Διήγημα που διακρίθηκε στον διαγωνισμό «200 χρόνια τώρα...», με θέμα «200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», που συνδιοργάνωσαν η Book Press με τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Τα δέκα διηγήματα που ξεχώρισαν κυκλοφορούν σε e-book από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Στην κεντρική εικόνα, μαθήτριες δίνουν μια μορφή παράστασης στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, το 2019, στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Της Μαριτίνας Πάσσαρη
Περπατάει χωρίς να υπολογίζει το βάρος του σάκου του, ξεχνώντας προς στιγμήν την παρουσία του. «Πάω γρήγορα;» Το αγόρι σέρνει το βλέμμα στο στήθος της και το καρφώνει μακριά. Πέρα από τη γέφυρα, η Κηφισίας γυαλίζει. Τον παίρνει από το χέρι. Βαδίζουν μαζί μέχρι το αυτοκίνητο. Καθώς του δένει τη ζώνη, «Νο», της λέει βραχνά κι επιθετικά: «Νο!».
«Golden slumbers fill your eyes», τραγουδάει καθώς μπαίνουν στην Εθνική. «Once there was a way, to go back homewards» –το κομμάτι άρεσε πολύ στον Παύλο– «Once there was a way to go back home...»
Δεν ξέρει αν το αγόρι προσέχει τη φωνή της, αν έχει ξανακούσει ποτέ Μπιτλς. Χθες το βράδυ καθώς άδειαζε ένα συρτάρι να κάνει χώρο για τα πράγματά του, το σιντί έπεσε στο πάτωμα και η θήκη του έσπασε. Το πήρε ξέσκεπο να το ακούσουν μαζί στη διαδρομή. Φαντάστηκε έναν μακρινό Μάρτη, δυο μέρες πριν από την 25η Μαρτίου, διακόσια χρόνια από την Επανάσταση. Κάθεται στον καναπέ του σαλονιού, ακούει το Abbey Road, το αγόρι επιστρέφει από τη γιορτή του σχολείου ντυμένο τσολιαδάκι – κάνουν ακόμα γιορτές, ίσως όχι παρελάσεις, αλλά γιορτές σίγουρα...
Είναι Παρασκευή πριν από τις 25, που φέτος πέφτει Κυριακή και χαλάει τα σχέδια των εκδρομέων. Θαυμάσιος καιρός, ανοιξιάτικο κρύο. Η κίνηση πυκνώνει όσο πλησιάζουν στον Ισθμό. Ένας φορτηγατζής την εμποδίζει να προσπεράσει. Κοιτάζει πίσω κλεφτά. «Ντιν; Όλα καλά;» Μήπως το αγόρι έχει ζαλιστεί; Οι μακριές βλεφαρίδες του σκιάζουν το βλέμμα.
«Ντιν, από δω η Έλλη». Όταν της τον σύστησε για πρώτη φορά η Ρόζα από τη μη κερδοσκοπική, πρόσεξε ότι στράβωσε το στόμα του, όταν άκουσε το όνομά του. «Ίσως δεν τον λένε έτσι. Μπορείς να του το αλλάξεις. Να τον βαφτίσεις κανονικά». Γέλασε με την πρόταση, «Καλά θα δούμε» είπε κι ένιωσε τον ιδρώτα να καίει ελαφρά την πλάτη της. «Από πού έρχεται; Δεν έχει χαρτιά;» «Δεν μιλάει, έχουμε χάσει κάπου τη γιαγιά του. Να μείνει μαζί σου το Σαββατοκύριακο, αν δεν βρούμε άκρη;»
Πίνει μια γουλιά νερό, απλώνει το χέρι της να ξεπιαστεί και το αγόρι τής αρπάζει το μπουκαλάκι. «Άσπρο πάτο» του λέει χαμογελώντας στον καθρέφτη, κατεβάζει ταχύτητα και τον βλέπει να καταπίνει με βουλιμία, όμως πριν προλάβει να παρκάρει, το αγόρι έχει ξεκουμπώσει τη ζώνη, έχει ανοίξει την πόρτα και το έχει βάλει στα πόδια.
Μια άλλη κοπέλα –όχι η Ρόζα– της τον παρέδωσε το πρωί. «Έχει φάει γερό πρωινό» της είπε «δεν χρειάζεται τίποτα μέχρι το μεσημέρι».
«Ντιν, πεινάς;» Πετάει πίσω ένα πακέτο κρακεράκια, ενώ ο φορτηγατζής μπαίνει στον παράδρομο. Το αγόρι ανοίγει τη συσκευασία, απολαμβάνοντας το σκίσιμο του περιτυλίγματος και το παντελόνι του γεμίζει ψίχουλα. «Κανάλ!» του δείχνει τον Ισθμό. Πίνει μια γουλιά νερό, απλώνει το χέρι της να ξεπιαστεί και το αγόρι τής αρπάζει το μπουκαλάκι. «Άσπρο πάτο» του λέει χαμογελώντας στον καθρέφτη, κατεβάζει ταχύτητα και τον βλέπει να καταπίνει με βουλιμία, όμως πριν προλάβει να παρκάρει, το αγόρι έχει ξεκουμπώσει τη ζώνη, έχει ανοίξει την πόρτα και το έχει βάλει στα πόδια.
«Ντιν, πού πας, περίμενε» ουρλιάζει, και ο βενζινάς, ένας νεαρός με τατουάζ, τη βλέπει να βγαίνει κακήν κακώς από το αυτοκίνητο, κομψή με στενό τζιν, μπότες, και μπουφάν νεανικό, αν την κοιτάζεις από πίσω την κάνεις καμιά τριανταριά χρονών, αλλά όχι, είναι πολύ παραπάνω, ίσως κοντά στα πενήντα, το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που τρέχει, σβέλτα χωρίς ευστάθεια, μπορεί να σωριαστεί ανά πάσα στιγμή. Πράγματι παίρνει μια αστεία τούμπα, σηκώνεται στα τέσσερα και ο βενζινάς την ακούει να κλαίει με λυγμούς –από λύσσα όχι από πόνο–, γι’ αυτό ακολουθεί το αγοράκι, το προλαβαίνει πριν από την κατηφόρα και το σέρνει αδιαφορώντας για τις κλωτσιές, τις δαγκωνιές και τις ροχάλες του. Η γυναίκα που δεν είναι του γούστου του τελικά, στεγνό πρόσωπο, ρυτίδες γύρω από γκρίζα, θολά μάτια, σκουπίζει με τις παλάμες της διαδοχικά τις μύξες του παιδιού και τα δικά της δάκρυα, ψελλίζει ευχαριστώ, σπρώχνει τον μικρό δραπέτη στο μπροστινό κάθισμα και ξεκινά χωρίς να βάλει βενζίνη.
Ο Παύλος ήρθε να τους βρει μόλις του τηλεφώνησε, όταν σταμάτησαν έξω από την Τρίπολη. Τώρα κάθονται στο εστιατόριο της πλατείας, έχουν στριμώξει για ασφάλεια το παιδί ανάμεσά τους, του έδωσαν στυλό και ζωγραφίζει άτσαλα σχήματα με πίεση που σκίζει το χαρτί.
«Θα μπορούσε να έχει σκοτωθεί, αν διέσχιζε τον δρόμο. Ευτυχώς, έτρεξε αριστερά σε μια αλάνα με θάμνους και αγκάθια».
Ο Παύλος χωρίς τα μαύρα του γυαλιά τής φαίνεται χλωμός και κουρασμένος.
«Γιατί πήγε να σ’ το σκάσει;» τη ρωτά.
«Μπορεί να μην ήξερε πώς να το ζητήσει. Ή να μην ήθελε να τον πάω εγώ στην τουαλέτα. Τελικά τα αμόλησε, σταμάτησα να του αλλάξω παντελόνι, και σε θυμήθηκα...».
«Καλά έκανες» τη διακόπτει.
«Τι κάνει η Αποστολία και η κόρη σου;» ρωτάει επειδή ντράπηκε ξαφνικά.
«Έχουν πάει εκδρομή!»
«Α, μάλιστα!»
«Χαίρομαι που σε βλέπω, Έλλη» της λέει, δεν την κοιτάζει όμως, κοιτάζει το παιδί.
Τριάντα χρόνια πριν, η 25η έπεφτε στη μέση της βδομάδας κι έτσι Δευτέρα 23 το έσκασαν με το σαραβαλάκι του. Ο Παύλος που είχε αρχίσει να σχεδιάζει το μεταπτυχιακό του για το ’21 περιπλανιόταν συχνά στην Πελοπόννησο. «Για ρεπεράζ;» τον είχε ρωτήσει ειρωνικά – εκείνη σκόπευε να εγκαταλείψει τις σπουδές της για το σινεμά.
«Έλλη, αν δεν γίνει τώρα κάτι μεταξύ μας, δεν θα γίνει ποτέ!»
«Παύλο, ελευθερία ή θάνατος!»
Σταμάτησαν στη Δημητσάνα. Η Έλλη τού έδειξε το πατρικό μιας προ-προγιαγιάς της μάνας της, ένα γκρεμίδι που θυμόταν αμυδρά γιατί κάποτε είχαν έρθει οικογενειακώς να ξεκαθαρίσουν τα συμβολαιογραφικά για να το πουλήσουν. Του είπε ότι η προ-προγιαγιά είχε έναν γιο που χάθηκε μικρός στην Επανάσταση και δεκατρία κορίτσια, ότι ο Παλαιών Πατρών ήταν θείος της κι έτρωγε σ’ αυτό το σπίτι στην κουζίνα φασολάδα και λαρδί, ότι οι μεγάλοι έβαζαν τα παιδιά να του φιλούν το χέρι, αλλά όταν έφευγε τον έβριζαν «βρομόπαπα». Ο Παύλος εντυπωσιάστηκε, μέτρησε τις γενιές που κράτησαν ζωντανό το μίσος, το απέδωσε στη διαφωνία με τον Παπαφλέσσα και έσπρωξε την Έλλη στον τοίχο για να τη φιλήσει, όμως οι πέτρες υποχώρησαν και βρέθηκαν στο χώμα, λες και το πνεύμα του Παλαιών Πατρών ζητούσε εκδίκηση για την παλιά οικογενειακή αχαριστία.
Μετά το πρώτο αμήχανο κι όλο λαχτάρα σεξ, η Έλλη ελευθερώθηκε από την αγκαλιά του, πέταξε την τρίχινη κουβέρτα που γέμιζε κοκκινίλες το τρυφερό της δέρμα και γυμνή έτρεξε ξυπόλυτη στις λερωμένες πλάκες του ξενώνα μέχρι την τουαλέτα. Μεταφέροντας κρύο νερό στις χούφτες της από τον νιπτήρα μέχρι τη λεκάνη προσπάθησε να διαλύσει το εκρηκτικό μείγμα των υγρών τους. Την επομένη στα Καλάβρυτα ύψωσε το λάβαρο ανεξαρτησίας για τη σχέση τους: Όχι στους γάμους, όχι στα παιδιά!
Το αγόρι, ο Ντιν, σταμάτησε να μουντζουρώνει, κοιτάζει βλοσυρά έξω από το παράθυρο. Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη, με το γιαταγάνι ψηλά, ορμάει κάθε στιγμή στη μάχη.
«Για πού το βάλατε;»
«Τι να τον κάνω όλη μέρα σπίτι, σκέφτηκα να πάμε ως την Καλαμάτα!»
«Θα τον υιοθετήσεις;»
Η Έλλη ιδρώνει πάλι.
«Δεν είναι κακή ιδέα, αφού δεν έκανες παιδιά», ο Παύλος επιμένει.
«Μέχρι πόσο χρονών είναι φυσιολογικό να κατουριούνται;» τον ρωτάει, λες και από αυτό εξαρτάται.
«Μέχρι να τελειώσουν το Δημοτικό!»
Δεν τον είχε φανταστεί ποτέ στον ρόλο του πατέρα. Όμως όταν η διατριβή του κόλλησε, πήγε αναπληρωματικός σε ιδιωτικό και τα παιδιά τον λάτρεψαν. Στη γιορτή της 25ης, τα έβαλε να παρελάσουν σιωπηλά με φουστανέλες και τσεμπέρια, σαν ήρωες της Επανάστασης. «Δεν είναι Απόκριες» του είπε ο διευθυντής, «δεν είναι αυτό το νόημα της Παλιγγενεσίας». Η σύμβασή του δεν ανανεώθηκε. Ο Παύλος από τότε άρχισε να θυμώνει, κλείστηκε σπίτι και την έβριζε που έλειπε συνέχεια σε γυρίσματα.
Παραγγέλνουν. Ο Παύλος μπακαλιάρο σκορδαλιά και για το παιδί προτείνει μπιφτέκι με πουρέ.
«Κι εσύ;» ρωτάει την Έλλη.
«Τίποτα, αισθάνομαι ένα βάρος».
«Χωρίς σκορδαλιά χάνεται το νόημα της μέρας!» αστειεύεται.
«Εγώ δεν ήθελα ποτέ παιδιά» του λέει σοβαρά.
Όταν έρχονται τα πιάτα, η μυρωδιά του σκόρδου την ανακατεύει.
«Πάμε να πλύνουμε χέρια» προτείνει ο Παύλος στο παιδί, «θα σου μάθω να κατουράς όπως οι ήρωες που φορούσαν φουστανέλα!». Το αγόρι δεν καταλαβαίνει, αλλά υπακούει. «Μάθε του ελληνικά και για την Ιστορία ξεκίνα απ’ τον “βρομόπαπα”» αστειεύεται ο Παύλος.
Ο ήλιος καίει μεσημεριάτικος, τρέχει ο ιδρώτας κάτω από τα μαλλιά της, βγαίνει στο κρύο να συνέλθει, στην πλατεία του Άρεως στηρίζεται στο άγαλμα. Πάνω από τα οστά του ήρωα Κολοκοτρώνη δεν αντέχει, κάνει εμετό. «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη», μια μπάντα παίζει ξεκούρδιστα. Διασταυρώνεται με τσολιαδάκια από την παρέλαση. «Σαν από ταινία του Βούλγαρη». Ξεκλειδώνει το αμάξι. «Tο σινεμά σε έχει καταστρέψει».
Απομακρύνονται γελώντας. Στιγμές παίζουν μπροστά στα μάτια της. Σαν από ταινία του Αγγελόπουλου, απέναντι στο Μαίναλο, η προ-προ-γιαγιά καταφθάνει από τη Δημητσάνα με δεκατρία κορίτσια. «Πόσες γενιές ως σήμερα;» Το χιόνι τούς φτάνει μέχρι τα γόνατα. «Εγώ είμαι η τελευταία». Όχι! Στο τέλος της μικρής πομπής ένα αγοράκι, σαν τον μικρούλη Ντιν, καθυστερεί, ακολουθεί, βυθίζεται στο χιόνι, μόνο το φέσι του φαίνεται να τραμπαλίζει, σαν μια κουκίδα στο λευκό τοπίο, σαν κόκκος πιπεριού στο πιάτο του πουρέ.
Ο ήλιος καίει μεσημεριάτικος, τρέχει ο ιδρώτας κάτω από τα μαλλιά της, βγαίνει στο κρύο να συνέλθει, στην πλατεία του Άρεως στηρίζεται στο άγαλμα. Πάνω από τα οστά του ήρωα Κολοκοτρώνη δεν αντέχει, κάνει εμετό. «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη», μια μπάντα παίζει ξεκούρδιστα. Διασταυρώνεται με τσολιαδάκια από την παρέλαση. «Σαν από ταινία του Βούλγαρη». Ξεκλειδώνει το αμάξι. «Tο σινεμά σε έχει καταστρέψει».
«Once there was a way…». Παίρνει τον δρόμο για τη Δημητσάνα. «To go back homewards». Το σπίτι της γιαγιάς... «Once there was a way...»
Χτυπάει το τηλέφωνο.
«Μάντεψε πώς τον λένε!» η Ρόζα στην άλλη άκρη της γραμμής ξεκαρδίζεται στα γέλια, «Αλαντίν! Αλαντίν Τζαφρ! Βρήκαμε τη γιαγιά!». «Boy, you're gonna carry that weight...». «Φέρ’ τον γρήγορα! Έλλη! Χαμήλωσε τη μουσική!». «CARRY THAΤ WEIGHT A LONG TIME…». «Πού είσαι;»
Η μουσική κόβεται απότομα.
«Έμεινα από βενζίνη έξω από την Καρκαλού!»
«Υπάρχει αυτό το μέρος;»