
«Μια φορά με είδε που μιλούσα με μια κοπέλα και μ' έσπασε στο ξύλο... Ήτανε σκληρή γυναίκα η μάνα. Αλλά, πέντε αγόρια, πώς να μας κάνει καλά; Ήτανε και η φτώχεια. Πάντως, και μεγάλοι που ήμασταν, της είχαμε σεβασμό.«
Της Φωτεινής Τέντη
»Δεν μας ξεχώριζε η μάνα μου. Όχι. Και τους πέντε μας αγαπούσε το ίδιο. Χάρες δεν έκανε σε κανέναν μας. Όλους μας έπλενε, μας σιδέρωνε. Κοντά της μας ήθελε, να μας έχει να μας βλέπει. Όταν φοράγαμε τις κουστουμιές μας και βγαίναμε για τσάρκες, μας έβγαζε ως την πόρτα και καμάρωνε.
Να μη θυμάμαι πώς ήταν το κορίτσι! Έτσι σαν όνειρο μόνο μου 'ρχεται στο μυαλό ότι ήτανε λεπτούλα, μελαχρινή με κατσαρά μαλλιά. Μαρία, τη λέγανε. Περνούσε κάθε μέρα έξω από το σπίτι μας.
Μπορεί και να 'φταιγε που η μάνα ήταν αλλιώς μεγαλωμένη. Από πλούσια οικογένεια, σπουδαγμένη, είχε τελειώσει το Βαρβάκειο. Και δασκάλα, άμα ήθελε γινόταν. Μετά κλέφτηκε με τον παππού σου και την αποκλήρωσαν. Στου Ψυρρή, ζούσε ο πατέρας μας. Τα τομάρια των ζώων έπαιρνε και τα έκανε δέρματα. Βυρσοδέψης. Όλη μέρα μες στη βρώμα. Από λεφτά, λίγα πράγματα. Ούτε πολύ ωραίος ήταν. Αλλά, από ντύσιμο και φέρσιμο, άρχοντας. Μερακλής σε όλα του. Είχε και το λέγειν.
Η γιαγιά σου ήταν πολύ όμορφη, αρχοντογυναίκα. Ύστερα από κείνο το βρομόξυλο, έκανα πέντε μέρες να βγω απ' το σπίτι. Καλύτερα να μου είχε μπήξει στο στήθος ένα καρφί, απ' αυτά που πεταλώνουν τ' άλογα.
Όχι ότι ήταν η πρώτη φορά που με ξυλοφόρτωνε. Μας λιάνιζε.
Τη Μαρία την πήρε το μάτι μου κάνα δυο φορές, πίσω από κάτι νεραντζιές κοντά στην αυλή μας. Μετά δεν ξαναφάνηκε.
Δεν ήτανε κακιά η μάνα. Παιδεμό είχε. Όσα και να 'φερνε ο πατέρας μας δεν φτάνανε. Έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια. Πολλή δουλειά, λίγο φαΐ. Ήταν κι οξύθυμος ο παππούς σου... Καβγάδες... φασαρίες... Ούτε γυναικάς ήταν, ούτε έπινε, όχι, την πρόσεχε την οικογένειά του. Κι εμάς, χέρι επάνω μας δεν σήκωσε ποτέ. Μόνο τις φωνές έβαζε, χέρι όμως δεν σήκωνε σε άνθρωπο. Ήταν εντάξει ο πατέρας μου, πολύ εντάξει.
Και που παντρευτήκαμε, η μάνα μου όλους ένα γύρω μας είχε. Εκτός απ' τον μεγάλο, που ξενιτεύτηκε στην Αυστραλία και δεν τον ξανάδαμε. Μόνο κάρτες Χριστούγεννα και Πάσχα. Και κάνα γράμμα, στη χάση και στη φέξη.
Μετά που πέθανε ο πατέρας, δεν ήθελε να νοικιάζει σπίτι μοναχή της. Λεφτά πεταμένα, έλεγε. Έπειτα, τέσσερις γιους είχε δικούς της, μόνη της θα την αφήνανε; Έμενε πότε στο σπίτι του ενός, πότε στο σπίτι του άλλου. Στο δικό μας, κοιμότανε σε ένα ντιβάνι στην τραπεζαρία. Ήσουνα μικρή, δεν θα θυμάσαι, είχαμε βάλει μαζί και το κρεβάτι σου, από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού.
Χώρισε κι ο μικρός. Τον παράτησε η γυναίκα του, δεν μπόραγε άλλο την πεθερά, είπε.
Χώρισε κι ο μικρός. Τον παράτησε η γυναίκα του, δεν μπόραγε άλλο την πεθερά, είπε. Παιδιά δεν είχανε, μόνος του έμεινε ο αδελφός μου.
Τελικά, ήρθαν έτσι τα πράγματα κι η γιαγιά σου πέθανε στο σπίτι μας. Γριά γυναίκα ήτανε, ήρθε η ώρα της, έπεσε στο κρεβάτι καμιά βδομάδα, ώσπου ένα πρωί μας είπε ο γιατρός ότι ζήτημα ήταν αν θα άντεχε μέχρι το μεσημέρι.
Μαζευτήκαμε κι οι τέσσερις, ήτανε η μάνα σου, ήρθανε κι οι θείες σου, όλοι εκεί στην τραπεζαρία. Εμείς οι τέσσερις άντρες, γύρω απ' το ντιβάνι. Μέχρι που ξεψύχησε, δεν έκλεισε τα μάτια της. Κοιτούσε συνέχεια το ταβάνι και δεν μιλούσε. Μία χαμογελούσε, μία δάκρυζε. Μόνο, πού και πού φώναζε αν ήμαστε όλοι της οι γιοί εκεί.
Τη ρώτησα:
"Βλέπεις τίποτα, μάνα, και κοιτάς όλο ψηλά;"
"Βλέπω", μου είπε. "Αγγέλους βλέπω, είναι άγγελοι εκεί πάνω".
Μεσημέρι πέθανε.
Πρέπει να 'ταν καλός άνθρωπος η μάνα μου. Για να βλέπει αγγέλους, πρέπει να 'ταν καλός άνθρωπος. Δεν είναι αστεία τέτοια πράγματα. Καλή γυναίκα. Καλή, πώς αλλιώς; Και που ήτανε σκληρή, δεν έφταιγε. Ήτανε η ζωή της τέτοια».
Τη γιαγιά δεν τη θυμάμαι. Αυτή που πέθανε σπίτι μας. Ο πατέρας είχε χάρισμα. Ήταν ωραίος αφηγητής, γεννημένος να τον ακούς και να μη θέλεις να σταματήσει. Παραμύθια δεν ήξερε, ούτε και του άρεσαν. Μας μεγάλωσε με ιστορίες από τη ζωή του, άλλες αστείες, άλλες στενάχωρες. Γελούσαμε πολύ, περισσότερο με τον τρόπο που τα έλεγε παρά με αυτά που έλεγε.
Άλλοτε πάλι, βουρκώναμε, πιο πολύ γι' όσα έλεγε, παρά για το πώς. Τις ακούσαμε πολλές φορές τις ιστορίες του, τις ίδιες, τις ακούσαμε και τις ξανακούσαμε, και δεν τις χορτάσαμε ποτέ. Αυτή με το χαστούκι που έφαγε μπροστά στη Μαρία, ήταν από τις δυο τρεις που διάλεγε πιο συχνά. Δεν του αρνιόμασταν.
Δεν ήταν τυχερός, το κόκκαλο της μάνας του δεν το κληρονόμησε. Έφυγε νωρίς και ξαφνικά, ούτε τρεις μέρες δεν κράτησε από όταν τον βρήκε η καρδιά του. Ξεψύχησε μέσα σε μια εντατική, κι έτσι δεν έμαθα αν εκείνος έβλεπε αγγέλους πριν να φύγει. Όχι ότι μ' ένοιαζε κιόλας. Το ήξερα από πάντα ότι ήταν καλός άνθρωπος. Το ήξερα. Και όλοι όσοι τον γνώρισαν, το ήξεραν κι αυτοί. Από πάντα.
Όπως και ξέρω, ότι τον πατέρα τον θάψαμε με ένα καρφί απ' αυτά που πεταλώνουν άλογα, μπηγμένο στο στήθος. Σ΄ αυτή τη ζωή, το κουβαλούσε από τα δεκατέσσερα. Eύχομαι, αν υπάρχει άλλη ζωή, να υπάρχει τρόπος και τα καρφιά να λιώνουνε. Να γίνονται ζεστή ρακή με μέλι, να την πίνει και να ευφραίνεται η ψυχή του.
Info
Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Εργάζομαι ως μεταφράστρια. Διηγήματα και κείμενά μου έχουν δημοσιευθεί σε έντυπες ανθολογίες, στο έντυπο περιοδικό Εντευκτήριο και σε διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολόγια. Επίσης, μικροδιήγημά μου περιλαμβάνεται στην ανθολογία Proyecto GreQuerías, η οποία αποτελείται από μικροδιηγήματα που αναρτήθηκαν στο ιστολόγιο Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι και μεταφράστηκαν στα ισπανικά.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.