– Τι βλέπεις;
– Έχει μια συζήτηση στο ΣΚΑΙ για τον κορωνοϊό, για το πώς μπορούμε να προστατευτ…
– Αχ, να χαρείς, όχι άλλο… δεν αντέχω άλλο! Βάλε να δούμε καμιά ταινία στο Netflix καλύτερα. Καμιά κωμωδία. Δε θέλω βία και αίματα και σκοτωμούς. Φτάνει το άγχος που έχω...
Του Κώστα Τερζανίδη
Η Δέσποινα προσπάθησε να βολευτεί στον καναπέ χώνοντας τα πόδια της κάτω από τα πόδια του Μιχάλη. Τα ένιωθε παγωμένα, παρόλο που φορούσε κάλτσες και το κλιματιστικό δούλευε στο φουλ. Τα καλοριφέρ τα είχαν κλείσει εδώ και μια βδομάδα. Δεν υπήρχε λόγος να πληρώνουν τσάμπα πετρέλαιο. Είχε μπει ήδη ο Απρίλης, το κρύο είχε μαλακώσει αισθητά, αλλά η Δέσποινα συνέχιζε να αισθάνεται ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα της κάθε βράδυ τέτοια ώρα. Την ώρα που καθόταν στον καναπέ να χαλαρώσει, αφού είχε πλύνει και τα τελευταία πιάτα στο νεροχύτη της κουζίνας. Δεν ήταν σίγουρη αν το ρίγος οφειλόταν στη θερμοκρασία του δωματίου ή σε κάποιους ιογενείς παράγοντες.
– Λες να έχω πυρετό;
Ο Μιχάλης άγγιξε με το εξωτερικό της παλάμης του το μέτωπό της.
– Ωχ! Ζεματάς! Μάλλον έχεις κορωνοϊό.
– Κορόιδευε εσύ…
– Τι να σε κάνω; Αφού σου έχει γίνει έμμονη ιδέα.
– Ναι, αλλά το πρωί στο σούπερ μάρκετ…
– Καλά, καλά… Τι να βάλω; Τι λες γι’ αυτήν την ισπανική; Toc toc. Αυτό δεν παιζόταν και στο θέατρο; Με κάτι ψυχαναγκαστικούς που πάνε στον ψυχίατρο… Πλάκα θα έχει.
Η Δέσποινα κατένευσε με έναν μορφασμό εκδηλώνοντας περισσότερο την αδιαφορία της για την ταινία παρά την συγκατάθεσή της. Η σκέψη της έτρεχε αλλού. Το πρωί είχε πάει στο σούπερ μάρκετ και αισθάνθηκε λες και ανέβαινε την οδό του μαρτυρίου. Η άλλοτε χαλαρωτική και άκρως διασκεδαστική βόλτα στο σύγχρονο ναό της κατανάλωσης είχε μετατραπεί σε καταναγκαστικό έργο, πηγή άγχους και απειλή της ίδιας ακόμα της ζωής της. Φορώντας εκείνα τα αηδιαστικά γάντια αλλά και την απαραίτητη μάσκα που κάλυπτε τη μύτη και το στόμα της έσερνε βιαστικά το καρότσι στους διαδρόμους του πολυκαταστήματος κάνοντας μάλιστα επιδέξιους ελιγμούς, μη τυχόν και διασταυρωθεί με κανέναν πελάτη. Τα αντανακλαστικά της ήταν αξιοθαύμαστα, κάθε φορά που ερχόταν αντιμέτωπη με κάποιον μη μασκοφορεμένο. Λες και συναντούσε τον ίδιο τον εξαποδώ, έβαζε όπισθεν και άλλαζε διάδρομο με ταχύτητα που θα τη ζήλευε και ένας ραλίστας.
«Σαν να παίζουμε σε video game!», σχολίασε η Μαργαρίτα, η μικρή της κόρη, η οποία σε αντίθεση με τη μητέρα της μάλλον απολάμβανε την όλη φάση. Εφοδιασμένη με την ίδια εξάρτυση ακολουθούσε κατά πόδας την ατρόμητη αλλά και κάπως τρομακτική σούπερ μαμά της χωρίς να μπορεί να εντοπίσει επακριβώς την αιτία αυτής της συμπεριφοράς. Στο κρεβάτι λίγο πριν, ενώ της διάβαζε ένα παραμύθι, η Μαργαρίτα τη ρώτησε αν θα φοράνε τη μάσκα και μέσα στο σπίτι. Η σκέψη και μόνο της προκάλεσε πανικό αλλά έσπευσε να καθησυχάσει τη μικρή. «Μαμά, μου λείπει πολύ η γιαγιά. Πότε θα τη δούμε επιτέλους;» Τι να της απαντήσει; Είχε θέσει τη μάνα της σε αυστηρή καραντίνα, και δικαιολογημένα, αφού κινδύνευε περισσότερο απ’ όλους. Στην ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσε να την κολλήσει… Κι αυτός ο αθεόφοβος εκεί μπροστά στο ψυγείο με τα γιαούρτια ήταν ανάγκη να φταρνιστεί πάνω μου; Δε φορούσε και μάσκα…
Το τρανταχτό γέλιο του άντρα της την τρόμαξε. Τόσο αστεία ήταν λοιπόν η ταινία; Δεν την είχε παρακολουθήσει ούτε λεπτό. Πάλι καλά που ο Μιχάλης αντιμετωπίζει το θέμα της πανδημίας πιο χαλαρά. Όχι ότι δεν έπαιρνε κι εκείνος τα μέτρα του. Ας μπορούσε και διαφορετικά… Τον είχε η Δέσποινα υπό στενή παρακολούθηση. Αυτό που την ανησυχούσε όμως ήταν η δουλειά του. Το ωδείο είχε κλείσει και, όπως έδειχναν τα πράγματα, θα παρέμενε κλειστό τουλάχιστον ως το τέλος της σχολικής χρονιάς. Άρα, έπρεπε να ξεχάσουν για αρκετά μεγάλο διάστημα τη σημαντικότερη πηγή εσόδων και να αρκεστούν στον δικό της μισθό. Πάλι καλά να λέμε που υπάρχει κι αυτός. Είτε ανοίξουν τα σχολεία είτε συνεχίσουμε την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, εμάς τους δασκάλους θα συνεχίσουν να μας πληρώνουν. Απορούσε με την ψυχραιμία του Μιχάλη. Μα πού βρίσκει την όρεξη και το κουράγιο και γελάει με την ταινία; Θα αγχώνεται και αυτός –πώς όχι;– αλλά προσπαθεί, φαίνεται, να το κρύψει, για να μη με στεναχωρεί. Πάσχιζε βέβαια ο καημένος να διατηρήσει μια στοιχειώδη επαφή με τους μαθητές του είτε μέσω Skype είτε ανεβάζοντας βιντεάκια στο κανάλι του στο Youtube παίζοντας κιθάρα. Το θέμα όμως ήταν ότι οι γονείς των μαθητών δε θα πλήρωναν φυσικά τα δίδακτρα για όλους τους εναπομείναντες μήνες. Κι εκείνο το αναθεματισμένο το δάνειο σαν βραχνάς μου κάθεται στο λαιμό. Κι έρχεται και καλοκαίρι, μια ούτως ή άλλως νεκρή περίοδος. Και του χρόνου; Θα έχουμε ξεμπερδέψει με αυτόν τον διάολο;
– Μα καλά, δε γελάς καθόλου; Δε βλέπεις την ταινία; Για σένα δεν την έβαλα; Εσύ δε μου είπες να δούμε μια κωμωδία;
– Τι;
Η Δέσποινα τον κοίταξε ανέκφραστη μασουλώντας τα νύχια της, ώσπου ο πόνος που ένιωσε τραβώντας μια παρανυχίδα την επανέφερε στην πραγματικότητα.
– Φτάνει πια, τα έφαγες τα νύχια σου! Κοίτα τι έκανες… το μάτωσες. Δεν πας καλά, μου φαίνεται… Μήπως να σε δει κανένας ψυχίατρος; Να, όπως αυτοί εδώ.
Στο νιπτήρα του μπάνιου η Δέσποινα βάλθηκε να καθαρίσει την πληγή. Καθώς το νερό έτρεχε μουσκεύοντας το φαγωμένο νύχι της, έτρεχαν συγχρόνως χιλιάδες σκέψεις στο μυαλό της. Από πότε είχε αποκτήσει αυτή την κακιά συνήθεια; Ποτέ στο παρελθόν δεν έτρωγε τα νύχια της. Κοίταξε τα χέρια της. Χάλια! Με τόσα αντισηπτικά και χλωρίνες θα πάθω στο τέλος καμιά δερματίτιδα. Τύλιξε με ένα handsaplast τον τραυματισμένο παράμεσο του αριστερού της χεριού. Τέρμα πια η περιποίηση νυχιών και προσώπου. Τα μαλλιά; Τώρα βρήκε να βγει κι η ρίζα; Θα τα βάψω μόνη μου, τι να κάνω; Το βλέμμα της έπεσε στα αθλητικά παπούτσια του γιου της.
– Γρηγόρη, δε σου είπα να μην μπαίνεις μέσα στο σπίτι με τα παπούτσια; Γιατί δεν τα έβγαλες έξω στο διάδρομο;
Πού να ακούσει ο Γρηγόρης με τα ακουστικά στα αυτιά του και την προσοχή του στραμμένη στην οθόνη του υπολογιστή παίζοντας Fortnite.
– Γρηγόρη, σου μιλάω!
– Τι θες, ρε μαμά;
– Είπαμε θα βγάζεις τα παπούτσια έξω στο διάδρομο.
– Εντάξει, πώς κάνεις έτσι;
Φόρεσε ένα γάντι και πιάνοντας τα παπούτσια με το ένα χέρι τα πέταξε στο διάδρομο. Αμέσως έπιασε ένα υγρό πανάκι και άρχισε να καθαρίζει το μπάνιο. Έτριβε με μανία το πάτωμα, τη λεκάνη, τον νιπτήρα αποφασισμένη να μην αφήσει ίχνος κορωνοϊού σε καμία επιφάνεια. Οι έφηβοι δεν αισθάνονται τον κίνδυνο. Μόνο την πάρτη τους σκέφτονται, δεν υπολογίζουν το κακό που μπορούν να προξενήσουν. Ποιος ξέρει με πόσα άτομα συγχρωτίστηκε το απόγευμα ο Γρηγόρης. Μου είπε ότι ήταν μόνο με τον Άγγελο και τον Χρήστο στο παρκάκι αλλά δεν τον πιστεύω. Χτες που πέρασα από κει γινόταν χαμός από πιτσιρίκια. Τουλάχιστον τριάντα άτομα μαζεμένα και φυσικά ούτε λόγος για αποστάσεις. Και πού να ανοίξουν τα σχολεία! Αυτό ήταν, θα κολλήσουμε όλοι!
Έβγαλε το γάντι από το χέρι της, πήρε την οδοντόβουρτσα και άρχισε να βουρτσίζει τα δόντια της. Μακάρι να μην ανοίξουν. Αλλά τότε δε θα ανοίξουν ούτε τα φροντιστήρια ούτε τα ωδεία ούτε οι σχολές χορού. Τι θα γίνει με τον Μιχάλη; Πώς θα τα βγάλει πέρα χωρίς δουλειά; «Θα ασχοληθώ με τα χωράφια του πατέρα μου», είπε προχτές. Ελπίζω να μη σοβαρολογούσε. Πώς θα τα καταφέρει; Τα χέρια του δεν κάνουν για φτυάρια και γκασμάδες, τα δάχτυλά του είναι μόνο για να αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές της κιθάρας.
Σταμάτησε το βούρτσισμα, όταν ένιωσε τσούξιμο στα ούλα της και συνειδητοποίησε ότι είχαν ματώσει σε ένα σημείο. Τι έχω πάθει;
Τοκ τοκ!
– Άντε, τι κάνεις τόση ώρα εκεί μέσα; Θέλω να κατουρήσω…
Info
Ο Κώστας Τερζανίδης γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1976 στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε και μένει στην Ξάνθη, όπου και διδάσκει σε Γυμνάσιο του νομού Ξάνθης ως φιλόλογος. Δεν κάνει ιδιαίτερα, αλλά κάνει ιταλικά, χορό και ντραμς. Παιδιά δεν έχει, αλλά έχει δύο ανίψια και ένα βαφτιστήρι. Έχει γράψει ένα μυθιστόρημα που περιμένει να εκδοθεί. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και ένα έχει συμπεριληφθεί στην Ανθολογία μικροδιηγήματος «Με μια σχεδία».
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική κι εκφραστική επιμέλεια.