Διήγημα που διακρίθηκε στον διαγωνισμό «200 χρόνια τώρα...», με θέμα «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», που συνδιοργάνωσαν η Book Press με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τα δέκα διηγήματα που ξεχώρισαν κυκλοφορούν σε e-book από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Στην κεντρική εικόνα, η μορφή του Καραϊσκάκη σε γκράφιτι που δημιούργησε ο καλλιτέχνης με το ψευδώνυμο «Εύρυτος».
Της Ειρήνης Σκούρα
Έδιωξε κακήν κακώς την κοπέλα του μακιγιάζ. Δεν ήθελε να του βάλουν μέικαπ, ούτε να του χτενίσουν τα μαλλιά και να του περιποιηθούν το μουστάκι. Το ίδιο και οι τρεις σύντροφοί του, αγριάνθρωποι. Ο σκηνοθέτης προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Ήταν μεγάλη επιτυχία να τον έχει στην ταινία. Και μάλιστα χωρίς αμοιβή. Ήξερε πως θα βγει κάτι αυθεντικό, που θα γινόταν αμέσως επιτυχία. Ταινία ιστορική με πρωταγωνιστή άπαιχτο. Ο παραγωγός είχε βάλει πολλά λεφτά, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα τα έπαιρνε πίσω στο πολλαπλάσιο. Έπρεπε μόνο να κάνουν υπομονή. Ιδίως όταν νευρίαζε ξεστομίζοντας βαριές κουβέντες δεξιά κι αριστερά. Προσπαθούσαν όλοι να μην του πάνε κόντρα. Δεν άκουγε ποτέ τις οδηγίες του σκηνοθέτη, δεν ήθελε να μάθει τα λόγια που του έδωσαν. Ήθελε απλά να παίξει τον εαυτό του. Με αυτή τη συμφωνία ξεκίνησαν τα γυρίσματα. Εννοείται, βέβαια, τις βρισιές και τις βλαστήμιες του θα τις έκοβαν αργότερα στο μοντάζ.
Εγώ καθόμουν σε μια απόσταση μαζί με τους υπόλοιπους. Έκανα ό,τι μου έλεγαν. Ήταν η πρώτη μου ταινία και ήθελα να είμαι καλός. Ακόμα και μεγάλοι σταρ ξεκίνησαν ως κομπάρσοι. Κάποιοι μάλιστα ως κασκαντέρ. Αυτό σκεφτόμουν, όταν παρουσιάστηκα στο γραφείο και είπα στον υπεύθυνο ότι ήρθα για την αγγελία. Με κοίταξε από πάνω ως κάτω και με ρώτησε πού χτύπησα το κεφάλι μου. Του είπα ψέματα, έπεσα. Φυσικά δεν του είπα ότι παρά τρίχα γλίτωσα, όταν ο πατέρας πέταξε καταπάνω μου το σφυρί. Εγώ φταίω. Έπρεπε να είχα διαλέξει καλύτερη στιγμή να του πω ότι θα κατέβω στην Αθήνα και θα γίνω ηθοποιός. Όχι την ώρα που καλουπώναμε στην οικοδομή κι αυτός είχε το σφυρί στα χέρια και τα καρφιά στο στόμα. Δεν μπορούσα όμως να συγκρατηθώ από τη στιγμή που κλείστηκε το ραντεβού για την οντισιόν. Και να με τώρα μπροστά στον υπεύθυνο και τους δύο βοηθούς του να κοιτάζουν το κεφάλι μου με τη γάζα και το λευκοπλάστ. Έχει περάσει πια, στα γυρίσματα θα τη βγάλω, λέω να τους ηρεμήσω. Με κοιτούν από πάνω ως κάτω. Η καριέρα μου ακόμα παίζεται.
Με κοίταξε από πάνω ως κάτω και με ρώτησε πού χτύπησα το κεφάλι μου. Του είπα ψέματα, έπεσα. Φυσικά δεν του είπα ότι παρά τρίχα γλίτωσα, όταν ο πατέρας πέταξε καταπάνω μου το σφυρί. Εγώ φταίω. Έπρεπε να είχα διαλέξει καλύτερη στιγμή να του πω ότι θα κατέβω στην Αθήνα και θα γίνω ηθοποιός.
Τελικά, μετά από συνεννοήσεις μεταξύ τους και Σήκω κάτσε… Κάνε πως τρέχεις κατά την πόρτα και… Γύρνα πάλι προς τα εδώ φωνάζοντας… πήρα την έγκριση. Τους άρεσε που είχα δυνατή φωνή και ήμουν ευλύγιστος. Όσοι ήμασταν κοντοί και λίγο παχουλοί, μας έβαλαν στ’ αριστερά. Στα δεξιά έβαλαν κάποιους ψηλούς και πολύ γυμνασμένους. Οι περισσότεροι από γυμναστήρια Αθήνας, Πειραιά και περιχώρων. Μας μοίρασαν κόκκινα σαρίκια και φαρδιές βράκες. Στους άλλους έδωσαν φουστανέλες, κεντημένα γιλέκα, φέσια με φούντα κι ενσωματωμένη περούκα με μακριά μαλλιά. Εμείς από τη μέση και πάνω θα ήμασταν γυμνοί. Μας είπαν να μείνουμε αξύριστοι τρεις μέρες πριν το τελικό γύρισμα στο Σχιστό. Θα ήμασταν οι Τουρκαλβανοί. Σε ορισμένους μοίρασαν κάτι παλιά κουμπούρια, που τα έχωσαν στα ζωνάρια τους. Αυτοί είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, γκρο πλαν και τέτοια. Ευτυχώς τα μεγάλα γιαταγάνια, που κρατούσαμε στην πρόβα τρέχοντας μες στο λιοπύρι, ήταν από ζωγραφισμένο κόντρα πλακέ. Πανάλαφρα.
Το τελικό γύρισμα ορίστηκε για Τετάρτη πρωί. Την παραμονή αυτός είχε ψηθεί στον πυρετό. Ωστόσο ήθελε να συνεχίσουμε, δεν άκουγε κανέναν, ούτε και τον γιατρό. Ο σκηνοθέτης χάρηκε. Μια μέρα καθυστέρησης θα κόστιζε ένα σωρό λεφτά. Τετάρτη πρωί όλοι στις θέσεις μας. Ξέραμε πού θα σταθούμε, προς τα πού θα τρέξουμε, τι θα φωνάζουμε. Έπρεπε να παίξω τον ρόλο μου σωστά. Πολεμική κραυγή και τρεχάλα μέχρι να φτάσουμε στην κάμερα, που ήταν κρυμμένη πίσω από έναν βράχο. Εγώ θα σωριαζόμουν κάπου στα μισά, πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες. Είχα σχεδιάσει να πέσω πολύ ωραία. Πρώτα θα γονάτιζα, μετά το χέρι στην καρδιά, σύσπαση πόνου στο πρόσωπο, ύστερα θα έπεφτα αργά στο χώμα. Θα έβαζα όλη μου την τέχνη. Σίγουρα το ταλέντο μου δεν θα περνούσε απαρατήρητο. Είχα μεγάλη αγωνία.
Μόλις ο σκηνοθέτης δίνει το σύνθημα, εμείς, με τα γιαταγάνια υψωμένα, κάνουμε έφοδο. Αυτός ορμάει καταπάνω μας με το άλογό του. Στητός. Δεν υπολογίζει ούτε πυρετό, ούτε τίποτα. Πάνω στη φασαρία και στις φωνές, ακούγεται μια δυνατή πιστολιά. Δεν μοιάζει με τις ψεύτικες. Μια σφαίρα, κρυμμένη βαθιά στη θαλάμη του χρόνου, είναι ακόμα ζωντανή. Τον βρίσκει χαμηλά στην κοιλιά. Η φουστανέλα μέσα στο αίμα. Τον κουβαλούν στο υπόστεγο με τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό. Τρέχω, σπρώχνομαι να πάω κοντά. Έρχεται ο γιατρός, του πιάνει τον σφυγμό, εξετάζει το τραύμα. Μας διώχνουν. Ανοίξτε! Κάντε χώρο να πάρει αέρα! Αυτός έχει καταλάβει πως τελειώνει πια. Οι σύντροφοί του τον κρατούν αγκαλιά. Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα… Τα λόγια του περπατούν ψιθυριστά, μοιάζουν ορφανά για λίγο. Ύστερα τα παίρνω και τα βολεύω κάπου βαθιά μέσα μου. Στο τέλος, γέρνει αργά στο πλάι, γυρίζει τα μάτια κατά δω και νομίζω πως κοιτάζει μόνο εμένα. Γκρο πλαν, λέει ο σκηνοθέτης. Κρατήστε το!… Κρατήστε το!… και… Κατ!!... Τέλειο!!! φωνάζει τρελός από χαρά.
Από τότε δεν έτυχε να ξαναπαίξω σε ταινία. Δεν είχα προτάσεις. Από την αγωνία, δεν έπεσα ωραία, όπως το είχα σχεδιάσει. Δεν με πρόσεξε κανείς. Όμως τα έφερε η ζωή έτσι που κράτησα επαφή με την οθόνη, μεγάλη και μικρή. Δουλεύω βάρδια σε ένα ταξί ιδιοκτησίας μιας γνωστής ηθοποιού, που παίζει και στην τηλεόραση. Βγάζει, μαθαίνω, τρελά λεφτά. Εγώ οικονομικά δεν μπορώ να πω ότι πάω καλά και η τύχη δεν βοηθάει καθόλου, παρόλο που παίζω λόττο τακτικά. Όμως δεν παραπονιέμαι, δεν χρωστάω πουθενά. Όλοι έχουν προβλήματα. Άλλος μαθαίνει τη γλώσσα να πάει στη Γερμανία, άλλος ψάχνει να παντρευτεί καμιά πλούσια ξένη και να φύγει μαζί της. Ο συνάδελφος που κάνουμε βάρδια στο ίδιο ταξί έχει ενοικιαζόμενα στο νησί που γεννήθηκε. Είναι απομακρυσμένο, κοντά στα σύνορα. Οι τουρίστες φοβούνται να κολυμπήσουν, τους έχουν πει ότι τα ύδατα είναι αμφισβητούμενα. Τα δωμάτια μένουν ξενοίκιαστα. Θέλει να τα πουλήσει, να τα ξεφορτωθεί, αλλά δεν βρίσκει αγοραστή. Όλο προβλήματα. Βαριέμαι αυτή την καθημερινή γκρίνια. Κάθομαι μες στο ταξί και περιμένω τη σειρά μου να πάρω πελάτη.
Είμαι καλύτερα εδώ, μαζί του. Τον έχω πάντα κοντά μου, κάθεται στο πίσω κάθισμα. Τον βλέπω στον καθρέφτη. Αμίλητος κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Από τότε που ξεκίνησα τη δουλειά, κάνω πιάτσα στο ίδιο πάντα μέρος, εκεί όπου άφησε τη ζωή του για να βαστήξει την πατρίδα. Από εδώ αρχίζω κι εδώ τελειώνω κάθε μέρα. Πιάτσα ΗΣΑΠ Νέου Φαλήρου, έξω ακριβώς από το Καραϊσκάκη.