Πράσινες τηγανιτές ντομάτες. Χα. Πες μου εσύ τώρα ποια νορμάλ γκόμενα θα έλεγε ότι αυτή είναι η αγαπημένη της ταινία όλων των εποχών.
Της Ελένης Καραμαγκιώλη
Πράσινες τηγανιτές ντομάτες. Σαχλαμάρα. Α, για περίμενε, τι έβαλε τώρα; Ναι στο ραδιόφωνο, δυνάμωσέ το λίγο, δεν μπορείς ε; Άστο, μέχρι να πας θα τελειώσει το κομμάτι.
Έλα, μη μου μουτρώνεις. Δεν φταίω εγώ που εσύ δεν καταλαβαίνεις. Έχεις έναν τρόπο να με τσαντίζεις, βρε παιδάκι μου. Άκου πράσινες τηγανιτές ντομάτες. Κι εγώ μετά από αυτό σου ζήτησα να ξαναβγούμε. Λάθη αυτά, μεγάλα.
-’Ελα μάνα, πήρα να σου πω ότι δεν θα έρθουμε για φαγητό. Ναι, το ξέρω ότι έχεις κάνεις τις ετοιμασίες σου. Δεν μπορούμε, λέμε. Όχι, καλά είναι η Αλίκη, ναι, θα της το πω μάνα, σε αφήνω τώρα. Ναι, σου λέω, θα έρθουμε την άλλη Κυριακή, πες του πατέρα να αρχίσει να καθαρίζει την καραμπίνα, ανοίγει η περίοδος του κυνηγιού, να χτυπήσουμε κανέναν λαγό να μας το κάνεις λουκούμι, ξέρεις εσύ, με τα κρεμμυδάκια του και τη φρέσκια ντομάτα του. Όχι, μη μου τον δώσεις τώρα, θα σας τηλεφωνήσω πάλι, σε αφήνω μάνα, ναι, μάνα, είπαμε, θα της το πω, άντε τώρα, γεια, θα τα πούμε.
Βλέπεις τώρα τι μου κάνεις; Πρέπει να τους πω ψέματα κι αυτοί μας περίμεναν να μας δουν, να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια. Πού να καταλάβεις τώρα εσύ από οικογένεια, εάν δεν είχες εμένα θα είχες καταντήσει γεροντοκόρη, θα τάιζες γατιά και θα έτρεχες να ψωνίσεις στην θεία τη Λούλα την κατάκοιτη, μήπως και σου αφήσει κανένα χωράφι στο χωριό. Αλήθεια, τα σοκολατάκια που μας έβγαζε η θεία κάθε φορά που πηγαίναμε, πόσα χρόνια τα είχε φυλαγμένα στον μπουφέ; Σιγά η θεία η Λούλα και ο βρωμιάρης ο θείος σου μην έδιναν λεφτά να πάρουν φρέσκα. Μασούρια τα κάνουν τα λεφτά τους. Όταν θα τα τινάξουν όμως δεν θα τα πάρουν μαζί τους. Το θέμα είναι να τα πάρουμε εμείς. Έχεις δει πού έχω την καραμπίνα; Αρχίζει το κυνήγι, θα σε αφήνω στην ησυχία σου τα σαββατοκύριακα. Χαμογέλασες, ε; Χαμογέλασες, έτσι; Ορκίζομαι ότι πήγες να χαμογελάσεις, μη σκεπάζεις με το χέρι σου το πρόσωπο. Το είδα. Λες αυτός τώρα, μια χαρά, θα τρέχει στα βουνά και στα λαγκάδια και εγώ θα μπορώ να βγαίνω άνετη και ωραία, να βάφομαι σαν καμία του δρόμου και να στήνομαι σαν κρέας στο τσιγκέλι στα μπαρ να με ψωνίσει κανένας απελπισμένος.
- Ναι; Έλα, μάνα, τι θέλεις πάλι; Δεν σου είπα; Μια χαρά είμαστε. Τι ανησυχείς; Είδες κακό όνειρο; Ε, ξανακλείσε τα μάτια και θα δεις καλό. Έτσι δεν μας έλεγες όταν είμασταν παιδιά και μας παράταγες; Καρφάκι δεν σου καιγόταν ούτε για τον ύπνο μας ούτε για τον ξύπνιο μας. Τι τα θυμάμαι τώρα αυτά; Δηλαδή, τι ήθελες να θυμάμαι; Άσε με σου λέω και δεν έχω όρεξη. Όχι, δεν έχω νεύρα. Ούτε ήπια κόκα-κόλα. Έχω να πιώ κόκα- κόλα πάνω από δεκαπέντε μέρες. Με θέλει ο πατέρας; Άστον σου είπα, θα του μιλήσω άλλη στιγμή. Σε αφήνω, γεια, όχι δεν μάλωσα με την Αλίκη. Κλείνω, την καραμπίνα να του πεις να βρει, να την καθαρίσει».
Οικογένεια, είδες, οικογένεια. Στο λέω μπας και το βάλεις μέσα στο ξερό σου το κεφάλι. Η οικογένεια είναι το πιο ιερό πράγμα στον κόσμο. Από τη φωνή με κατάλαβε η μάνα μου και πήρε πάλι. Εσύ όμως ξέρεις τι έχω, εσύ το προκάλεσες. Τι με κοιτάς σαν χαζή; Σκούπισε τις μύξες σου, δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι, μου φέρνεις αηδία. Και να πας να ανοίξεις τα μαλλιά σου, τα σκούρα δεν σου πάνε, σε κάνουν συνηθισμένη, μία από το σωρό. Όχι ότι δεν είσαι, του σωρού. Αλλά τώρα έχεις εμένα. Και πρέπει να δείχνεις περιποιημένη δίπλα μου. Θα μου πεις πού την έχω την καραμπίνα; Έψαξα στην ντουλάπα, στην αποθήκη, πίσω από την πόρτα του γραφείου, δεν είναι. Άνοιξε η γη και την κατάπιε; Όπλο είναι, δεν χάνεται. Να είχα χάσει σπίρτο, ένα μολύβι, μια βελόνα, να το παραδεχτώ, άντε να τα βρεις αυτά. Αλλά να έχει εξαφανιστεί η καραμπίνα; Εσύ θα την έχεις βάλει κάπου και δε μου το λες για να με ταλαιπωρήσεις. Δε θυμάμαι εγώ πέρυσι το καλοκαίρι που ήταν να πάμε για μπάνιο με τους κουμπάρους και έκανες εκατό ώρες να ετοιμάσεις τα πράγματα και δεν έβρισκα το θερμός; Έψαξα όλη την κουζίνα , αναγκάστηκα να πετάξω στο πάτωμα ό,τι είχαν τα ντουλάπια μέσα μπας και το είχες καταχωνιάσει πίσω από τα κατσαρολικά, όπως κάνεις συνήθως. Μέχρι και στο ψυγείο έψαξα. Είσαι τρελή εσύ, μπορεί να είχες βάλει στο ψυγείο ένα άδειο θερμός. Όλα τα στριμώχνεις στα πιο απίθανα μέρη. Και με άφησες να σκύβω και να κουράζομαι και να νευριάζω ώρα πολλή και χωρίς τσίπα γυρνάς και μου λες μια στιγμή, αφού είχα αδειάσει κάθε συρτάρι και ντουλάπι χάμω, ότι το θερμός είναι μπροστά στα μάτια μου, πάνω στον πάγκο. Πες μου, είχα άδικο να αντιδράσω μετά; Θόλωσα, ήταν σαν να με λες ανίκανο, τυφλό, δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Θες να με βγάλεις άχρηστο; Αυτό θέλεις; Γιατί δεν μιλάς;
- Εμπρός, ναι, έλα πατέρα, τι με παίρνετε όλη την ώρα τηλέφωνο; Όχι, δεν έχω τίποτα με σένα. Τι εννοείς ότι δε θέλω να σου μιλήσω; Γιατί να μη θέλω; Έχεις πιει; Τι είναι τώρα όλα αυτά που μου λες; Έχεις πιει , σίγουρα. Σε αφήνω. Τι να προσέχω; Άσε, ρε πατέρα, που δίνεις και συμβουλές, τίποτα δεν θα συμβεί, όχι, αλήθεια λέω, δεν θα είναι σαν την άλλη φορά. Τώρα τι κάνεις; Μου κάνεις κουμάντο; Κλείνω, τι λες τώρα; Τι φοβάσαι; Εσύ ειδικά, τι φοβάσαι; Εσύ δεν φοβάσαι τίποτα, ούτε καν τον Θεό. Έτσι δεν έλεγες πάντα; Ούτε εγώ τον φοβάμαι για να σου πω την αλήθεια. Σου είπε η μάνα, βρες το όπλο να πάμε καμία βόλτα να πάρουμε καθαρό αέρα. Κλείνω, ναι, εδώ είναι η Αλίκη, όχι δεν στη δίνω, δεν μπορεί να μιλήσει τώρα. Μη με πρήζεις πατέρα, δεν μπορεί, λέμε. Κλείνω».
Α, την βρήκες τελικά. Δε σου το είχα. Πού την βρήκες; Καλά, δεν έχει σημασία, δώσε μου την, την κρατάς και θα την βρωμίσεις. Έλα, πλησίασε, τι με κοιτάς έτσι; Έλα να τελειώνουμε, δώσε μου την. Σκουπίσου, δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. Γιατί δεν πλύθηκες; Θα ξεραθεί το αίμα και δεν θα φεύγει, μετά μη κάνεις κανένα αστείο και έρθεις κοντά μου, με αηδιάζεις. Ακούς; Με αηδιάζεις. Πράσινες τηγανιτές ντομάτες. Αυτό είσαι όλο κι όλο. Χωρίς εμένα δεν είσαι τίποτα, χωρίς εμένα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ούτε ταινία δεν μπορείς να διαλέξεις, ούτε ρούχα να αγοράσεις, εγώ σου έμαθα πώς να βάζεις κραγιόν και πώς να δένεις το φουλάρι. Δεν είχες ιδέα. Αργείς, τι στέκεσαι εκεί με το όπλο; Δεν είναι η καραμπίνα παιχνίδι πλαστικό σαν αυτά που είχε στο περίπτερο ο απατεώνας ο πατέρας σου που έκλεβε στα ρέστα τα παιδάκια όταν αγόραζαν σοκολάτες και τσίχλες.
- Μάνα, που είναι ο πατέρας; Ναι, τώρα μου ήρθε να του μιλήσω. Όχι, σε σένα δεν θέλω να πω τίποτα. Να μη μας άφηνες για τον γκόμενο τότε για να ζήσεις τη ζωή σου. Σε αυτόν τον φουκαρά που σε δέχτηκε πίσω και σε ανέχεται θέλω να μιλήσω. Ναι, τον θέλω τώρα, φώναξέ τον, ξέρεις εσύ να φωνάζεις δυνατά, ειδικά στο κρεβάτι. Σε πρόσβαλα μάνα; Εντάξει, το παίρνω πίσω, δεν φωνάζεις στο κρεβάτι. Πες στον πατέρα να έρθει στο τηλέφωνο, γρήγορα σου λέω, δεν θα προλάβω. Άσε την Αλίκη, μ’ αυτή θα μιλάς όσο θες από αύριο. Αν της μιλάς. Ο πατέρας, πού είναι ο πατέρας; Όχι μη πάρεις την αστυνομία, όχι ούτε το ΕΚΑΒ. Τον πατέρα θέλω. Δεν βλέπω καλά, έχει σκοτάδι εδώ μέσα, δεν βλέπω τίποτα. Πού είναι ο πατέρας; Πού; Πράσινες τηγανιτές ντομάτες ήταν μόνο. Πού είναι; Δεν προλαβαίνω μάνα. Χωρίς εμένα, αυτό να του πεις. Το κυνήγι. Να το κάνει. Χωρίς εμένα».
Info
Η Ελένη Καραμαγκιώλη είναι δικηγόρος και ζει στην Αθήνα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στο Book’s Journal, Χάρτη, Φρέαρ και άλλα λογοτεχνικά περιοδικά. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Μονωτική Ταινία, συλλογή διηγημάτων, εκδίδεται σύντομα από τις εκδόσεις Ιωλκός.
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε έναν μήνα από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική κι εκφραστική επιμέλεια.