, την επίσκεψη μιας γοητευτικής γυναίκας, της Φιλίππας Κοροβέση, η οποία του λέει την κλασική ατάκα: «Νομίζω ότι κάποιος με παρακολουθεί». Αυτή η femme fatale θα μπλέξει τον ήρωα σ' ένα γαϊτανάκι περίεργων ατόμων με ακόμα πιο περίεργες συνήθειες: είναι όλοι εύποροι και κάποιας ηλικίας, και συνδέονται με απίθανους τρόπους.
Ποια απ' όλες τις femme fatale θα αποδειχθεί ένοχη γι' αυτό το μπερδεμένο κουβάρι εγκλημάτων, ατυχημάτων και μηχανορραφιών; Το βιβλίο είναι διασκεδαστικό, παρότι ενίοτε πλησιάζει στα όρια της παρωδίας.
Η ιστορία του Λέμον Πάι είναι αρκετά μπερδεμένη, αλλά διανθισμένη με χιούμορ που θυμίζει τις κλασικές screwball crime stories. Από την επιλογή των ονομάτων –Πελοπίδας Αλιάκμων, Λευτέρης Σιγανός– ως τη διαρκή επαφή του ντετέκτιβ με συμμαθητές του από το δημοτικό, κι από το όνομα που δίνει στο αυτοκίνητό του –Τάκης– ως την εμμονή μου με τη μαστίχα Χίου και τις τσίχλες με γεύση φράουλας, η υπόθεση κυλάει ανάλαφρα, με αστείες σκηνές αλλά και ξυλοδαρμούς. Κάθε ντετέκτιβ που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να ξυλοκοπηθεί κάποια στιγμή, να πυροβοληθεί και να γλιτώσει, να απατηθεί και να παρασυρθεί σε λάθος συμπεράσματα. Εδώ ο Παντελιάς έχει έναν τύποις βοηθό, τον καφετζή Σωτήρη, ο οποίος σχολιάζει τα τεκταινόμενα με αφέλεια, και μια φιλενάδα-ντιζέζ, την Τζέσυ, η οποία τον ζηλεύει αλλά μονίμως βρίσκεται αλλού: σε άλλη πόλη, σε άλλο σπίτι, σε άλλο μήκος κύματος. Στη μέση περίπου του βιβλίου κάνει την εμφάνισή της και μια Αλβανίδα μοιραία γυναίκα, η Λεμονιά Μοντέσκου, χήρα ενός ανθρώπου της νύχτας. Ποια απ' όλες τις femme fatale θα αποδειχθεί ένοχη γι' αυτό το μπερδεμένο κουβάρι εγκλημάτων, ατυχημάτων και μηχανορραφιών; Το βιβλίο είναι διασκεδαστικό, παρότι ενίοτε πλησιάζει στα όρια της παρωδίας.
* H ΧIΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡIΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.