Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη» (εκδ. Διόπτρα).
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Ένα βιβλίο αλέγκρο, σατιρικό και αλλοπρόσαλλο, φόρος τιμής στο διαρκές νεοελληνικό καρναβάλι, είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη. Η μακρινή Σανγκάη, βέβαια, μικρή σχέση έχει με αυτήν την ελληνοπρεπέστατη παρωδία. Αντίθετα, μεγάλη σχέση έχει το χωριό Πετρόκαμπος, κάπου στη Θεσσαλία, ένας χερσότοπος όπου τα μόνα ζωντανά που αυξάνονται και πληθύνονται είναι οι σκορπιοί.
Εκεί περνά την έβδομη δεκαετία της ζωής του ο ήρωάς μας, Πέτρος Κακκαβαίος, ή μπαλαρίνος, μονήρης, με τη γάτα του Πετρούλα για συντροφιά, και με τον καημό μιας Κατερίνας που αγαπούσε από μικρός. Ώσπου λαμβάνει μια επιστολή που θα ταράξει τη βαρετή πλην ήρεμη ζωή του, και μαζί και τη ζωή του ξεχασμένου από θεό κι ανθρώπους Πετρόκαμπου.
Ένα μουσείο διαφορετικό απ’ τα άλλα
Τι ζητάει ο ξεχασμένος για δεκαετίες ξάδερφος; Ούτε λίγο ούτε πολύ να του αφιερώσουν ένα μουσείο, εκεί, στο χωριό που τόσο τον πίκρανε, για να τιμήσουν όχι μόνο τη μνήμη του ιδίου και της αδικημένης μάνας του, αλλά και την καριέρα που τον έκανε διάσημο στα πέρατα του κόσμου.
Το χρήμα θα ρεύσει, το χωριό που τώρα είναι μια μαύρη τρύπα στο χάρτη, θα γίνει ξανά το κεφαλοχώρι που ήταν κάποτε...
Μουσείο για έναν πορνοστάρ; Γιατί όχι; Όταν αυτό θα συνοδεύεται από μια κλινική που τόσο λείπει από το χωριό τους, αλλά και γενικώς, το χρήμα θα ρεύσει, το χωριό που τώρα είναι μια μαύρη τρύπα στο χάρτη, θα γίνει ξανά το κεφαλοχώρι που ήταν κάποτε, σημείο αναφοράς στην περιοχή.
Ο τοπικός άρχοντας Πέτρος Τραμπάλας, αλλά κι ο κοντόσωμος πλην πολυμήχανος Παπά-Τσιληβήθρας, βλέπουν τα πολλαπλά οφέλη που κρύβονται πίσω από το τολμηρό μουσείο, το οποίο ως κεντρικό έκθεμα θα έχει, σύμφωνα με την επιθυμία του τοπικού ευεργέτη, το υπερμέγεθες… μόριο που τον έκανε διάσημο.
Τα μυστήρια του Μαρμαρόγκα
Μυστήριο χωριό αυτός ο Πετρόκαμπος. Από το γειτονικό βουνό Μαρμαρόγκα, μια παράξενη σκόνη μολύνει τα νερά, με αποτέλεσμα κάθε τόσο να παρατηρείται στο χωριό ένα φαινόμενο σπάνιο, αν όχι μοναδικό. Οι μαζικές υπνοβασίες… Υπνοβασίες που δίνουν την ευκαιρία για κάθε λογής ευτράπελα, ή και ανομολόγητες στο φως της ημέρας ερωτικές επαφές.
Τα νέα για τον μεγάλο ευεργέτη που με τον πλούτο του θα άλλαζε για πάντα την εικόνα και τη φήμη του χωριού δεν άργησαν να διαδοθούν, με τη γνωστή μέθοδο «θα σου πω ένα μυστικό, αλλά μην το πεις σε κανέναν».
Κι αν είχαν παραμείνει ακόμη τίποτε ανίδεοι, σήμερα, ανήμερα Δεκαπενταύγουστου, ο παπα-Τσιλιβήθρας θα ανακοίνωνε τα περί δωρεάς και ευεργεσίας στο κήρυγμά του, με τις καμπάνες να διαλαλούν τη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης…
Το χρήμα θα έρρεε άφθονο, αυτό ήταν πια ορατό δια γυμνού οφθαλμού όπου και να κοιτούσες στον πάλαι ποτέ συφοριασμένο Πετρόκαμπο. Κι έτσι, μαζί με το γερμανικό χρήμα, δεν άργησαν να καταφτάσουν και οι Γερμανοί. Τα εγκαίνια του νέου Μουσείου, προς τιμήν του ευεργέτη Λάκη Μπούγα, ή άλλως Φικιφίκα, ήταν ο επόμενος μεγάλος ιερός σκοπός, για την επίτευξη του οποίου εργαζόταν πλέον σύσσωμο το χωριό.
Και η Σανγκάη; Αχ, η Σανγκάη. Η μακρινή Σανγκάη είναι ο καημός, το όνειρο, του έτσι κι αλλιώς κάπως ονειροπαρμένου Μακκαβαίου, ειδικά απ’ όταν άκουσε ότι σε αυτήν την πόλη τιμήθηκε όσο πουθενά αλλού ο διάσημος εξάδελφός του. Η Σανγκάη είναι μια ιδέα, ένας ύστατος προορισμός, ό,τι είναι για τις δύστυχες αδερφές του Τσέφοφ, η Μόσχα…
Σάτιρα των νεοελληνικών ηθών
Μίλησα στην αρχή για καρναβάλι, κι όχι δίχως λόγο. Το Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη, που φέρνει στο νου παλιότερα βιβλία του Ξανθούλη, είναι ένα μυθοπλαστικό ξεφάντωμα, μια σάτιρα των νεοελληνικών ηθών, κυρίως αυτών που επικράτησαν τη δεκαετία του ενενήντα και του δύο χιλιάδες, όταν το χρήμα από την Ευρώπη ήταν το μάννα εξ ουρανού που θα άλλαζε εν μία νυκτί τη ζωή της ψωροκώσταινας.
Διανθισμένο με μπόλικη αριστοφανικής εμπνεύσεως βωμολοχία, δοσμένο με γλωσσική κι εκφραστική ευφορία, είναι ένα αφήγημα ευρηματικό, τρυφερό και πρόστυχο ταυτόχρονα.
Είναι αλήθεια ότι ο Γιάννης Ξανθούλης φλερτάρει, συνειδητά πιστεύω, με την καρικατούρα και τα κλισέ, χωρίς όμως ποτέ να τους παραδίδεται ολοκληρωτικά. Ο κεντρικός ήρωάς του, ο μελαγχολικός και γειωμένος Μακκαβαίος, ή Μπαλαρίνος, παραμένει ένα πρόσωπο με σάρκα και οστά, κερδίζοντας με το σπαθί του το χάπι εντ του τέλους. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;