Απ’ όταν χώρισε, άλλαζε σπίτια συχνά ‒τέσσερα διαμερίσματα σε έξι χρόνια‒, λες κι η ζωή τον εκδικούνταν επειδή ως τότε πάντα απεχθανόταν τις αλλαγές.
Της Αλέκας Πλακονούρη
Το τελευταίο διαμέρισμα όμως τ’ αγάπησε με την πρώτη ματιά, ίσως επειδή ήταν πολύ φωτεινό, ίσως επειδή ήταν κοντά στο γραφείο, και παρακάλεσε από μέσα του να ριζώσει εκεί. Μετέφερε τα ολίγιστα πράγματά του, βασικά τα ρούχα, τους δίσκους και τα βιβλία του, γιατί το σπίτι ήταν επιπλωμένο, κι αυτό τον απάλλασσε από έξοδα και σκοτούρες. Στο κουδούνι ήταν ακόμα το όνομα της πρώην ενοίκου, Γαλήνη Ανέμου ‒ μα τι όνομα είναι αυτό, αναρωτήθηκε.
Όταν άρχισε να βάζει σε μια σειρά το καινούργιο του σπίτι, ανακάλυψε πως η πρώην νοικάρισσα έφυγε αφήνοντας διάφορα πράγματα ‒ λίστες με κακογραμμένα ονόματα σε κάποιο συρτάρι, καταλόγους για ψώνια σε διάφορα πιθανά και απίθανα μέρη, δύο βιβλία του Ρομπέρτο Μπολάνιο κάτω απ’ το στρώμα ‒γιατί τάχα τ’ άφησε εκεί‒, μερικά σιντί στο πατάρι, στο μπάνιο την οδοντόβουρτσά της κι ένα βερνίκι νυχιών, ένα πακέτο με σερβιέτες στο κομοδίνο μαζί με κάτι σαν εξωτικό φυλαχτό, ένα πάκο φωτογραφίες σε κάποιο ντουλάπι της κουζίνας. Οι φωτογραφίες ήταν ασπρόμαυρες και απεικόνιζαν μια νέα γυναίκα ‒αυτή ήταν τάχα;‒ με κοστούμια και πόζες σαν να έπαιζε ρόλους. Το πιο εντυπωσιακό πάνω της ήταν τα μάτια της, που πρέπει να είχαν διαφορετικό χρώμα το ένα απ’ το άλλο και την έκαναν να δείχνει πότε ευάλωτη και πότε θηρίο. Πολλές φορές έπιανε τον εαυτό του να τη σκέφτεται σκυμμένος στα βαρετά δικόγραφα που συνέτασσε κι άλλοτε στριφογύριζε το βράδυ στο στρώμα του, που πριν από λίγο καιρό ήταν δικό της, γιατί του δημιουργούσε εκνευρισμό κι αϋπνία η εικόνα της, για να ακολουθήσει μια επίμονη στύση.
Έφτανε αλληλογραφία ακόμα γι’ αυτή, φάκελοι από τράπεζες και δυο τρία γράμματα απ’ τη Βραζιλία ‒μα ποιος στέλνει τώρα πια γράμματα;‒ και μάζευε την αλληλογραφία για να τη δώσει στον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος ή, ακόμη καλύτερα, με κάποιο τρόπο να βρει τη Γαλήνη και να της την παραδώσει ο ίδιος.
Άλλοτε πάλι χοροπήδαγε με τα εσώρουχα στον καναπέ, ενώ εκείνος έφτιαχνε κάτι να φάει, και μετά πέρναγε απ’ την πόρτα για να βγει στο μπαλκόνι λες και δεν υπήρχε το τζάμι∙ κι ύστερα ήταν λέει κι οι δυο τους πάνω στο εφηβικό του ποδήλατο και τρέχανε σε μια ασπρόμαυρη πόλη, ακριβώς όμοια μ’ αυτή στο βιντεοκλίπ του «Wonderful life» του Black.
Είχε γίνει πια ρουτίνα να βάζει τα βράδια ένα ποτό και να ξεφυλλίζει τις φωτογραφίες της πριν τον πάρει ο ύπνος. Κι όταν αποκοιμιόταν, η γυναίκα με τα παράταιρα μάτια γλίστραγε στα όνειρά του, που ήταν επίσης ασπρόμαυρα, και ξάπλωνε γυμνή στα πλακάκια του μπάνιου, με τα πόδια και τα χέρια ανοιχτά και τον φώναζε χωρίς να μιλάει. Άλλοτε πάλι χοροπήδαγε με τα εσώρουχα στον καναπέ, ενώ εκείνος έφτιαχνε κάτι να φάει, και μετά πέρναγε απ’ την πόρτα για να βγει στο μπαλκόνι λες και δεν υπήρχε το τζάμι∙ κι ύστερα ήταν λέει κι οι δυο τους πάνω στο εφηβικό του ποδήλατο και τρέχανε σε μια ασπρόμαυρη πόλη, ακριβώς όμοια μ’ αυτή στο βιντεοκλίπ του «Wonderful life» του Black. Τελευταία κουβαλούσε πάντα στην τσέπη του το ασημένιο περιδέραιο με τ’ όνομά της, που το βρήκε τυχαία μια μέρα κάτω απ’ την ψωμιέρα, και μηχανικά τα δάχτυλά του χάιδευαν τα γράμματα, τις γωνίες και τις καμπύλες.
Άρχισε να ψάχνει να βρει στοιχεία γι’ αυτή στο διαδίκτυο ή το τηλέφωνό της, αλλά μάταια. Κάποιο πρωί είχε την έμπνευση να πιάσει σκοπίμως κουβέντα με τη λαλίστατη ηλικιωμένη γειτόνισσα, που πάντα απέφευγε, μήπως μάθει κάτι για τη Γαλήνη. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να του τα διηγηθεί όλα. Τρεις απόπειρες αυτοκτονίας είχε κάνει μέσα στο σπίτι, και την πήραν και τώρα βρίσκεται σε κάποιο ψυχιατρείο... Προχώρησε βουβός για το γραφείο του με μια αίσθηση απώλειας κάποιου πολύ δικού του ανθρώπου.
Η γυναίκα με τα παράξενα μάτια δεν ξανάρθε στον ύπνο του, κι εκείνος έμενε ιδρωμένος και άυπνος να στριφογυρίζει στα μαξιλάρια. Τα πρωινά με χαρά, φόβο και περιέργεια παρατηρούσε στον καθρέφτη για ώρα τα μάτια του, και ναι, ήταν αλήθεια, το ένα άλλαζε χρώμα σταδιακά και γινόταν όλο πιο σκούρο και πιο ατρόμητο από τ’ άλλο.
***
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ
Στη στήλη αυτή δημοσιεύονται διηγήματα (κείμενα μυθοπλασίας) στην ελληνική γλώσσα τα οποία μέχρι τη στιγμή της αποστολής τους δεν έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο ή οπουδήποτε στο διαδίκτυο. Τα διηγήματα αποστέλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση edit@bookpress.gr. Στην περίπτωση που το διήγημα επιλέγεται για να δημοσιευτεί, και μόνο σε αυτή, θα επικοινωνούμε με τον συγγραφέα το αργότερο μέσα σε 30 μέρες από την αποστολή του διηγήματος και θα τον ενημερώνουμε για το χρόνο της επικείμενης δημοσίευσης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, καμιά επιπλέον επικοινωνία δεν θα πρέπει να αναμένεται και ο συγγραφέας επαναποκτά αυτομάτως την κυριότητα του κειμένου του. Τα προς δημοσίευση διηγήματα ενδέχεται να υποστούν γλωσσική επιμέλεια.