Η κυρά Σοφία έχει το τουριστικό γραφείο στην οδό Ατταλείας. Διοργανώνει ημερήσιες εκδρομές με το ένα και μοναδικό της πούλμαν. Κιούρκα, Χαλκούτσι, Μαλεσίνα. Κανένα από αυτά τα μέρη δεν είναι τυχαία επιλεγμένο. Τα Κιούρκα ταιριάζουν στην Καθαρή Δευτέρα, το Χαλκούτσι στην Πρωτομαγιά και η Μαλεσίνα στις πρώτες μέρες του καλοκαιριού.
Διήγημα της Λένας Βελόγλου
Η κυρά Σοφία είναι έξυπνη και καταφερτζού και οι εκδρομές της έχουν μεγάλη επιτυχία. Το πούλμαν της είναι πάντα γεμάτο και όλοι ευχαριστημένοι.
Το πρωί της Κυριακής η μαμά φτιάχνει τσάι για όλους στην κουζίνα και ο μπαμπάς φτιάχνει τις φαβορίτες του στον καθρέφτη του μπάνιου. Όλα τα υπόλοιπα είναι έτοιμα από το προηγούμενο βράδυ. Τα ρούχα μας σιδερωμένα και διπλωμένα πάνω στις καρέκλες, τα παπούτσια μας καθαρά πάνω στο χαλάκι και ο πάνινος σάκος παραγεμισμένος με κουλουράκια, κεφτεδάκια και τυροπιτάκια για τη διαδρομή.
Στις 7.30 ακριβώς το πούλμαν σταματάει μπροστά μας στη γωνία Ατταλείας και Ραιδεστού. Μπαίνουμε από τους πρώτους. Η μαμά κι ο μπαμπάς κάθονται πάντα στις μπροστινές θέσεις δίπλα στο θείο Ηλία και στη θεία Ειρήνη. Η μαμά γιατί ζαλίζεται στις στροφές και ο θείος Ηλίας που είναι μεγάλος γλεντζές για να είναι κοντά στο κασετόφωνο. Για την περίσταση κουβαλάει την κασέτα «Τα διαλεγμένα νο 5, φωτιές και πυρκαγιές».
Το γιουσουφάκι δεν έρχεται σε όλες τις εκδρομές, όποτε όμως έρχεται, την ώρα που ανεβαίνει τα σκαλιά του πούλμαν, η θεία μου γυρίζει κοιτάζει τη μαμά μου και στραβώνουν κι οι δυο ταυτόχρονα το στόμα τους. Εκείνη προχωράει στο στενό διάδρομο αγουροξυπνημένη και αμίλητη μαζί με τη γιαγιά της που την ακολουθεί καλημερίζοντας δεξιά και αριστερά. Κάθονται σε όποια θέση βρουν, το γιουσουφάκι στο παράθυρο και η γιαγιά της δίπλα. Το γιουσουφάκι αν και είναι λίγο πιο μεγάλο από εμάς φοράει φιμέ καλσόν, γοβάκια με τακούνι και μυτερά σουτιέν κάτω από στενά μπλουζάκια. Έχει μαύρα σγουρά μαλλιά κομμένα λίγο πάνω από τους ώμους και τα δυο μπροστινά της δόντια έχουν έναν μεγάλο κενό ανάμεσά τους. Δε φοράει κραγιόν αλλά τα χείλια της είναι βυσσινί και φουσκωτά σαν τα βελούδινα μαξιλαράκια που έχουμε στον καναπέ.
Κάθονται σε όποια θέση βρουν, το γιουσουφάκι στο παράθυρο και η γιαγιά της δίπλα. Το γιουσουφάκι αν και είναι λίγο πιο μεγάλο από εμάς φοράει φιμέ καλσόν, γοβάκια με τακούνι και μυτερά σουτιέν κάτω από στενά μπλουζάκια.
Αν και οι μανάδες μας κατσουφιάζουν όταν τη βλέπουν οι πατεράδες μας δεν ενοχλούνται καθόλου. Χαμογελάνε μάλιστα ο ένας στον άλλον και κοκκινίζουν τα φρεσκοξυρισμένα τους μάγουλα. Όσο για εμάς, εμένα δηλαδή και τον ξάδερφό μου, μας πιάνει ανησυχία γιατί όποτε έρχεται εκείνη πάντα κάτι πηγαίνει στραβά. Κάποιος πίνει λίγο παραπάνω και ζαλίζεται, μαλώνει ο θείος με τη θεία, ή ο μπαμπάς με τη μαμά, ή χαλάει το πούλμαν και αργούμε να επιστρέψουμε.
Όταν ο οδηγός μας μετρήσει, ξεκινάμε. Θα σταματήσουμε μετά από μιάμιση ώρα όταν δούμε τον άσπρο καπνό να βγαίνει από την καμινάδα της ταβέρνας του Ανέστη. Το πούλμαν παρκάρει απ έξω και μετά από λίγη ώρα καθόμαστε όλοι μαζί γύρω από το μεγάλο τραπέζι που έχει ετοιμαστεί για εμάς. Η κυρά Σοφία έχει κανονίσει για αυτό με ένα απλό τηλεφώνημα από την προηγούμενη μέρα. Τα πιάτα πάνε κι έρχονται πάνω από τα κεφάλια μας σαν ιπτάμενοι δίσκοι και προσγειώνονται στο χάρτινο τραπεζομάντιλο. Οι καράφες με το κρασί φτάνουν στο τραπέζι δυο δυο και ξεχειλισμένες. Μόλις θέλουν λίγο ακόμη για να αδειάσουν ο θείος Ηλίας σηκώνεται και βάζει την κασέτα του στο κασετόφωνο του μαγαζιού. Μετά γυρίζει το κουμπί της έντασης στο τέρμα και τραβάει το γιουσουφάκι στην πίστα. Εκείνη στέκεται για λίγο ακίνητη, τινάζει τα μαλλιά της, σηκώνει τα χέρια της ψηλά με αργές κινήσεις και ξεκινάει. Λυγίζει τη μέση, τινάζει το ένα πόδι μπροστά κι εκεί που ο ρυθμός γίνεται γρηγορότερος αρχίζει να κουνάει τους γοφούς της με απίστευτη ταχύτητα. Οι γυναίκες στο τραπέζι δαγκώνονται και κοιτάζουν τους άντρες τους που σφυρίζουν και χτυπάνε παλαμάκια. Είναι η ώρα που ο θείος Ηλίας ετοιμάζει το τελικό χτύπημα. Βάζει το χέρι του γύρω από τη μέση της κι εκείνη σιγά σιγά τη λυγίζει προς τα πίσω μέχρι που τα μαλλιά της ακουμπάνε στο πάτωμα. Τότε ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι της και το πρόσωπό της γίνεται κόκκινο ενώ ο σταυρός που κρέμεται στο στήθος της από μια χρυσή αλυσίδα γλιστράει στο μισάνοιχτο στόμα της. Όταν σηκώνεται βάζει τα χέρια της κάτω από τα μαλλιά της, τα τινάζει κι όλα πάνε στη θέση τους. Θα χορέψει άλλους δυο χορούς με διαφορετικούς καβαλιέρους και τις ίδιες φιγούρες. Για κακή μας τύχη ο ένας θα είναι ο πατέρας μου.
Στην επιστροφή όλοι είναι σιωπηλοί. Μερικοί κοιμούνται με τα κεφάλια ακουμπισμένα στα παράθυρα,ο μπαμπάς μασουλάει καραμέλες για το στομάχι μαζί με το θείο Ηλία, η μαμά δε μιλάει σε κανένα κι εμείς λυπόμαστε που τελείωσε η Κυριακή. Το γιουσουφάκι στη θέση του χαζεύει από το παράθυρο τα κίτρινα φώτα του δρόμου. Αύριο θα σηκωθεί πάλι χαράματα να πάει στο εργαστήριο. Θα ανακατέψει στη μεγάλη λεκάνη το σιτάρι, το καβουρντισμένο αλεύρι, το ρόδι και τα αμύγδαλα. Θα πιάσει τα σακουλάκια με το σταυρό και θα τα γεμίζει ένα ένα. Η κυρά Σοφία θα περάσει κατά τις έντεκα να της αφήσει το κατοστάρικο που είχαν συμφωνήσει. Θα σχολάσει στις τρεις. Δέκα εκδρομές ακόμα υπολογίζει και θα βγάλει το εισιτήριο να πάει να τον βρει και μετά τέρμα και τα κόλλυβα και τα τσιφτετέλια.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.