Θα μπορούσα να τρώω κάθε πρωί το ίδιο πρωινό, θα μπορούσα να περιμένω στις εννέα και πέντε ακριβώς το ίδιο λεωφορείο και να κοιμάμαι πάντα ανάσκελα, όμως δεν θα μπορούσα να διασχίζω αυτόν τον δρόμο για δεκαεφτά χρόνια.
Της Χρύσας Γούτα
Δεκαεφτά χρόνια, δύο μήνες και εικοσιένα ατελείωτα μερόνυχτα τον βλέπω από το παράθυρο να πολεμάει τον αόρατο εχθρό του. Αόρατος δηλαδή για μένα, γιατί αυτός τον κοιτάει μέσα στα μάτια σε κάθε του βήμα. Τον παρατηρεί, παίρνει ένα βλέμμα τρόμου και οργής και ξεκινάει. Άλλες φορές πάλι προτιμάει να τον αγνοεί, τότε κλείνει τα βλέφαρα και περπατάει με ψηλά το κεφάλι.
Ήταν χαμογελαστός, μου είπαν. Δεν το ξέρω, δεν τον γνώριζα τότε. Πριν από δεκαεφτά χρόνια είχε δόντια άσπρα και μάτια σαν κεχριμπάρι. Τώρα, του έχει μείνει ένα σκυφτό κορμί και μια γραμμή μέσα στα φρύδια, που λες πως, μια μέρα, θα σχιστεί και θα αποκαλύψει τα αμαρτήματα του κόσμου όλου. Όταν όλοι αναζητούν την αθανασία, αυτός κυνηγάει τα γηρατειά. Και το καταφέρνει να τα εγκλωβίσει, γιατί είναι τόσο γέρος που νιώθεις πως, αντί να πεθάνει, θα συρρικνωθεί, ώστε να χωράει στο ανθρώπινο σώμα και να γεννηθεί ξανά παιδί.
Σήμερα που τον είδα, κοιτούσε τον εχθρό ικετεύοντας. Ύστερα έκλεισε τα μάτια και ξεκίνησε με θράσος προς το απέναντι φανάρι. Τα χρώματα των αυτοκινήτων από το παράθυρό μου έμοιαζαν με ουράνιο τόξο, τόσο γαλήνιο για μένα και τόσο απειλητικό για εκείνον. Έτρεχαν σαν σίφουνες χαϊδεύοντας τα πόδια του και παίρνοντας μαζί τους όση ζωή τού είχε απομείνει. Τόσα χρόνια μετά και τα χέρια του έτρεμαν όπως την πρώτη φορά που πέρασε αυτόν τον δρόμο, όπως την πρώτη φορά που αγκάλιασε τον μοναδικό γιο του κι όπως την τελευταία φορά που είδε τα χρυσά μαλλιά του παιδιού κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού.
Είχε φτάσει στα μισά, όταν τον είδα να δειλιάζει. Ύστερα από δεκαεφτά χρόνια ήταν η πρώτη φορά που γύρισε να κοιτάξει πίσω του. «Συνέχισε!» του φώναξα και κατάλαβα πως η φωνή μου δεν θα μπορούσε ποτέ να ακουστεί ανάμεσα στις τόσες φωνές που στοιχειώνουν το γέρικο μυαλό του. Το φανάρι, ξεχαρβαλωμένο, αναβόσβηνε διαρκώς. Έπαιρνε όλα τα χρώματα της γης και άλλαζε αποχρώσεις μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Μας κορόιδευε, και εμένα και τον γέρο, έπαιζε μαζί μας και το απολάμβανε, με τόση απληστία, με τόση ηδονή έκανε θρύψαλα την ταλαιπωρημένη πνοή που έβγαινε από το μισάνοιχτο στόμα.
Έφτασε επιτέλους στο πεζοδρόμιο και στάθηκε ξανά σκυφτός κοιτάζοντας το απέναντι φανάρι. Κανένα φως εδώ, κανένα χρώμα. Το φανάρι αυτό τον ηρεμούσε. Το ξέρω, επειδή το βήμα του άλλαζε όταν το κοιτούσε, γινόταν πιο ανάλαφρο, έμοιαζε με κινήσεις χορού. Άσχημος χορός, ανατριχιαστικός. Ήξερε πού τον οδηγούσε κάθε του βήμα και ήξερα κι εγώ πως μια μέρα θα τιμωρούνταν για τον απαίσιο χορό του. Ποια μέρα όμως; Για μένα κάθε στιγμή ήταν η τελευταία του. Όμως, δεν ζούσα τις στιγμές, γιατί καθεμιά πλημμυριζόταν από την έκπληξη που σου προκαλούσε η επιβίωση της προηγούμενης. Για κείνον κάθε στιγμή ήταν η πρώτη του. Η πρώτη αχτίδα εξιλέωσης, το πρώτο λιμάνι που θα του επέτρεπε να αγκυροβολήσει αιώνια.
Όμως, είναι υποκριτής ο γέρος. Ξέρω πως δεν θέλει να χαθεί, το μόνο που θέλει είναι να βλέπει και την ανατολή και τη δύση. Γι’ αυτό διασχίζει αδιάκοπα τον δρόμο, για να μη χάσει ούτε χιλιοστό από το ξετύλιγμα του ορίζοντα.
Και στη σκέψη αυτή σήκωνε το χέρι σαν να πυροβολούσε τον ουρανό. Γιατί, για εκείνον, μόνο αυτός τον χώριζε από το πολυπόθητο ταξίδι, το ταξίδι της συγχώρεσης για τον ρομαντισμό του που δεν θέλησε ποτέ να θεραπεύσει και τον κυνισμό του που δεν μπόρεσε ποτέ να παραδεχτεί. Περίμενε όλον το χρόνο για τον Νοέμβριο, τότε που αρχίζουν οι βροχές, το κυνήγι, τότε που έχεις κάθε δικαίωμα να θρηνείς. Και με τα μπατζάκια υγρά γλιστρούσε άχαρα ανάμεσα στις λαμαρίνες. Και ξανά η ίδια αφόρητη συνήθεια, που δεν μπορεί να συλλάβει ανθρώπινο μυαλό. Μόνο που τώρα προχωρούσε πιο αργά, γιατί ο θάνατος του Νοεμβρίου είναι ύπουλος.
Όμως, είναι υποκριτής ο γέρος. Ξέρω πως δεν θέλει να χαθεί, το μόνο που θέλει είναι να βλέπει και την ανατολή και τη δύση. Γι’ αυτό διασχίζει αδιάκοπα τον δρόμο, για να μη χάσει ούτε χιλιοστό από το ξετύλιγμα του ορίζοντα. Ένα βράδυ κατέβηκα από το σπίτι μου για να του μιλήσω. Τον περίμενα κάτω από το φωτεινό φανάρι. Όταν έφτασε, με προσπέρασε αδιάφορα και έκανε μεταβολή συνεχίζοντας για τον απροσπέλαστο προορισμό του. Τον τράβηξα από το χέρι και του είπα: «Τι κάνεις; Αργά ή γρήγορα θα σκοτωθείς!». Εκείνος τότε μου απάντησε: «Μην ξαναπάς τον Νοέμβρη για κυνήγι…». Τράβηξε το χέρι του και πέρασε για μια ακόμη φορά τον δρόμο.
Δεκαεφτά χρόνια, δύο μήνες και είκοσι μία μέρες, ήταν όλες μέρες του Νοεμβρίου, ή μάλλον ήταν κάθε μέρα από αυτές η δεκάτη ενάτη Νοεμβρίου του 1995. Ζούσε από τότε την ίδια ατελείωτη, συννεφιασμένη μέρα. Άκουγε τον ήχο των πουλιών να χάνεται ανάμεσα στα δέντρα και τα γέλια του νεαρού γιου του να κυλάνε σαν καθαρό νερό στην κοίτη του ποταμού. Μύριζε… στην πραγματικότητα μύριζε φρέσκια βενζίνη και καμένο λάστιχο, όμως, αν τον ρωτούσες, θα σου έλεγε ότι μύριζε άνθη πορτοκαλιάς και την ευωδιά του υγρού χώματος. Κι έβλεπε τα δύο κεχριμπαρένια μάτια να τον κοιτούν χαρούμενα. Ήταν τα δικά του μάτια, που σε μία στιγμή απόλυτης αγάπης και προσφοράς τα έσπειρε σε ένα άλλο σώμα και τώρα είχαν πάρει σάρκα και οστά.
Τον είδα να ακολουθεί την πλοκή του θεατρικού του έργου με ευλάβεια. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, άκουσε το κάλεσμα του πουλιού και χαμογέλασε. Με αργές κινήσεις έβγαλε το φανταστικό του πιστόλι και πυροβόλησε το ανυποψίαστο θήραμα. Η σκανδάλη κοκάλωσε στη θέση της κι η ατμόσφαιρα γέμισε από την απορία της σιγής. Το τυχερό πουλί πέταξε μακριά από τον τάφο που δεν προοριζόταν για αυτό. Ο γέρος χαμήλωσε το όπλο σμίγοντας τα φρύδια και τότε το άκουσε. Όχι, δεν άκουσε τον ήχο της εκπυρσοκρότησης, άκουσε μόνο το σχεδόν παιδικό σώμα να αγγίζει την αφιλόξενη οικία του.
Η φωνή του βαριά ξεχύθηκε από το στόμα του, όπως ο μονόλογος της κάθαρσης: «…το δικαστήριο σε κηρύσσει ένοχο για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια...». Το στομφώδες ύφος έλιωσε στο πρόσωπό του κι από δικαστής μεταμορφώθηκε πάλι σε μια ανθρώπινη σκιά. Οι αμέτρητες φωνές της συνείδησής του έφτασαν μέχρι τα δικά μου αφτιά: «Το ίδιο σου το παιδί, καταραμένε!» στρίγκλισε και κοίταξε κλαίγοντας το φανάρι.
Info
Η Χρύσα Γούτα γεννήθηκε το 1994 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Είναι πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής του Α.Π.Θ. και μεταπτυχιακή φοιτήτρια της Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στην «Τοξικολογία». Παράλληλα φοιτά στο τρίτο έτος στη Σχολή Καλών Τεχνών, Τμήμα Μουσικών Σπουδών στο Α.Π.Θ. Εργάζεται ως ειδικευόμενη γιατρός σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Το διήγημά της «Ο γέρος στο φανάρι» γράφτηκε το 2013.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική κι εκφραστική επιμέλεια.