iakovidis mitriki storgi 1889

Διήγημα που διακρίθηκε στον διαγωνισμό «200 χρόνια τώρα...», με θέμα «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», που συνδιοργάνωσαν η Book Press με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τα διηγήματα που ξεχώρισαν θα κυκλοφορήσουν σε e-book στο τέλος Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Νικόλαου Γύζη «Μητρική στοργή» (1889).

Της Βίκης Κοσμοπούλου

2 Ιουνίου 1821

Μάνα,

Σου γράφω γιατί ντρέπουμαι και μοναχά σε σένα μπορώ να τα πω. Φοβούμαι, μάνα, φοβούμαι πολύ. Και ντρέπουμαι για μένα, και ντρέπουμαι τους άλλους που είναι γενναίοι. Δεν είμαι γενναίος, μάνα, αλλά λογίζουμαι για ήρωας. Τα βράδια λουφάζω κάτου από ένα δέντρο. Θυμάσαι, μάνα, το δέντρο που είχαμε παλιά στην αυλή δίπλα στον στάβλο; Τέτοιο είναι. Και κάθουμαι και σκέφτουμαι, τότες που ήμουνα πιο παιδί απ’ ό,τι είμαι τώρα, που είχες γελάσει σαν είχα σκιαχτεί με τ’ άλογο. Θυμάσαι; Χλιμίντρισε κι εγώ πετάχτηκα ως απάνου, κι εσύ χαμογέλασες και αρχίνησες να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Τα βράδια κάθουμαι και συλλογίζουμαι εσένα και το σπίτι. Και στα ονείρατά μου έρχουνται ανάκατα η εικόνα σου και ο θόρυβος της μάχης. Θόρυβος, μάνα. Θέλω να κλείνω τ’αυτιά μου. Δεν βαστάω άλλο. Θέλω ν’ ακούω το νανούρισμα απ’ το στόμα σου και να κοιτάζουμε τ’ αστέρια από την πίσω αυλή. Μεγάλωσε η μπουρνελιά μου, μάνα; Θέλω να πάρω αέρα, να ανασάνω. Πνίγουμαι. Φοβούμαι, μάνα, πως δεν είμαι άξιος να είμαι σ’ ευτούνο εδώ τον πόλεμο. Θέλω να σηκώσω το ανάστημά μου, μα δεν μπορώ. Δεν ξέρω αν το λέει η ψυχή μου. Βλέπω τους άλλους κι εγώ δεν βρίσκω τ’ αγρίμι μέσα μου. Γιατί δεν θέριεψες τ’ αγρίμι που θέλει φτούνη η τρέλα, μάνα; Κοιμάται το αγρίμι. Νανουρίστηκε κι αυτό μαζί με μένα κείνες τις νυχτιές άραγε στην πίσω αυλή;

Σου γράφω κ’ είναι γλυκοχάραμα. Μόνο εγώ είμαι ξυπνητός και δεν με πιάνει ύπνος. Ψες γλεντοκοπούσαν εδώ τα παλικάρια. Κατατρούπωσαν τον οχτρό. Δεν βάζω κι εμένανε μέσα. Κρυβόμουνα περισσότερο, μάνα, παρά πολέμαγα. Δεν πρέπει να γλεντάω εγώ, σε μένανε δεν πρέπει η χαρά, μονάχα η ντροπή. Αίμα παντού, μάνα, αίμα και βογκητά. Θυμάσαι που γένναγε η γελάδα, μάνα; Τέτοια μουγκρητά που μου τρυπούνε το κεφάλι. Να φύγω, μάνα, να φύγω, αλλά λογίζουμαι για γενναίος και μένω μαζί με τους άλλους. Και σαν σταμάτησε η μάχη και φάγανε και ήπιανε, ρίξανε τρεις μπαταριές. Γλεντάνε τον θάνατο, μάνα. Θυμάσαι τότες που πέθανε το γαϊδουράκι μου κι έκλαιγα στο κατώγι; Κι ήρθες εσύ και μου χαμογέλασες και αρχίνησες να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά; Έτσι κλαίω και τώρα, μάνα.

Το βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμασταν στο χτήμα και ο πατέρας μου ήρθε σαν πνεύμα και μας ηύρε. Ήτανε όπως τονε θυμάσαι, αλλά χωρίς μουστάκι, κ’ έβγαλε από το ταγάρι του και μου έδωκε ένα καριοφίλι. «Πάρ’ το» μου λέει, «για σένα είναι αυτό, μωρέ!» και γω δεν το πήρα, μάνα. Τόνε κοίταγα στα μάτια κι έκλαιγα από την ντροπή μου. Τότες εκείνος, λέει, πέταξε το μαραφέτι στο χώμα κι έφυγε. Ντροπιάζω και τον πατέρα, μάνα. Εκείνος ήτανε πραγματικά γενναίος. Εκείνος κοίταγε τον οχτρό στα ίσα. Κι όλοι εδώ που τόνε ξέρανε για κείνονε μου λένε και μου βαράνε την πλάτη. Βάρος, μάνα, βάρος είναι για μένα ακόμα και ο θάνατος του πατέρα. Δεν είμαι σαν κι εκείνονε, ποτές δεν θα γίνω, αν προλάβω να γίνω μεγάλος. Φοβούμαι, μάνα, μην μείνω στον τόπο και με λογαριάσουνε για γενναίο.

Σου γράφω κ’ είναι γλυκοχάραμα. Μόνο εγώ είμαι ξυπνητός και δεν με πιάνει ύπνος. Ψες γλεντοκοπούσαν εδώ τα παλικάρια. Κατατρούπωσαν τον οχτρό. Δεν βάζω κι εμένανε μέσα. Κρυβόμουνα περισσότερο, μάνα, παρά πολέμαγα. Δεν πρέπει να γλεντάω εγώ, σε μένανε δεν πρέπει η χαρά, μονάχα η ντροπή.

Είπαν θα κινήσουμε για την Τριπολιτσά. Έχουμε μαζί μας τον Κολοκοτρώνη. Θυμάσαι, μάνα, που είχε έρθει να ιδεί τον πατέρα ένα πρωί; Κι ήμουνα και γω, μικρό παιδάκι τότες, και με σήκωσε από κάτου που είχα πέσει και είπε: «Δεν πέφτουνε οι γενναίοι. Κι αν πέσουνε ξανασηκώνουνται μοναχοί τους». Προψές με κοίταξε και σαν να είδε μέσα μου. Ήρθε και με βρήκε. Μου μίλησε για τον πατέρα και μου ’πε πως οι γενναίοι κάποτε πέφτουνε και οι γιοι τους πρέπει να τους αναστήσουν. Από μένα, λέει, θ’ αναστηθεί ο πατέρας. Τ’ ακούς, μάνα; Μ’ έπιασε απ’ τους ώμους και με σταυροφίλησε. Κι εγώ σκεφτόμουνα το τελευταίο Πάσχα που σταυροφιλιόντουσαν όλοι και γλεντάγανε που έβραζε κρυφά φτούνη η επανάσταση. Τώρα κείνος περιμένει να μ’ έχει δίπλα του στην Τριπολιτσά. Δεν βαστάω να είμαι κοντά του. Φοβούμαι ότι θα κιοτέψω και θα ντροπιαστώ.

Ανάθεμα στον θάνατο, μάνα, ανάθεμα. Κοιτάω τ’ άρματα που είναι πιο βαριά από μένανε και έχω σφίξιμο στα στήθια. Και το μπαρούτι να μυρίζει και να μου τρυπάει τα ρουθούνια και να μην μπορώ να πάρω ανάσα. Αέρα, μάνα, αέρα ν’ ανασάνω. Όπως ανάσανα, όταν μου ’βγαλες κείνο το στραγάλι που μου ’χε κάτσει στον λαιμό. Θυμάσαι; Και μετά αρχίνησες να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Αυτό σκέφτουμαι όταν φωνάζουν για να ριχτούν στη μάχη. Έχω κόψει μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου, μάνα, που έχει πάνω το χάδι σου. Την έχω χώσει στο ταγάρι μου και την έχω σαν φυλαχτό. Έτσι σαν κινήσουμε για την Τριπολιτσά με τους άλλους θα είσαι και συ μαζί μου.

Μάνα, κάτι παράξενο συνέβηκε. Μέρες πριν, ούτε ξέρω πόσες είναι να σου πω, στη μάχη που κάναμε ήρθα σώμα με σώμα μ’ ένα Τουρκόπουλο. Ήταν πάνου κάτου στα χρόνια μου και είχαμε τα ίδια μάτια. Μέσα στο βουητό σταματήσαμε και κοιταχτήκαμε. Έκανε τάχατες πως με τρυπάει με το σπαθί του. Το ίδιο έκανα και γω και πέσαμε χάμου κάνοντας τους λαβωμένους. Μου ψιθύρισε τ’ όνομά του. Μαχμούτ τονε λέγανε. Γύρισα του ’πα και το δικό μου. Του ’δωκα το φυλαχτό που μου ’δωκες να τονε προσέχει κι εκείνος μου ’βαλε στο χέρι το δικό του. Σύρε, μάνα, κι άναψε ένα κερί για τον Μαχμούτ. Μπορεί και η δικιά του μάνα να κάνει μια προσευχή για μένανε. Από κείνη τη μάχη δεν είναι πως ντρέπουμαι λιγότερο, αλλά ξέρω πως υπάρχει και ο Μαχμούτ που είναι ίδιος σαν και του λόγου μου. Κι ίσως, σαν τελειώσει φτούνη η τρέλα και ζήσουμε, κάτσουμε κάτου από έναν πλάτανο και μιλήσουμε με τα μάτια και αγκαλιαστούμε και κλάψουμε.

Θυμάσαι, μάνα, που φοβόμουνα το σκοτάδι; Έτσι φοβούμαι και τώρα και θέλω να ’ρθω να κουρνιάσω στην ποδιά σου, και συ να μου χαμογελάσεις και ν’ αρχινήσεις να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Τα βράδια που σιγοκαίει η φωτιά σκέφτουμαι το λυχνάρι που άναβες στην κάμαρή μου και έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα σε ονείρατα τις ιστορίες που μου έλεγες.

Τι θ’ απογίνω, μάνα; Σαν με λαβώσει στ’ αληθινά ο οχτρός τι θ’ απογίνω; Τι πόνο θα σου δώκω; Μην κλάψεις, μάνα. Δεν είμαι άξιος για τα δάκρυά σου. Και τι θα πω στον πατέρα σαν τον ανταμώσω; Ότι δείλιασα μπροστά στα γιαταγάνια και δεν πολέμησα στα ίσα; Πως δεν μπόρεσα να τον αναστήσω με το αίμα του οχτρού; Δεν είμαι άξιος ζωντανός, δεν θα ’μαι άξιος ούτε στον άλλο κόσμο. Ατιμάζω το όνομα και την ανδρεία του. Τα κόκαλά μου θα ζέχνουν φόβο και προδοσία. Θυμάσαι, μάνα, που φοβόμουνα το σκοτάδι; Έτσι φοβούμαι και τώρα και θέλω να ’ρθω να κουρνιάσω στην ποδιά σου, και συ να μου χαμογελάσεις και ν’ αρχινήσεις να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Τα βράδια που σιγοκαίει η φωτιά σκέφτουμαι το λυχνάρι που άναβες στην κάμαρή μου και έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα σε ονείρατα τις ιστορίες που μου έλεγες.

Τώρα εδώ, λένε, ότι εμείς γράφουμε την ιστορία. Ο Κολοκοτρώνης λέει ότι βαφτιζούμαστε με αίμα για την ελευθερία της πατρίδας. Τ’ ακούς, μάνα; Ξαναβαφτίζουμαι με αίμα. Αίματα παντού. Κι έχω λερώσει τη φορεσιά μου. Να το ξέρεις, μάνα, έχω επάνου μου το αίμα το δικό μας και του οχτρού. Όλα τα αίματα μαζί. Το ένα πάνου στο άλλο. Αλίμονο. Εγώ που τα αίματα τρέμω πιο πολύ απ’ όλα. Θυμάσαι, μάνα, που έπεσα και χτύπησα και όλο τρέχανε αίματα στα πόδια μου και έτρεμα, και συ μου χαμογέλασες και αρχίνησες να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά; Έτσι τρέμω και τώρα και θέλω να φύγω από δω χάμου. Να ’ρθω να πλύνεις τη φορεσιά μου και με τ’ απόνερα να ποτίσεις την μπουρνελιά μου, να μεγαλώσει κι αυτή με αίμα. Και σαν θα τρώω τις μπουρνέλες να θυμούμαι τη δειλία μου και να μπαίνει όλο και πιο βαθιά μέσα μου η ντροπή, μέρα τη μέρα. Το ξέρω, σε πικραίνω, μάνα.

Έχει χαράξει για τα καλά. Τ’ άλογα έχουν αρχινήσει και χλιμιντράνε. Μυρίζουνε, λένε, τον οχτρό. Ο ήλιος έχει βαρέσει απάνου στο βουνό. Θα κινήσουμε για την Τριπολιτσά σε λίγο και κει τι θα γενεί δεν ξέρω. Θέλω να ξέρεις όμως τούτο. Θέλω να ζήσω. Θέλω να δω τον ήλιο πολλές φορές ακόμα. Θέλω να βγω ζωντανός από φτούνη την κόλαση που μου καίει τα σωθικά. Έχω ιδεί τόσα παλικάρια να πεθαίνουνε, αληθινά παλικάρια, με φωτιά στα μάτια να καίγουνται για αίμα που μυρίζει λευτεριά. Τη θέλω και γω τη λευτεριά, δεν είναι πως δεν τη θέλω, αλλά δεν είμαι φτιαγμένος για αίμα. Κι αυτό θα με στοιχειώνει, μάνα, αν ζήσω. Θα ζω με το αίμα των άλλων, των γενναίων, και την ντροπή μου. Μα η ζωή είναι γλυκιά. Έτσι δεν μου ’λεγες, μάνα; Η ζωή είναι γλυκιά σαν τις μπουρνέλες που τρώγαμε το καλοκαίρι.

Θέλω να ξέρεις κάτι που δεν σου ’χω πει ποτές, γιατί μπορεί να μην ανταμώσουμε ξανά. Όταν ήμουνα μικρός, πιο μικρός από ό,τι είμαι τώρα, σου ’χα γράψει ένα γράμμα. Το ’χω κρύψει στον στάβλο ανάμεσα στις σανίδες, εκεί που βάζουμε το σαμάρι. Αν δεν ζήσω να πας να το γυρέψεις. Αν όχι θα σ’ τα πω εγώ σαν ανταμώσουμε. Σου υπόσχομαι, μάνα, ότι θα γυρίσω και θα σ’ τα πω εγώ, και συ θα μου χαμογελάσεις και θ’ αρχινήσεις να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά. Γιατί πάντα αυτό έκανες, μάνα. Θα πολεμήσω, μάνα. Θα προσπαθήσω να πολεμήσω. Θα προσπαθήσω να μην φοβούμαι. Θα προσπαθήσω να μην ντρέπουμαι για μένα. Θα προσπαθήσω να μην ντρέπουμαι τα παλικάρια. Θα προσπαθήσω να είμαι ήρωας, κι ας μην είμαι γενναίος. Θα προσπαθήσω για κείνο το χαμόγελό σου και το χάδι στα μαλλιά.

Έχε γεια
Ο γιος σου

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σαν σήμερα (διήγημα)

Σαν σήμερα (διήγημα)

«Ξεκούμπωσες το μεσαίο κουμπί του πουκαμίσου σου και πέρασες το χέρι σου κάτω από την μπανέλα του σουτιέν. Αναζήτησες τα δύο εξογκώματα στο στέρνο και στη μασχάλη σου, λες και θα μπορούσαν να είχαν εξαφανιστεί από μόνα τους, και στη συνέχεια άνοιξες την κάμερα του κινητού και κοίταξες το είδωλό σου στην οθόνη». ...

Sleepwalk (διήγημα)

Sleepwalk (διήγημα)

«Ούτε καν με τον Άντριου, τον οποίο θεωρούσε, έστω, καλό του φίλο, δεν μπορούσε να ταυτιστεί, παρόλο που ήταν ο μόνος άντρας με τον οποίο μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του, εκτός από σεξουαλικά, και ρομαντικά. Είχε τολμήσει να πλάσει μέχρι και τρυφερές στιγμές μεταξύ τους σε βιαστικά ονειροπολήματα της ημέρας». ...

Εγκόρ Σόλοδοβ (διήγημα)

Εγκόρ Σόλοδοβ (διήγημα)

«Από το πλήθος των ψυχών σχηματίστηκε μια φαρμακερή αντάρα. Ανέβηκε μέχρι τη σέλα του αλόγου μου, σαν σμάρι άγριων μελισσών έτοιμο να χιμήξει». 

Της Ελένης Μουσάτοβα

Στήριξα τα πόδια μου στους αναβολείς, ίσιωσα την πλά...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Βίος και Πολιτεία»: Ο ψυχίατρος Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου έρχεται στο Υπόγειο

«Βίος και Πολιτεία»: Ο ψυχίατρος Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου έρχεται στο Υπόγειο

Στο 63ο επεισόδιο της σειράς συζητήσεων στο Βιβλιοπωλείο της Πολιτείας με ανθρώπους από το χώρο του βιβλίου και των ιδεών, o Κώστας Κατσουλάρης συνομιλεί με τον ψυχίατρο και συγγραφέα Θεόδωρο Μεγαλοοικονόμου με αφορμή το βιβλίο του «Ποια ψυχική υγεία και ποια ψυχιατρική, σε ποια κοινωνία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων). ...

«Ντόμινο – Η τέχνη των αλυσιδωτών πτώσεων» της Έλενας Μαρούτσου (κριτική) – Πρόγευση Παραδείσου

«Ντόμινο – Η τέχνη των αλυσιδωτών πτώσεων» της Έλενας Μαρούτσου (κριτική) – Πρόγευση Παραδείσου

Για τη συλλογή διηγημάτων της Έλενας Μαρούτσου «Ντόμινο – Η τέχνη των αλυσιδωτών πτώσεων» (εκδ. Κίχλη). Κεντρική εικόνα: Σχέδιο της Χριστίνας Κάμπαρη, κάρβουνο σε χαρτί, 42 x 30 cm, 2018.

Γράφει ο Γιάννης Καρκανέβατος

Βλέποντας το εξώφυλλο, α...

Νίκος Αδάμ Βουδούρης: «Η Λολίτα ήρθε στην εφηβεία και δεν θα φύγει ποτέ απ' τη ζωή μου»

Νίκος Αδάμ Βουδούρης: «Η Λολίτα ήρθε στην εφηβεία και δεν θα φύγει ποτέ απ' τη ζωή μου»

Από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ στη «Λολίτα» και από τον Παπαδιαμάντη στον Κουμανταρέα. Αυτά είναι κάποια από τα βιβλία της ζωής του Νίκου Αδάμ Βουδούρη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Νάρκισσος και Ιανός» του Γιώργου Αριστηνού (προδημοσίευση)

«Νάρκισσος και Ιανός» του Γιώργου Αριστηνού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από την Εισαγωγή της μελέτης του Γιώργου Αριστηνού «Νάρκισσος και Ιανός – Οι μεταμορφώσεις του Μοντερνισμού στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία», η οποία θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Από την Εισαγωγή

...
«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θόδωρου Σούμα «Ο έρωτας στο σινεμά» το οποίο θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του μήνα από τις εκδόσεις Αιγόκερως.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Μίκαελ Χάνεκε, «Η Δασκάλα του Πιάνου»

Ο Μ...

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Γερτρούδη» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο Ίμτχορ ήταν χήρος, ζούσε σε ένα από τα παλι...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024 μέσα από 30+ τίτλους για ενήλικες: λογοτεχνία, θεωρία, σκέψη. Γιατί το κουίρ «δεν έχει να κάνει με ποιον κάνεις σεξ, αλλά με έναν εαυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και πασχίζει να βρει και να εφεύρει έναν χώρο μέσα στον οποίο θα μιλά, θα ζει και θα ευημ...

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

Εξήντα ποιητικές συλλογές, δέκα από τις οποίες είναι ποίηση μεταφρασμένη στα ελληνικά: Μια επιλογή από τις εκδόσεις του 2024.

Επιλογή: Κώστας Αγοραστός, Διονύσης Μαρίνος

...

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού (1996-2004) και πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, στις 5 Ιανουρίου 2025 σε ηλικία 88 ετών (1936-2025), μας οδηγεί και στα βιβλία του στα οποία διαφυλάσσεται η πολιτική του παρακαταθήκη αλλά και η προσωπική του διαδρομή. 

Επιμέλεια: Ελένη Κορόβηλα ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ