baladeur

Όταν ο Ηλίας έπιασε την Εθνική με το μικρό του Σκόντα, ο απογευματινός ουρανός πάνω απ’ το κεφάλι του ήταν γεμάτος σύννεφα. Δυο ώρες μετά, ο ήλιος είχε πια δύσει, η βενζίνη κόντευε να εξαντληθεί και το πρόσωπό του πονούσε, στο μέτωπο και κάτω από τα μάτια.

Του Σόλωνα Παπαγεωργίου

Στάθμευσε σε ένα εικοσιτετράωρο πρατήριο. Είχε ένα μεγάλο, φωτεινό στέγαστρο πάνω από τις αντλίες, που θύμιζε ιπτάμενο δίσκο. Ο Ηλίας γέμισε το ντεπόζιτο, πλήρωσε με μετρητά και ξαναβγήκε στο δρόμο. Όμως τα χέρια του εξακολουθούσαν να τρέμουν στο τιμόνι. Κοίταξε το αρωματικό δεντράκι που κρεμόταν απ’ τον καθρέφτη να πηγαίνει πέρα-δώθε, να χτυπιέται σα τρελό στις λακκούβες και φρέναρε απότομα. Το δεντράκι τραντάχτηκε κι έπειτα σταμάτησε. Αφουγκράστηκε την ησυχία. Βρισκόταν μονάχος στη δεξιά λωρίδα, ανάμεσα στα οργωμένα χωράφια και στα εργοτάξια. Με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση, κάτι τετράποδο να σαλεύει πλάι στους στύλους της ΔΕΗ. Ίσως να είναι αλεπού, σκέφτηκε, ή ένας εξωφρενικά μεγάλος ποντικός του αγρού. Ή ο βασιλιάς των τρωκτικών, με τα εφτά του στέμματα.

Λίγα μέτρα πιο κάτω, στάθμευσε στο εστιατόριο «Νικ». Βγήκε από το Σκόντα, ο χώρος του πάρκινγκ είχε μια χούφτα οχήματα, υπήρχαν πολλές άδειες θέσεις. Ένα ζευγάρι με το αγοράκι τους βγήκε από την κεντρική γυάλινη πόρτα. Με τα μικρά του δάκτυλα, το αγόρι πίεζε ένα σάντουιτς στο στόμα του. Είχε κόκκινα, λερωμένα χείλη κι έμοιαζε αγουροξυπνημένο.

Μπαίνοντας μέσα, μια θολούρα χτύπησε το κεφάλι του. Αισθάνθηκε την μπλε φλέβα στο μέτωπό του να πάλλεται ζεστή. Αισθάνθηκε λες και χιλιάδες μικροσκοπικά χέρια σκαρφάλωναν στον κόρφο του, στο στήθος, στη πλάτη, προς τα πάνω, θέλοντας να πιάσουν το λαιμό του. Ασυναίσθητα έφερε το δικό του χέρι, το δεξί, στο καρπό του αριστερού για να ελέγξει το σφυγμό του. Είδε τον ατμό από τα φαγητά να θολώνει ένα τζάμι στο βάθος. Χωρίς να ξέρει γιατί, άρχισε να χαζεύει τα αναρίθμητα περιοδικά με σουντόκου και σκανδιναβικά και τις κίτρινες φυλλάδες στα αναδιπλούμενα σταντ με τις εφημερίδες. Ξεφύλλισε στα γρήγορα ένα από αυτά, είδε στα κλεφτά φράσεις όπως: «κορμοράνος, αλλιώς» και «γεννήθηκε στη Κάλυμνο» κι έπειτα το επέστρεψε στη θέση του.

Μια ηλικιωμένη που φορούσε σκουφάκι με δίκτυ τον περίμενε στη θερμαινόμενη βιτρίνα με τα έτοιμα φαγητά. Κράδαινε μια μακριά κουτάλα. Όλα έμοιαζαν πλαστικά. Παρήγγειλε κάτι που θύμιζε μπιφτέκια με πατάτες φούρνου. Η γυναίκα τα έπιασε με την κουτάλα της.

Κάθισε σε μια άκρη. Η πλάτη του είχε ιδρώσει. Μικρές σταγόνες έβαφαν την μπλούζα του, απ’ το εσωτερικό της. Οι ανεμιστήρες στις γωνίες ήταν προσαρμοσμένοι τόσο ψηλά που δεν δρόσιζαν κανέναν. Στο μυαλό του Ηλία ήρθε το καναρίνι που είχαν με τη Θάλεια. Κρόκο το ΄χαν βαφτίσει, είχε ζήσει μαζί τους τέσσερα ευτυχισμένα χρόνια κι ένα καλοκαίρι σαν κι αυτό είχε σκάσει από τη ζέστη.

Πίεσε με τα δόντια του πιρουνιού τον σκληρό κιμά της επιφάνειας. Κατάπιε την πρώτη μπουκιά. Του θύμιζε το φαγητό απ’ το νοσοκομείο, από κάθε άποψη, γεύση κι εμφάνιση.

Ο Ηλίας ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει πιο πηχτός, να κολλάει στις τρίχες της ράχης του και να μένει εκεί, σαν κρούστα. Της έγνευσε για να την ευχαριστήσει κι εκείνη χαμογέλασε.

Ένα κορίτσι -θα ‘ταν δε θα ‘ταν εικοσιπέντε-, το οποίο προηγουμένως κάπνιζε μόνο του έξω, δίπλα στα καρτοτηλέφωνα, μπήκε στο «Νικ». Είχε κυματιστά μαύρα μαλλιά και πεταχτά οπίσθια. Η μικρή κοίταξε τον μοναχικό γέρο που καθόταν στην απέναντι γωνία του εστιατορίου. Μετά στράφηκε προς το μέρος του Ηλία, ο οποίος ενστικτωδώς, κατέβασε το βλέμμα στο τραπεζομάντηλο. Δεν τη κοιτούσε πλέον, αλλά μπορούσε να νιώσει τα μάτια της να τον επεξεργάζονται από απόσταση. Η μικρή παρέμεινε σα στήλη άλατος για λίγο. Έπειτα, πήγε στην επιτραπέζια βιτρίνα, διάλεξε μια κανάτα με νερό και πλησίασε, έπιασε το ποτήρι του Ηλία και το γέμισε. Δεν φορούσε τη ποδιά του προσωπικού, ούτε είχε καρτελάκι με το όνομά της στο μπούστο. Είχε λευκά, αδύνατα χέρια και μακριά νύχια, δίχως μανό. Ο Ηλίας ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει πιο πηχτός, να κολλάει στις τρίχες της ράχης του και να μένει εκεί, σαν κρούστα. Της έγνευσε για να την ευχαριστήσει κι εκείνη χαμογέλασε.

«Στη Θήβα πας;»

Ο Ηλίας σήκωσε τους ώμους του. Το κορίτσι έσφιξε τη κανάτα ανάμεσα στα στήθη του, φαινόταν μπερδεμένο. Τον ζύγιαζε καθώς συνέχισε να χαμογελά, καθιστός. Έφερε τη καρέκλα του προς τα μπρος, προσπάθησε να σκεφτεί κάτι να πει, οτιδήποτε. Μα εκείνη γύρισε απ’ την άλλη, άφησε τη κανάτα εκεί όπου την είχε πρωτοβρεί και τράβηξε προς τα βεσέ.

Ο ανεμιστήρας στη διπλανή γωνία σταμάτησε να βουίζει. Ο Ηλίας έστριψε το λαιμό του προς τα ακίνητα πτερύγια κι ένιωσε τα μάτια του να φουσκώνουν, τους βολβούς να ετοιμάζονται να πεταχτούν έξω από τα βλέφαρά του, κάνοντας ένα «ποπ!», όπως στα καρτούν. Για λίγο, θέλησε να πεταχτεί προς τις τουαλέτες και να βρει τη μικρή. Μόνο τότε συνειδητοποίησε πως έπιανε τις άκρες του τραπεζιού τόσο σφιχτά που θα μπορούσε κάλλιστα, με μια απλή κίνηση, να το σηκώσει στον αέρα κι έπειτα, με ακόμη μία, να το πετάξει μακριά.

Η κοπέλα επέστρεψε λίγο μετά με μια τσάντα περασμένη στον ώμο. Πλέον φορούσε ένα γκρι τοπ τιραντάκι και ένα τζιν σορτσάκι.

«Στη Θήβα δε πας, είπαμε;»

Η κρούστα στη πλάτη του Ηλία σκλήρυνε. Απάντησε, «ναι» κι η μικρή ρώτησε, «μπορείς να με πάρεις κι εμένα τότε; Κανονικά έρχεται ο θείος μου, ο Τάσος, να με μαζέψει, μα τώρα έχει φύγει για διακοπές και δεν έχω πώς να γυρίσω. Μπορείς; Ευχαριστώ!»

Μηχανικά, ο Ηλίας παραμέρισε το πιάτο με το πλαστικό μπιφτέκι κι έπιασε το δρόμο προς το Σκόντα, με τη μικρή να ακολουθεί κατά πόδας. Θέλησε να δει τον εαυτό του στο καθρέπτη, ένιωθε τους ώμους του ισχνούς και το κεφάλι ασήκωτο· άραγε, η αντανάκλασή του θα έμοιαζε με καρικατούρα, μινιατούρα μπαμπλ χεντ ή με φρικιό στο τσίρκο; Μέσα στο καύσωνα, η λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ πραγματικότητας κι ονείρου γινόταν όλο και πιο θολή. «Πώς σε λένε; Ηλίας, ωραίο όνομα. Εμένα με λένε Έλλη».

Το Σκόντα βγήκε στην Εθνική. Ο βραδινός ουρανός είχε μονάχα ένα αστέρι, τα τριζόνια έπαιζαν στους θάμνους. Ένα μυγάκι είχε παγιδευτεί στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, βάλθηκε να κάνει βόλτες γύρω από τα μπροστινά φώτα, γύρω από το αρωματικό ελατάκι, που ‘χε αρχίσει πάλι να χορεύει σε κύκλους. Η κρούστα του Ηλία έγινε ακόμα πιο σκληρή. Η μικρή κάθισε στη θέση του συνοδηγού, έπειτα δεν έβγαλε άχνα, έμεινε να κοιτάζει τα φώτα που τρεμόπαιζαν στο βάθος μακριά. Ο Ηλίας άνοιξε το ραδιόφωνο για να χαλάσει τη σιωπή με μουσική, έβαλε ένα γνωστό σταθμό, έπαιζαν ένα τραγούδι που άρεσε στη γυναίκα του.

Το Σκόντα άφηνε πίσω του οργωμένα χωράφια. Στην άκρη κάθε χωραφιού, λίγο πριν η σκαμμένη γη συναντήσει την άσφαλτο του δρόμου, ξεπηδούσαν μαργαρίτες κι άλλοι θάμνοι. Πού και πού, εμφανιζόταν κάποιο εκτροφείο ή κάνα εργοστάσιο πλαστικών σωλήνων. Και μια δομή φιλοξενίας προσφύγων, γεμάτη άσπρα σπιτάκια που στο σχήμα θύμιζαν κουτιά για παπούτσια, με θερμοσίφωνες στις στέγες. Η μικρή έβγαλε τα αθλητικά της, τα άφησε στο πατάκι και τέντωσε τα κουρασμένα, λευκά της πόδια. Έπειτα τα άπλωσε στο ταμπλό, αγγίζοντας το παρμπρίζ με τα δάκτυλα. Ο Ηλίας έριξε μια ματιά στα πέλματά της, φορούσε βυσσινί κάλτσες με μαύρες ρίγες. Ασυναίσθητα, φαντάστηκε τους από αερόσακους να ανοίγουν. Το κορίτσι χασμουρήθηκε.

Μετά ρώτησε: «Λοιπόν, τι κάνεις με τη ζωή σου;»

«Τίποτα».

«Όλοι κάνουν κάτι με τη ζωή τους.»

«Είμαι γιατρός σε νοσοκομείο. Στην Αθήνα.»

«Τι γιατρός είσαι, δηλαδή;»

«Ενδοκρινολόγος».

«Α, για τις ορμόνες δηλαδή! Όταν ήμουν κοριτσάκι, στο δημοτικό, η μαμά μου με πήγε να με δει ένας ενδοκρινολόγος, επειδή ήμουν πολύ μικροσκοπική. Τόση ήμουν!» είπε η Έλλη κι έφερε το δείκτη και το μεγάλο της δάκτυλο σε απόσταση μερικών χιλιοστών, σχηματίζοντας ένα ημιτελές «όκει».

Σιγά-σιγά, εμφανίστηκαν τα πρώτα οικοδομικά τετράγωνα, ψητοπωλεία, κιόσκια και τράπεζες. Πλατείες με φοίνικες, στενά με πικροδάφνες και γιαπιά με κολώνες και σίδερα να προεξέχουν. Έπειτα η Καδμεία, η αρχαία ακρόπολη, και τα σπίτια – των μόνιμων κατοίκων και των παραθεριστών. Δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους.

Τελικά σταμάτησαν σε μια γειτονιά μακριά απ’ το κέντρο, δίπλα σ’ ένα πάρκο με ψηλά δέντρα. Από την τσέπη της η Έλλη εμφάνισε ένα ζευγάρι κλειδιά, κρεμασμένα σε ένα μπρελόκ ασημί ελεφαντάκι. Παραμέρισε την αυλόπορτα μιας μονοκατοικίας με κήπο. «Αυτό είναι το σπίτι του θείου Τάσου. Κανονικά η μαμά δε μου επιτρέπει να έρχομαι εδώ. Για την ακρίβεια, έχουν τσακωθεί με τον Τάσο και δε πολυμιλάνε. Δεν την αδικώ, είναι λίγο τρελούλης ο Τάσος. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, βέβαια, λείπει από τη πόλη – έχει πάει διακοπές. Πήγε να βρει μια φίλη του, Αγγλίδα, η οποία ταξιδεύει το κόσμο με το τροχόσπιτό της και δε στέλνει τα παιδιά της στο σχολείο, μα τα διδάσκει η ίδια. Στο τροχόσπιτο. Πέρνα μέσα».

Το σαλόνι του σπιτιού είχε στο κέντρο ένα σομόν καναπέ με συνθετική δερμάτινη επένδυση. Παρέπεμπε σε καναπέ αναμονής οδοντιατρείου. Δίπλα του πολυθρόνες, σκαμνάκια, ένα τραπεζάκι με δυο βρώμικα σταχτοδοχεία και κορνιζαρισμένες φωτογραφίες. Σε μία από αυτές, ένας άνδρας με μαλλιά όλο μπούκλες κρατούσε αγκαλιά μια κόκκινη γυναίκα –κόκκινα μαλλιά, μπούκλες, κόκκινο καλοκαιρινό φόρεμα– έξω απ’ το τροχόσπιτό της, σε κάποια παραλία. Στη πόρτα του τροχόσπιτου υπήρχε ένα έξτρα-λαρτζ αυτοκόλλητο: ένας ήρωας-γάτα από κάποια παλιά σειρά κινουμένων σχεδίων. Μαζί τους βρίσκονταν δυο αγόρια που φορούσαν κοντομάνικα ζακετάκια.

Η Έλλη πήρε τα τασάκια να τα αδειάσει στη κουζίνα κι ο Ηλίας μετακινήθηκε στην άκρη του δωματίου, στήριξε τις γροθιές του στο γραφείο του Τάσου κι έκανε χάζι τα ψαλίδια, τις χαρτοταινίες, τα κολάζ, τις ακουαρέλες, τις γυμνές γυναίκες και τα σκυλάκια που είχαν στην αγκαλιά τους. Ένιωθε τη πλάτη του γεμάτη κρούστα, το αίμα του να πήζει. Δεν ήθελε να επιστρέψει στην Αθήνα. 

Έπειτα οι δυο τους πήγαν στη κρεβατοκάμαρα. Το συρόμενο παράθυρο ήταν κλειστό. Έξω, οι κούνιες, οι τσουλήθρες κι ο σιδερένιος μύλος της πλατείας στέκονταν ακίνητα ανάμεσα στα κυπαρίσσια και τα ευώνυμα. Τα τριζόνια έπαιζαν. Εκείνη ξάπλωσε, στηρίχθηκε με την πλάτη στο κεφαλάρι και σταύρωσε τα πόδια της. Ο Ηλίας ψαχούλευε στη βιβλιοθήκη, όταν η Έλλη τον ρώτησε: «Τον βλέπεις αυτόν τον καθρέφτη στη γωνία;» Κάθισε οκλαδόν, όπως έκανε κι ο ίδιος μικρός, όταν έπαιζε τον ινδιάνο.

Δίπλα απ’ τις ντουλάπες στεκόταν ένας ολόσωμος καθρέπτης. Όμως, κάτι πήγαινε στραβά. Το τζάμι του έμοιαζε λες κι αποτελούταν από πολλά διαφορετικά, παχιά κομμάτια γυαλιού που είχαν συγκολληθεί μαζί. Ο Ηλίας άγγιξε το γυαλί. Πίσω του, η Έλλη κάπνιζε κι έπαιζε με το τιραντάκι της.

Να τι πήγαινε στραβά με το καθρέπτη: έδειχνε τα πάντα παραμορφωμένα, διπλωμένα. Το είδωλο του Ηλία φαινόταν τσαλακωμένο σα φάκελος. Τα δέντρα της πλατείας έμοιαζαν με δέντρα, μα ήταν κι αυτά τσακισμένα προς τα κάτω. Ο κόσμος του καθρέπτη ήταν παράταιρος. Ο Ηλίας έβλεπε τον εαυτό του απέναντί του. Σήκωσε το χέρι του κι έσφιξε τη παλάμη του σε γροθιά, η αντανάκλασή του τον μιμήθηκε.

Το κορίτσι είχε τελειώσει με το τσιγάρο της, πλέον εξέταζε τη μικρή μελανιά στο λιπαρό δεξή της μηρό. Πλησίασε κοντά της, έτριψε τη μελανιά με τα ακροδάχτυλά του. Είχε την μπλούζα του υπό μάλης. Το κορίτσι χαμογέλασε. Απέναντί τους, ο καθρέπτης σχημάτιζε μοτίβα.

Μισή ώρα αργότερα, πετάχτηκε όρθιος από το στρώμα, λες κι είχε δει όλους τους εφιάλτες που θα έβλεπε στο υπόλοιπο της ζωής του, προκαταβολικά σ’ εκείνο το κρεβάτι. Αλαφροπατώντας έφτασε στο παράθυρο, κόλλησε το κούτελό του στο τζάμι. Με τα μάτια κλειστά, ο κόσμος τριγύρω έπαυε να υπάρχει. Χρησιμοποιώντας τον αγκώνα του, ο Ηλίας έδωσε μία στο τζάμι. Και συνέχισε, στην αρχή πιο απαλά, μετά έντονα.

«Είσαι τρελός;», ακούστηκε η Έλλη από τα σκεπάσματα. Γύρισε προς το μέρος της, ήταν αναμαλλιασμένη και τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και γουρλωμένα, με τους βολβούς έτοιμους να πεταχτούν. Πριν μισή ώρα, είχε αφαιρέσει το στηθόδεσμό της με τα δόντια του. Εκείνη τον είχε ξαναφορέσει, πριν κοιμηθεί.

«Κάνε λίγη ησυχία επιτέλους», συμπλήρωσε κι αγκάλιασε το μαξιλάρι. Με το πόδι της ψάρεψε το σεντόνι κι επέστρεψε στον ύπνο της.

Γύρισε προς το μέρος της, ήταν αναμαλλιασμένη και τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και γουρλωμένα, με τους βολβούς έτοιμους να πεταχτούν. Πριν μισή ώρα, είχε αφαιρέσει το στηθόδεσμό της με τα δόντια του.

Το ελατάκι άρχισε να τραμπαλίζεται. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Ώρες ολόκληρες προτού ξημερώσει κι ο δρόμος παρέμενε σιωπηλός. Ένα έντονο αίσθημα αφυδάτωσης ανάγκασε τον Ηλία να σταματήσει στο «Νικ». Αγόρασε ένα μπουκαλάκι νερό κι έναν καφέ. Ζεστό καφέ – τα παγάκια τούς είχαν τελειώσει, εξήγησε η ηλικιωμένη με τον σκούφο. Τον ήπιε χλιαρό, στα μέσα της διαδρομής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστροφής προσπάθησε να πιαστεί από κάποια εικόνα. Όλα μες στη νύχτα φάνταζαν άδεια: η παλιά δεξαμενή νερού με την κυκλική σκάλα, η ταμπέλα για διαφημίσεις που σαπίζει ανεκμετάλλευτη, τα δικτυοραφεία. Έκανε μια βόλτα από τους ανενεργούς βιομηχανικούς χώρους της Ελευσίνας, το Κρόνο και το σαπωνοποιείο, έπειτα βούτηξε στα σπλάχνα της Αθήνας. Επιτάχυνε. Άφηνε τα πάντα πίσω του σε κλάσματα δευτερολέπτων, ποτέ του όμως δεν είχε νιώσει περισσότερο αδρανής από κείνη τη στιγμή, σε εκείνη τη ζωή που ζούσε πλέον. Κι όταν άρχισε πάλι να κόβει ταχύτητα και ξέμεινε σε ένα γκρίζο δρόμο γεμάτο κατεβασμένα μεταλλικά ρολά κι άχρωμα στόρια σε δωμάτια δίχως φώτα, τότε ήταν που ένιωσε και τους πνεύμονές του γεμάτους μέταλλο, κομμένο σε αιχμηρά κομμάτια, κάνοντας την κάθε αναπνοή πιο επώδυνη.

Πήρε το χαρτοφύλακά του. Το ασανσέρ χωρούσε δυο άτομα όλο κι όλο. Μια ολόκληρη οικογένεια δε θα χωρούσε εκεί μέσα, το είχε πει χίλιες φορές στη Θάλεια. Ξεκλείδωσε. Τα μάτια του είχαν προσαρμοστεί στο σκοτάδι από τη διαδρομή με το αμάξι, επομένως πορεύτηκε άφοβα στο χολ μέχρι που πάτησε κάτι που έμοιαζε με σφαίρα και ήταν πεσμένο στο πάτωμα και τσούλησε μερικά εκατοστά παρακεί. Το σήκωσε, ήταν μια κουδουνίστρα. Παρδαλή, είχε κι ένα κλόουν πάνω της, ήταν αστεία. Την άφησε στο διπλανό δωμάτιο, μαζί με τα υπόλοιπα παιχνίδια κι εξερχόμενος, έκλεισε καλά τη πόρτα, με την ελπίδα να φυλακίσει μέσα τη μυρωδιά της φρέσκιας μπογιάς.

Η Θάλεια είχε ξαπλώσει. Φορούσε το νυχτικό που της είχε αγοράσει πέρσι το καλοκαίρι. Ο Ηλίας γδύθηκε άτσαλα, μετά βρέθηκε δίπλα της όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Μα εκείνη τον αντιλήφθηκε, ούτως ή άλλως. Το τελευταίο καιρό ξυπνούσε με το παραμικρό, λαγοκοιμόταν δίχως όνειρα. Έτσι του είχε πει. Μέσα στο σκοτάδι, έψαξε για τα χέρια του με τα δικά της. Τα βρήκε στο στήθος του, τα έσφιξε. Του ψιθύρισε: «Νομίζω πως θα τα καταφέρουμε».

Είχε αρχίσει να χαράζει.

Solon PapageorgiouInfo
Ο Σόλων Παπαγεωργίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998. Σπουδάζει στη Φαρμακευτική Σχολή Αθηνών. Στον ελεύθερo χρόνο του διαβάζει, γράφει, αρθρογραφεί και δανείζει τη φωνή του σε ένα podcast. Στο ενεργητικό του, έχει μία ταινία μικρού μήκους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

***

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 20 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική κι εκφραστική επιμέλεια.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σαν σήμερα (διήγημα)

Σαν σήμερα (διήγημα)

«Ξεκούμπωσες το μεσαίο κουμπί του πουκαμίσου σου και πέρασες το χέρι σου κάτω από την μπανέλα του σουτιέν. Αναζήτησες τα δύο εξογκώματα στο στέρνο και στη μασχάλη σου, λες και θα μπορούσαν να είχαν εξαφανιστεί από μόνα τους, και στη συνέχεια άνοιξες την κάμερα του κινητού και κοίταξες το είδωλό σου στην οθόνη». ...

Sleepwalk (διήγημα)

Sleepwalk (διήγημα)

«Ούτε καν με τον Άντριου, τον οποίο θεωρούσε, έστω, καλό του φίλο, δεν μπορούσε να ταυτιστεί, παρόλο που ήταν ο μόνος άντρας με τον οποίο μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του, εκτός από σεξουαλικά, και ρομαντικά. Είχε τολμήσει να πλάσει μέχρι και τρυφερές στιγμές μεταξύ τους σε βιαστικά ονειροπολήματα της ημέρας». ...

Εγκόρ Σόλοδοβ (διήγημα)

Εγκόρ Σόλοδοβ (διήγημα)

«Από το πλήθος των ψυχών σχηματίστηκε μια φαρμακερή αντάρα. Ανέβηκε μέχρι τη σέλα του αλόγου μου, σαν σμάρι άγριων μελισσών έτοιμο να χιμήξει». 

Της Ελένης Μουσάτοβα

Στήριξα τα πόδια μου στους αναβολείς, ίσιωσα την πλά...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Στους Νίκο Παναγόπουλο, Τζένη Οικονομίδη και Φώτη Μανίκα τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενων λογοτεχνών της Εταιρείας Συγγραφέων

Στους Νίκο Παναγόπουλο, Τζένη Οικονομίδη και Φώτη Μανίκα τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενων λογοτεχνών της Εταιρείας Συγγραφέων

Στους Νίκο Παναγόπουλο, Φώτη Μανίκα και Τζένη Οικονομίδη τα βραβεία Βαρβέρη και Κουμανταρέα της Εταιρείας Συγγραφέων - στον Βιντσέντζο Ρότολο το βραβείο Διδώ Σωτηρίου. Στην κεντρική...

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024 μέσα από 30+ τίτλους για ενήλικες: λογοτεχνία, θεωρία, σκέψη. Γιατί το κουίρ «δεν έχει να κάνει με ποιον κάνεις σεξ, αλλά με έναν εαυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και πασχίζει να βρει και να εφεύρει έναν χώρο μέσα στον οποίο θα μιλά, θα ζει και θα ευημ...

Βραδιά-αφιέρωμα στην Κλερ Κίγκαν, την Ιρλανδή «βασίλισσα της μικρής φόρμας»

Βραδιά-αφιέρωμα στην Κλερ Κίγκαν, την Ιρλανδή «βασίλισσα της μικρής φόρμας»

Βραδιά-αφιέρωμα στο έργο της Κλερ Κίγκαν, τη Ιρλανδής «βασίλισσας της μικρής φόρμας», στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει την Τρίτη 21 Ιανουαρίου, στις 7 μ.μ.

Επιμέλεια: Book Press

Αφιέρωμα στο έργο της ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θόδωρου Σούμα «Ο έρωτας στο σινεμά» το οποίο θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του μήνα από τις εκδόσεις Αιγόκερως.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Μίκαελ Χάνεκε, «Η Δασκάλα του Πιάνου»

Ο Μ...

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Γερτρούδη» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο Ίμτχορ ήταν χήρος, ζούσε σε ένα από τα παλι...

«Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» της Γιάρα Μοντέιρο (προδημοσίευση)

«Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» της Γιάρα Μοντέιρο (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Γιάρα Μοντέιρο [Yara Monteiro] «Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» (μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

22 ...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024 μέσα από 30+ τίτλους για ενήλικες: λογοτεχνία, θεωρία, σκέψη. Γιατί το κουίρ «δεν έχει να κάνει με ποιον κάνεις σεξ, αλλά με έναν εαυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και πασχίζει να βρει και να εφεύρει έναν χώρο μέσα στον οποίο θα μιλά, θα ζει και θα ευημ...

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

Εξήντα ποιητικές συλλογές, δέκα από τις οποίες είναι ποίηση μεταφρασμένη στα ελληνικά: Μια επιλογή από τις εκδόσεις του 2024.

Επιλογή: Κώστας Αγοραστός, Διονύσης Μαρίνος

...

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού (1996-2004) και πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, στις 5 Ιανουρίου 2025 σε ηλικία 88 ετών (1936-2025), μας οδηγεί και στα βιβλία του στα οποία διαφυλάσσεται η πολιτική του παρακαταθήκη αλλά και η προσωπική του διαδρομή. 

Επιμέλεια: Ελένη Κορόβηλα ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ